ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B371
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
20 Ιουλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 139/2016)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΜΟΥΣΤΑΚΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 140/2016)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 171/2016)
ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Π. Πίτσιλλου (κα), Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα στις Υποθέσεις 139/2016, 140/2016 και Εφεσίβλητο στην Υπόθεση 171/2016.
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα στην 171/2016 και Εφεσίβλητο στην Υπόθεση 140/2016.
Ρ. Μαππουρίδης με Ι. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο στην Υπόθεση 139/2016.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, υπ' αρ. 1922/2013, 12 κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν κατηγορητήριο για τα αδικήματα της κλοπής υπό υπαλλήλου, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των προνοιών του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007).
Η εκδοχή που προβλήθηκε και η μαρτυρία που προσκομίστηκε στόχευε να καταδείξει ότι, ενώ οι κατηγορούμενοι ήταν εργοδοτούμενοι του Δήμου Παραλιμνίου και ο καθένας ήταν υπεύθυνος παραλίας ή παραλιών στην περιοχή του Πρωταρά, αρμοδιότητας του Δήμου και μεταξύ των καθηκόντων τους για την περίοδο Μαΐου - Οκτωβρίου εκάστου έτους, ήταν η ενοικίαση στρωμάτων θαλάσσης και ομπρελών, όπως και η είσπραξη καθορισμένου τέλους για κάθε κρεβατάκι και κάθε ομπρέλα, εκδίδοντας συγχρόνως σχετική, επί τούτου απόδειξη είσπραξης, αυτοί κατακρατούσαν παράνομα, μέρος των χρημάτων που εισέπρατταν από τις πιο πάνω ενοικιάσεις, παραλείποντας να τα παραδίδουν στο Δήμο Παραλιμνίου.
Η δίκη ήταν μακρά και στις 29 Ιουνίου 2016 εκδόθηκε απόφαση του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας οι κατηγορούμενοι 2, 3, 4, 6, 8, 11 και 12 κρίθηκαν ένοχοι, έκαστος σε αριθμό κατηγοριών. Οι κατηγορούμενοι 1, 7, 9, 10 και 13 είχαν απαλλαγεί και αθωωθεί από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
Για σκοπούς της παρούσας έφεσης, ενδιαφέρει η περίπτωση των κατηγορούμενων Μουστακίδη (κατηγορούμενος 9), Ανδρέου (κατηγορούμενος 7) και Νεοφύτου (κατηγορούμενος 6).
Οι τρεις εφέσεις εξετάστηκαν μαζί ενόψει της ύπαρξης κοινών γεγονότων και κοινής πρωτόδικης απόφασης.
Ποινική Έφεση 139/2016
Με την ποινική έφεση 139/2016 ο Γενικός Εισαγγελέας παραπονείται ότι το δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε την ύπαρξη μαρτυρίας, η οποία καταδείκνυε τη διάπραξη κλοπής, εκ μέρους του εφεσίβλητου - Μουστακίδη, και θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να τον καταδικάσει γι' αυτό το αδίκημα και μόνο, προσθέτοντας προς τούτο κατηγορία κατ' ακολουθία του άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Στο πλαίσιο της συζήτησης της έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα ανέφερε, μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι δεν αμφισβητεί την ορθότητα της απόρριψης της υπόθεσης αναφορικά με τις κατηγορίες, όπως αυτές ήταν διατυπωμένες στο κατηγορητήριο, αλλά ότι έχει, με βάση την παραδοχή που έγινε από τον εφεσίβλητο, αποδειχθεί το αδίκημα της κλοπής.
Η έφεση στηρίχθηκε, με βάση τον προβληθέντα λόγο έφεσης, στο γεγονός ότι, ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε ότι υπήρχε στην ανακριτική κατάθεση του εφεσιβλήτου η αναφορά ότι «έπιανα από πελάτες που ενοικίαζαν ομπρέλες και κρεβατάκια καμιά εικοσαριά ευρώ την ημέρα υπό μορφή τυχερών, δηλαδή δεν τους χρέωνα την ενοικίαση και τα λεφτά που μου έδιναν τα έπιανα εγώ. Ούτε έβγαλα αποδείξεις για την ενοικίαση. Τούτο δεν το έκαμνα με σκοπό για να κλέψω απλώς έφκαλα τα έξοδα μου».
Το δικαστήριο, συνέχισε η συνήγορος, στην απόφαση του αναφέρεται στην εν λόγω παραδοχή, πλην, όμως, θεώρησε ότι «το περιεχόμενο της υπό αναφορά κατάθεσης δεν είναι σαφές και ξεκάθαρο με αποτέλεσμα να μην αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για να στηρίξω καταδίκη του κατηγορούμενου στις συγκεκριμένες κατηγορίες».
Όπως σημειώσαμε, η συνήγορος παραδέχθηκε ότι με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία ορθώς αθωώθηκε ο εφεσίβλητος, αλλά, όπως υποστήριξε, η παραδοχή ήταν, κατά την εισήγηση της, ξεκάθαρη, υποδείκνυε κλοπή και έπρεπε το δικαστήριο να τροποποιήσει το κατηγορητήριο με προσαγωγή νέας κατηγορίας για κλοπή, ενόψει του γεγονότος ότι το αδίκημα ήταν το ίδιο με τα υπό εκδίκαση και δεν υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού των δικαιωμάτων του εφεσιβλήτου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης τονίζοντας ότι, και σε άλλο σκέλος της κατάθεσης του εφεσιβλήτου, υπήρχε αναφορά σε κάποια «τυχερά» τα οποία οι πελάτες έδιδαν στον εφεσίβλητο, ιδιαιτέρως μετά τις 5.00 το απόγευμα όπου ο ίδιος, και οι άλλοι ελεγκτές παραλιών, δεν εισέπρατταν τίμημα για την ενοικίαση ομπρελών. Επί του προκειμένου η συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε, αναφερόμενη σε τεκμήριο, που ήδη κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, και προσδιόριζε το ωράριο εργασίας και επίσης την αναφορά του εφεσιβλήτου ότι ο ίδιος δεν είχε ενημερώσει το Δήμο για τη μη είσπραξη ενοικίου για τις ομπρέλες ή για τα φιλοδωρήματα που εισέπραττε. Εν πάση περιπτώσει, υποστήριξε ο κ. Μαππουρίδης, η τροποποίηση του κατηγορητηρίου βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο ορθώς δεν την άσκησε.
Ποινική Έφεση 140/2016
Η βάση της έφεσης που προωθήθηκε εναντίον του εφεσίβλητου -Ανδρέου, είναι ότι και αυτός είχε αναφέρει, όπως προσδιορίζεται στη σελ. 127 της πρωτόδικης απόφασης, με αναφορά στην ανακριτική του κατάθεση, Τεκμ. 133, ότι «έπιανε πάνω κάτω €30 την ημέρα» χωρίς να εκδίδει αποδείξεις στους πελάτες.
Το δικαστήριο, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση που αφορούσε την έφεση 139/2016, ανέφερε ότι «είμαι της άποψης, όμως, ότι η ως άνω παραδοχή του κατηγορούμενου είναι γενική και αόριστη ώστε δεν αποτελεί κατά την άποψη μου, ασφαλές υπόβαθρο για να στηρίξω την καταδίκη του κατηγορούμενου».
Η εν λόγω παραδοχή, πρόβαλε η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα, περιλαμβανόταν στην ανακριτική κατάθεση του εφεσιβλήτου, στην κατάθεση της οποίας προβλήθηκε ένσταση, ακολούθησε δίκη εντός δίκης και τελικά η κατάθεση έγινε αποδεκτή ως τεκμήριο. Η παραδοχή είναι απόλυτη και σαφής, υποστήριξε η κα Πίτσιλλου, και από τη στιγμή που έγινε αποδεκτή, ως θεληματική, η κατάθεση, όφειλε το δικαστήριο να προβεί σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου και συνακόλουθα διαπίστωση ενοχής του εφεσιβλήτου ως προς το αδίκημα της κλοπής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου υποστήριξε ότι ναι μεν μια ομολογία θεωρείται ισχυρή απόδειξη ενός γεγονότος, πλην, όμως, αυτή πρέπει να είναι ξεκάθαρη και όχι αμφιλεγόμενη ή διφορούμενη, όπως τόνισε. Αυτή ήταν η περίπτωση, συνέχισε ο συνήγορος, και εν πάση περιπτώσει, και αν το δικαστήριο προσανατολιζόταν προς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, το ουσιαστικό μέρος της ποινικής υπόθεσης εναντίον του εφεσιβλήτου έχει καταρρεύσει, συνεπώς, κατέληξε, δεν θα μπορούσε, υπό τις συνθήκες, να προστεθεί κατηγορία εναντίον του εφεσιβλήτου.
Το ζήτημα το οποίο βρίσκεται προς απόφανση και για τις δύο εφέσεις (139/2016 και 140/2016) είναι ταυτόσημο. Συνεπώς, θα εξεταστούν μαζί.
Η παραδοχή του εφεσίβλητου Ανδρέου ότι με βάση το Τεκμ. 133, την κατάθεση του, «έπιανε πάνω κάτω €30 την ημέρα» χωρίς να εκδίδει αποδείξεις και η παραδοχή του εφεσίβλητου Μουστακίδη ότι, «έπιανα από πελάτες που ενοικίαζαν ομπρέλες και κρεβατάκια καμιά εικοσαριά ευρώ την ημέρα υπό μορφή τυχερών», χωρίς την έκδοση επίσης αποδείξεων, χαρακτηρίστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ήταν παραδοχή μεν, αλλά «γενική και αόριστη ώστε δεν αποτελεί, κατά την άποψη μου, ασφαλές υπόβαθρο για να στηρίξω την καταδίκη του κατηγορούμενου».
Επιπροσθέτως της γενικής αυτής τοποθέτησης, ο δικαστής ανέφερε ότι δεν υπήρχε, στην παραδοχή αυτή, καμία αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες ή συγκεκριμένο ποσό, από το οποίο θα μπορούσε να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα ως προς την κατεύθυνση συγκεκριμενοποίησης των υπό κρίση κατηγοριών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όντως, πρόκειται περί μιας γενικής αναφοράς για κατακράτηση χρημάτων, τα οποία εισπράττοντο από τους εφεσιβλήτους υπό την ιδιότητα τους ως υπαλλήλων του Δήμου, εξουσιοδοτημένων να ενοικιάζουν στις παραλίες τα κρεβατάκια και τις ομπρέλες. Η κάθε παραδοχή έγινε στο πλαίσιο της ανακριτικής κατάθεσης στην οποία οι εφεσίβλητοι είχαν προβεί, αφού είχαν συλληφθεί και τους γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη ισχυρισμού του Δήμου περί οικειοποίησης χρημάτων από τις ενοικιάσεις. Ήταν, δηλαδή, μέσα στο πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης για την οποία τελικώς οι εφεσίβλητοι είχαν κατηγορηθεί, και στο τέλος αθωωθεί.
Η ανακριτική κατάθεση προσδιόριζε ότι επρόκειτο περί διερεύνησης υπόθεσης κλοπής κλπ, και υπήρξε η ανάλογη προειδοποίηση, συνεπώς, αυτό το περιεχόμενο της κατάθεσης που περιλαμβάνει και αυτή τη δήλωση, ήταν μεν γενική ή/και αόριστη, χωρίς αναφορά σε ημερομηνίες ή ποσά, πλην, όμως, δεν θα μπορούσε παρά να θεωρηθεί ότι αποτελούσε μέρος της απάντησης του εφεσιβλήτου επί των κατηγοριών τις οποίες αντιμετώπιζε, και ήταν στο πλαίσιο της υπό εξέταση υπόθεσης.
Στη βάση των πιο πάνω, δεν συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση, ότι πρόκειται περί γενικής και αόριστης παραδοχής.
Το κρίσιμο, όμως, θέμα που αναφύεται είναι ότι οι συγκεκριμένες παραδοχές εξετάστηκαν μέσα στο πλαίσιο ανάλυσης των συγκεκριμένων κατηγοριών, οι οποίες είχαν καταχωρηθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και μέσα σε αυτό το πλέγμα το δικαστήριο εξέτασε την παραδοχή, καταλήγοντας, σε κάθε περίπτωση, ότι «ώστε δεν αποτελεί (η παραδοχή), κατά την άποψη μου ασφαλές υπόβαθρο για να στηρίξω την καταδίκη του κατηγορούμενου».
Υπάρχει, ταυτοχρόνως, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ο οποίος δεν μπορεί να αφεθεί, γιατί, κατά την άποψη μας, επηρεάζει άμεσα το όλο υπό εξέταση ζήτημα. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα επανέλαβε, κατά το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης, ότι στη βάση του υφιστάμενου κατηγορητηρίου ορθώς, με βάση τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, τούτο αθώωσε κάποιους κατηγορουμένους, περιλαμβανομένων των εφεσιβλήτων. Δεν υπάρχει, δηλαδή, παράπονο αναφορικά με την αθώωση η οποία στηρίχθηκε στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, περιλαμβανομένων και των ανακριτικών καταθέσεων των εφεσιβλήτων.
Οι εφέσεις εδράζονται στην υποπαράγραφο (ιιι) της παραγράφου (1) του άρθρου 137 του Κεφ. 155, ότι, δηλαδή, «Ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Η εμβέλεια εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου έχει αποτελέσει αντικείμενο σωρείας αποφάσεων, μεταξύ άλλων και η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, και δεν θεωρούμε αναγκαίο να υπεισέλθουμε περισσότερο σε αυτό το θέμα.
Η αντίκριση του εγερθέντος θέματος άπτεται της εισήγησης του εφεσείοντα, ότι έπρεπε το δικαστήριο να προχωρήσει σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη νέας κατηγορίας, ήτοι κατηγορίας για κλοπή, με βάση την παράγραφο (4) του άρθρου 85 του Κεφ. 155.
Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο γεγονός ότι ο πρωτόδικος δικαστής δεν διαπίστωσε, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, περιλαμβανομένων και των ανακριτικών καταθέσεων που περιλάμβαναν τις παραδοχές, ότι έχει αποδειχθεί με μαρτυρία η διάπραξη του ποινικού αδικήματος της κλοπής, όπως αυτή έχει διατυπωθεί στο κατηγορητήριο. Ο εφεσείων δεν έχει παράπονο για την αθωωτική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Συνεπώς, δημιουργείται ένα σχήμα οξύμωρο. Από τη μια ο εφεσείων να συμφωνεί ότι ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο αθώωσε, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, σε αναφορά με κατηγορία παρομοίας φύσεως και από την άλλη να εισηγείται ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία θα έπρεπε να διαπιστωθεί η ύπαρξη ποινικού αδικήματος, κλοπής.
Αυτή η αντιμετώπιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται μέσα στις δυνατότητες που προσφέρει το άρθρο 137 του Κεφ. 155, συνεπώς, οι εφέσεις δεν μπορούν να επιτύχουν και ως εκ τούτου, θα απορριφθούν.
Ποινική Έφεση 171/2016
Ο εφεσείων -Νεοφύτου, με τη δική του έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης καθότι το εύρημα ενοχής στηρίζεται, όπως υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορό του, στη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στην παραδοχή που έγινε στο πλαίσιο της κατάθεσης του εφεσείοντα, αυτή «ενισχύεται» από την ανώμοτη δήλωσή του. Για τους λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια, το θέμα δεν θα μας απασχολήσει, παρόλο που σημειώνουμε ότι οι παραδοχές του εφεσείοντα, επιβεβαιώθηκαν και από άλλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου.
Κατά το στάδιο της συζήτησης και προτού αναπτυχθούν οι λόγοι έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι υπάρχει στα πρακτικά δήλωση του συνήγορου του εφεσείοντα ότι αυτός μετά την καταδίκη πλήρωσε στο Δήμο, μετά από διευθέτηση, €10.000, τα οποία ήταν κατατεθημένα σε τραπεζικό λογαριασμό και κατακρατήθηκαν με τη σύμφωνο γνώμη του εφεσείοντα.
Ζητήσαμε την άποψη του συνηγόρου του εφεσείοντα, ο οποίος υποστήριξε ότι η διαδικασία κατά το στάδιο επιβολής ποινής είναι εντελώς ξεχωριστή από τη διαδικασία της δίκης. Όσα αναφέρονται στο δικαστήριο, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, δεν μπορούν, κατά την εισήγηση του, να επηρεάσουν το δικαίωμα του εφεσείοντα να καταχωρίσει έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα της καταδίκης, όταν υπάρχει.
Έχουμε διαπιστώσει στην απόφαση του δικαστηρίου για την ποινή, ημερομηνίας 26 Ιουλίου 2016, ότι το δικαστήριο αναφέρει στη σελ. 5, κάμνοντας αναφορά στις αγορεύσεις των συνηγόρων των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο παρών εφεσείων, και κάτω από τον αριθμό «(4) Η αποζημίωση του παραπονούμενου Δήμου». Η ιδία αναφορά γίνεται από το δικαστήριο προτού επιβάλει ποινή, καταγράφοντας τους μετριαστικούς παράγοντες, και ειδικώς στη σελ. 14 της απόφασης αναφέρεται: «(2) Την αποζημίωση του παραπονούμενου Δήμου».
Παρατηρείται συναφώς ότι το στοιχείο αυτό της επιστροφής ή παραχώρησης προς το Δήμο μέρος των χρημάτων, είχε τη δική του συνεισφορά στην επιμέτρηση της ποινής που επεβλήθη, τελικώς, από το δικαστήριο στον παρόντα εφεσείοντα.
Για σκοπούς πληρέστερης εικόνας έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά του δικαστηρίου ημερομηνίας 21 Ιουλίου 2016, ημέρα κατά την οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα είχε αγορεύσει για σκοπούς μετριασμού της ποινής.
Κατά το στάδιο εκείνο η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι κάποιοι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο παρών εφεσείων, έχουν προβεί σε διευθέτηση για εξόφληση των ποσών για τα οποία είχαν κριθεί ένοχοι.
Όταν αγόρευσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ανέφερε ότι «Το πρώτο σημείο, είναι ότι ο κατηγορούμενος έχει εξοφλήσει το ποσό για το οποίο έχει βρεθεί ένοχος. Ήταν εδώ ο καλός ο συνάδελφος, ο κ. Πιττάτζης για να το επιβεβαιώσει, αλλά έπρεπε να αποχωρήσει. Δεν έχει διευθετηθεί, έχει όντως καταβάλει το ποσό». Σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε: «Εντιμότατε, να διευκρινίσω όπως αναφέρει ο κ. Ευσταθίου για την αποζημίωση για τον κατηγορούμενο 6, έχει δοθεί ένα ποσό στο Δήμο ύψους 10.000 και το υπόλοιπο της αποζημίωσης, θεωρείται ότι είναι από το τεκμήριο που είναι ενώπιον σας κατατεθημένο, 11.442 ευρώ όπου θα επιστραφεί στο Δημαρχείο και θα θεωρηθεί ως αποζημίωση, από το ποσό που έχει δώσει το υπόλοιπο, ο έκτος κατηγορούμενος».
Παρατηρούμε συναφώς ότι υπάρχει μία ξεκάθαρη διαβεβαίωση τόσο της Κατηγορούσας Αρχής, όσο και της Υπεράσπισης, ότι όντως, ο εφεσείων είχε καταβάλει στο Δήμο ένα σημαντικό ποσό για το οποίο είχε βρεθεί ένοχος. Αυτό αποτελεί σοβαρό ελαφρυντικό παράγοντα, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη σε περιπτώσεις όπως στην παρούσα. Περίπτωση κατά την οποία ο παραπονούμενος Δήμος διεκδικούσε χρήματα τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του, και κατ' επέκταση με βεβαιωτική καταδικαστική απόφαση, είχε ο εφεσείων αποστερήσει χωρίς εξουσιοδότηση.
Το θέμα είναι ποια θα μπορούσε να ήταν η συνέπεια αυτής της δήλωσης για την έφεση, η οποία έχει καταχωρηθεί από τον εφεσείοντα αμφισβητώντας την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης.
Κατ' αρχάς, δεν συμφωνούμε με το συνήγορο υπεράσπισης ότι η διαδικασία που γίνεται για επιβολή ποινής είναι άσχετη με την καταδικαστική απόφαση. Αποτελούν ενιαίο σύνολο και το δικαστήριο έχει υποχρέωση μετά την καταδίκη ενός κατηγορουμένου να εξετάσει το σύνολο των στοιχείων, περιλαμβανομένων και των ελαφρυντικών, έτσι ώστε να καταλήξει στην αρμόζουσα ποινή. Αυτή η ποινή που επιβλήθηκε, είχε ως μέρος του συνόλου των στοιχείων που λήφθησαν υπόψη, όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω, και την αποζημίωση που κατέβαλε ο εφεσείων προς τον παραπονούμενο Δήμο.
Ανάλογο θέμα μας έχει απασχολήσει στην πρόσφατη απόφαση TABRAZV v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 8/2017, ημερ. 4 Μαΐου 2018, όπου αναλύθηκε και προγενέστερη νομολογία, όπως η υπόθεση Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325 και Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (2003) 2 Α.Α.Δ. 487, όπου, ιδιαιτέρως στην υπόθεση Τρικωμίτης, το Εφετείο, παραπέμποντας στην υπόθεση Wu Chun-piu v. The Queen (P.C.) (1966) 1 W.L.R. 1113, υιοθέτησε την προσέγγιση ότι: «. Η αγόρευση και οι ενέργειες προς μετριασμό της ποινής δεν πρέπει να θεωρείται ότι εξυπακούουν παραδοχή της κατηγορίας, έστω και αν δεν προβάλλεται η αθωότητα του κατηγορούμενου, εκτός αν πρόθεση παραδοχής προκύπτει σαφώς από τα λεγόμενα».
Επί του προκειμένου αναφύεται ένα ερώτημα, το οποίο απασχόλησε και το αγγλικό δικαστήριο στην υπόθεση Wu Chun-piu. Ρεαλιστικά ερμηνευόμενη η δήλωση του συνηγόρου, πού αποσκοπούσε; Είχε πρόθεση να εκμηδενίσει την αρχική απάντηση του πελάτη του στην κατηγορία, ή απλώς στόχευε στον, υπό τις περιστάσεις, μετριασμό των επιπτώσεων της ποινής.
Το θέμα είναι, κατά τη γνώμη μας, άρρηκτα συνυφασμένο με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Κατηγορήθηκε και βρέθηκε ένοχος για το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου. Η κλοπή συνίστατο στο ότι, ως εργοδοτούμενος του Δήμου Παραλιμνίου και έχων τη διαχείριση της ενοικίασης στρωμάτων θαλάσσης και ομπρελών, εισέπραττε χρήματα από τους πελάτες, για λογαριασμό του Δήμου, τα οποία και οικειοποιείτο. Κατέβαλε το ποσό, το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω, απεδέχθη να χρησιμοποιηθεί και ένα άλλο ποσό προς όφελος του Δήμου επίσης, με σκοπό να παραμείνει στην εργασία του, όπως αναφέρθηκε από το συνήγορο του. Αυτή η ενέργεια πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί, παρά μόνο ότι υπήρχε άμεση παραδοχή του αδικήματος και επίδειξη συγγνώμης για τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί.
Συνεπώς, δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο παρά να θεωρηθεί ότι η δήλωση του συνηγόρου, περί αποπληρωμής του ποσού, εκθεμελιώνει τη δυνατότητα προώθησης της παρούσας έφεσης κατά της καταδίκης. Διαφορετική προσέγγιση θα ήταν όχι μόνο αντινομική, αλλά θα αποτελούσε και σχήμα οξύμωρο, καθότι θα επέτρεπε στον εφεσείοντα, αφού εξασφάλισε την έκπτωση στην ποινή, να προχωρεί και να αμφισβητεί, εκ του ασφαλούς πλέον, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Αθανασίου, την ορθότητα της καταδίκης του. Συνεπώς, η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Οι εφέσεις 139/2016, 140/2016 και 171/2016, με βάση τα προαναφερθέντα, απορρίπτονται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.