ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Αντ. Αλεξόπουλος, για την Εφεσείουσα. Γ. Χατζηπαρασκευάς για Κούσιο, Κορφιώτη και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο. Αντ. Αλεξόπουλος, για την Εφεσείουσα. Γ. Χατζηπαρασκευάς για Κούσιο, Κορφιώτη και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-05-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο CORINA SNACKS LIMITED ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗ, Ποινική Έφεση αρ. 212/2015, 29/5/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B258

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση αρ. 212/2015)

 

29 Μαίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

CORINA SNACKS LIMITED,

Εφεσείουσας

και

 

ΟΡΦΑΝΙΔΗ,

Εφεσίβλητου

-----------------------

Αντ. Αλεξόπουλος, για την Εφεσείουσα.

Γ. Χατζηπαρασκευάς για Κούσιο, Κορφιώτη και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..  Ο Οικονόμου, Δ. θα προσθέσει κάποια δικά του σχόλια αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης.

           -----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:      Με την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση ημερ. 21.7.2015 ο κατηγορούμενος 2-εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάγηκε από τέσσερις κατηγορίες που αντιμετώπιζε για συμμετοχή και/ή παροχή συνδρομής και/ή παρακίνηση στην έκδοση τεσσάρων επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των άρθρων 20 και 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.

 

Ήταν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής-Εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος, υπό την ιδιότητα του Διευθυντή και/ή αντιπροσώπου της κατηγορούμενης εταιρείας 1, Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λιμιτεδ (υπό Διαχείριση), συμμετείχε και/ή παρείχε συνδρομή και ή παρακίνησε την κατηγορούμενη εταιρεία 1 στη διάπραξη των αντίστοιχων τεσσάρων  κατηγοριών που αντιμετώπιζε, αναφορικά με την έκδοση των τεσσάρων επίδικων επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α (1) του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία τριών μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής-Εφεσείουσας και μετά από την ενδιάμεση απόφαση του για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υποθέσεως, ο εφεσίβλητος προέβη σε ανώμοτη δήλωση.   Η πρώτη κατηγορούμενη εταιρεία δεν εκπροσωπήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.  

 

Μεταξύ των παραδεκτών γεγονότων που έγιναν, σύμφωνα με το νόμο, ήταν και το ότι ο κατηγορούμενος 2-εφεσίβλητος ήταν ο ανώτερος εκτελεστικός σύμβουλος (chief executive officer) και εκ των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της κατηγορούμενης εταιρείας 1, όταν εκδόθηκαν οι  επίδικες επιταγές.

 

 

Για το ΜΚ 1, Βρυώνη, που ήταν ο εμπορικός διευθυντής της εφεσείουσας, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι η μαρτυρία του ήταν αξιόπιστη και την αποδέχθηκε.   Για το ΜΚ 2, Πιερίδη, προϊστάμενο του Τμήματος Ερευνών και Παρακολούθησης της Αγοράς στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης είπε ότι αποδέχεται τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.   Για το ΜΚ 3, Αδάμου, υπάλληλο στην Τράπεζα Κύπρου, η οποία διαδέχθηκε τη Λαϊκή Τράπεζα επί της οποίας είχαν εκδοθεί οι τέσσερις επίδικες επιταγές, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι δέχεται τη μαρτυρία του στο μεγαλύτερο της μέρος, απέρριψε όμως συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας του, για λόγους που εξήγησε.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα της απόδειξης της υπογραφής επί των επιδίκων τεσσάρων επιταγών.   Αναφέρθηκε ειδικά στη μαρτυρία του ΜΚ 3, ο οποίος είχε πει ότι η υπογραφή επί των τεσσάρων επιδίκων επιταγών ήταν του κατηγορούμενου 2-εφεσίβλητου και ότι την αναγνώρισε συγκρίνοντάς την με το δείγμα υπογραφής που έδωσε ο εφεσίβλητος.   Παραδέχθηκε, όμως, ότι δεν ήταν παρών όταν δόθηκε το δείγμα, ότι δεν είναι γραφολόγος και δεν γνώριζε αν κάποιος πλαστογράφησε την υπογραφή.   «Μπορούμε να φέρουμε γραφολόγο», όπως είπε, χαρακτηριστικά.    

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού παρέθεσε το άρθρο 305Α (1) και ανέλυσε τα συστατικά του στοιχεία, με πρώτο την έκδοση επιταγής, προχώρησε και ανέλυσε και το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό συμμετοχή και/ή παροχή συνδρομής και/ή παρακίνηση στην έκδοση των τεσσάρων επιδίκων επιταγών, από τον κατηγορούμενο 2 προς την κατηγορούμενη 1 εταιρεία, και αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην υπόθεση Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ, 261.   

Κατά την κρίση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι ο κατηγορούμενος 2-εφεσίβλητος υπέγραψε τις επίδικες επιταγές.   Δεν τέθηκε ενώπιον του μαρτυρία ισχυρή και, εν πάση περιπτώσει, τέτοιας ποιότητας, όπως απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, με το αυξημένο βάρος στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας κάθε συστατικό στοιχείο της κατηγορίας, όπως είναι η έκδοση της επιταγής και συγκεκριμένα η υπογραφή πάνω σ΄ αυτή.   Συγκεκριμένα είπε ότι οι ΜΚ 1 και 3 δεν είδαν ποιός υπέγραψε τις επίδικες επιταγές και ότι δεν είναι ειδικοί επί θεμάτων γραφολογίας.  Αμφότεροι οι μάρτυρες, ΜΚ 1 και ΜΚ 3, αντεξετάστηκαν επί του σημείου της υπογραφής πάνω στις επίδικες επιταγές και ουσιαστικά δέχθηκαν πως δεν ήταν βέβαιοι ποιός υπέγραψε τις επίδικες επιταγές και το ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί (μόνο)  με τη μαρτυρία ειδικού γραφολόγου.   

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι το θέμα της υπογραφής των επίδικων επιταγών δεν ήταν παραδεκτό, υπό την έννοια του ότι δεν περιλαμβάνεται στα παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν και εγκρίθηκαν από το δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο.  Αναφέρθηκε συναφώς στις αποφάσεις στις υποθέσεις Χατζηιωάννου ν. Δημητρίου (2000) 2 ΑΑΔ, 62 και Βούρα ν. Γενικές Μεταφορές Λτδ κ.α. (2003) 2 ΑΑΔ, 135 αναφορικά με τον τρόπο απόδειξης υπογραφής, όταν το θέμα είναι αμφισβητούμενο.   Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου για το ζήτημα της υπογραφής και επομένως της έκδοσης των επίδικων επιταγών ήταν ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει το απαραίτητο αυτό συστατικό στοιχείο του αδικήματος του άρθρου 305Α (1) «αφού δεν εδόθη μαρτυρία ούτε από πρόσωπο που είδε τον κατηγορούμενο 2 να υπογράφει, ούτε από γραφολόγο αλλά ούτε και κλήθηκε τραπεζικός για το θέμα, ο οποίος να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα απαιτούμενα μαρτυρικά στοιχεία ή εν πάση περιπτώσει άτομο που γνωρίζει την υπογραφή του κατηγορούμενου 2».  

 

Ανεξάρτητα όμως από το ζήτημα της μή απόδειξης της υπογραφής του εφεσίβλητου πάνω στις επίδικες επιταγές, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος, εν πάση περιπτώσει, «θα απαλλασσόταν αφού κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί σε κάθε περίπτωση ούτε το δεύτερο στοιχείο με βάση την αναφερθείσα Νομολογία, δηλαδή το στοιχείο της ένοχης διάνοιας».     Αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης και τις συνθήκες έκδοσης, παρουσίασης και μη εξαργύρωσης των επίδικων επιταγών, κατέληξε ως εξής:   «Με βάση όλα τα πιο πάνω κρίνω πως δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου πως ο κατηγορούμενος 2 κατά την έκδοση των επιταγών στις 26.09.12 γνώριζε πως οι επιταγές κατά τις ημερομηνίες που θα κατατίθεντο για πληρωμή, δηλαδή από  δύο μέχρι και πέντε μήνες μετά, δεν θα εξαργυρώνονταν».    Αμέσως μετά πρόσθεσε και τα εξής:  «Δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος 2 είχε τέτοια στοιχεία ενώπιον του με βάση τα οποία θα μπορούσε να προβλέψει ότι οι επιταγές δεν θα πληρώνονταν τελικά». 

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης.

 

Πρώτον, επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε, αθωώνοντας τον εφεσίβλητο στις τέσσερις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η υπογραφή στις επιταγές ανήκει σ΄ αυτόν και δεν μπορεί να υπάρξει σύνδεση του με την έκδοση των τεσσάρων επιταγών.   Μεταξύ των λόγων που αναφέρονται ως αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης είναι και ότι, καταλήγοντας το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατήρησε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του ισχυρή και τέτοιας ποιότητας μαρτυρία που να αποδεικνύει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της υπογραφής και, κατά συνέπεια, της έκδοσης της επιταγής.

 

Δεύτερον, επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε, αθωώνοντας τον εφεσίβλητο στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ότι δεν έχει αποδειχθεί το στοιχείο της ένοχης διάνοιας, και

 

Τρίτον, επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ 3 δεν ήταν αποδεκτό.   Ειδικότερα προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ δεν προσφέρθηκε μαρτυρία περί του αντιθέτου, δεν έκανε αποδεκτή τη θέση του ΜΚ 3 ότι δεν υπήρχε συμφωνία για επέκταση του ορίου στον επίδικο λογαριασμό και μετά τις 10.7.2012.

 

 

Προδικαστική ένσταση

 

Ο εφεσίβλητος ήγειρε προδικαστική ένσταση, όπως την προσδιόρισε, σύμφωνα με την οποίαν η έφεση δεν είναι παραδεκτή και/ή δεν μπορεί να προχωρήσει καθότι προσκρούει στο άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.   

 

Το άρθρο 137(1)(α) έχει ως ακολούθως:

 

"137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής

(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε

(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων

(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας"

 

Το εν λόγω άρθρο έχει ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν[1], με τις οποίες το κριτήριο που διέπει το επιτρεπτό έφεσης στα πλαίσια του άρθρου αυτού καθορίστηκε με αναφορά στη διάκριση μεταξύ ευρημάτων επί γεγονότων (πρωτογενή ευρήματα) και συμπερασμάτων από τα διαπιστωθέντα γεγονότα (δευτερογενή ευρήματα), έτσι ώστε να μην παρέχεται δυνατότητα έφεσης προς αμφισβήτηση πρωτογενών ευρημάτων, αλλά σε σχέση με θέματα που ουσιαστικά εγείρουν νομικό σημείο προς εξέταση.   Ο όρος «νομικό σημείο» σ΄αυτά τα πλαίσια δεν έχει εξαντλητικό ορισμό, αλλά οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις επί των γεγονότων, εκτός εάν αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο.  Η έννοια δε του «νομικού σημείου» περιλαμβάνει και την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί και ειδικότερα εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων.  Η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α) περιλαμβάνει και δικαστική ενέργεια, χωρίς μαρτυρία, αλλά και λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού. Οπωσδήποτε όμως, η συγκεκαλυμμένη αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ευρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137.  Τέλος, η νομολογία υποδεικνύει πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος.

 

Εν προκειμένω, σε ότι αφορά τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, ό,τι προβάλλεται είναι πως το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε, κατά νόμο, ότι δεν αποδείχθηκε η υπογραφή του εφεσίβλητου και ότι δεν αποδείχθηκε η απαιτούμενη ένοχη διάνοια του (mens rea).  Αυτά όμως τα ζητήματα αποτελούσαν νομικές διαπιστώσεις ή συμπεράσματα υπό την έννοια των δευτερογενών ευρημάτων.  Το ότι δεν αποδείχθηκε, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η υπογραφή του εφεσιβλήτου, δεν αποτελούσε εύρημα γεγονότος. Επρόκειτο για νομική κρίση του Δικαστηρίου ότι επί της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του σε σχέση με τις περιστάσεις ένθεσης των επίδικων υπογραφών, δεν αποδείχθηκε ότι οι υπογραφές τέθηκαν από τον εφεσίβλητο.  Το ίδιο ισχύει προκειμένου και για το ζήτημα της ένοχης διάνοιας.  Το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι επί τη βάσει των πρωτογενών γεγονότων που αποδέχθηκε δεν προέκυπτε, ως νομικό πλέον συμπέρασμα, η απαιτούμενη ένοχη διάνοια.

 

Εν κατακλείδι, σε ότι αφορά τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, εκείνο που εγείρεται με την έφεση είναι το κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το νόμο, περιλαμβανομένης της νομολογίας, για να καταλήξει, επί των δεδομένων γεγονότων, στο νομικό συμπέρασμα ότι δεν έχει αποδειχθεί μέσα από τα γεγονότα αυτά η υπογραφή των επιταγών από τον εφεσίβλητο και, εν πάση περιπτώσει, η ένοχη διάνοιά του.  Οι λόγοι αυτοί είναι φανερό ότι καλύπτονται, όπως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας, από την παράγραφο 1(α)(iii) του άρθρου 137 εφόσον ό,τι τίθεται είναι πως ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. 

 

Αντίθετα, με τον τρίτο λόγο έφεση προωθείται κατά συγκεκαλυμμένο λόγο προσπάθεια επαναξιολόγησης της μαρτυρίας που δεν καλύπτεται από τον άρθρο 137(1)(α) και δεν είναι έργο του Εφετείου.  Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 

Πρώτος λόγος έφεσης

 

Ο ΜΚ 1, κατά την αντεξέταση του, παραδέχθηκε ότι δεν είδε ποιός υπέγραψε τις επίδικες επιταγές, ότι σύγκρινε την υπογραφή επί των επίδικων επιταγών με κάποιες άλλες υπογραφές, σε επιστολές, που θεωρούσε ότι ήταν του εφεσίβλητου, αλλά ούτε και κατά την υπογραφή των επιστολών ήταν παρών.  Ο ΜΚ 3, παρ' όλον που, θετικά, ανέφερε ότι στις επίδικες επιταγές η υπογραφή ήταν του εφεσίβλητου, παραδέχθηκε ότι σύγκρινε την υπογραφή πάνω στις επίδικες επιταγές με εκείνη του δείγματος που υπήρχε στην τράπεζα, το οποίον, όμως, δεν λήφθηκε ενώπιόν του αλλά ενώπιον άλλου υπαλλήλου της τράπεζας, του κ. Καλλή, ο οποίος δεν έδωσε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

 

 

 

Στην υπόθεση VBH (Cyprus) Ltd v Windoors UPVC Systems Ltd κ.α., Ποινική Έφεση 204/2014, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B428, υποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Γενικά ομιλούντες, μαρτυρία για αναγνώριση υπογραφής, αν δεν πιστοποιείται από το ίδιο το πρόσωπο που υπέγραψε, μπορεί να προέρχεται από πρόσωπο που ήταν παρόν και επιμαρτυρεί το γεγονός της υπογραφής, ή από πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει την υπογραφή ή από συγκριτική διεργασία πραγματογνώμονα.  Η γνησιότητα δε ενός εγγράφου μπορεί να προκύπτει και από περιστατική μαρτυρία (Phipson on Evidence, 18th Ed., 41-07).»

 

 

Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία που να επιμαρτυρεί το γεγονός της υπογραφής, ή μαρτυρία εμπειρογνώμονα.  Υπήρχε, όμως, μαρτυρία από τον εμπορικό διευθυντή της εφεσείουσας, ο οποίος ήταν εξοικειωμένος με την υπογραφή του εφεσίβλητου από προηγούμενη αλληλογραφία.  Όπως σημειώνεται στον Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice Ed. 2018, 14-86:

 

«Acquaintance with handwriting from the habit of regular correspondence is sufficient.  Harrington v Fry (1824) Ry.&M.90.»

 

Σημειώνεται βεβαίως παράλληλα η προσοχή με την οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν αποφάσεις όπως η ανωτέρω που εκδόθηκαν σε εποχές που η αλληλογραφία γινόταν δια χειρός και η γνώση γραφής και ανάγνωσης ήταν σπάνια.  Γίνεται προς τούτο η εισήγηση ότι η μαρτυρία τέτοιας φύσεως πρέπει να έχει φτωχή αποδεικτική αξία και να μην προσφέρεται παρά σε εξαιρετικές περιστάσεις (ibid. παρ. 14-87). 

 

 

Εν προκειμένω, όμως, δεν υπήρχε μόνο αυτή η μαρτυρία η οποία εν πάση περιπτώσει έπρεπε να ληφθεί υπόψιν και να συνεκτιμηθεί, με ζητούμενο πλέον τη βαρύτητα που θα μπορούσε να αποδοθεί μέσα από τη συνολική διεργασία, κάτι που δεν έγινε. 

 

Υπήρχε επίσης μαρτυρία περί έμμεσης, έστω, αναγνώρισης της υπογραφής του εφεσιβλήτου από τους τραπεζικούς υπαλλήλους.  Βέβαια, μια δήλωση περί ομοιότητας δεν είναι αρκετή (Drew v Prior (1843) 5 M. & Gr. 264).  Όμως, δεν μπορούσε να παραβλεφθεί η αναγνώριση της υπογραφής από τραπεζικό υπάλληλο, έστω και έμμεση.  Όπως υποδεικνύεται στον Archbold, ibid, παρ. 14-87, εάν τεθεί το υπόβαθρο με βάση το οποίο ένας μάρτυρας είναι σε θέση να αναγνωρίσει το γραφικό χαρακτήρα κάποιου προσώπου, τότε θα πρέπει να του επιτραπεί να δώσει σχετική μαρτυρία και αν η μαρτυρία αυτή αμφισβητηθεί, είναι πλέον ζήτημα βαρύτητας που θα της δοθεί.  Εν προκειμένω η αναγνώριση από τον τραπεζικό υπάλληλο έγινε με βάση το σύστημα που ακολουθείτο, στην κανονική πορεία των εργασιών της τράπεζας, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί.  Αυτό, δε, θα έπρεπε περαιτέρω να συνεκτιμηθεί σε συνδυασμό με  τις ενδείξεις με βάση τις οποίες οι επιταγές επιστρέφονταν απλήρωτες («αποταθείτε στον εκδότη», «να παρουσιαστεί ξανά», «ο λογαριασμός παγοποιήθηκε»), ως προς την αλήθεια των οποίων το άρθρο 305Α(3) του Ποινικού Κώδικα δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το λόγο για τον οποίο δεν πληρώθηκε μια επιταγή.  Όπως αποφασίστηκε στη VBH (CYPRUS) LTD, ανωτέρω, με τη ρύθμιση αυτή του νόμου καθιερώθηκε μαχητό τεκμήριο κανονικότητας, ως προς την εσωτερική διαδικασία μιας τράπεζας η οποία απολήγει, (σε περίπτωση μη πληρωμής, μιας επιταγής), σε, εκ πρώτης όψεως, αποδοχή της αναφοράς επί της επιταγής.  Εν προκειμένω δεν τέθηκε ζήτημα μη αναγνώρισης της υπογραφής του εκδότη ή διαπίστωσης πλαστής υπογραφής, αλλά άλλοι ήταν οι λόγοι που προβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο για τη μη πληρωμή των επιταγών. 

 

Τονίζουμε ότι αυτά δεν αναφέρονται ως καθοριστικά, από μόνα τους, για το ζήτημα της απόδειξης της υπογραφής, αλλά, όπως είχε υποδειχθεί στη VBH (CYPRUS) LTD, ανωτέρω, αποτελούν στοιχεία τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψιν, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης και να συνεκτιμηθούν μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ως περιστατική μαρτυρία σε σχέση με την πατρότητα και τη γνησιότητα της επιταγής, ως εγγράφου.

 

Περιπλέον, η πλευρά της εφεσείουσας προσέφερε μαρτυρία που συνέδεσε τις επιταγές με χρέη της εταιρείας του εφεσίβλητου, ο οποίος ήταν ο εκτελεστικός διευθυντής του σχετικού ομίλου εταιρειών και ήταν το πρόσωπο που είχε εξουσία να υπογράφει τις επιταγές της εταιρείας και μόνον όταν απουσίαζε ή αδυνατούσε, τις επιταγές τις υπέγραφε η σύζυγός του.

 

Ενώ αυτή ήταν η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, δεν ήταν  σε κανένα στάδιο η θέση της υπεράσπισης ότι οι επιταγές είχαν πλαστογραφηθεί ή ότι έφεραν την υπογραφή της συζύγου του εφεσίβλητου και όχι του ιδίου.  Τέτοια υποβολή δεν έγινε, ούτε τέθηκαν και πολύ περισσότερο δεν προσφέρθηκαν γεγονότα μέσα από τα οποία θα μπορούσε να αφεθεί να αιωρείται κάτι τέτοιο ως μια ορατή πιθανότητα. Ο εφεσίβλητος δε, προβαίνοντας σε ανώμοτη δήλωση, όχι μόνο δεν άφησε ανοικτό τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά ήταν σαφές ότι επικεντρώθηκε αποκλειστικά στο ζήτημα της γνώσης και της ένοχης διάνοιας.  Είπε χαρακτηριστικά:  «Αν έστω περνούσε από το μυαλό μου ότι υπήρχε, ακόμα και ελάχιστη, πιθανότητα να μην τιμηθεί κάποια επιταγή εγώ δεν θα υπέγραφα.  Το ίδιο και η σύζυγός μου. σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να γνωρίζω όταν υπέγραφα τις οποιεσδήποτε επιταγές της κατηγορούμενης 1 ότι αυτές δεν θα εξαργυρώνονταν αργότερα.»

 

Η παρούσα σαφώς διαφοροποιείται από την υπόθεση Βούρα ν. Γενικές Μεταφορές Λτδ κ.α. (2003) 2 ΑΑΔ, 135, στην οποία η διαπίστωση κατ΄έφεσιν ήταν ότι:

 

«Δεν υπήρχαν τα μαρτυρικά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συναχθεί ότι η εφεσίβλητη εταιρεία υπέγραψε την επιταγή.»

 

Εν προκειμένω, η υπογραφή των επιταγών από τον εφεσίβλητο αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.  Τούτο όμως δεν επαρκεί για κατάληξη της έφεσης.  Ακολουθεί εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης αναφορικά με το ζήτημα της ένοχης διάνοιας του εφεσίβλητου.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

        Στην υπόθεση Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης ν. Gastop Boutique Ltd κ.α., Ποινική ΄Εφεση 161/14, ημερ. 30.6.17, ECLI:CY:AD:2017:B235 τονίστηκε ότι, για πολλά αδικήματα, τόσο η πρόθεση πρόκλησης κάποιου αποτελέσματος, όσο και η αδιαφορία ή η απερισκεψία ως προς την πρόκληση κάποιου αποτελέσματος (recklessness) συνιστούν επαρκή υποκειμενική υπόσταση (mens rea) για επιβολή ποινικής ευθύνης. Στην υπόθεση εκείνη έγινε αναφορά και στην υπόθεση Lim Weng Kee v. Public Prosecutor (2003) 2 LRC 658, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο της Σιγκαπούρης έκρινε ότι οι Διοικητικοί Σύμβουλοι εταιρείας έχουν καθήκον να ενεργούν έντιμα, και με εύλογη επιμέλεια.

 

Στην υπόθεση Θεοχάρους & Υιος Λτδ ν. Χρίστου Ορφανίδη, Ποινική Έφεση 115/14, ημερ. 23.10.15, ECLI:CY:AD:2015:B706, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε ζήτημα γνώσης και ένοχης διάνοιας του υπογράφοντος επιταγή, εταιρείας και ανέφερε ότι το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία του Κατηγορουμένου και ότι η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη γνώση.  Κρίθηκε, στην υπόθεση εκείνη, ότι και οι δύο Εφεσείοντες, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Εκτελεστικός Σύμβουλος της Εταιρείας, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο λογαριασμός της εταιρείας είχε παγοποιηθεί από προηγουμένως και ότι για την πληρωμή των επιταγών που εξέδωσαν, θα έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο υπόλοιπο, που δεν υπήρχε.

 

Στις πολύ πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις ΜETRON (CYPRUS) LTD v. Μιχαήλ Κάνιου, Ποινική Έφεση 64/15, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D429 και Κίρλαππος ν. Πέτρου, Ποινική Έφεση 32/16, ημερ. 24.4.18, επιβεβαιώθηκαν οι αρχές που διατυπώθηκαν στις υποθέσεις Ιωαννίδης και Θεοχάρους (ανωτέρω).

Στην υπόθεση Gilmartin (ανωτέρω), στην οποία ακολουθήθηκε η υπόθεση Reg. v. Charles (1977) A.C. 177 (που ήταν ποινικές υποθέσεις), τονίστηκε ότι η έκδοση μιας επιταγής εξυπακούει, πρώτον, ότι ο εκδότης έχει λογαριασμό σε τράπεζα, δεύτερον, ότι έχει εξουσιοδότηση να εκδώσει την επιταγή για το συγκεκριμένο ποσό και, τρίτον, ότι η επιταγή, όπως συμπληρώθηκε, συνιστά έγκυρη διαταγή (προς την τράπεζα) για την πληρωμή του ποσού της επιταγής. Το τελευταίο στοιχείο περιλαμβάνει, εξυπακουόμενα, και τη διαβεβαίωση ότι η οικονομική κατάσταση του εκδότη είναι τέτοια ώστε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η επιταγή θα τιμηθεί, κατά την ημερομηνία της παρουσίασης της (που είναι πληρωτέα).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Ανώτερος Εκτελεστικός Σύμβουλος της συγκατηγορούμενης εταιρείας που παρέδωσε τις τέσσερις επίδικες επιταγές και ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε και «εξέδωσε», για σκοπούς ποινικής ευθύνης δυνάμει του άρθρου 305Α(1), τις επιταγές αυτές, οι οποίες δεν τιμήθηκαν κατά την παρουσίασή τους, όταν κατέστησαν πληρωτέες και παρέμειναν απλήρωτες και κατά τις επόμενες δεκαπέντε μέρες μετά την παρουσίασή τους.

 

Θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, τεκμαίρεται   πως γνώριζε, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει, όταν τις υπέγραψε και εξέδωσε, κατά πόσον, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ετιμούντο, κατά τον χρόνο που θα καθίσταντο πληρωτέες.

 

Η υπογραφή και έκδοση μιας επιταγής Εταιρείας, με αδιαφορία (recklessness) εκ μέρους του Διοικητικού ή Εκτελεστικού Συμβούλου - Διευθυντή που την υπογράφει και την εκδίδει, ως προς το κατά πόσο, κατά την ημερομηνία που θα καταστεί πληρωτέα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια στο λογαριασμό της, για την πληρωμή της (όπως ήταν η παρούσα περίπτωση), ικανοποιεί το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea) του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα.  Ο Διοικητικός Σύμβουλος-Διευθυντής, σε τέτοια περίπτωση, υπέχει ποινική ευθύνη, δυνάμει του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, ως ο «Εκδότης» (Δέστε: Κίρλαππος, ανωτέρω).

 

 

 

 

 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τον Εφεσίβλητο και στις τέσσερις κατηγορίες, παραμερίζεται και ο Εφεσίβλητος βρίσκεται ένοχος στις προαναφερόμενες τέσσερις κατηγορίες.

 

 

 

                                                          Π.

 

 

                                                          Δ.

 

 

                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση αρ. 212/2015)

 

29 Μαΐου 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

CORINA SNACKS LIMITED,

Εφεσείουσας

και

 

ΟΡΦΑΝΙΔΗ,

Εφεσίβλητου

-----------------------

Αντ. Αλεξόπουλος, για την Εφεσείουσα.

Γ. Χατζηπαρασκευάς για Κούσιο, Κορφιώτη και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:     Θεωρώ αναγκαίο να προσθέσω τα ακόλουθα αναφορικά με την έννοια της ομογνωμίας μου σε ότι αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης.  Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να αναπτύξω τη θέση μου αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση (mens rea) της συνέργειας, ειδικά σε σχέση με την υπογραφή επιταγών εταιρείας από τους διευθυντές ή άλλα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, στην υπόθεση Κίρλαππος ν. Πέτρου, Ποιν. Έφ. 32/2016, ημερ. 24.4.2018 (απόφαση μειοψηφίας).  Είχα αναφερθεί στη νομολογία σύμφωνα με την οποία οι διευθυντές μιας εταιρείας σε περίπτωση υπογραφής επιταγών της εταιρείας μπορεί να έχουν ευθύνη ως συνεργοί δυνάμει του άρθρου 20, νοουμένου ότι έχουν γνώση των γεγονότων που συνιστούν το αδίκημα και ενεργούν με πρόθεση παροχής συνέργειας  (Αθανάσιος Παυλόπουλος v. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 AAD, 261, Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερης κ.α., Ποιν. Εφ. 121/2014, ημερ. 16.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:B555,  Callow v. Tillstone [1900] 83 LT 411, Giorgianni v. The Queen (1986) 156 CLR 476).  Με αναφορά σε αυτή την προηγηθείσα νομολογία εξέφρασα την αντίληψη ότι πιο πρόσφατες αποφάσεις (Ιωαννίδης ν. Gasstop Boutique Ltd κ.α., Ποιν. Έφ. 161/2014, ημερ. 30.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B235, Σάββας Θεοχάρους και Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη, Ποιν. Εφ. Αρ. 102/2014 και 115/2015, ημερ. 23.10.2015 και Metron (Cyprus) Ltd ν. Κανιού, Ποιν. Έφ. 64/2015, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D429) δεν είχαν σκοπό και δεν διαφοροποιούσαν την προηγούμενη νομολογία.

 

Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι δεσμεύομαι από την απόφαση της πλειοψηφίας όπως διαμορφώθηκε στην Κίρλαππος και καθόρισε το δεύτερο λόγο έφεσης στην παρούσα.  Δυνατότητα επιλογής μεταξύ συγκρουόμενης  νομολογίας, εάν αυτή είναι η περίπτωση, παρέχεται σε Εφετείο και όχι σε μέλος του που μειοψήφησε.

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π

 

 

 



[1] Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ, 151, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ, 152,  Ποινική Έφεση 162/13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυπριανού, ημερ. 19.12.14, Κυπριανού ν. Κυπριανού (1994) 1 ΑΑΔ, 145, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ, 207, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 ΑΑΔ, 94.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο