ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B228
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 8/2017)
14 Μαΐου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
GHOLAM REZA BABAEIZAD TABRAZV
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Π. Αριστοτέλους, για τον εφεσείοντα.
Ε. Γιακουμεττή (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Μια ανθρώπινη ιστορία με κεντρικό πρόσωπο τον κατηγορούμενο, αιτητή πολιτικού ασύλου που διέμενε στο κέντρο φιλοξενίας αιτητών ασύλου στην Κοφίνου, έφθασε μέχρι την αίθουσα του Δικαστηρίου, το οποίο εξέτασε τις εναντίον του κατηγορίες για κλοπή ενός μαχαιριού - το είχε ο παραπονούμενος ως εργαλείο για τις γεωργικές του εργασίες - καθώς και τρεις άλλες για επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη και για αντίσταση κατά οργάνου τήρησης της τάξης ((άρθρα 255, 262, 243 και 244(β) του Π.Κ., Κεφ. 154, αντιστοίχως).
Μαζί με το μαχαίρι, σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πήρε μέσα από την «κάσια του οχήματος» του παραπονούμενου και δύο πίττες σουβλάκια και ένα κομμάτι κρέας. Ο παραπονούμενος ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του επιστρέψει το μαχαίρι, εκείνος όμως αρνήθηκε ότι το πήρε, οπότε ο παραπονούμενος (ΜΚ3) προσήλθε αμέσως στον Αστυνομικό Σταθμό Κοφίνου και κατάγγειλε την κλοπή του. Όπως αποκαλύπτουν τα πρακτικά, σε συνδυασμό με την απόφαση του Δικαστηρίου, στα οποία και ανατρέξαμε, αμέσως μετά την υποβολή του παραπόνου, οι αστυφύλακες ΜΚ1 και ΜΚ2, συνοδευόμενοι από τον παραπονούμενο, ο οποίος θα τους διευκόλυνε στην αναγνώριση του δράστη, εντόπισαν τον κατηγορούμενο.
Ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, όπως προωθήθηκε κατά την ακρόαση, ότι πριν τα αστυνομικά όργανα (ΜΚ1 και ΜΚ2), στην παρουσία του ΜΚ3 παραπονουμένου, προλάβουν να ζητήσουν εξηγήσεις από τον κατηγορούμενο, εκείνος επιτέθηκε στον ΜΚ1, οπότε προχώρησαν στη σύλληψη του.
Ο κατηγορούμενος δεν έδωσε κατάθεση παρά μόνο προέβη ως ήταν δικαίωμα του στην ακόλουθη ανώμοτη δήλωση: «Εντιμότατε δεν πήρα κανένα μαχαίρι που με κατηγορούν ότι έχω πάρει. Αυτά.» Η υπερασπιστική γραμμή του εφεσείοντος, μέσω της αντεξέτασης, ότι ο κατηγορούμενος πρόβαλε νόμιμη αντίσταση σε παράνομη σύλληψη ή ότι η Αστυνομία δεν είχε δικαίωμα να τον συλλάβει - δεν επρόκειτο για αυτόφωρο αδίκημα και απαιτείτο προς τούτο η έκδοση εντάλματος σύλληψης - απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Κρινόμενη δε η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη, οδήγησε το Δικαστήριο σε απόφαση ενοχής του κατηγορούμενου μόνο για την κατηγορία της επίθεσης εναντίον οργάνου τήρησης της τάξης (κατηγορίες αρ. 2, 3, 4), ενώ τον απάλλαξε στην κατηγορία της κλοπής του μαχαιριού το οποίο δεν ανευρέθη κατά τη σωματική έρευνα:
«Έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο Αστ. 311 ΜΚ1 κάλεσε τον Κατηγορούμενο να καθίσει κάτω. Αντί αυτού ο Κατηγορούμενος σήκωσε τα χέρια πάνω και έσπρωξε τον ΜΚ1. Ο ΜΚ1 του είπε τότε είναι υπό σύλληψη και προσπάθησε να του φορέσει χειροπέδες. Ο Κατηγορούμενος αντιστεκόταν και κλωτσούσε τόσο τον ΜΚ1 όσο και τον ΜΚ2 για να αποτρέψει τη σύλληψη του που ήταν νόμιμη παρά την αντίθετη θέση που προβλήθηκε από πλευράς υπεράσπισης. Αφής στιγμής ο Κατηγορούμενος έσπρωξε τον ΜΚ1 τότε ο τελευταίος είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του να συλλάβει τον Κατηγορούμενο για το αδίκημα της επίθεσης εναντίον αστυνομικού κατά την κανονική άσκηση των καθηκόντων του.
Έχει προβληθεί η θέση ότι η σύλληψη του Κατηγορουμένου δεν ήταν νόμιμη και ο Κατηγορούμενος είχε κάθε δικαίωμα να αντισταθεί. Πάντα κατά τη θέση της υπεράσπισης οι ΜΚ1 και 2 πήγαν να συλλάβουν τον Κατηγορούμενο επειδή είχαν εύλογη υποψία ότι ο τελευταίος έκλεψε ένα μαχαίρι. Τα γεγονότα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι ΜΚ1 και 2 μετά το παράπονο του ΜΚ3 ξεκίνησαν να εντοπίσουν τον Κατηγορούμενο. Όταν τον εντόπισαν του είπαν να καθίσει κάτω. Η εν λόγω έκφραση δεν είναι δυνατόν και δεν υποδηλώνει ότι ο Κατηγορούμενος μέχρι εκείνου του σημείου ήταν υπό σύλληψη. Όταν όμως αρνήθηκε και ο ΜΚ1 κινήθηκε προς το μέρος του, τότε ο Κατηγορούμενος τον έσπρωξε. Ήταν σ΄ αυτό το σημείο που λέχθηκε στον κατηγορούμενο ότι ήταν υπό σύλληψη για το αδίκημα της επίθεσης εναντίον αστυνομικού και όχι για το αδίκημα της κλοπής. Εν πάση περιπτώσει θεωρώ ότι είπαν στον Κατηγορούμενο να καθίσει κάτω ενόψει και της καταγγελίας που είχε γίνει ότι πήρε μαχαίρι περιουσία του ΜΚ3. Δεν υπήρχε όμως ούτε παράνομη σύλληψη αλλά ούτε και ο Κατηγορούμενος δικαιούτο να αντισταθεί κατά την σύλληψη του.»
Η έφεση στρέφεται μόνο εναντίον της καταδίκης εφόσον η έφεση κατά της ποινής, όπως καταγράφεται στην ειδοποίηση εφέσεως, δεν προωθήθηκε περαιτέρω και εγκαταλείφθηκε.
Κατά την ακρόαση είχαμε την ευκαιρία να απευθύνουμε στο συνήγορο ένα ουσιαστικό ερώτημα: Κατά πόσον εν όψει της εκφρασθείσας «έμπρακτης μεταμέλειας του κατηγορουμένου», όπως μεταφέρθηκε μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του και των κατευθυντήριων γραμμών της νομολογίας,[1] ο κατηγορούμενος εμποδίζεται να προωθήσει την έφεση εναντίον της καταδίκης του. Η Δημοκρατία με παραπομπή στην Αθανασίου (ανωτέρω) υποστήριξε το δεσμευτικό των δηλώσεων του συνηγόρου του κατηγορουμένου, ενώ ο τελευταίος αντέταξε πως, ό,τι αναφέρθηκε, προβλήθηκε για σκοπούς μετριασμού της ποινής για να δείξει τη μεταμέλεια του κατηγορουμένου. Ό,τι αμφισβητείται, κατά το συνήγορο, είναι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου και όχι η επίθεση στα αστυνομικά όργανα.
Μεταφέρουμε αυτολεξεί την αγόρευση του συνηγόρου του κατηγορουμένου στο μέρος που αφορά τα επίμαχα σημεία:
«Ο κατηγορούμενος απολογείται για τις πράξεις του και εκφράζει την έμπρακτη μεταμέλεια του ενώπιον του Δικαστηρίου. Υιοθετώ την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ως έχει συνταχθεί. . Καλώ το σεβαστό Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη τα παραπάνω που έχω αναφέρει ως ελαφρυντικούς παράγοντες προς μετριασμό της ποινής. Σε αυτό το στάδιο είναι καλά νομολογημένο ότι οι μετριαστικοί παράγοντες παρόλο που λαμβάνονται υπόψη δεν μπορούν να ατονήσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξε ο Κατηγορούμενος. Ο Κατηγορούμενος να αναφέρω ότι αν δεν τελούσε υπό καθεστώς, αν δεν αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχικής υγείας, δεν θα αντιδρούσε με αυτό τον τρόπο απέναντι στην αστυνομία. Ο ίδιος επειδή κατηγορήθηκε ότι έκλεψε ένοιωθε αδικία και γι΄ αυτό και συνάμα μαζί με τα ψυχολογικά του προβλήματα τον οδήγησαν σε αυτή την συμπεριφορά απέναντι στην αστυνομία.
Να αναφέρω επίσης κ. Πρόεδρε ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου. Δεν έχει προκαλέσει οποιοδήποτε πρόβλημα στο άσυλο, στον χώρο στον οποίο βρίσκονται οι αιτητές πολιτικού ασύλου στην Κοφίνου εξ ου και ο παραπονούμενος είχε αναφέρει ότι πριν το περιστατικό είχαν καλές σχέσεις με τον κατηγορούμενο και οι σχέσεις τους ήταν φιλικές. Ο Κατηγορούμενος θα πρέπει για σκοπούς μετριασμού της ποινής να αναφερθεί ότι λέχθηκε, όπως ήταν τα ευρήματα που έχει κάνει το Δικαστήριο, λέχθηκε από τον Παραπονούμενο ότι δεν ανευρέθηκε οποιοδήποτε μαχαίρι ενώπιον του και ένοιωθε αδικία γιατί να τον σταματήσει η αστυνομία για δεύτερη φορά. Bέβαια αυτή η αδικία δεν δικαιολογεί την πράξη του όμως συνάμα με τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει αντέδρασε με αυτόν τον τρόπο και απολογείται ενώπιον του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου ζητά την μέγιστη δυνατή επιείκεια που μπορεί να επιδείξει το Δικαστήριο.»
Το Δικαστήριο εξετάζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες: τις προσωπικές συνθήκες και την όλη κατάσταση του εφεσίβλητου σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη για αποτροπή, τοποθετούμενο επί των όσων εισήγαγε ο συνήγορος ως απολογία, κατέληξε ως ακολούθως:
«Ο κ. Αριστοτέλους ανέφερε περαιτέρω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρισκόταν ο Κατηγορούμενος κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, ότι δηλαδή ο Κατηγορούμενος λόγω των ψυχολογικών και ψυχικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει και επειδή ένοιωθε αδικία όταν κατηγορήθηκε για την κλοπή αντέδρασε με τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε και διέπραξε τα αδικήματα. Κάλεσε το Δικαστήριο ο κ. Αριστοτέλους να λάβει υπόψη του το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορουμένου και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων όπως και τις προσωπικές του περιστάσεις.[.]
Στην παρούσα περίπτωση σίγουρα η συμπεριφορά την οποία ο Κατηγορούμενος επέδειξε δεν ήταν η αρμόζουσα και η πρέπουσα. Εφόσον κλήθηκε από τους αστυνομικούς και εφόσον ο ίδιος όπως ήταν η θέση του δεν είχε κλέψει οτιδήποτε, θα μπορούσε με τις κατάλληλες επεξηγήσεις να μην βάλει τον εαυτό του στη θέση την οποία βρίσκεται σήμερα. Οι πολίτες θα πρέπει να βοηθούν την αστυνομία στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και όχι να αντιδρούν και να προκαλούν περαιτέρω προβλήματα όσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση όπου ο Κατηγορούμενος επιτέθηκε τους Αστυνομικούς και προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη σε ένα εξ΄ αυτών.
Ακόμα όμως και σε περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει αποτρεπτικές ποινές έχει καθήκον όπως λάβει υπόψη του όλους εκείνους τους μετριαστικούς παράγοντες που έχουν τεθεί ενώπιον του έτσι ώστε η ποινή που θα επιβληθεί να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη.
Προς όφελος του Κατηγορουμένου λαμβάνω υπόψη του το λευκό ποινικό μητρώο, το ότι ένοιωθε αδικία όταν κατηγορήθηκε για κάτι το οποίο δεν έκαμνε, τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει, αλλά και όσα αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας για τις προσωπικές του περιστάσεις και έχουν επισημανθεί και από τον συνήγορο υπεράσπισης.»
Το ερώτημα που απαιτεί απάντηση είναι κατά πόσον υπήρξε δια της έκφρασης μεταμέλειας και των όσων εισήχθησαν, ρητή παραδοχή διάπραξης του αδικήματος, που μπορεί να στερεί στον εφεσείοντα τη δυνατότητα να προωθήσει την έφεση εναντίον της καταδίκης του.
Στην Αθανασίου (ανωτέρω), το Εφετείο έθεσε αυτεπάγγελτα το ερώτημα κατά πόσον η έφεση μπορούσε να προχωρήσει εν όψει της έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντος, όπως αυτή εκφράσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Εφετείο ακολούθως, με αναφορά στα γεγονότα όπως με λεπτομέρεια καταγράφεται στην απόφαση και ιδιαιτέρως ότι κατά την αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντος, σαφώς αφήνετο να νοηθεί ότι ο λόγος για τον οποίο ο πελάτης του δεν παραδέχθηκε εξ αρχής τις δύο κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε τελικά ένοχος, ήταν η ύπαρξη της 1ης και σοβαρότερης κατηγορίας στην οποία αθωώθηκε, καλώντας συν τω χρόνω το Δικαστήριο να προχωρήσει στην επιμέτρηση της ποινής ωσάν ο εφεσείων να είχε ουσιαστικά παραδεχθεί εξ υπαρχής της δύο κατηγορίες, καθώς και στη μερική αποζημίωση των παραπονουμένων, δεν επέτρεψε τη συνέχιση της έφεσης.
Στην Τρικωμίτης (ανωτέρω) όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα, το Εφετείο παραπέμποντας στην Wu Chun-piu v. Queen (P.C.) [1966] 1 W.L.R. 1113, υιοθέτησε το λόγο της, θεωρώντας ότι «.η αγόρευση και οι ενέργειες προς μετριασμό της ποινής δεν πρέπει να θεωρείται ότι εξυπακούουν παραδοχή της κατηγορίας, έστω και αν δεν προβάλλεται η αθωότητα του κατηγορουμένου, εκτός αν πρόθεση παραδοχής προκύπτει σαφώς από τα λεγόμενα.» με αποτέλεσμα να διαφοροποιήσει την ενώπιον του υπόθεση από την Αθανασίου (ανωτέρω), εφόσον οι ενέργειες και η αγόρευση προς μετριασμό της ποινής δεν θεωρήθηκαν ότι υποδηλούσαν πρόθεση παραδοχής.
Στην Wu Chun-piu (ανωτέρω), το Αγγλικό Δικαστήριο απάντησε στο ερώτημα ως ακολούθως:
"In their Lordships' view, at least in the present case, one must ask how one should realistically interpret counsel's remarks in mitigation. Was he intending to gainsay and set at naught his client's original plea? Or was he bound in the circumstances to accept the jury's verdict and do what he could from that starting point to mitigate the consequences. In their Lordships' view, in this case at least, the latter is the realistic approach and it would be unjust to attribute to the defendant from counsel's mitigation an admission that he had in fact committed the offence which he had only very recently been contending against."
«Κατά την άποψή μας, τουλάχιστο στην παρούσα υπόθεση, ένας πρέπει να ερωτήσει πώς ρεαλιστικά ερμηνεύονται τα σχόλια του συνηγόρου προς μετριασμό. Είχε πρόθεση να διαψεύσει και να εκμηδενίσει την αρχική απάντηση του πελάτη του στην κατηγορία; ή ήταν υποχρεωμένος υπό τις περιστάσεις να δεχθεί την ετυμηγορία των ενόρκων και να κάνει ότι μπορούσε, με αφετηρία αυτό το σημείο, για να μετριάσει τις συνέπειες. Κατά την άποψή μας, τουλάχιστο σε αυτήν την περίπτωση, η δεύτερη είναι η ρεαλιστική αντιμετώπιση και θα ήταν άδικο να αποδοθεί στον κατηγορούμενο, από την αγόρευση του συνηγόρου προς μετριασμό, παραδοχή ότι είχε πράγματι διαπράξει το αδίκημα, κάτι που μόλις πολύ πρόσφατα αντιμαχόταν».
Από συνολική εξέταση της αγόρευσης του συνήγορου, της έκφρασης απολογίας για τις πράξεις του (κατηγορουμένου) και της έκφρασης «έμπρακτης μεταμέλειας», προκύπτει θεωρούμε, άμεση παραδοχή διάπραξης των αδικημάτων. Και όχι μόνο. Εστιάζοντας στα επιμέρους διαπιστώνουμε ότι αίρεται δια της αγορεύσεως ουσιαστικά και η υπερασπιστική θέση του κατηγορουμένου περί του παράνομου της σύλληψης του και του δικαιώματος του να αντισταθεί σε παράνομη σύλληψη. Και ναι μεν ο συνήγορος ήταν υποχρεωμένος και δεσμευμένος να δεχθεί την απόφαση του Δικαστηρίου, από την άλλη όμως, θα έπρεπε να γνωρίζει και είχε υποχρέωση απέναντι στον εντολέα του ότι όφειλε να περιοριστεί στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου και στα όποια ελαφρυντικά γεγονότα αναδύονται μέσα από τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Αντιθέτως ο συνήγορος, ανατρέποντας την υπερασπιστική γραμμή, αποδίδει την επίθεση ως απότοκο των προβλημάτων ψυχικής υγείας του κατηγορούμενου «που τον οδήγησαν σε αυτή τη συμπεριφορά απέναντι στην Αστυνομία» και στην «αδικία την οποία ένιωσε επειδή κατηγορήθηκε αδίκως ότι έκλεψε» και η οποία, εν πάση περιπτώσει, κατά το συνήγορο, «δεν δικαιολογεί την πράξη του», την οποία κατ΄ έφεση επιδιώκει να κριθεί ως νόμιμη αντίσταση σε παράνομη σύλληψη.
Το δικαίωμα κατηγορουμένου να προσβάλει την καταδίκη του είναι αδιαμφισβήτητο. Τα Δικαστήρια, είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα σε υποθέσεις όπου η ατομική ελευθερία του πολίτη και το δικαίωμα του να αντισταθεί σε παράνομη σύλληψη, τίθενται στη ζυγαριά της δικαιοσύνης. Τούτο όμως δεν επιτρέπει την προώθηση έφεσης όπου τα στοιχεία που εισάγονται ισοδυναμούν με μια εκ των υστέρων παραδοχή.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω και τις κατευθυντήριες αρχές όπως πηγάζουν από την νομολογία, κρίνουμε υπό τας περιστάσεις ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε την εξέταση της έφεσης: «.η συνέχιση της δίκης θα ήταν μόνο όχι αντινομική αλλά θα αποτελούσε και σχήμα οξύμωρο. Θα συνιστούσε μάλιστα και κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου εφόσον θα επέτρεπε στον εφεσείοντα, αφού πρώτα εξασφάλισε έκπτωση στην ποινή, με την έκφραση μεταμέλειας, η οποία εξυπακούει την παραδοχή της κατηγορίας, να προχωρήσει και αμφισβητήσει, εκ του ασφαλούς πλέον, την ορθότητα της καταδίκης του.» (Αθανασίου (ανωτέρω)), όπως επί του προκειμένου έπραξε και όπως επιμαρτυρείται και από το ανωτέρω απόσπασμα της απόφασης του Δικαστηρίου.
Οι συνήγοροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης[2] και πολύ περισσότερο συνήγοροι που εμφανίζονται υπό το καθεστώς νομικής αρωγής που αμείβονται με χρήματα των φορολογουμένων, έχουν υποχρέωση τόσο έναντι του εντολέα τους, όσο και έναντι του Δικαστηρίου «να εξετάζουν προσεκτικά τα διαβήματα τους ώστε να ανταποκρίνονται στο ρόλο τους ως υπερασπιστές ενός διαδίκου αλλά και να είναι συνεπείς στο καθήκον τους προς το Δικαστήριο.» (Mike John (ανωτέρω)) ώστε να αποφεύγονται καταστάσεις όπως στην υπό κρίση περίπτωση και να δημιουργείται στους διαδίκους αίσθημα αδικίας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/φκ
[1] Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325, Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (2003) 2 Α.Α.Δ. 487, Κωνσταντίνου ν. Θεοδωράκης, Αίτ. Οικ. Δικ 2/13, 7.5.2014, Γ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 140/10, 14.9.2015, Mukhabbat ν. Αστυνομίας, Πoιν. Εφ. 136/15, 8.5.2016, και Mike John v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 201/13, 17.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D290.
[2] Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγόρων, Καν. 7: «Ο δικηγόρος έχει υποχρέωση να ανταποκρίνεται στο ρόλο και στην αποστολή του η οποία του δημιουργεί καθήκοντα και πολλαπλές υποχρεώσεις απέναντι: Καθήκον προς τα Δικαστήρια, πελάτη κ.τ.λ. (i) στα Δικαστήρια (ii) στον πελάτη (iii) στις αρχές ενώπιον των οποίων ο δικηγόρος παρίσταται ή εκπροσωπεί τον πελάτη του (iv) στο επάγγελμα και κάθε συνάδελφο .»