ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B268
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 138/2017)
4 Ιουλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΡΟΔΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Εφεσείων,
ν.
AQUA MASTERS PLC,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Γ. Καραμανώλης και Γ. Μούντης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Γεωργίου με Ε. Αρότη (κα) για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη αντιμετώπιζε πρωτοδίκως εκτεταμένο αριθμό κατηγοριών, εδραζομένων σε πρόνοιες του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου, Ν. 35(Ι)/2007 (ο Νόμος). Συγκεκριμένα, 32 κατηγορίες που αφορούσαν μη καταβολή μηνιαίου μισθού σε μηνιαίως αμοιβόμενο εργοδοτούμενο, τον Εφεσείοντα, και οι οποίες κάλυπταν χρονικά σειρά μηνιαίων μισθών για τα έτη 2012 - 2015, πέντε κατηγορίες που αφορούσαν σε μη καταβολή δεδουλευμένων 13ων μισθών για τα έτη 2011 - 2015 και μία κατηγορία η οποία αφορούσε μη πληρωμή 38 ημερών κανονικής άδειας μετ΄ απολαβών.
Κρίνουμε σκόπιμο να παρεμβάλουμε στο πρόωρο αυτό στάδιο τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις που καλύπτουν την ενώπιόν μας υπόθεση, προκειμένου να καταστεί ευκολότερη και η παρακολούθησή της:
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου:
«"εργοδοτούμενος" σημαίνει πρόσωπο που εργάζεται για άλλο πρόσωπο, είτε δυνάμει σύμβασης εργασίας ή μαθητείας, είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις, από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου και ο όρος "εργοδότης" θα ερμηνεύεται ανάλογα και θα περιλαμβάνει την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας·
"μισθός" σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτούμενου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου και δεν περιλαμβάνει έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex- gratia) πληρωμές·»
Σχετικά με την υπόθεση είναι και τα ακόλουθα άρθρα του Νόμου:
«Τρόπος πληρωμής μισθών
3. Οι μισθοί των εργοδοτουμένων πρέπει να πληρώνονται τοις μετρητοίς σε νόμιμο χρήμα, δηλαδή σε χαρτονομίσματα ή κέρματα, ή μέσω λογαριασμού μισθών ή με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή.
........................................................................
5. Ο μισθός πρέπει να πληρώνεται απευθείας προς τον εργοδοτούμενο, εκτός σε περιπτώσεις που ο ίδιος ο εργοδοτούμενος έχει δώσει γραπτώς τη συγκατάθεσή του για το αντίθετο.
........................................................................
Τόπος και χρόνος πληρωμής των μισθών
8.-(1) Η πληρωμή των μισθών, όταν γίνεται τοις μετρητοίς, θα πραγματοποιείται μόνο κατά τις εργάσιμες ώρες, στον τόπο εργασίας ή κοντά σ΄ αυτόν, εκτός αν προνοείται διαφορετικά σε άλλο νόμο ή κανονισμό ή συλλογική σύμβαση.
........................................................................
Συχνότητα πληρωμής των μισθών
9. -(1) Η συχνότητα της πληρωμής των μισθών πρέπει να είναι τουλάχιστον εβδομαδιαία, εκτός για μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό, οπότε πρέπει να είναι τουλάχιστον μηνιαία.
........................................................................
Υποχρέωση τήρησης στοιχείων, αρχείων και απόδειξης
12.-(1) Ο εργοδότης οφείλει να τηρεί αρχεία στα οποία να φαίνονται, για κάθε εργοδοτούμενο τα στοιχεία σχετικά με τον ακάθαρτο και τον καθαρό μισθό του, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν αποκοπών που έγιναν στο μισθό και τους λόγους για τους οποίους έγιναν οι αποκοπές αυτές.
(2) Τα τηρούμενα δυνάμει του εδαφίου (1) αρχεία θα πρέπει να φυλάσσονται από τον εργοδότη ή για λογαριασμό του και να είναι διαθέσιμα κατά πάντα εύλογο χρόνο για έλεγχο από Επιθεωρητή ή άλλο λειτουργό, που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 13.
(3) Το βάρος της απόδειξης για την καταβολή του μισθού σε εργοδοτούμενο φέρει ο εργοδότης.
........................................................................
19.-(1) Αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση οποιασδήποτε αστικής φύσεως διαφοράς, μέσα στα πλαίσια του παρόντος Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
(2) Σε περίπτωση που ο εργοδότης καταδικαστεί για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τότε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών θα μπορεί να εκδίδει διάταγμα καταβολής χρηματικών οφειλών του εργοδότη που προκύπτουν από τη μη πληρωμή μισθών.
20.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Το Δικαστήριο επιπρόσθετα από τις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δύναται, με την καταδίκη του εργοδότη, να εκδώσει και Διάταγμα καταβολής του οφειλόμενου ποσού προς τον εργοδοτούμενο.
........................................................................»
Σκοπός βεβαίως θέσπισης του Νόμου είναι η προστασία των εργοδοτουμένων και, πιο συγκεκριμένα, η διασφάλιση του δικαιώματός τους προς λήψη του μισθού και των ωφελημάτων που δικαιούνται με βάση τη συμφωνία που διέπει την εργασιακή τους σχέση. Υπό το πρίσμα αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το άρθρο 12(3) του Νόμου προβλέπει περί μετάθεσης του βάρους απόδειξης για την καταβολή του μισθού στους ώμους του εργοδότη. Το ζήτημα αυτό θα μας απασχολήσει σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης.
Μετά την πιο πάνω παρεμβολή, επανερχόμαστε στα κρίσιμα για την ενώπιόν μας έφεση δεδομένα.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε η μαρτυρία τριών μαρτύρων για την πλευρά του Παραπονούμενου - Εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου και ενός μάρτυρα για την Κατηγορούμενη - Εφεσίβλητη, της Κυριακού, Διοικητικής και Διευθύνουσας Συμβούλου της. Ο Παραπονούμενος κρίθηκε ως αναξιόπιστος, η δεύτερη μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή κρίθηκε ότι «ουδέν προσέφερε στη διαδικασία» και ο τελευταίος μάρτυρας επίσης δεν προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Αντιθέτως, η μοναδική μάρτυρας για την Κατηγορούμενη κρίθηκε ως αξιόπιστη, αφού έκανε εξαιρετική εντύπωση στην όλη πορεία παράθεσης των θέσεών της και παρέμεινε σταθερή παρά την επίμονη και επίπονη αντεξέτασή της.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τη νομική πτυχή της ενώπιόν του υπόθεσης, σημείωσε ως μόνο επίδικο ζήτημα, καθοριστικό ως προς το αποτέλεσμα της διαδικασίας, την καταβολή ή όχι του μισθού. Τόνισε, προεκτείνοντας, ότι ο,τιδήποτε άλλο αφορούσε την εργασιακή σχέση συνιστούσε αστικής φύσεως διαφορά, αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Με αυτά ως δεδομένα, στάθμισε, ως κεφαλαιώδες ζήτημα προς εξέταση, κατά πόσο ο εργοδότης - η Εφεσίβλητη εν προκειμένω - είχε παραβεί την εκ του νόμου υποχρέωσή της προς καταβολή των επίδικων μισθών, όπως και οι λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου καθόριζαν. Ακολούθως, σημειώνοντας ότι η Κατηγορούμενη - Εφεσίβλητη έφερε, κατ΄ ακολουθία του προαναφερθέντος άρθρου 12(3) του Νόμου, το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, περί εξόφλησης των μισθών, έκρινε, ότι για την επίδικη περίοδο ο Παραπονούμενος - Εφεσείων έλαβε τον μισθό του. Στην κατάληξη αυτή οδηγήθηκε στηριζόμενο στη μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά της Εφεσίβλητης, την οποία, όπως ήδη λέχθηκε, αξιολόγησε ως θετική και αξιόπιστη. Υπό τις συνθήκες αυτές η υπόθεση απορρίφθηκε και, συνακόλουθα, η Εφεσίβλητη αθωώθηκε και απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Η αθωωτική απόφαση προσβάλλεται με δώδεκα λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι έντεκα, λόγοι έφεσης 2-12, καλύπτουν ζητήματα αποκλεισμού και/ή πλημμελώς δεκτής και/ή λανθασμένης ερμηνείας της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, μέσω του πρώτου λόγου έφεσης, τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς και/ή εσφαλμένα το Νόμο, καθώς επίσης και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προβάλλεται, πιο αναλυτικά, ότι το Δικαστήριο έσφαλε ως προς τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, ως προς το βάρος απόδειξης που είχε η κάθε πλευρά, αλλά και ως προς τον καθορισμό των επιδίκων θεμάτων που κάλυπταν την υπό κρίση περίπτωση.
Για να γίνει ευκολότερα κατανοητή η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα ως προς το σύνολο των ζητημάτων που καλύπτουν οι λόγοι έφεσης, επιβάλλεται η παράθεση του πλαισίου των γεγονότων που είτε παρέμειναν αδιαμφισβήτητα, είτε οδήγησαν σε ανάλογα ευρήματα και τα οποία καλύπτουν τη φύση της εργασιακής σχέσης των δύο μερών, καθώς επίσης και τον τρόπο προσέγγισής της από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
Ο Εφεσείων εργαζόταν στην Εφεσίβλητη δυνάμει σύμβασης εργασίας, τεκμήριο 2. Μέρος των υπηρεσιών του παρείχετο στην Κύπρο και μέρος στο εξωτερικό. Στην πορεία ο Εφεσείοντας υπέγραψε περαιτέρω συμβόλαιο εργοδότησης με την εταιρεία Aqua-Masters Qatar Co. W.L.L., τεκμήριο 19. Στο συμβόλαιο αυτό καθοριζόταν και η αντιμισθία του για τις υπηρεσίες που θα παρείχε στην εν λόγω εταιρεία. Ηταν ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι υπέγραψε επιπρόσθετο συμβόλαιο, τεκμήριο 23, σύμφωνα με το οποίο οι απολαβές του, όταν θα βρισκόταν στο Κατάρ θα ήταν επιπρόσθετες του μισθού του στην Κύπρο, τον οποίο σε κάθε περίπτωση, είτε παρείχε υπηρεσίες στην Κύπρο είτε στο Κατάρ θα τον λάμβανε. Παρεμβάλλουμε ότι το συμβόλαιο τεκμήριο 23 και η ισχύς του αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της Εφεσίβλητης, η οποία προώθησε τη θέση ότι το πρόσωπο που το υπέγραψε εκ μέρους της προαναφερθείσας εταιρείας του Κατάρ δεν είχε εξουσία να το πράξει.
Με δεδομένο το πλέγμα των πιο πάνω γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι καθίστατο ξεκάθαρο πως το ζήτημα όπως εκτέθηκε και αναλύθηκε ενώπιόν του δεν συνίστατο σε οφειλόμενους μισθούς και μόνο αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα, τα οποία άπτοντο ερμηνείας και εφαρμογής συμβολαίων, ζητημάτων εργοδότη, όρων εργοδότησης κλπ. Η ύπαρξη δηλαδή των τριών συμβολαίων, τεκμήρια 2, 19 και 23, οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρίση ότι ο αστικός χαρακτήρας της υπόθεσης ήταν διάχυτος από την αρχή, εφόσον ο,τιδήποτε αμφισβητείτο συνίστατο σε ισχύ συμβολαίων και σε ερμηνεία αυτών. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι ο Παραπονούμενος - Εφεσείων μέσω του κατηγορητηρίου ζητούσε μισθούς, μεταξύ άλλων, για χρονικά διαστήματα για τα οποία δεν ήταν στην Κύπρο αλλά παρείχε υπηρεσίες σε άλλη εταιρεία, κατ΄ επίκληση των προνοιών του τεκμηρίου 23. Κατέληξε, σχετικά, ότι η ενώπιόν του εργασιακές σχέσεις οδηγούσαν στην έγερση αστικής φύσεως διαφορών, ξέφευγαν του αυστηρού ελέγχου κατά πόσον ο Παραπονούμενος ήταν εργοδοτούμενος στον οποίο δεν είχε καταβληθεί ο μισθός για εργασία που παρείχε και εγείροντο και άλλα ζητήματα, πέραν της ποινικής υφής. Παρά ταύτα, κατέληξε ως ακολούθως:
«Οφείλει λοιπόν, ο Κατηγορούμενος εάν και εφόσον επικαλεστεί τη σχετική υπεράσπιση να αποδείξει εξόφληση της απαίτησης, το εάν οι μισθοί είναι ή όχι οφειλόμενοι, οφείλει να το αποδείξει ο Παραπονούμενος. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχω πειστεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι είναι οφειλόμενοι οι μισθοί, εφόσον ουσιώδη ζητήματα της ίδιας της εργασιακής σχέσης εξακολουθούν να είναι αμφισβητούμενα και μη αποκρυσταλλωμένα. Στο βαθμό και στο μέτρο που υπόθεση θα εξεταζόταν στη βάση και μόνο του Τεκμηρίου 2 και Τεκμηρίου 19, τότε, στη βάση της μαρτυρίας του Παραπονουμένου που δεν έπεισε και στη βάση της μαρτυρίας της Αντωνιάδου η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, θα κατέληγα ότι δεν οφείλονται μισθοί και ως εκ τούτου η υπόθεση θα απορριπτότανε για το λόγο αυτό. Στο βαθμό όμως, που στην υπό εξέταση διαφορά το επιχείρημα περί οφειλών εδράζεται στη βάση των προνοιών του Τεκμηρίου 23 τότε με δεδομένη την αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων, (α) της εγκυρότητας του, (β) της ιδιότητας του υπογραφέα του, (γ) της δυνατότητας παράλληλης ισχύος του με το Τεκμήριο 2, (δ) των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να γίνει επίκληση των προνοιών του, τότε η φύση της διαφοράς αυτής ξεκάθαρα μετατρέπεται σε αστική, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του δικαιοδοτικού πλαισίου του ποινικού Δικαστηρίου.
Η δυναμική της υπόθεσης αυτής έτσι όπως έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, είναι τέτοια που δεν την καθιστά υπόθεση υπαγόμενη αποκλειστικά στην ποινική δικαιοδοσία. Προκειμένου το ποινικό Δικαστήριο να προχωρήσει και να καταδικάσει την Κατηγορουμένη, θα πρέπει να λάβει απόφαση αναφορικά με την εγκυρότητα, ερμηνεία και εφαρμογή του αμφισβητούμενου Τεκμηρίου 23. Κάτι τέτοιο όμως δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του ποινικού Δικαστηρίου. Τα επίδικα ζητήματα, δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί, υπό την έννοια ότι ενόσω παραμένουν αμφισβητούμενοι οι όροι εργασίας του Παραπονουμένου και κατ΄ επέκταση τα ωφελήματά του Παραπονουμένου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει να καταδικάσει την Κατηγορουμένη για οφειλές τις οποίες η ίδια αμφισβητεί ότι εξ΄ αρχής είχε. Σε σχέση με το ζήτημα καταβολής μισθών για το χρονικό διάστημα το οποίο καταγράφεται στο Κατηγορητήριο, η Κατηγορούμενη έφερε το βάρος στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων να αποδείξει την καταβολή των ποσών αυτών.
Η ίδια παρουσίασε εμβάσματα, καταστάσεις από το λογιστή της εταιρείας και ισχυρισμούς που ικανοποιούν ότι για την εν λόγω περίοδο ο Παραπονούμενος έλαβε το μισθό του. Εάν ο Παραπονούμενος θεωρεί δικαιούται σε καταβολή περαιτέρω ποσών, τα οποία προκύπτουν από την εφαρμογή του Τεκμηρίου 23, το δικαίωμά του αυτό είναι αρμόδιο να το επικυρώσει άλλο Δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει για την εγκυρότητα ή μη των συμβολαίων και για την ίδια τη φύση της εργασιακής σχέσης. Εάν δικαιούται για αυτό το χρονικό διάστημα μισθό επιπρόσθετο του συμφωνηθέντος, είναι κάτι που άπτεται της εφαρμογής και ερμηνείας του Τεκμηρίου 23. Σίγουρα όμως δεν εξετάζεται από το ποινικό Δικαστήριο, το οποίο δεν ερμηνεύει συμφωνίες ή αποδίδει οικονομικά δικαιώματα, παρά τιμωρεί παραβάτες νομοθεσίας, επιβάλλοντας τις προβλεπόμενες από τον εκάστοτε εν ισχύ νόμο ποινές. Σημειώνω δε το αυτονόητο, ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται η πολιτική με την ποινική διαδικασία, εφόσον αυτές ασκούνται από διαφορετικά Δικαστήρια στα πλαίσια εντελώς διαφορετικών διαδικασιών και δικονομικών κανόνων.
Το παρόν ποινικό Δικαστήριο, έτσι όπως τέθηκε και παρουσιάστηκε ενώπιον του η υπό εξέταση διαφορά, δεν θα μπορούσε να υπεισέλθει στη ρίζα της επίδικης σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου και να προχωρήσει σε εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με το εύρος, ισχύ και ερμηνεία των συμβολαίων και των προσδοκιών του Παραπονουμενου, κατά πόσον αυτές ήταν δικαιολογημένες ή όχι. Το παρόν Δικαστήριο, για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται, στα πλαίσια εφαρμογής της επίδικης νομοθεσίας, αυτό που εξετάζει, είναι το εάν ο εργοδοτούμενος έχει λάβει το αντάλλαγμα τις εργασίας προς τον εργοδότη του. Οτιδήποτε άλλο εκφεύγει του δικαιοδοτικού πλαισίου του παρόντος Δικαστηρίου. Δεν πρέπει να παραβλέπεται σε καμία περίπτωση, ότι με το άρθρο 12 του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (8/1967), συστήνεται το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, στην αποκλειστική δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτουν όλες οι εργατικές διαφορές. Δεν μπορεί το παρόν Δικαστήριο, μέσω της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε να καταστεί Εργατικό Δικαστήριο και να προχωρήσει σε διαπιστώσεις και ευρήματα αναφορικά με την ίδια τη φύση της επίδικης εργατικής σχέσης και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η 75η κατηγορία αναφέρεται στη μη καταβολή ημερών άδειας. Τέτοιο αδίκημα δεν υπάρχει με βάση τον επίδικο νόμο, ο οποίος αφορά την πληρωμή των μισθών. Για ζητήματα που αφορούν την άδεια των εργοδοτουμένων, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει ειδική νομοθεσία, τον Περί Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμο του 2002(Ν.63(Ι)/2002), ο οποίος δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Επομένως η 75η κατηγορία, δεν θα μπορούσε να επιτύχει και για αυτό το λόγο.
Καταλήγοντας, ο Παραπονούμενος απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η υπόθεση απορρίπτεται. Η Κατηγορουμένη αθωώνεται και απαλλάσσεται σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Κατηγορουμένης και εναντίον του Παραπονουμένου, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή σύμφωνα με το σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Το όλο ζήτημα επικεντρώνεται στη γενική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης δικαιοδοσίας, αφού ουσιώδη ζητήματα της ίδιας της εργασιακής σχέσης, πιο συγκεκριμένα η εγκυρότητα και οι πρόνοιες του τεκμηρίου 23, εξακολουθούσαν να ήταν υπό αμφισβήτηση και μη αποκρυσταλλωμένα, με αποτέλεσμα να μην ήταν σε θέση να διαπιστώσει και να πεισθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι είναι οφειλόμενοι οι επίδικοι μισθοί. Η προσέγγιση αυτή είναι εσφαλμένη, αντιβαίνει στα βασικά συμπεράσματα και επέδρασε καταλυτικά στο τελικό αποτέλεσμα της πρωτόδικης κρίσης.
Κατ΄ αρχάς δεν τελεί υπό αμφισβήτηση ότι η πλευρά του Παραπονούμενου - Εφεσείοντα απέσεισε το βάρος που είχε προς απόδειξη ύπαρξης σχέσης εργοδότη - εργοδοτουμένου σε σχέση με τις περιόδους που αφορούσαν οι κατηγορίες. Όπως επίσης παρέμεινε αναντίλεκτο ότι για το εν λόγω διάστημα δικαιούτο σε καταβολή μισθών από την Κατηγορούμενη εταιρεία - Εφεσίβλητη, μισθοί, που όπως προέβαλλε, δεν του καταβλήθηκαν. Αλλωστε, το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή της, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι είχε αποδειχθεί επαρκώς εκ πρώτης όψεως υπόθεση, επιβεβαίωνε ότι η πλευρά του Εφεσείοντα είχε αποσείσει το βάρος που έφερε, υπό το φως των κατηγοριών που κάλυπτε το κατηγορητήριο. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε στην προσέγγισή της ότι ο Παραπονούμενος - Εφεσείων όφειλε και να αποδείξει ότι οι μισθοί ήταν ή όχι οφειλόμενοι. Κάτι τέτοιο - η αυστηρή δηλαδή απόδειξη, ουσιαστικά, ότι οι μισθοί δεν καταβλήθηκαν - θα καθιστούσε κενή περιεχομένου και θα αντιστρατευόταν τη νομοθετική πρόνοια του άρθρου 12(3), η οποία εναποθέτει το βάρος απόδειξης για την καταβολή του μισθού στους ώμους του εργοδότη.
Υπό τις συνθήκες λοιπόν, κατ΄ ακολουθία και του άρθρου 12(3) του Νόμου, ο εργοδότης - Εφεσίβλητη έφερε πλέον το βάρος απόδειξης της καταβολής του μισθού στον εργοδοτούμενο - Εφεσείοντα. Προσθέτουμε ότι η εκ του νόμου, άρθρο 12(1)(2), υποχρέωση προς τήρηση αρχείων, εντάσσεται στην όλη φιλοσοφία προστασίας και διασφάλισης των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων, αλλά και ενισχύει τη δυνατότητα απόσεισης του βάρους που φέρει ο εργοδότης προς απόδειξη της καταβολής των μισθών εργοδοτουμένων.
Τελικά, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη κατέβαλε τους οφειλόμενους μισθούς - κατάληξη που αντιστρατεύεται την προηγούμενη προσέγγισή του ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οφείλονται μισθοί - στηρίχθηκε στην αποδοχή της μαρτυρίας της μοναδικής μάρτυρας για την υπεράσπιση. Τα όσα όμως κατέθεσε η μάρτυρας αυτή ως προς τα ποσά - μισθούς που καταβλήθηκαν στον Εφεσείοντα - εργοδοτούμενο, εκλάμβαναν ως δεδομένη την εργασιακή σχέση και τους μισθούς, όπως καθορίζονταν στα τεκμήρια 2 και 19, παραγνωρίζοντας πλήρως τη διαφοροποίηση, ως προς το ζητούμενο, ήτοι το θέμα του μισθού, όπως αυτή αποτυπώνεται στο τεκμήριο 23.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αξιολογήσει την ενώπιόν του εκ διαμέτρου αντίθετη μαρτυρία, προκειμένου να καταλήξει στο βασικό εύρημα του ύψους του μισθού του Εφεσείοντα, ούτως ώστε να κριθεί τελικά εάν η Εφεσίβλητη εκπλήρωσε τις εκ του νόμου επίδικες υποχρεώσεις της. Ο ακριβής μηνιαίος μισθός του Εφεσείοντα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τις συμβάσεις που κάλυπταν τις εργασιακές σχέσεις του με την Εφεσίβλητη. Συνεπώς, επιτακτική ήταν η ανάγκη της αποτύπωσης δικαστικής κρίσης επί του θέματος της ισχύος και ερμηνείας των συμβολαίων εργοδότησης, προκειμένου να καθορισθεί και ο μηνιαίος μισθός του Εφεσείοντα για σκοπούς της ποινικής διαδικασίας.
Οι πιο πάνω πλημμέλειες του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφήνουν μετέωρη και εκθεμελίωνουν την τελική του κρίση περί καταβολής όλων των οφειλομένων εκ του νόμου μισθών, αφού η ανάλυση των πληρωμών, για τις οποίες κατέθεσε η μάρτυρας υπεράσπισης, προς τελική κατάληξη για την καταβολή όλων των μισθών, προϋπόθετε προηγούμενη κατάληξη σε εύρημα ως προς το ύψος των οφειλομένων αυτών μισθών.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση ανατρέπεται. Υπό τις όλες συνθήκες, το συμφέρον της δικαιοσύνης επιτάσσει την έκδοση διαταγής προς επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το συντομότερο δυνατό. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσείοντα και εις βάρος της Εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.