ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Ν. Παναγιώτου, για εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-05-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο DENICKOM ENTERPRISES LTD ν. SAVVA NIKIFOROU TRADING CO LTD κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 299/2015, 14/5/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B227

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 299/2015)

14 Μαΐου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

DENICKOM ENTERPRISES LTD

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

 

1.    SAVVA NIKIFOROU TRADING CO LTD

2.    ΣΑΒΒΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Εφεσίβλητοι

---------

 

Ρ. Καραμανή (κα) για Δημητρίου και Δημητρίου ΔΕΠΕ, για εφεσείοντες.

Ν. Παναγιώτου, για εφεσίβλητους.

 

---------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο των κατηγοριών τις οποίες αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι-εφεσείοντες, αφορούν στο αδίκημα της έκδοσης επτά (7) ακάλυπτων μεταχρονολογημένων επιταγών, οι οποίες εξεδόθηκαν επί του οργανισμού «Λαϊκή Τράπεζα», από το λογαριασμό υπ΄ αρ. 053-11-015888, δικαιούχος του οποίου είναι η εφεσίβλητη 1 με υπογραφέα τον εφεσίβλητο 2,  μοναδικό διευθυντή και/ή μέτοχο της, οι οποίες, αν και παρουσιάστηκαν δεόντως στην τράπεζα, εντός εύλογου χρόνου από την ημερομηνία που κατέστησαν πληρωτέες, δεν εξοφλήθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη τους. 

 

Με έξι λόγους έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την υπόθεση κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, κρίνοντας λανθασμένα, κατά τους εφεσείοντες, ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει, στο βαθμό που απαιτείται σ΄ αυτό το στάδιο, τις επίδικες κατηγορίες εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2.  Κρίση, που λανθασμένα μορφώθηκε στην αποτυχία της Κατηγορούσας Αρχής, να αποδείξει τον ακριβή χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών και κατ΄ επέκταση, την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι 1 και 2- εφεσίβλητοι 1 και 2 να αθωωθούν και να απαλλαγούν σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, όπως τροποποιήθηκε.

Θεώρησε το Δικαστήριο, ότι η μαρτυρία στην οποία ανέτρεξε χαρακτηρίζεται «.από ουσιώδη κενά εν σχέσει με γεγονότα συναρτώμενα με την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής ως αυτό διαγράφεται από το άρθρο 305Α(1) του Κεφ. 154.  Συγκεκριμένα, υπάρχουν κενά όσον αφορά στον ακριβή χρόνο έκδοσης εκάστης των επίδικων επιταγών, καθώς και όσον αφορά στην πραγματική ικανότητα του τραπεζικού λογαριασμού να καλύψει τις επιταγές αυτές κατά τον χρόνο έκδοσής τους. ...» εφόσον, κατέληξε το Δικαστήριο, «.ο ακριβής χρόνος έκδοσης των τεκμηρίων 5 έως και 11 παραμένει άγνωστος και εν όψει μαρτυρίας σύμφωνα με την οποία, κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2013 και  παρά την υπέρβαση του ορίου του τραπεζικού λογαριασμού, εντούτοις, εξακολουθούσαν, να καλύπτονται επιταγές, συχνά για ποσά μεγαλύτερα των ποσών των επιδίκων, είναι αδύνατον να αξιολογηθούν άλλα γεγονότα ή άλλες συμπεριφορές των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2, ικανά να πείσουν, πως αυτοί εγνώριζαν τα ουσιώδη και άρα, είχαν πρόθεση.  Με άλλα λόγια δεν μπορεί να αποδοθεί στους κατηγορουμένους αρ. 1 και 2 η πρόθεση έκδοσης ακάλυπτων επιταγών από μόνον το γεγονός ότι ο κρίσιμος τραπεζικός λογαριασμός κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2013, βρισκόταν σε υπέρβαση, εφ΄ όσον άλλες επιταγές τους, κάποιες από τις οποίες για ποσά μεγαλύτερα των επιδίκων, παρουσιασθείσες κατά τον ίδιο χρόνο για πληρωμή, εκαλύπτονταν.  Η μαρτυρία για έκδοση των επίδικων επιταγών και η μαρτυρία για την μη εξόφληση τους λόγω ανεπαρκών υπολοίπων ή λόγω κλεισίματος του τραπεζικού λογαριασμού δεν αρκεί.  Για τη στοιχειοθέτηση του διαγραφομένου από το άρθρο 305Α(1) του Κεφ. 154 αδικήματος απαιτείται και η παρουσίαση μαρτυρίας για την γνώση και την πρόθεση των κατηγορουμένων αρ. 1 και αρ. 2 κατά τον χρόνο έκδοσής των επιταγών, δηλαδή κατά τον χρόνο εκδήλωσης της αδικοπραγίας..»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, θεωρούν οι εφεσείοντες, παρέλειψε να λάβει υπόψη ικανή και αναντίλεκτη προς τούτο μαρτυρία (ΜΚ1 Μάριου Νικολάου και ΜΚ2 Θεόδωρου Αλεξάνδρου), αναφορικά με τον χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών, ή μαρτυρία σχετική με τις καταθέσεις που διενεργούσαν οι εφεσίβλητοι 1 και 2 στον επίδικο λογαριασμό και ή για το πιστωτικό και ή χρεωστικό υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού, κατά την ημερομηνία έκδοσης έκαστης επιταγής.  Συνακόλουθα, υποβάλλεται, το Δικαστήριο εφάρμοσε  λανθασμένα τις νομολογιακές αρχές που το ίδιο επικαλείται αναφορικά με το αποδεικτικό βάρος που έφερε η Κατηγορούα Αρχή στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, για να καταλήξει, ότι ήταν άγνωστος ο χρόνος έκδοσης των επίδικων επιταγών ή ότι δεν απεδείχθη συστατικό στοιχείο των επίδικων αδικημάτων: η ένοχη πρόθεση των εφεσιβλήτων 1 και 2.

 

Εξ αντιθέτου ορμώμενος ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, με παραπομπή στη  Militos Trading Limited v. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609, 612, 613 και Κουδουνά ν. Κωστάππη, Ποιν. Έφ. Αρ. 65/15, 11.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B292, εστιάζει ιδιαιτέρως στην αποτυχία της Κατηγορούσας Αρχής να προσφέρει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία όσον αφορά στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 305 Α (1) του Ποινικού Κώδικα και ιδιαιτέρως στο απαραίτητο νοητικό στοιχείο: την πρόθεση των εφεσιβλήτων κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαφοροποιώντας τα γεγονότα της παρούσας από την απόφαση Blue Green Wave Frozen Food Ltd v. G & P Hadjiyiannis Ltd κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 71/14, 11.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:B84, την οποία επικαλούνται οι εφεσείοντες.

 

Εν προκειμένω, όπως διαπιστώνουμε από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο άφησε εκτός της εικόνας παραδεκτά γεγονότα και σαφή αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, κυρίως μαρτυρία του ΜΚ1, (Έγγραφο αρ. 1) όσον αφορά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων μεταχρονολογημένων επιταγών και ειδικότερα, την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο 2 γνώση, ο οποίος χειριζόταν προσωπικά και αποκλειστικά τους λογαριασμούς και υποθέσεις των εφεσιβλήτων 1 και 2, την οποία εντοπίσαμε, ανατρέχοντας και στα πρακτικά, όπως μας παρέπεμψε και ο δικηγόρος των εφεσειόντων.

 

Στην πολυσέλιδη γραπτή του κατάθεση (Έγγραφο αρ. 1) που απετέλεσε την κυρίως εξέταση του, ο ΜΚ1 αναφέρεται ρητώς σε μια έκαστη των επίδικων επιταγών - αντιστοιχώντας τις με τα εκδοθέντα από την παραπονούμενη εταιρεία τιμολόγια - που συμπληρώθηκαν από τον κατηγορούμενο 2, διευθυντή της κατηγορουμένης 1, πριν παραδοθούν στον ίδιο, εντός της ίδιας ημέρας και κατά την παράδοση στην εφεσίβλητη των πωληθέντων προϊόντων.

 

Υπάρχει επίσης σαφής αναφορά του ΜΚ1, κυρίως εξέταση, ότι οι εν λόγω επιταγές, επεστράφησαν  λόγω ανεπαρκών υπολοίπων, παρουσιάστηκαν εκ νέου, δις μάλιστα στην Τράπεζα, χωρίς να τιμηθούν για την ίδια αιτία. Τέλος, κατά την αντεξέταση ο ΜΚ1 επιβεβαίωσε την εμπλοκή του εφεσίβλητου 2, ως υπογραφέα των εν λόγω επιταγών υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή της εφεσίβλητης, παραθέτοντας και τα ακόλουθα:

«Περαιτέρω να σημειώσω ότι ο Κατηγορούμενος 2 ήταν αυτός που χειριζόταν προσωπικά τους λογαριασμούς και υποθέσεις της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας και ως εκ τούτου ο ίδιος, όπως ρητά μου έλεγε, γνώριζε για το πιστωτικό υπόλοιπο της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας και την γενική κίνηση στο λογαριασμό που διατηρούσε η Κατηγορούμενη 1 εταιρεία στην πρώην Λαϊκή Τράπεζα και νυν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία.  Επίσης να αναφέρω ότι το μόνο άτομο με το οποίο συνομιλούσα αναφορικά με τις οφειλές της Κατηγορούμενης 1 στην παραπονούμενη εταιρεία ήταν ο Κατηγορούμενος 2, ο οποίος είναι επίσης το άτομο με το οποίο επικοινώνησα όταν επεστράφησαν οι επίδικες επιταγές ως απλήρωτες.»

 

Θέση η οποία απετέλεσε και μέρος των παραδεκτών γεγονότων όπως εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο:

 

«i. Ο Εφεσίβλητος 2 υπέγραψε όλες τις επίδικες επιταγές εκδοθείσες από την Εφεσίβλητη 1 με δικαιούχο την Εφεσείουσα (σελ.40 πρακτικών, δικάσιμος ημερ. 10/3/2015).

ii. Όλες οι επίδικες επιταγές παραμένουν απλήρωτες μέχρι και σήμερα (σελ.40 πρακτικών, δικάσιμος ημερ. 10/3/2015).

iii. Καθ΄ όλο τον επίδικο χρόνο και δη τα έτη 2012 και 2013, η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία ήτο νομίμως εγγεγραμμένη στο σχετικό μητρώο του Εφόρου Εταιρειών (σελ. 87 πρακτικών, δικάσιμος ημερ. 8/6/2015).

iv. Ο Εφεσίβλητος 2 καθ΄ όλο τον επίδικο χρόνο και δη τα έτη 2012 και 2013 ήταν ο μοναδικός διευθυντής και/ή αξιωματούχος και μέτοχος της Εφεσίβλητης 1 (σελ. 87 πρακτικών, δικάσιμος ημερ. 8/6/2015).

v. Η Εφεσείουσα εταιρεία συστάθηκε νομίμως στη Δημοκρατία και εξακολουθεί να υφίσταται ως η επωνυμία της και ο αριθμός εγγραφής της επί του Κατηγορητηρίου (σελ. 88 πρακτικών, δικάσιμος ημερ. 8/6/2015).

vi. Όλες οι επίδικες επιταγές και δη τα Τεκμήρια 5 έως 11 της πρωτόδικης διαδικασίας, κατατέθηκαν στην Τράπεζα ως η μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 και επιστράφηκαν ως ακάλυπτες επιταγές και παραμένουν απλήρωτες μέχρι και σήμερα (σελ. 96 πρακτικών, δικάσιμος ημερ. 22/6/2015).

vii. Όλες οι επίδικες επιταγές κατατέθηκαν και παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα στους χρόνους που αναφέρονται επί των σφραγίδων που τοποθετήθηκαν σε αυτές (σελ. 96 πρακτικών, δικάσιμος ημερ. 22/6/2015).»

 

Από τα πρακτικά, προκύπτει, ότι ο χρόνος έκδοσης των μεταχρονολογημένων επίδικων επιταγών διευκρινίστηκε και διασαφηνίστηκε περαιτέρω κατά την αντεξέταση του ΜΚ1 από το συνήγορο των εφεσιβλήτων, με αναφορά στις καταθέσεις που διενεργούσαν οι τελευταίοι στον επίδικο λογαριασμό, κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Όπως υπήρχε και η μαρτυρία του ΜΚ2 για την κίνηση του επίδικου λογαριασμού κατά τον ουσιώδη χρόνο (τεκμήριο 6) καθώς και για την «ικανότητα του» να καλύψει τις επίδικες επιταγές, ο οποίος βεβαιώνει ότι παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο συχνά μεγαλύτερο του ορίου παρατραβήγματος.

 

Όλα τα ανωτέρω γεγονότα και στοιχεία όπως προέκυπταν από την ανωτέρω μαρτυρία αγνοήθηκαν και μηδενίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει, λανθασμένα, ότι δεν απεδείχθη συστατικό στοιχείο του αδικήματος, στηριζόμενο κατ΄ ουσίαν στο λόγο του ΜΚ1 ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα εξαργυρώθηκαν από τον εν λόγω λογαριασμό άλλες επιταγές για μεγάλα ποσά.

 

Δεν είναι νοητό να τεθεί υπό αμφισβήτηση, ότι η Κατηγορούσα Αρχή, επιβαρύνεται με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων της αποδιδόμενης σε κατηγορούμενο εγκληματικής πράξης, δυνάμει του άρθρου 305Α(1) του Π.Κ.[1]  Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο και νομολογιακά εμπεδωμένο, ότι η ένοχη διάνοια ή πρόθεση ως πνευματικό στοιχείο δεν είναι πάντοτε δεκτικό θετικής και άμεσης μαρτυρίας, αλλά ως αναγόμενο στη νοητική λειτουργία, μπορεί να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία που την αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Yousef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 284 και Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706).  Στη δε περίπτωση όπου αναζητείται η ένοχη πρόθεση του διευθυντή, εδώ κατηγορουμένου 2, ως συνεργού δυνάμει του άρθρου 20 του Π.Κ. θα πρέπει να καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως ότι γνώριζε τα ουσιαστικά στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα (Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερης κ.α. Ποιν. Έφ. Αρ. 121/2014, ημερ. 16.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:B555).

 

Η Κατηγορούσα Αρχή παραθέτει τη μαρτυρία που έχει στη διάθεση της ώστε να αποδείξει τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο κολάσιμες ποινικές πράξεις (Savva v. Police (1986) 2 C.L.R. 30), όπως μορφοποιήθηκαν στο κατηγορητήριο (Rbeiz (1989) 1(E) A.A.Δ. 776).

 

Η διακοπή της δίκης δικαιολογείται όταν η μαρτυρία δεν στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος, και όταν η μαρτυρία έχει κλονισθεί σε τέτοιο βαθμό, ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης ή είναι τόσο έκδηλα αβάσιμη (unreliable), ώστε κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σ' αυτή για να καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133).  Χωρίς βεβαίως παρά ταύτα, το Δικαστήριο κατά το εν λόγω στάδιο, να εμποδίζεται να εξετάσει κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία, εξ όψεως κρινόμενη, (on the face of it), στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του  εγκλήματος.  Ζήτημα όμως που «διακρίνεται από την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στη μαρτυρία τους» (Γιάγκου (Λεμόνα) ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 382).  Με τη διαφορά όμως, ότι το μέτρο σε αυτό το στάδιο είναι αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό, όπως εφαρμόζεται μετά το πέρας της υπόθεσης. 

 

Στο τέλος της ημέρας και από το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, όπως εντοπίσαμε και εξ ιδίων, την οποία αγνόησε το Δικαστήριο, δεν δικαιολογούσε την κατάληξη ότι δεν απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Αφής στιγμής υπήρξε εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για τον χρόνο υπογραφής των μεταχρονολογημένων επίδικων επιταγών, η εμπλοκή και η αποδιδόμενη γνώση στον εφεσίβλητο 2, διευθυντή της, σε συνδυασμό με τα παραδεκτά γεγονότα και τη μαρτυρία των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, όφειλε, να είχε καλέσει τους εφεσείοντες σε απολογία. 

 

Είναι στο τέλος της ημέρας που θα κριθεί αν υπήρξε μετάθεση του αποδεικτικού βάρους της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων κατά τον ουσιώδη χρόνο (Wellfit Engineering Co Ltd κ.α. ν. Χαπίδη (2004) 2 Α.Α.Δ. 271), όπου και θα αξιολογηθούν άλλα γεγονότα και συμπεριφορές τις οποίες λανθασμένα το Δικαστήριο δεν ενέταξε στη γενική εικόνα. 

 

Υιοθετώντας το λόγο της Παναγιώτου κ.α. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191, όπου το Εφετείο συνόψισε και επανέλαβε την νομολογία για τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας, προς διαπίστωση ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, παρατηρούμε ότι, τα όσα επισημαίνονται από το Δικαστήριο και υιοθετούνται από το συνήγορο των εφεσιβλήτων «.δεν συνιστούν παρά μόνο ισχυρισμούς για επί μέρους, και εν πολλοίς επί μικρόν, αλλά και επί ανακριβές, αντιφάσεις σε συγκεκριμένα στοιχεία της μαρτυρίας παρμένα από το ευρύτερο σύνολο της, όπως και σχόλια, που όχι μόνο δεν πλήττουν τη θεμελιακή αποτελεσματικότητα της αλλά και εν πολλοίς παρατίθενται αποσπασματικά και εκτός του γενικότερου πλαισίου, διάστασης και σημασίας της μαρτυρίας. Στο τέλος της ημέρας, δεν συνδέονται μεταξύ τους ώστε να δημιουργούν την απαιτούμενη εγγενή αντίφαση και αναξιοπιστία της μαρτυρίας, ούτε είναι τέτοια που να μπορούν να απολήγουν σε αδυναμία καταδίκης επί οποιασδήποτε απόψεως της μαρτυρίας, παρά μόνο τοποθετούνται στη σφαίρα της συνολικής αξιολόγησης της μαρτυρίας σε αλληλοσυσχετισμό. .».  Άλλωστε «Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας.» (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82, 86-87).

 

Η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία χωρίς να αξιολογείται, παρά μόνο αντικειμενικά ιδωμένη, επιμαρτυρεί εκ πρώτης όψεως περί της πορείας των μεταχρονολογημένων επίδικων επιταγών από την ημερομηνία λήξης τους μέχρι και την ημερομηνία σφράγισης τους από την Τράπεζας επί της οποίας εκδόθηκαν και δεν τιμήθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων (Πασχάλη κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 283).

 

Επειδή εν προκειμένω το Δικαστήριο αρκέστηκε στη διαπίστωση απουσίας μαρτυρίας χωρίς να προχωρήσει σε αξιολόγηση ή να καταλήξει σε ευρήματα, θεωρούμε ορθό να παραπέμψουμε την υπόθεση για επανεκδίκαση ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και Zakakiotis (Disco) Ltd v. Kalavas & Associates Ltd κ.α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 523) προς εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων.

 

 

 

 

 

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η αθωωτική απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον του ίδιου Δικαστή με κλήση των κατηγορουμένων σε απολογία.  Έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2, €2.000 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.

 

                                                          Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                          Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/φκ



[1] Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, Σάββα Θεοχάρους & Υιος Λτδ ν. Ορφανίδη, Ποιν. Εφ. Αρ. 102/2014 και 115/2014, 23.10.2015, Ιωαννίδης ν. Gastop Boutique Ltd κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 161/2014, 30.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B235, Κουδουνά ν. Κωσταππή, Ποιν. Έφ. Αρ. 65/2015, 11.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B292, Metron (Cyprus) Ltd v. Κανιού, Ποιν. Έφ. Αρ. 64/2015, 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D429, Κίρλαππου ν. Πέτρου, Ποιν. Έφ. Αρ. 32/2016, 24.4.2018.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο