ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B236
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 106/2015, 126/2015, 127/2015)
17 Μαΐου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 106/2015)
ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΣ ΚΟΛΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 126/2015)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ ΚΟΛΙΑ,
Εφεσίβλητου
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 127/2015)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα στην 106/15 και Εφεσίβλητο στην 126/15.
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην 106/15 και τον Εφεσείοντα στην 126/15 και 127/15.
Χρ. Χατζηλοϊζου, για την Εφεσίβλητη στην 127/15.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων Ονησίφορος Κόλιας - Κατηγορούμενος 1 (ο Ονησίφορος) και η Εφεσίβλητη Χριστοδούλα Χαραλάμπους - Κατηγορούμενη 2 (η Χριστοδούλα) αντιμετώπιζαν από κοινού ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού δύο κατηγορίες: Της συνομωσίας για φόνο, κατά παράβαση του άρθρου 217 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 και φόνου εκ προμελέτης, κατά παράβαση των άρθρων 203, 204 και 20 του πιο πάνω Κώδικα. Τους αποδίδετο ότι σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.3.2013 και 2.4.2013 στη Λεμεσό συνωμότησαν μεταξύ τους να φονεύσουν τον Λούκα Κωνσταντίνου (ο Λούκας), σύζυγο της Χριστοδούλας και, περαιτέρω, ότι στις 2.4.2013, στη Λεμεσό, εκ προμελέτης και με παράνομη πράξη επέφεραν το θάνατο του Λούκα.
Συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το θύμα φονεύθηκε νωρίς το βράδυ της 2.4.2013 στο δάσος Φασουρίου, στην περιοχή του Ladies Mile. Εντοπίστηκε στις 3.4.2013, περί ώρα 07.30 - 08.00 εντός του οχήματός του με αριθμούς εγγραφής KJY 393. Τόσο το αυτοκίνητο του Λούκα όσο και ο ίδιος είχαν καεί ολοσχερώς. Από τα πρώτα στάδια της διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία προέκυψε ότι ο Ονησίφορος και η Χριστοδούλα διατηρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και μέχρι την ημερομηνία του εγκλήματος ερωτικές σχέσεις. Περαιτέρω μαρτυρικό υλικό που εξασφάλισαν οι ανακριτικές αρχές οδήγησε στην έγερση υποψιών εις βάρος και των δύο και, τελικά, στη σύλληψη και πρόσαψη κατηγοριών εναντίον τους. Ηταν, ουσιαστικά, η βασική θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι με κίνητρο τον ερωτικό δεσμό που διατηρούσαν ο Ονησίφορος και η Χριστοδούλα και με δεδομένα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η τελευταία στο γάμο της και στο όλο φάσμα των σχέσεών της με το θύμα, συνωμότησαν και εκτέλεσαν ψυχρά, νηφάλια και με καθαρή σκέψη την προμελετημένη απόφασή τους να επιφέρουν το θάνατο του Λούκα.
Η πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία υπήρξε μακρά και, αναμφίβολα, κοπιώδης. Για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσαν 59 μάρτυρες κατηγορίας. Οι Κατηγορούμενοι επέλεξαν να κάμουν ανώμοτη δήλωση. Περαιτέρω, η Κατηγορούμενη 2 κάλεσε τρεις μάρτυρες προς υπεράσπισή της.
Το Κακουργιοδικείο - στην αχρείαστα, ως αποτέλεσμα της λεπτομερούς καταγραφής της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, εκτεταμένη απόφασή του, που καλύπτει 250 πυκνογραφημένες σελίδες - αποδεχόμενο τα βασικά μέρη της μαρτυρίας που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή, έκρινε ότι ο Ονησίφορος:
(α) Είχε κίνητρο - ελατήριο να δολοφονήσει τον Λούκα. Ως τέτοιο, καθόρισε τον παράφορο έρωτα που έτρεφε για τη Χριστοδούλα.
(β) Είχε προσφύγει κατ΄ επανάληψη σε ψευδές άλλοθι, σε ότι αφορούσε το χρόνο συνάντησής του με το θύμα και τις κινήσεις του κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης του εγκλήματος.
(γ) Είχε προβεί σε απειλητικό τηλεφώνημα προς τον πατέρα του θύματος, ένα μήνα πριν τη δολοφονία του, που αφορούσε τη ζωή του θύματος.
Με βάση τα πιο πάνω και με αναφορά στα θανατηφόρα κτυπήματα που δέχθηκε το θύμα με θλων όργανο στο κεφάλι μέσα στο αυτοκίνητό του από πρόσωπο που καθόταν ή βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού και στο γεγονός ότι η δολοφονία έλαβε χώραν μερικά λεπτά μετά την, παραδεκτή, είσοδο του Ονησίφορου, ως συνοδηγού, στο όχημα του θύματος, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η περιστατική μαρτυρία εις βάρος του Ονησίφορου ήταν συντριπτική και ότι συμβιβαζόταν μόνο με την ενοχή του. Στρεφόμενο ακολούθως στο θέμα της προμελέτης, συστατικού στοιχείου του εγκλήματος που αντιμετώπιζε ο Ονησίφορος, αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, όπως αυτές προέκυψαν μέσα από την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας. Λαμβάνοντας δε υπόψη τα ακόλουθα,
«(α) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 μετέβηκε στη Λεωφόρο Φραγκλίνου Ρούσβελτ και ανέμενε να συναντήσει τον Λούκα με το αυτοκίνητο του επί της Λεωφόρου Ρούσβελτ όταν αυτός θα σχόλανε από την εργασία του. Μάλιστα περπατούσε σε κατεύθυνση αντίθετη από αυτήν που θα ερχόταν ο Λούκας για να έχει οπτική επαφή με τον Λούκα και μάλιστα πρόσωπο με πρόσωπο. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Π. Παναγή και με βάση το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του περιπτέρου «Κρίνος» (Τεκ.109), η ώρα 19:16:57 ο κατηγορούμενος 1 είναι ήδη στη Λεωφόρο Ρούσβελτ και κατευθύνεται προς το συσκευαστήριο «Καουρής» από το οποίο σε λίγο θα εξέλθει ο Λούκας με το αυτοκίνητο του. O κατηγορούμενος 1 φαίνεται στη camera να περπατά μέχρι τις 19:17:26 επί της Λεωφόρου Ρούσβελτ. Με άλλα λόγια μέχρι αυτή την ώρα δεν έχει εισέλθει στο αυτοκίνητο του Λούκα, το οποίο βεβαίως ακόμη δεν έχει οδηγηθεί επί της Λεωφόρου Ρούσβελτ. Αυτό θα γίνει η ώρα 19:19:26 όπου ο Λούκας εισέρχεται από τον «Καουρή» στρίβοντας επί της Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Σύμφωνα με τα εγκριθέντα παραδεκτά γεγονότα η ώρα 19:20:34 το αυτοκίνητο του Λούκα συνεχίζει να οδηγείται επί της Ρούσβελτ και εντός αυτού υπάρχει συνοδηγός. Αυτός δεν είναι άλλος από τον κατηγορούμενο 1. Με άλλα λόγια, μόλις ο Λούκας οδήγησε το αυτοκίνητο του στη Ρούσβελτ ο κατηγορούμενος 1, ο οποίος τον ανέμενε, κατάφερε να εισέλθει εντός αυτού. Σκοπός του ήταν να τον οδηγήσει στην τοποθεσία που βρέθηκε νεκρός για να τον δολοφονήσει.
(β) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 οδήγησε - παρέσυρε τον Λούκα σε απόμερη, δύσβατη και θαμνώδη περιοχή για να μην γίνει αντιληπτός από τρίτα πρόσωπα, όταν θα φονεύει τον Λούκα. Για να εισέλθει κάποιος με αυτοκίνητο σε αυτή την περιοχή, θα έπρεπε να γνωρίζει καλά την εν λόγω περιοχή. Έπεται ότι ο κατηγορούμενος 1 γνώριζε καλά και επέλεξε από προηγουμένως την εν λόγω περιοχή, η οποία δεν απέχει πολύ από τον τόπο διαμονής του.
(γ) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 κτύπησε τον Λούκα και μάλιστα στο κεφάλι με πολύ ισχυρή δύναμη και από κοντινή απόσταση καθ'ον χρόνο ο Λούκας βρισκόταν στη θέση του οδηγού και ο κατηγορούμενος 1 στη θέση του συνοδηγού. Αυτό δείχνει αποφασιστικότητα του κατηγορούμενου 1 να επιφέρει το θάνατο του Λούκα. Ως αποτέλεσμα του ή των κτυπημάτων, ο Λούκας παρουσίασε κάταγμα κρανίου και σπάσιμο και των μαλακών μορίων στο συγκεκριμένο σημείο. Κατ' επέκταση επισκληρίδιο αιμορραγία, η οποία επέφερε το θάνατο του.
(δ) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1, αφού κτύπησε στο κεφάλι τον Λούκα, σφήνωσε το μικροκαμωμένο σώμα του Λούκα στο συγκεκριμένο σημείο εντός του αυτοκινήτου όπου αυτός βρέθηκε την επόμενη μέρα νεκρός και καμένος. Σχετικές είναι οι φωτογραφίες που κατατέθηκαν ενώπιον μας ως τεκμήρια. Το γιατί το έκανε αυτό ο κατηγορούμενος 1, μπορούν να γίνουν πολλές υποθέσεις. Πάντως δεν το έκανε για το καλό του Λούκα. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι ότι η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου 1 δεν περιορίστηκε σε μια στιγμιαία ενέργεια. Ο κατηγορούμενος 1 είχε τη ψυχραιμία αφού κτύπησε με δύναμη τον Λούκα στο κεφάλι, να τον σφηνώσει, ωσάν να ήταν αντικείμενο, στο σημείο που βρέθηκε. Και το κυριότερο, αφού έκανε όλα τα πιο πάνω,
(ε) περιέλουσε το σώμα και το αυτοκίνητο του Λούκα με εύφλεκτη ύλη (φωτιστικό πετρέλαιο) και με φλόγα δημιούργησε φωτιά η οποία κατέκαψε το σώμα και το αυτοκίνητο του Λούκα. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία, και μια μικρή ποσότητα φωτιστικού πετρελαίου ήταν αρκετή. Η εύφλεκτη ύλη ήταν μέρος του σχεδίου δολοφονίας του Λούκα. Με τη φωτιά ήθελε να εξαφανίσει κάθε τι που θα μπορούσε να αποκαλύψει την εγκληματική του δραστηριότητα. Για το πού βρήκε την εύφλεκτη ύλη μπορούν να γίνουν και πάλι πολλές υποθέσεις, όπως να την είχε κάπου κρυμμένη από προηγουμένως στη θαμνώδη σκηνή του εγκλήματος. Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που εδώ ενδιαφέρει είναι το γεγονός ότι χρησιμοποίησε τελικά εύφλεκτη ύλη, ως πιο πάνω αναφέρεται, την οποία δεν βρήκε τυχαία.
(στ) το γεγονός ότι έκανε απειλητικό τηλεφώνημα προς τον πατέρα του Λούκα στις 2.3.13. Για το θέμα αυτό παραπέμπουμε στα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω.»
έκρινε ότι ο Ονησίφορος σχεδίασε - μελέτησε από προηγουμένως τη δολοφονία του Λούκα και προχώρησε στην εν ψυχρώ εκτέλεση του σχεδίου του. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, ήταν η τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, σε σχέση με τον Ονησίφορο πάντα και η προμελέτη.
Σε ό,τι αφορά την Χριστοδούλα, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή προώθησε τη θέση ότι η εν λόγω Κατηγορούμενη ουσιαστικά παρότρυνε τον Ονησίφορο να διαπράξει το κακούργημα του φόνου εκ προμελέτης. Αξιολογώντας όμως το ενώπιόν του μαρτυρικό υλικό και αντικρύζοντας σωρευτικά τα στοιχεία της νομικά αποδεκτής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του, έκρινε ότι αυτά δεν οδηγούσαν - και μάλιστα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας - στο συμπέρασμα ότι ο Ονησίφορος και η Χριστοδούλα συνωμότησαν μεταξύ τους να δολοφονήσουν το Λούκα και ότι η Χριστοδούλα συμμετείχε με οποιοδήποτε τρόπο στη διάπραξη του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης του συζύγου της.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, ο Ονησίφορος κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης (δεύτερη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου) και αθωώθηκε από την κατηγορία της συνωμοσίας (πρώτη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου). Του επιβλήθηκε η υπό του νόμου προβλεπόμενη ποινή, της φυλάκισης διά βίου. Η Χριστοδούλα αθωώθηκε και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Η έφεση 106/15 προσβάλλει ακριβώς την καταδικαστική απόφαση στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης. Αντίθετα με την έφεση 126/15 πλήττεται η πρωτόδικη κατάληξη για αθώωση του Ονησίφορου στην κατηγορία της συνωμοσίας, ζήτημα απόλυτα συναρτημένο με τα διαλαμβανόμενα στην έφεση 127/15, που αφορά την προσβολή της πρωτόδικης αθωωτικής κρίσης σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε η Χριστοδούλα. Οι δύο τελευταίες αυτές εφέσεις θα εξετασθούν, ακριβώς λόγω της συνάρτησής τους, σε μια ενότητα.
Εφεση υπ΄ αρ. 106/15, επί της καταδίκης του Ονησίφορου στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης.
Προσβάλλεται η ορθότητα της προσέγγισης του Κακουργιοδικείου με 13, τελικά, λόγους έφεσης, με επίκεντρο την αμφισβήτηση με διάφορους τρόπους της περιστατικής μαρτυρίας, η οποία και αποτέλεσε το θεμέλιο καταδίκης του Εφεσείοντα Ονησίφορου. Ας σημειωθεί ότι ο πρώτος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν απήλλαξε τον Εφεσείοντα από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, απεσύρθη.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα και/ή εσφαλμένα δεν έδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΚ42, Χριστόφορου Κουλέρμου Καρασαμάνη.
Για να γίνει κατανοητή η σημασία της μαρτυρίας του ΜΚ42 θα πρέπει να καταγραφούν τα ακόλουθα γεγονότα:
Συνιστά παραδεκτό γεγονός ότι ο Εφεσείων λίγη ώρα πριν από την δολοφονία του Λούκα, ήτοι η ώρα 19:20:34, όταν, όπως είναι επίσης παραδεκτό, είχε ήδη επιβιβασθεί στο αυτοκίνητο του Λούκα, φορούσε πράσινη φανέλα. Ηταν, βεβαίως, ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα, ζήτημα που θα μας απασχολήσει σε μεταγενέστερο στάδιο, ότι παρέμεινε για ελάχιστο χρονικό διάστημα στο όχημα του Λούκα και μετά αποβιβάστηκε. Ο ΜΚ42 το απόγευμα της 2.4.2013 είχε μεταβεί στην περιοχή όπου έλαβε χώραν μεταγενέστερα η δολοφονία του Λούκα για να πάρει τους δύο σκύλους του περίπατο. Γύρω στις 19:25 είδε ένα αυτοκίνητο, όπως αυτό του Λούκα, στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα. Δεν ήταν σε θέση να δώσει ακριβή περιγραφή των προσώπων αυτών αλλά θυμόταν και ανέφερε στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, τεκμ. 226, ότι ο συνοδηγός «φορούσε κάτι χρώματος κόκκινου έντονου της Ferrari». Η αναφορά αυτή του ΜΚ42 κρίθηκε, δικαιολογημένα, ιδιαίτερα σημαντική για την υπεράσπιση του Εφεσείοντα. Ηταν ουσιαστικά η προσέγγισή της ότι οδηγούσε σε επιβεβαίωση του ισχυρισμού του Εφεσείοντα ότι είχε αποβιβασθεί προηγουμένως και σε αποσύνδεσή του από την κρίσιμη στιγμή της δολοφονίας του Λούκα.
Το Κακουργιοδικείο, στις σελίδες 180 και 181 της απόφασής του, αξιολόγησε ως ακολούθως τον ΜΚ42:
«Βρίσκουμε ότι ο Μ.Κ.42 Χριστόφορος Κουλέρμου Καρασαμάνη, είναι μάρτυρας ο οποίος ήρθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια. Όμως, δεν μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρία του και να κάνουμε ευρήματα ότι το αυτοκίνητο που είδε στις 2.4.13 γύρω στις 7:30 το απόγευμα ήταν το αυτοκίνητο του Λούκα. Το ίδιο ισχύει και για τα όσα ανέφερε για το τι υπήρχε μέσα στο αυτοκίνητο. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι είδε, για πολύ λίγο χρονικό διάστημα το οποίο μπορεί να ήταν 5, 10 δευτερόλεπτα, ένα αυτοκίνητο άσπρο τζιπ, νομίζει ότι ήταν SUZUKI VITARA με πλατιά ελαστικά. Να σημειώσουμε ότι το αυτοκίνητο του Λούκα ήταν SUZUKI JIMNY. Όπως ανέφερε, το αυτοκίνητο έστριψε αριστερά, απότομα, και χάθηκε μέσα στο δρόμο. Δεν κοίταξε για να δει πού κατευθύνθηκε. Μάλιστα, ανέφερε ότι εντός αυτού υπήρχε ένας άνδρας και μια γυναίκα. Δεν πρόσεξε τους αριθμούς εγγραφής του αυτοκινήτου και κατ' επέκταση δεν μπορούσε να τους αναφέρει. Δεν πρόσεξε ούτε τα χαρακτηριστικά των προσώπων που υπήρχαν εντός του αυτοκινήτου και κατ' επέκταση πιστεύει ότι ο οδηγός ήταν γυναίκα. Μάλιστα, ανέφερε ότι δεν ήταν σίγουρος αν ο οδηγός ήταν γυναίκα ή αν υποσυνείδητα λόγω της σωματικής διαφοράς που υπήρχε μεταξύ συνοδηγού και οδηγού υπέθεσε ότι πρέπει να ήταν γυναίκα και επειδή την περιοχή επισκέπτονται ζευγαράκια. Ούτε και για τα χρώματα των ενδυμάτων των επιβατών η μαρτυρία του ήταν σταθερή. Ενώ μιλά για χρώμα έντονο κόκκινο στο ένδυμα του συνοδηγού και κάτι σε χρώμα πορτοκαλί στο ένδυμα του οδηγού, στη συνέχεια αναφέρει τα ακόλουθα: "τώρα δεν είμαι όμως σίγουρος για το αν αυτή η εντύπωση μου δόθηκε από τα μαλλιά του οδηγού ή από ο,τιδήποτε άλλο μέσα στο αυτοκίνητο.". Τέλος δεν μπορούμε να βασιστούμε πάνω στην αναγνώριση του τύπου του αυτοκινήτου που έκανε στις 15.4.13 (Τεκμήριο 227). Από το εν λόγω τεκμήριο προκύπτει ότι το αυτοκίνητο SUZUKI JIMNY και το αυτοκίνητο SUZUKI VITARA παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, ενώ ομοιότητες παρουσιάζουν και με άλλα αυτοκίνητα του ίδιου τύπου ως εμφαίνονται στο Τεκμήριο 227. Κατ' επέκταση αφού λάβαμε υπόψη το πολύ μικρό χρονικό διάστημα που είδε το αυτοκίνητο στις 2.4.13 και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες το είδε, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι μπορούσε να αναγνωρίσει και αναγνώρισε λίγες μέρες μετά ότι το αυτοκίνητο που είδε στις 2.4.13 ήταν SUZUKI JIMNY και όχι SUZUKI VITARA όπως ανέφερε αρχικά στην κατάθεση του. Εν κατακλείδι ουδεμία βαρύτητα δίδουμε στη μαρτυρία του.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα στην ιδιαίτερα εκτεταμένη ανάπτυξη του υπό αναφορά λόγου έφεσης, θέτει ότι η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου να μηδενίσει τη μαρτυρία του ΜΚ42 είναι εσφαλμένη και παραγνωρίζει τα υπόλοιπα στοιχεία της μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιόν του, τόσο σε σχέση με το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, όσο και σε αναφορά με τον τύπο του οχήματος του θύματος. Ηταν η σχετική προέκταση της εισήγησης ότι υπό τις συνθήκες δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο από το όχημα του θύματος το SUZUKI που είδε ο ΜΚ42, ούτε και χωρούσε αμφισβήτηση ως προς την ορθή αντίληψη του χρώματος του έντονου κόκκινου. Ηταν η καταληκτική προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα ότι υπό το φως όλων των δεδομένων η ποιότητα της μαρτυρίας του ΜΚ42 ήταν τέτοια που δεν δικαιολογούσε την απόρριψή της από το Κακουργιοδικείο. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάλεσε το Εφετείο να επέμβει προς ανατροπή της πρωτόδικης αξιολόγησης.
Ο ΜΚ42 στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, τεκμ. 226, περιγράφει την ουσία των γεγονότων που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση όπως ο ίδιος τα αντιλήφθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο και ενώ «άρχισε να νυχτώνει». Από απόσταση 50 περίπου μέτρων είδε ένα αυτοκίνητο χρώματος άσπρου «το οποίο νομίζω ότι ήταν SUZUKI VITARA με πλατιά λάστιχα» και πρόσεξε ότι μέσα σε αυτό το αυτοκίνητο βρισκόντουσαν δύο άτομα «ένας άντρας και μια γυναίκα». Δεν πρόσεξε ούτε τα χαρακτηριστικά των προσώπων ούτε τα νούμερα του αυτοκινήτου αυτού. Του έκανε όμως εντύπωση ότι ο συνοδηγός ήταν μεγαλόσωμος και ο οδηγός μικρόσωμος, γεγονός που τον οδήγησε στη σκέψη ότι ήταν γυναίκα, χωρίς όμως να είναι βέβαιος εάν όντως ήταν γυναίκα ή αν ο ίδιος, υποσυνείδητα, λόγω της σωματικής διαφοράς, θεώρησε ότι ήταν γυναίκα. Εκείνο που θυμόταν έντονα ήταν ότι ο συνοδηγός φορούσε κάτι χρώματος κόκκινου έντονου και ο οδηγός κάτι σε χρώμα πορτοκαλί. Προσθέτει όμως αμέσως μετά στην κατάθεσή του «τώρα δεν είμαι όμως σίγουρος για το αν αυτή η εντύπωση μου δόθηκε από τα μαλλιά του οδηγού ή από ο,τιδήποτε άλλο μέσα στο αυτοκίνητο.». Συμπληρώνοντας, ανέφερε ότι το εν λόγω αυτοκίνητο το παρακολούθησε για περίπου πέντε με δέκα δευτερόλεπτα. Κατά την παράθεση της μαρτυρίας του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, σελίδες 603-604 των πρακτικών, σημείωσε ότι στην περιοχή κινούνται πολλά αυτοκίνητα με παράνομα ζευγάρια και αποφεύγει να κοιτάξει με ιδιαίτερη προσοχή «έτσι από διάκριση». Κύριο μέλημά του ήταν να προστατεύσει τον εαυτό του και τους σκύλους του από τα αυτοκίνητα που διέρχονταν και λόγω της απόστασης δεν είχε την ευχέρεια να παρατηρήσει με ιδιαίτερη προσοχή το υπό αναφορά αυτοκίνητο. Κατέθεσε όμως ότι όσον αφορά το κόκκινο χρώμα ήταν «σιγουρότατος» και αφορούσε το συνοδηγό.
Είναι ορθή η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα ότι, ως θέμα νομικής αποτύπωσης, η μαρτυρία που προσφέρεται σε κάθε υπόθεση αντικρίζεται και κρίνεται από το εκδικάζον δικαστήριο στην ολότητά της και δεν αξιολογείται απλώς και μόνο από μερικά στοιχεία και κατ΄ απομόνωση. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση το Κακουργιοδικείο εξήγησε πειστικά για ποιο λόγο η μαρτυρία του ΜΚ42 στερείτο βαρύτητας, σε σημείο που δεν μπορούσε να στηριχθεί σε αυτή προς καταγραφή οποιωνδήποτε ευρημάτων. Το μικρό χρονικό διάστημα, η απόσταση, οι συνθήκες ορατότητας και οι όλες περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο ΜΚ42 είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις κινήσεις του υπό αναφορά αυτοκινήτου, βάσιμα δεν παρείχαν τη δυνατότητα ασφαλούς αντίληψης. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η σχετική μαρτυρία του καλύπτεται από ασάφειες και παλινδρομήσεις ουσιαστικής μορφής. Η αδυναμία του να καταθέσει με ασφάλεια ως προς το φύλο των προσώπων που επέβαιναν και η ανασφάλεια που αισθανόταν ως προς την εντύπωση που του δόθηκε σχετικά με το ένδυμα του οδηγού, ήταν σημαντικά δεδομένα τα οποία εντοπίστηκαν από το Κακουργιοδικείο και βάσιμα καθιστούσαν τη μαρτυρία του ακροσφαλή. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν χωρούν περιθώρια παρέμβασής μας, ούτε και πληρούνται οι προϋποθέσεις άσκησης της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως προς την αξιολόγηση της υπό αναφορά μαρτυρίας.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 9, 10 και 12 περιστρέφονται ουσιαστικά γύρω από το ζήτημα της περιστατικής μαρτυρίας και, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, επιδρούν καταλυτικά στην ουσία της αιτιολογίας σειράς άλλων λόγων έφεσης. Ο,τι μπορεί να συνοψισθεί μέσα από την ιδιαίτερα εκτεταμένη ανάπτυξη των λόγων αυτών και την μακροσκελέστατη επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, είναι η προσέγγιση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγαγε λανθασμένα συμπεράσματα τα οποία, επίσης λανθασμένα, θεώρησε ως κρίκους περιστατικής μαρτυρίας και, περαιτέρω, εσφαλμένα και αντίθετα προς τη νομολογία, έκρινε ότι η περιστατική αυτή μαρτυρία ήταν συντριπτική σε βάρος του Εφεσείοντα και ότι οδηγούσε με ασφάλεια αποκλειστικά και μόνο σε συμπέρασμα ενοχής στη δεύτερη κατηγορία, του φόνου εκ προμελέτης. Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο προειλημμένη απόφαση ενοχής, χωρίς συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας κατά παράβαση καλά θεμελιωμένων νομικών αρχών. Προβάλλεται επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις χρησιμοποίησης «ψεμάτων» ως κρίκων περιστατικής μαρτυρίας.
Θα αναπτύξουμε σε μια ενότητα τους υπό αναφορά λόγους έφεσης, παραθέτοντας τα βασικά στοιχεία της μαρτυρίας και τους συνακόλουθους κρίκους, της θεμελιώδους, υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης, περιστατικής μαρτυρίας, όπως τους κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να εξετασθούν σφαιρικά τα παράπονα του Εφεσείοντα.
Όπως ήδη λέχθηκε, το Κακουργιοδικείο καθόρισε ως ελατήριο - κίνητρο δολοφονίας του Λούκα την ερωτική σχέση του Εφεσείοντα με τη Χριστοδούλα, σύζυγο του θύματος. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι μεμπτή καθότι τα όσα καθόρισε, τόσο από μόνα τους, όσο και σε συνεκτίμηση με άλλη σχετική μαρτυρία, σε καμιά περίπτωση δεν οδηγούν στην εξαγωγή θετικού συμπεράσματος για την ύπαρξη κινήτρου, αλλά σε εικασίες που δεν υποστηρίζονταν από μαρτυρία. Κατά τη θέση του, η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν αποκάλυψε ότι η σχέση του Εφεσείοντα με τη Χριστοδούλα ήταν τέτοια, ώστε να εξωθήσει τον πρώτο στη διάπραξη του φόνου. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι η Χριστοδούλα είχε ελευθερία κινήσεων και ότι η έγγαμη σχέση της δεν δημιουργούσε οποιαδήποτε ιδιαίτερα προβλήματα στην παράλληλη σχέση που είχε με τον Εφεσείοντα. Ως αποτέλεσμα, δεν υπήρχε και οποιοσδήποτε ιδιαίτερος λόγος διάπραξης του φόνου, αφού ο Εφεσείων έπαιρνε ό,τι είχε ανάγκη από την ερωτική του σχέση με την Χριστοδούλα και δεν επιζητούσε ο,τιδήποτε περαιτέρω.
Τα ελκυστικά επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα παραβλέπουν, με όλο το σεβασμό, τα στοιχεία της μαρτυρίας που περιβάλλουν το υπό εξέταση ζήτημα του ελατηρίου. Το Κακουργιοδικείο, εδραζόμενο σε αδιαμφισβήτητη ουσιαστικά μαρτυρία, οδηγήθηκε στο ορθό εύρημα ότι η σχέση του Εφεσείοντα με τη Χριστοδούλα δεν ήταν «μια απλή ερωτική σχέση», όπως προέβαλε η Υπεράσπιση. Τεκμηριωμένα, χαρακτηρίστηκε ως παράφορος έρωτας. Παραπέμπουμε σχετικά στις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, όπως αυτές αποτυπώνονται στις σελίδες 217-219 της πρωτόδικης απόφασης:
«Είναι ήδη εύρημα μας, ότι ο κατηγορούμενος 1, κατά το χρόνο της δολοφονίας του Λούκα, διατηρούσε ερωτική σχέση με την κατηγορούμενη 2. Η σχέση αυτή για τον κατηγορούμενο 1 δεν ήταν μόνο ερωτική. Όπως ο κατηγορούμενος 1 αναφέρει στην κατάθεση του ημερομηνίας 4.4.2013, «Αγαπώ την Κρίστια, το ίδιο και κείνη. Μου έλεγε τα πάντα όσον αφορά το γάμο της και εγώ τα πάντα, όσον αφορά την ζωή μου». Η αξιόπιστη μαρτυρία της κας Μαρίας Παναγή, κατέδειξε ότι ο κατηγορούμενος 1 της είχε εκμυστηρευθεί ότι είχε σχέση με μία κοπέλα και ότι αυτή ήταν όλη του η ζωή. Η κοπέλα, βεβαίως αυτή, δεν ήταν άλλη από την κατηγορούμενη 2. Η αξιόπιστη μαρτυρία της κας Rozita Deliyska (M.K.27) κατέδειξε ότι ο κατηγορούμενος 1 αποκαλούσε την κατηγορούμενη 2 «το μωρό μου». Όταν δε η κατηγορούμενη 2 του ζήτησε να χωρίσουν, αυτός ήταν τόσο αναστατωμένος που έκλαιγε. Η ιδιαίτερη αυτή σχέση τους, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι και οι δύο είχαν κάνει την ίδια ημέρα, αφού επισκέφθηκαν μαζί το ίδιο κατάστημα, το ίδιο τατουάζ (μία κοπέλα άγγελο με φτερά με τα αρχικά ΟΚ). Ο κατηγορούμενος 1 στο στήθος του και η κατηγορούμενη 2 στην πλάτη της. Οι φωτογραφίες - Τεκμήρια ενώπιον μας ομιλούν από μόνες τους. Δεν χρειάζεται να αποφανθούμε αν το ΟΚ είναι τα αρχικά των ονομάτων «Ονησίφορος-Κρίστια» ή τα αρχικά του ονόματος και του επιθέτου του κατηγορούμενου 1 «Ονησίφορος Κόλιας» ή μόνο το αρχικό του ονόματος «Κρίστια». Περαιτέρω, σύμφωνα με παραδοχή του κατηγορούμενου 1 στην κατάθεση του ημερομηνίας 4.4.2013, είχαν καθημερινή τηλεφωνική επαφή, η οποία μπορούσε να ήταν, μία-δύο ή και τρεις φορές την ημέρα, πάντα όταν απουσίαζε ο σύζυγος της. Είχαν τακτικές συναντήσεις εβδομαδιαίως κατά τις οποίες είχαν σεξουαλικές επαφές (όχι σε όλες τις συναντήσεις). Στην κατάθεση του, ημερομηνίας 20.4.2013, αναφέρει και πάλι ότι είχαν καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία, μπορεί μία, μπορεί δύο, πέντε, δέκα φορές την ημέρα. Οι συχνές και παρατεταμένες τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ τους, επιβεβαιώνονται και από την κατάθεση ως τεκμηρίων των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Κατ' επέκταση δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του κ. Χριστάκη ότι μεταξύ των δύο κατηγορουμένων υπήρχε μια απλή ερωτική σχέση. Το γεγονός ότι η κατηγορούμενη 2 ήταν παντρεμένη με το θύμα, ήταν εμπόδιο στο να απολαμβάνει ο κατηγορούμενος 1 τον παράφορο έρωτα του με την κατηγορούμενη 2, τον οποίο βεβαίως κρατούσαν μυστικό από το θύμα. Μάλιστα η αξιόπιστη μαρτυρία του Yavor (M.K.38) κατέδειξε ότι ο κατηγορούμενος 1 αρκετές φορές του έλεγε ότι αγαπά πάρα πολύ την κοπέλα με την οποία έχει ερωτικό δεσμό, όμως δεν μπορούν να ζουν μαζί επειδή αυτή είναι παντρεμένη. Να σημειώσουμε εδώ ότι η Υπεράσπιση υπέβαλε στο μάρτυρα ότι δεν είναι ακριβώς αυτό που του είπε, αλλά του είπε ότι δεν μπορούν να κυκλοφορούν μαζί φανερά επειδή η κοπέλα είναι παντρεμένη. Παρόλο που η μαρτυρία του κ. Yavor έχει κριθεί αξιόπιστη, ακόμη όμως και έτσι να ήταν τα πράγματα, το ουσιώδες δεν αλλάζει, που είναι ότι, ο γάμος της κατηγορούμενης 2 με το θύμα, του δημιουργούσε προβλήματα στον μυστικό από τον Λούκα έρωτα του. Ο κατηγορούμενος 1 ισχυρίζεται στην κατάθεση του ημερομηνίας 18.4.2013, ότι η κατηγορούμενη 2 του εξέφραζε συχνά ότι ήταν απογοητευμένη από το γάμο της και ότι ήθελε να χωρίσει αλλά την πίεζαν οι γονείς της, οι οποίοι δεν την άφηναν. Ένιωθε αρκετά αγανακτισμένη και απελπισμένη, ήθελε να τον κτυπήσει με το σίδερο πάνω στο κεφάλι, παρακαλούσε να είχε δυστύχημα, καθοδόν προς το σπίτι του. Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος 1 έβλεπε την ερωμένη του, την αγαπημένη του, τη γυναίκα που ήταν όλη του η ζωή, να υποφέρει από το γάμο της, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται ότι του έλεγε η κατηγορούμενη 2. Για τον κατηγορούμενο 1 ο θάνατος του Λούκα θα έκανε την αγαπημένη του ευτυχισμένη και κατ' επέκταση και τον ίδιο αφού πλέον θα απολάμβανε χωρίς εμπόδια, όπως πίστευε, τον παράφορο έρωτα του με την κατηγορούμενη 2.»
Ούτε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ως προς την νομική κατάταξη του στοιχείου της μαρτυρίας που καλύπτει το ελατήριο από το Κακουργιοδικείο. Ορθά προσεγγίζοντας την επί του θέματος νομολογία, σημείωσε ότι το ελατήριο συνίσταται από τους εσώτερους λόγους που ωθούν στις πράξεις, κινήσεις και εκδηλώσεις ενός κατηγορούμενου. ΄Αλλωστε, είναι ακριβώς για τον λόγο αυτό που αποδίδεται και ως «κίνητρο», ως η κινητήριος δηλαδή δύναμη προς δράση. Όπως η νομολογία μας διασαφηνίζει, η ύπαρξη και η απόδειξη ελατηρίου δεν είναι αναγκαία για την καταδίκη, δεδομένου ότι το ελατήριο δεν αποτελεί παράγοντα στοιχειοθετικό οποιουδήποτε εγκλήματος. ΄Ο,τι απαιτείται προς απόδειξη του εγκλήματος είναι η ίδια η εγκληματική πρόθεση. Η μαρτυρία όμως για την ύπαρξη κινήτρου γίνεται δεκτή επειδή χαρακτηρίζει το υπόβαθρο των προθέσεων του δράστη και φωτίζει τις πράξεις ή τις παραλείψεις του (Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 560 και Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 407).
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, βάσιμα το Κακουργιοδικείο εντόπισε ότι η παράνομη ερωτική σχέση του Εφεσείοντα με τη Χριστοδούλα θεμελίωνε, στα πλαίσια της υπόθεσης, ύπαρξη ελατηρίου, το οποίο σωστά συνεκτιμήθηκε με την υπόλοιπη μαρτυρία για να κριθεί κατά πόσο αποδείχθηκε η κατηγορία.
Το Κακουργιοδικείο, εντόπισε ως δεύτερο κρίκο της περιστατικής μαρτυρίας την προβολή ψευδούς άλλοθι εκ μέρους του Εφεσείοντα, σε δύο μάλιστα περιπτώσεις. Είναι, συνοπτικά, η ανάλογη επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα, ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε στην κρίση του, αφού έχοντας, κατά τον Εφεσείοντα, προαποφασίσει την ενοχή του προέβη σε εικασίες και υποθετικούς συλλογισμούς και ερμήνευσε αυθαίρετα και αναιτιολόγητα όλες τις ενέργειές του.
Τα γεγονότα που καλύπτουν το υπό εξέταση κεφάλαιο αφορούν ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, τους οποίους προέβαλε σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες, σύμφωνα με τους οποίους ο ίδιος βρισκόταν σε εστιατόριο την ώρα που ο Λούκας έπεφτε θύμα της εγκληματικής ενέργειας. Οι ισχυρισμοί αυτοί του Εφεσείοντα, πάντα ως προς το κρίσιμο χρονικό σημείο, καταρρίφθησαν από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία. Παρεμβάλλουμε ότι ήταν ακριβώς η σύνθλιψη των θέσεων αυτών του Εφεσείοντα που τον οδήγησε στην προβολή διαφορετικών εκδοχών κατά διαστήματα και, τελικά, στην παράθεση διαφορετικής θέσης κατά το στάδιο της παροχής της ανώμοτης δήλωσής του. Επί του σημείου όμως αυτού θα επανέλθουμε σε κατοπινό στάδιο, κατά την εξέταση του αντίστοιχου λόγου έφεσης.
Το υπό εξέταση ζήτημα του ψεύδους του Εφεσείοντα ως προς τις κινήσεις του, προς το σκοπό δημιουργίας άλλοθι, αντικρίσθηκε ως ακολούθως από το Κακουργιοδικείο:
«Συνάγεται από τα πιο πάνω, ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο που έλαβε χώρα ο φόνος ισχυρίστηκε στις 4.4.13 ότι βρισκόταν στo εστιατόριo McDonalds του Ορφανίδη μαζί με τη ξαδέλφη του Τούλλα Ανδρέου για φαγητό. Περαιτέρω, σύμφωνα με την αναντίλεκτη και αξιόπιστη μαρτυρία του Υπαστυνόμου Μιχάλη Νικολάου (Μ.Κ.23), ο κατηγορούμενος 1 και προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 3.4.13 ισχυρίστηκε ότι στις 2.4.13 γύρω στις 19:30-20:00 μετέβηκε στα McDonalds μαζί με την ξαδέλφη του. Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος 1 σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες προβάλλει τον ίδιο ισχυρισμό, ότι δηλαδή βρισκόταν στο εστιατόριο McDonalds του Ορφανίδη την ώρα που ο Λούκας δολοφονείται. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής αφού σύμφωνα με τα εγκριθέντα παραδεκτά γεγονότα, τα οπτικά πλάνα από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που ήταν εγκατεστημένο στο εστιατόριο McDonalds, απεικονίζουν τον κατηγορούμενο 1 να εισέρχεται στο εστιατόριο McDonalds μετά το φόνο και συγκεκριμένα η ώρα 21:17:20. Περαιτέρω, η αναντίλεκτη και αξιόπιστη μαρτυρία της ξαδέλφης του κατηγορουμένου 1, Τούλλας Ανδρέου (Μ.Κ.36), επίσης διαψεύδει τον κατηγορούμενο 1. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο κατηγορούμενος 1 της τηλεφώνησε στις 2.4.13 η ώρα 20:53. Επειδή η ίδια είχε εργασία, του ανέφερε ότι θα τον έπαιρνε εκείνη τηλέφωνο και όντως τον πήρε η ώρα 21:03 όπου συμφώνησαν να βρεθούν στα McDonalds του Ορφανίδη. Στη συνέχεια μετέβηκαν στα McDonalds, πρώτη έφθασε η ξαδέλφη και λίγο μετά ο κατηγορούμενος 1, όπου και έφαγαν για περίπου 20 λεπτά. Η ώρα 21:45 έφυγαν από τα McDonalds. Για τις πιο πάνω ώρες η Τούλλα Ανδρέου ήταν σίγουρη γιατί τις είχε καταχωρημένες στο κινητό της τηλέφωνο που αφορούν στις κλήσεις από και προς τον κατηγορούμενο 1, ενώ για την ώρα αναχώρησης είχε την κλήση μιας φίλης της με την οποία μίλησε μόλις έφυγε από τα McDonalds και εισήλθε στο αυτοκίνητο της. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του κ. Χριστάκη ότι ο κατηγορούμενος 1 «υπό προφανές σοκ, σύγχυση, αγωνία γιατί ξαφνικά θεωρήθηκε ύποπτος, ανέφερε λάθος ώρα για την επίσκεψη του στα McDonalds.» Ο κατηγορούμενος 1 με σαφήνεια, όχι μόνο μια αλλά δύο φορές, και μάλιστα σε διαφορετικές ημερομηνίες, δίδει λεπτομερή περιγραφή των κινήσεων του στις 2.4.13 και κάνει αναφορά και στις δύο περιπτώσεις στην ώρα που εισήλθε στο εστιατόριο McDonalds, που δεν είναι η πραγματική. Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του κ. Χριστάκη ότι εάν το έγκλημα είχε προμελετηθεί, μεθοδευθεί και διαπραχθεί από τον κατηγορούμενο 1, τότε θα έπρεπε να ήταν και το άλλοθι μεθοδευμένο. Ούτε ότι «είναι ηλίου φαεινότερο, ότι δεν υπήρχε ευκολότερο πράγμα με πολλούς τρόπους να καταδειχθεί ο πραγματικός χρόνος της παρουσίας του στα McDonalds και συνεπώς ευκολότατα μπορούσε να διαλυθεί το άλλοθι του.» ως εισηγήθηκε περαιτέρω ο κ. Χριστάκη. Ο κατηγορούμενος 1 ήθελε να δημιουργήσει άλλοθι κατά τον χρόνο που δολοφονείται ο Λούκας. Μάλιστα, για να γίνει πιο πειστικός, ήθελε να έχει συνάντηση με τρίτο πρόσωπο. Όταν η προσπάθεια του με την Μαριάννα Μιχαήλ δεν πέτυχε (σημειώνουμε εδώ ότι της τηλεφώνησε η ώρα 20:47), επέλεξε την ξαδέλφη του Τούλλα και το εστιατόριο McDonalds (σημειώνουμε εδώ ότι στην Τούλλα ο κατηγορούμενος 1 τηλεφώνησε 20:53). Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης διεφάνη ότι το άλλοθι που επέλεξε να προβάλει «δεν του έβγαινε πλέον». Δεν μπορεί συνεπεία αυτής της εξέλιξης, να ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε προσπάθεια δημιουργίας άλλοθι επειδή αυτό έτσι και αλλιώς θα καταρρίπτετο, όπως περίπου εισηγήθηκε ο κ. Χριστάκη. Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του κ. Χριστάκη ότι επειδή η ξαδέλφη και ο πατέρας του κατηγορούμενου 1 ανέφεραν ότι τον είδαν να έχει φυσιολογική συμπεριφορά στις 2.4.13 και 3.4.13 αντίστοιχα, αυτός δεν είχε πρόθεση να πει στην Αστυνομία ψέματα για την ακριβή ώρα που εισήλθε στο εστιατόριο McDonalds. Δεν λέει ψέματα μόνο αυτός ο οποίος έχει αφύσικη συμπεριφορά. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως ο κατηγορούμενος 1 όταν προβάλλει το ψευδές άλλοθι, λέει ψέματα και για το πότε συνάντησε για τελευταία φορά το Λούκα. Δεν χρειάζεται βεβαίως να σχολιάσουμε τη θέση του κ. Χριστάκη, ότι επειδή κάποιοι μάρτυρες ανέφεραν ότι ο κατηγορούμενος 1 ήταν πάντα ήρεμος και δεν φώναζε ποτέ και ήταν καλός μαζί τους «τέτοιου είδους άνθρωπος είναι αδύνατο κατά την άποψη μου να διατηρήσει απόλυτα φυσιολογική συμπεριφορά μετά από τη διάπραξη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος». Να σημειώσουμε εδώ ότι η αξιόπιστη μαρτυρία της πρώην συζύγου του κατηγορούμενου 1 (Μ.Κ.39), κατέδειξε ότι ο τελευταίος ήταν νευρικός, και όταν δεν γινόταν το δικό του αγρίευε και φώναζε. Κτυπούσε τα χέρια του στους τοίχους και στα έπιπλα, ενώ κάποτε πετούσε και διάφορα αντικείμενα. Όμως αυτή τη μαρτυρία ουδόλως τη λαμβάνουμε υπόψη εις βάρος του κατηγορούμενου 1 και συγκεκριμένα για να αποφασίσουμε κατά πόσο αυτός διέπραξε το ειδεχθές και αποτρόπαιο έγκλημα.
Ψέμα είπε ο κατηγορούμενος 1 όταν ισχυρίστηκε στην κατάθεση του ημερ. 4.4.13 ότι μετά την επίσκεψη του στα McDonalds, την οποία καθορίζει, ως ελέχθη, πριν από τις 20:30, επισκέφθηκε τους γονείς του στην οικία τους και κάθισε λίγο μαζί τους να τους δει. («..επέρασα από τους γονιούς μου ξανά και ήταν μέσα, γύρω στις περασμένες 20:30 ώρα και έκατσα λίγο να τους δω.») Η αναντίλεκτη και αξιόπιστη μαρτυρία του πατέρα του κατηγορούμενου 1, Ανδρέα Κόλια (Μ.Κ.43), κατέδειξε ότι ο κατηγορούμενος 1 στις 2.4.13 το βράδυ δεν επισκέφθηκε τους γονείς του στην οικία τους. Τουναντίον, ως ανέφερε ο κ. Ανδρέας Κόλιας, είχαν τηλεφωνική επικοινωνία το βράδυ γύρω στις 21:00 που αφορούσε προγραμματισμένη κηπουρική εργασία για την επόμενη ημέρα. Μάλιστα ρώτησε το γιο του, κατηγορούμενο 1, κατά πόσο θα έρθει στο σπίτι τους για φαγητό και ο κατηγορούμενος 1 του είπε «εν ηξέρω α παπά, μπορεί, εν ηξέρω».
Τα πιο πάνω ψέματα δεν μπορούν να θεωρηθούν αθώα αλλά ηθελημένα αφού ο κατηγορούμενος 1 κάνει αναφορά σε όλες τις κινήσεις του εκείνη την ημέρα, δηλαδή το απόγευμα της 2.4.2013, τις οποίες τοποθετεί με συγκεκριμένη χρονολογική σειρά. Ρητά αναφέρει ότι, προηγήθηκε η επίσκεψη του στα McDonalds μαζί με την ξαδέλφη του Τούλλα Ανδρέου και μετά η κατ' ισχυρισμό επίσκεψη στο σπίτι των γονέων του, γύρω στις περασμένες 20:30 ώρα, όπου τώρα, ως ισχυρίζεται τους βρήκε εντός αυτού. Αφού έφυγε από το σπίτι των γονέων του ως ισχυρίζεται, επισκέφθηκε το σπίτι του αδελφού του Γιώργου γύρω στις 21:00-21:30. Τελικά, μία ώρα περίπου μετά, μετέβηκε στην οικία του η οποία βρίσκεται δίπλα από αυτή του αδελφού του Γιώργου και κοιμήθηκε. Να επαναλάβουμε ότι ο κατηγορούμενος 1 ισχυρίζεται ότι στα McDonalds εισήλθε λίγο μετά τις 19:30 και παρέμεινε ουσιαστικά περίπου εκεί για μία ώρα, αφού γύρω στις 20:30, περασμένες, ως ισχυρίζεται, επισκέφθηκε τους γονείς του στην οικία τους. Το ηθελημένο ψέμα του κατηγορούμενου 1 το οποίο επανέλαβε τόσο στις 3.4.13 όσο και στις 4.4.13 ότι κατά τον χρόνο που ο Λούκας δολοφονείται, αυτός βρισκόταν στα McDonalds αποσκοπεί στη θεμελίωση άλλοθι. Ο κατηγορούμενος 1 όταν αντιλήφθηκε ότι οι ισχυρισμοί του για την ώρα που εισήλθε στο εστιατόριο McDonalds είχαν καταρριφθεί, ισχυρίστηκε με την ανώμοτη δήλωση του ότι στις 3.4.13 δεν θυμόταν τι ώρα είπε στον Υπαστυνόμο Νικολάου (Μ.Κ.23) ότι μετέβηκε στις 2.4.13 στο εστιατόριο McDonalds. Με άλλα λόγια δεν διαψεύδει τη μαρτυρία του Υπαστυνόμου Νικολάου, η οποία έτσι και αλλιώς έχει κριθεί αξιόπιστη. Σε σχέση με τα όσα ανέφερε γύρω από αυτό το θέμα στην κατάθεση του ημερ. 4.4.13 και εδώ προσπαθεί με την ανώμοτη του δήλωση να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα αφού ισχυρίστηκε πως δεν είπε συγκεκριμένα ότι στα McDonalds μετέβηκε 19:30-20:00. Αυτά όμως που είπε ισοδυναμούσαν με ισχυρισμούς ότι την ώρα που ο Λούκας δολοφονείται αυτός βρίσκεται στα McDonalds.»
Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το Κακουργιοδικείο αντίκρυσε το όλο ζήτημα του ψευδούς άλλοθι και ως προς την καθοδήγησή του και την ένταξη του μαρτυρικού αυτού στοιχείου ως ενισχυτικής μαρτυρίας. Βάσιμα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές του Εφεσείοντα ως προς τις κινήσεις του κατά τον ουσιώδη χρόνο στόχο είχαν τη δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων και υπό τις περιστάσεις ορθά κατέληξε στη διαπίστωση περί ψευδούς άλλοθι.
Περαιτέρω κρίκος περιστατικής μαρτυρίας, ήταν η απόκρυψη από τον Εφεσείοντα ότι συνάντησε τον Λούκα στη λεωφόρο Ρούσβελτ και ότι εισήλθε στο αυτοκίνητό του. Στην ενότητα αυτή της περιστατικής μαρτυρίας συμπεριλαμβάνεται και η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων, ψευδώς, παρουσίασε την είσοδό του στο αυτοκίνητο του θύματος ως αθώο γεγονός, ισχυριζόμενος ότι θα τον μετέφερε σπίτι του και ότι, επίσης ψευδώς, προέβαλε ότι αποβιβάσθηκε από το αυτοκίνητο του Λούκα μετά τον κυκλικό κόμβο του My Mall και ακολούθως ο Λούκας συνέχισε την πορεία του προς το Τραχώνι.
Είναι οι αντίστοιχες θέσεις του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα, όπως αυτές περιβάλλουν τους υπό εξέταση λόγους έφεσης, ότι το Κακουργιοδικείο αυθαίρετα και στην απουσία ικανοποιητικής μαρτυρίας κατέληξε στην εξαγωγή των υπό εξέταση ευρημάτων. Περαιτέρω ότι εσφαλμένα και αντινομικά θεώρησε ως ενοχοποιητικό στοιχείο το γεγονός ότι ο Εφεσείων προέβαλε κάποιους ισχυρισμούς ή εξηγήσεις για να δικαιολογήσει ψέματά του και πως θα μπορούσε και θα έπρεπε να αντικρισθεί η όλη στάση του υπό το φως του φόβου και της αμηχανίας που ένοιωθε κατά τις πρώτες μέρες τις διερεύνησης του εγκλήματος, νοιώθοντας ότι είχε μπλέξει άδικα και αισθανόμενος σύγχυση και πανικό. Προέβαλε επίσης ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία ο Εφεσείοντας συνήθιζε να περπατά στην λεωφόρο Ρούσβελτ και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι τυχαία συναντήθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο με το θύμα.
Η ενότητα αυτής της μαρτυρίας, η οποία καθορίστηκε από το Κακουργιοδικείο ως μέρος της περιστατικής μαρτυρίας, είναι ιδιαίτερης σημασίας καθότι επιμαρτυρεί αφενός την σύνδεση του Εφεσείοντα με το θύμα κατά τον κρίσιμο χρόνο αμέσως πριν τη δολοφονία του και αφετέρου την ευκαιρία που είχε να δολοφονήσει το θύμα.
Εντοπίζεται από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας ότι ο Εφεσείοντας, σε κατάθεσή του που έδωσε στην Αστυνομία δύο μέρες μετά τη δολοφονία του Λούκα, άφηνε να νοηθεί ότι στις 2.4.2013 και περί ώρα 19:17 βρισκόταν στο σπίτι του για μπάνιο και ότι γύρω στις 19:30 έφυγε με το αυτοκίνητό του. Ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι εκείνη την ημέρα εισήλθε στην οδό Ρούσβελτ. Ούτε βεβαίως ότι συνάντησε τον Λούκα. Ακολούθως, στις 18.4.2013, έδωσε δεύτερη κατάθεση με εντελώς διαφορετική εκδοχή ως προς τις κινήσεις του το συγκεκριμένο απόγευμα της 2.4.2013. Ισχυρίστηκε ότι έφυγε από το σπίτι του γύρω στις 19:00 και ότι σε κάποιο σημείο, κοντά στα Volkswagen, συναντήθηκε με τον Λούκα. Αναφέρει ακόμη ότι γύρω στις 19:25 όντως εισήλθε στο αυτοκίνητο του Λούκα. Ας σημειωθεί επίσης ότι στις 3.4.2013 ο Εφεσείοντας προέβαλε σε Υπαστυνόμο, τον ΜΚ23, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος, διάφορους ισχυρισμούς, μεταξύ των οποίων ότι η τελευταία φορά που είχε δει το θύμα ήταν περίπου δύο με τρεις βδομάδες προηγουμένως. Τελικά, κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι ο Εφεσείοντας στις 2.4.2013 και ώρα 19:17:04 βρισκόταν στην λεωφόρο Ρούσβελτ και ότι, αμέσως μετά, συναντήθηκε με το θύμα και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του.
Ως προς το λόγο για τον οποίο ο Εφεσείων προέβαλε ότι εισήλθε στο όχημα του θύματος, ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπήρχε η δική του θέση, όπως αυτή τέθηκε για πρώτη φορά μέσω της κατάθεσής του ημερομηνίας 18.4.2013, σύμφωνα με την οποία κατά τη συνάντησή του με τον Λούκα και όταν ο ίδιος (ο Εφεσείων) του ανέφερε ότι κατά το συγκεκριμένο χρόνο έκανε προπόνηση, ο Λούκας του είπε να εισέλθει στο αυτοκίνητό του για να τον πάρει πίσω, νομιζόμενος ότι κατοικούσε στο Τραχώνι. Πάντα κατά τη θέση του Εφεσείοντα, κατά τη διαδρομή διαπίστωσε ότι ο Λούκας ήταν με τη λανθασμένη εντύπωση ότι διέμενε στο Τραχώνι και όχι στο Ζακάκι. Ετσι, μετά τη διαπίστωση του λάθους, τον μετέφερε σε ένα σημείο, μετά τον κυκλικό κόμβο του My Mall και ακολούθως το θύμα συνέχισε τη διαδρομή του προς Τραχώνι. Ενώπιον όμως του Κακουργιοδικείου τέθηκε και μαρτυρία, η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη, σύμφωνα με την οποία το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στο εύρημα ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο Λούκας να νόμιζε ότι ο Εφεσείων διέμενε στο Τραχώνι και στο επακόλουθο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων ψεύδετο. Η σχετική μαρτυρία και η συνακόλουθη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου αποτυπώνεται στις σελίδες 209-211 της προσβαλλόμενης απόφασης:
«Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε πως δεν υπήρχε περίπτωση ο Λούκας να νομίζει ή να θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος 1 διέμενε Τραχώνι. Τουναντίον ο Λούκας γνώριζε πολύ καλά ότι ο κατηγορούμενος 1 διέμενε στο Ζακάκι. Για το θέμα αυτό κάνουμε αναφορά αμέσως τώρα. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 στις 2.4.13, ημερομηνία της δολοφονίας του Λούκα, αλλά και προηγουμένως, διέμενε σε λυόμενο σπίτι (container), δίπλα από το σπίτι του αδελφού του Γιώργου, στο Ζακάκι στην οδό Αλεβίζου Τάσου 8Α, και όχι στο Τραχώνι. Η αξιόπιστη μαρτυρία του συναδέλφου του Λούκα, Ιάκωβου Ιακώβου, κατέδειξε ότι ο Λούκας γνώριζε πολύ καλά ότι ο κατηγορούμενος 1 διέμενε στο Ζακάκι σε λυόμενο σπίτι (container) δίπλα από το σπίτι του αδελφού του Γιώργου. Επαναλαμβάνουμε ότι ο Ιάκωβος κάνει ειδική αναφορά στο θέμα αυτό στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία ημερ. 5.4.2013. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «όποτε περάσουμε από το συγκεκριμένο δρόμο που μένει ο Ονησίφορος, αν τύχη και είναι έξω στην αυλή του σπιτιού του χαιρετιούνται με τον Λούκα και τον χαιρετώ και εγώ. ... Η τελευταία φορά που περάσαμε με τον Λούκα εν ώρα εργασίας από το σπίτι του Ονησίφορου και ο Ονησίφορος ήταν μέσα, ήταν την περασμένη εβδομάδα, την Τρίτη ή την Παρασκευή, δεν θυμούμαι ποια από τις δύο μέρες, όπου τη δεύτερη φορά που περνούσαμε από τον δρόμο του Ονησίφορου για να πιάσουμε τα σκουπίδια του δρόμου εκείνου, ο Ονησίφορος εκάθετουν έξω στην αυλή του container και μόλις μας είδε που περνούσαμε μας εφώναξε "ρε κοπέλια θέλετε τίποτε να πιείτε να σας φέρω;"». Συνεπώς δεν υπήρχε περίπτωση ο Λούκας να θεωρεί ή να πιστεύει στις 2.4.2013 ότι ο κατηγορούμενος 1 διέμενε στο Τραχώνι και όχι στο Ζακάκι.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο κατηγορούμενος 1 στην κατάθεση του ημερ. 18.4.2013 ισχυρίζεται ότι ο Λούκας του είπε να εισέλθει στο αυτοκίνητο του για να τον πάρει πίσω, νομιζόμενος ότι κατοικούσε Τραχώνι και ήρθε περπατητός από το Τραχώνι. Αυτή η κατ' ισχυρισμό θέση του κατηγορούμενου 1 ότι πριν εισέλθει στο αυτοκίνητο του Λούκα ο τελευταίος νόμιζε ότι ο κατηγορούμενος 1 διέμενε Τραχώνι, δεν υποστηρίζεται από ο,τιδήποτε. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει οτιδήποτε που δικαιολογημένα να έκανε τον κατηγορούμενο 1 να νομίζει ότι ο Λούκας θεωρούσε ότι ο κατηγορούμενος 1 διέμενε στο Τραχώνι πριν εισέλθει στο αυτοκίνητο του. Εάν ελάμβαναν χώρα τα γεγονότα όπως τα περιγράφει ο κατηγορούμενος 1 στην κατάθεση του ημερ. 18.4.13, το φυσιολογικό και αναμενόμενο θα ήταν, αν του έλεγε ο Λούκας να εισέλθει στο αυτοκίνητο του για να τον πάρει πίσω, ο κατηγορούμενος 1 να διερωτηθεί πού πίσω να τον πάρει. Σε τέτοια περίπτωση, εάν ο Λούκας του απαντούσε «στο Τραχώνι», τότε ο κατηγορούμενος 1 θα του έλεγε ότι δεν διαμένει Τραχώνι και δεν θα εισήρχετο εντός του αυτοκινήτου. Με άλλα λόγια, διερωτάται κάποιος γιατί να μην πει ευθύς εξ αρχής ο κατηγορούμενος 1 στο Λούκα ότι διαμένει Ζακάκι οπότε σε τέτοια περίπτωση δεν θα εισήρχετο εντός του αυτοκινήτου. Στην κατάθεση του ημερ. 20.4.13 προβάλλει ένα νέο γεγονός, ότι εισήλθε στο αυτοκίνητο του Λούκα για να τον πάρει πίσω για να μην του δημιουργήσει υποψίες ότι είχε ερωτική σχέση με τη σύζυγο του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, τον ρώτησε αν θέλει να τον πάρει πίσω, και αυτός δέχθηκε. Σε τέτοια περίπτωση όμως, ο κατηγορούμενος 1 έπρεπε να αφήσει τον Λούκα να τον μεταφέρει στο Τραχώνι. Ακόμη και όταν ο Λούκας τον ρώτησε, ως ισχυρίστηκε, λίγο πριν από το round about του My Mall, "μα κόβκεις όταν κάμνεις προπόνηση και έρχεσαι Ζακάκι;». Περαιτέρω, γιατί να εισέλθει εντός του αυτοκινήτου και να κατεβεί λίγο μετά (διανύοντας μικρή απόσταση) και μάλιστα μετά το round about του My Mall που δεν είναι ο δρόμος που οδηγεί προς τη σκηνή του εγκλήματος; Και όλα αυτά όταν ο κατηγορούμενος 1 θα έλεγε την αλήθεια στο Λούκα, ότι δηλαδή διαμένει Ζακάκι. Μάλιστα αν του έλεγε ότι διαμένει Τραχώνι, ο Λούκας θα τον μετέφερε Τραχώνι και με αυτό τον τρόπο θα διασκέδαζε και τις υποψίες του Λούκα ότι είχε ερωτική σχέση με τη σύζυγο του, κάτι που ήγειρε ο ίδιος για πρώτη φορά στην κατάθεση του ημερ. 20.4.13.
Βρίσκουμε ότι δεν είναι αυτός ο λόγος που ο κατηγορούμενος 1 εισήλθε στο αυτοκίνητο του Λούκα στις 2.4.2013. Αυτός ο ισχυρισμός προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο 1 για να παρουσιάσει την είσοδο του στο αυτοκίνητο του Λούκα, λίγα λεπτά πριν αυτός δολοφονηθεί, ως συμπτωματική, τυχαία και για συγκεκριμένο αθώο λόγο. .......»
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, 268-269, συνοψίζει τις κατευθυντήριες γραμμές ως προς το ζήτημα του τι συνιστά «ψεύδος κατηγορουμένου»:
«(3) Ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:-
(α) Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο.
(β) Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.
(γ) Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας. Το δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθεια του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό.
(δ) Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα.»
Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα ευρήματά του στηρίχθηκαν στη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και η οποία, μετά από άμεμπτη αξιολόγηση, κρίθηκε ως αξιόπιστη. Όλα τα ψεύδη του Εφεσείοντα ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους που η νομολογία θέτει ούτως ώστε, κατά νομική προσέγγιση, να ενταχθούν στα όρια περιστατικής μαρτυρίας.
Οι κινήσεις του Εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο, η συνάντησή του με το θύμα και η επιβίβασή του στο αυτοκίνητο του θύματος ελάχιστο χρόνο προτού το θύμα δολοφονηθεί, ήταν καθοριστικής σημασίας στοιχεία και αφορούσαν, χωρίς αμφιβολία, σε ουσιώδη ζητήματα υπό το πρίσμα της κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο Εφεσείοντας και των γεγονότων που περιέβαλλαν την όλη υπόθεση. Κίνητρο του Εφεσείοντα ήταν ο φόβος αποκάλυψης της αλήθειας, αντιλαμβανόμενος πλήρως τη σημασία και τις προεκτάσεις που ενείχαν τα γεγονότα που επιχείρησε, με ηθελημένα, όπως επιβεβαιώνει το όλο πλέγμα των γεγονότων, ψέματα, να αποκρύψει και τα οποία απεδείχθησαν με ανεξάρτητη μαρτυρία. Συνεπώς, όπως ήδη λέχθηκε, τα κριτήρια καθορισμού του ψέματος ως περιστατικής μαρτυρίας είχαν ικανοποιηθεί και ορθά, κατά προέκταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέταξε τα στοιχεία αυτά της μαρτυρίας, ως περιστατική μαρτυρία, στο σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας που θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη προκειμένου να κρίνει κατά πόσο αποδεικνυόταν ή όχι η ενοχή του Εφεσείοντα.
Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, ήταν αναπόδραστο πλέον το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παρουσία του Εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο στη λεωφόρο Ρούσβελτ, από την οποία διερχόταν συχνά το θύμα μετά το πέρας της εργασίας του, δεν ήταν μια αθώα πράξη, αλλά σκοπόν είχε την παροχή ευκαιρίας συνάντησής του με το θύμα και επιβίβασής του στο αυτοκίνητό του. Οπως αναπόφευκτο καθίστατο επίσης το εύρημα ότι ο Εφεσείων ψευδόταν και ουδέποτε αποβιβάστηκε, υπό τις συνθήκες που ανέφερε, παρά τον κυκλικό κόμβο του My Mall. Ας σημειωθεί ότι είχε εγκριθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι το αυτοκίνητο του Λούκα, η ώρα 19:23:21, εντοπίστηκε να βρίσκεται ήδη στο δρόμο μπροστά από την κεντρική είσοδο του My Mall και να κατευθύνεται προς τη σκηνή του εγκλήματος και όχι στο δρόμο που οδηγεί προς Τραχώνι, ως ήταν ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα. Επιπρόσθετα, είχε επίσης εγκριθεί ως παραδεκτό γεγονός - με βάση τεκμήριο CD που απεικόνιζε τα οχήματα που περνούσαν μπροστά από σταθμό βενζίνης με κατεύθυνση τον κυκλικό κόμβο του My Mall προς Τραχώνι, μεταξύ των ωρών 19:00 - 24:00 της 2.4.2013 - ότι το αυτοκίνητο του θύματος δεν απεικονίζεται να διέρχεται από το σημείο αυτό.
Μέσω των υπό εξέταση λόγων έφεσης προσβάλλεται επίσης η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ως προς τους υπόλοιπους κρίκους περιστατικής μαρτυρίας, οι οποίοι αφορούν το θανατηφόρο κτύπημα που δέχθηκε το θύμα στο κεφάλι και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκε, καθώς επίσης και το απειλητικό τηλεφώνημα του Εφεσείοντα προς τον πατέρα του θύματος, ένα μήνα πριν την εγκληματική ενέργεια.
Είναι η σχετική προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θύμα βρισκόταν στη θέση του οδηγού όταν δέχθηκε το μοιραίο κτύπημα και ότι δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε πάλη είναι ακροσφαλές. Αστήριχτο επίσης είναι, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα πάντα, το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι η δολοφονία έγινε λίγα λεπτά μετά που ο Εφεσείων εισήλθε στο αυτοκίνητο του Λούκα. Ως προς το απειλητικό τηλεφώνημα, προβάλλεται η θέση ότι δόθηκαν διαφορετικές εκδοχές από τους Μάρτυρες Κατηγορίας 17, 18 και 25 σε σχέση με το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος, κατά τρόπο που παραμένει ασαφές κατά πόσο αυτό ήταν όντως απειλητικό.
Οι πιο πάνω προσεγγίσεις παραβλέπουν, με όλο το σεβασμό, τη σχετική μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και η οποία, στα βασικά της μέρη, παρέμεινε αναντίλεκτη.
Συνιστούσε παραδεκτό γεγονός ότι η δολοφονία έλαβε χώραν μεταξύ των ωρών 19:25 - 20:00 της 2.4.2013. Επιπρόσθετα, προκύπτει από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία - τις κινήσεις του οχήματος του θύματος και την ώρα έναρξης της φωτιάς σε αυτό - ότι ο φόνος διαπράχθηκε μεταξύ των ωρών 19:26:38 και 19:44:59. Λίγο δηλαδή χρόνο, εν πάση περιπτώσει, μετά την παραδεκτή επιβίβαση του Εφεσείοντα στο αυτοκίνητο του θύματος. Περαιτέρω, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκε το θύμα προέκυψαν μέσα από τη μαρτυρία της ιατροδικαστού Σπηλιωπούλου, η οποία, προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επιστημονικά, έδωσε επαρκείς εξηγήσεις ως προς την απόσταση θύματος - θύτη κατά το χρόνο επέλευσης του θανατηφόρου κτυπήματος και καθόρισε, με αναφορά στην αυτοψία που έγινε στη σκηνή, τους λόγους που έκρινε ότι δεν προηγήθηκε πάλη, ότι το θύμα κτυπήθηκε μέσα στο όχημα και ότι κατά το χρόνο του θανατηφόρου πλήγματος βρισκόταν στη θέση του οδηγού και ο δράστης στα αριστερά του.
Ως προς το ζήτημα του απειλητικού τηλεφωνήματος, το οποίο έλαβε χώραν στις 2.3.2013, αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, κατέδειξε ως δράστη τον Εφεσείοντα. Ως προς το περιεχόμενό του δόθηκε μαρτυρία από τον ίδιο τον πατέρα του θύματος, δέκτη του τηλεφωνήματος, Χριστοφή Κωνσταντίνου, ΜΚ18, ο οποίος, στην κατάθεσή του ημερομηνίας 3.4.2013, τεκμήριο 177 ανέφερε ότι του λέχθηκε: «Ο γιός σου έχει δύο κορούες να τες προσέχει και να μην πειράζει την κόρη μου γιατί θα τον έβρετε πεταξούμενο» και πρόσθεσε «ή κάτι παρόμοιο δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του». Ο βασικός αυτός μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε από το συνήγορο του Εφεσείοντα, ούτως ώστε να αμφισβητηθούν τα λεγόμενά του. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, η προσπάθεια του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα να θέσει υπό αμφισβήτηση το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος με αναφορά στη μαρτυρία άλλων προσώπων, των παιδιών του ΜΚ18, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Για το απειλητικό αυτό τηλεφώνημα το παράπονο του Εφεσείοντα εκτείνεται και στη θέση ότι το συγκεκριμένο γεγονός ήταν απομακρυσμένο χρονικά από το αδίκημα και ως εκ τούτου στερείται αποδεικτικής αξίας ή, εν πάση περιπτώσει η όποια αποδεικτική αξία του ήταν ελάχιστη σε σχέση με τη ζημιογόνο επίδραση την οποία είχε επί της δίκαιης δίκης του Εφεσείοντα. Η προσέγγιση περί δίκαιης δίκης στηρίχθηκε στο δικαστικό λόγο της R. v. Berry (1986) 83 Cr.App.R. 7, όπου λέχθηκε, σχετικά, ότι η χρησιμοποίηση γεγονότων του μακρινού παρελθόντος θα είχε ως μόνη επίδραση την προκατάληψη εις βάρος του κατηγορούμενου στο μυαλό των ενόρκων.
Με όλο το σεβασμό δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιων δεδομένων. Η μαρτυρία που αφορά το απειλητικό τηλεφώνημα, ως άμεσα συναρτημένη με τα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπόθεση, ορθά εντάχθηκε στο πλαίσιο των κρίκων της περιστατικής μαρτυρίας και ως τέτοια αντικρίσθηκε από το Δικαστήριο. Η σημασία που της δόθηκε και η όλη επίδρασή της θα μας απασχολήσουν σε κατοπινό στάδιο. Προσθέτουμε ακόμη ότι απουσιάζουν από την όλη εικόνα οι ένορκοι και ως εκ τούτου δεν ετίθετο θέμα οποιασδήποτε προκατάληψης, Κατά προέκταση, η υπό αναφορά εισήγηση από πλευράς του Εφεσείοντα δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω και με την επιφύλαξη να επανέλθουμε σε κατοπινό στάδιο σε ό,τι αφορά τη στάθμιση του σωρευτικού αποτελέσματος της ενώπιόν μας περιστατικής μαρτυρίας, οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 9, 10 και 12 απορρίπτονται.
Ο έκτος λόγος έφεσης, επίσης ιδιαίτερα εκτεταμένος, θέτει ζήτημα λανθασμένης και ελαττωματικής αιτιολογίας με βάση την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένα, απέρριψε την προβληθείσα θέση του Εφεσείοντα ότι η Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων, στο έδαφος των οποίων εντοπίστηκε νεκρός ο Λούκας, «κλείδωσε» τις έρευνες στο πρόσωπο του Εφεσείοντα και δεν διερεύνησε επαρκώς την υπόθεση και προς άλλες κατευθύνσεις. Στα πλαίσια του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά του Εφεσείοντα εμπλέκει και την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μαρτύρων Κατηγορίας 7, 55 και 56, που καλύπτεται από το λόγο έφεσης 7 και παραθέτει μια σειρά, κατά τη θέση της, παραλείψεων στην όλη διερεύνηση, με αποτέλεσμα η κρίση του Κακουργιοδικείου περί ενοχής να καθίσταται ακροσφαλής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε ως ακολούθως, στις σελίδες 184-186 της απόφασής του, το ζήτημα των ενεργειών της Αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων και της, κατ΄ ισχυρισμό, στοχοποίησης του Εφεσείοντα:
«Αποδεχόμαστε ως αξιόπιστους και όλους τους υπόλοιπους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής - μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, οι οποίοι μας έκαναν καλή εντύπωση και βρίσκουμε ότι στο Δικαστήριο είπαν την αλήθεια. Αφού έχουμε κρίνει ως αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες αστυνομικούς, βρίσκουμε ότι άδικα η Υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1 υπέβαλε σε κάποιους μάρτυρες αστυνομικούς ότι η Αστυνομία των Βάσεων «κλείδωσε» τις έρευνες πάνω στον κατηγορούμενο 1. Η αξιόπιστη μαρτυρία του Υπαστυνόμου Π. Παναγή, και όχι μόνο, κατέδειξε ότι ανακρίθηκαν και άλλα πρόσωπα και ότι έγιναν πολλές έρευνες και προς αρκετές κατευθύνσεις. Η σκηνή κρατήθηκε κλειστή για κάποιες μέρες και διεξήγοντο συνεχώς έρευνες. Έδωσαν το δικαίωμα στον κατηγορούμενο 1 να αναφέρει που βρισκόταν και τι έκανε την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Λούκας. Όπως ορθά ανέφερε ο κ. Παναγή, είναι οι διαφορετικές εκδοχές που πρόβαλλε ο κατηγορούμενος 1 που δυνάμωναν τις υποψίες της Αστυνομίας των Βάσεων εναντίον του. Βρίσκουμε και εμείς ότι η Αστυνομία των Βάσεων έκανε ό,τι μπορούσε να κάνει και με αντικειμενικότητα προσπάθησε να διερευνήσει την παρούσα υπόθεση η οποία αφορούσε σε ένα αποτρόπαιο και ειδεχθές έγκλημα. Και προς τούτο παραπέμπουμε στα όσα ανέφερε ο κ. Παναγή στη μαρτυρία του. Η Αστυνομία των Βάσεων ουδέποτε παρεκτράπηκε από το καθήκον της και ουδέποτε προσπάθησε να εξασφαλίσει μαρτυρία με παράνομο ή αθέμιτο τρόπο. Τουναντίον, επέδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία προς το πρόσωπο του κατηγορούμενου 1, αφού όταν αυτός έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, τον θεώρησε ως ευάλωτο άτομο. Κατ' επέκταση φρόντισε όπως οι μετέπειτα ανακριτικές καταθέσεις που θα του ελαμβάνοντο, ληφθούν στην παρουσία κοινωνικού λειτουργού για να νιώθει καλύτερα ο κατηγορούμενος 1. Περαιτέρω, όταν ο τελευταίος κατάγγειλε τον αρχικό ανακριτή της υπόθεσης Φαίδωνα Γεωργιάδη, η Αστυνομία χωρίς ακόμη να αποφασίσει για το βάσιμο της καταγγελίας του, τον αντικατέστησε αμέσως με τον Υπαστυνόμο Π. Παναγή. Όταν δε στις 22.4.13, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση, ζήτησε να μιλήσει ιδιαιτέρως στη Λοχία Μελίνα Παπαγρηγορίου (Μ.Κ.50), αυτή δεν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και του είπε πως αν επιθυμεί να πει οτιδήποτε θα πρέπει να το πει στην παρουσία και άλλου αστυνομικού. Τότε ο κατηγορούμενος 1 της ανέφερε «πραγματικά θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως και όχι στην παρουσία άλλου αστυνομικού αλλά δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση γι' αυτό ξέχνα το.». Όταν ο κατηγορούμενος 1 ανακρίνετο στις 25.4.13 (κατάθεση Τεκμήριο 254), να σημειώσουμε πως σε αυτή την ανάκριση ως είχε κάθε δικαίωμα δεν απάντησε στις ερωτήσεις, ζήτησε να μιλήσει με τη συνήγορο του σε ανοικτή τηλεφωνική ακρόαση για να τη συμβουλευτεί. Η Αστυνομία των Βάσεων ικανοποίησε αμέσως το αίτημα του με αποτέλεσμα να μιλήσει με την τότε συνήγορο του, η οποία και τον συμβούλευσε να υπογράψει το πρακτικό της ανάκρισης, πράγμα που έπραξε. Αυτή η συμπεριφορά της Αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων είναι συμπεριφορά που περιποιεί τιμή σε κάθε Αστυνομία που την επιδεικνύει. Βρίσκουμε επίσης ότι όλες οι καταθέσεις που οι κατηγορούμενοι 1 και 2 έδωσαν στην Αστυνομία, δόθηκαν με την ελεύθερη βούληση τους και μέσα σε πλαίσια νομιμότητας.»
Ο ΜΚ7 ήταν ο Λοχίας Γεωργίου, ο οποίος εργαζόταν στον Αστυνομικό Σταθμό των Βάσεων Ακρωτηρίου. ΄Ελαβε μέρος στη διερεύνηση του υπό εκδίκαση φόνου, συμπεριλαμβανομένης της αναπαράστασης του δρομολογίου που ακολούθησε ο Λούκας. Εδωσε επίσης μαρτυρία σχετικά με την εύφλεκτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε για κατάκαυση του θύματος και του αυτοκινήτου, θέτοντας, επικαλούμενος σχετική ειδικότητά του, ότι η φωτιά τέθηκε κακόβουλα. Ο ΜΚ55 ήταν ο Υπαστυνόμος Παναγή, υπεύθυνος του CID των Βάσεων Ακρωτηρίου. Αναμείχθηκε στην όλη υπόθεση ως επικεφαλής των ανακρίσεων από τις 23.4.2013, εις αντικατάσταση του μέχρι τότε κύριου ανακριτή, Λοχία, στην Αστυνομία των Βάσεων, Γεωργιάδη, ΜΚ56. Ο λόγος που αντικατέστησε το Γεωργιάδη ήταν οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα περί άσκησης πιέσεων εις βάρος του από τον τελευταίο και προς το σκοπό διασφάλισης της ακεραιότητας των ερευνών γύρω από την υπόθεση. Παρέθεσε μαρτυρία για τις δικές του ενέργειες, καθώς επίσης σχετικά με τις έρευνες που έλαβαν χώραν σε αναφορά με την αυτοψία της σκηνής του εγκλήματος και σε σχέση με αποτυπώματα παπουτσιών που εντοπίστηκαν. Ηταν η θέση του καθόλη τη διάρκεια της παρουσίας του στο εδώλιο του μάρτυρα ότι ουδέποτε οι έρευνες «κλείδωσαν» πάνω στον Εφεσείοντα, αλλά επεκτάθηκαν προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις και διερευνήθηκαν όλα τα ενδεχόμενα, όπως τα ενώπιον της Αστυνομίας στοιχεία υπεδείκνυαν. Εν τέλει όμως, κατέθεσε, ήταν οι διαφορετικές εκδοχές που προέβαλλε ο Εφεσείων που δυνάμωναν τις εναντίον του υποψίες.
Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου σε αξιολόγηση μαρτυρίας είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε με πολλή λεπτομέρεια τη μαρτυρία των Μαρτύρων Κατηγορίας 7 και 55, στις σελίδες 167-170 και 185-186 της προσβαλλόμενης απόφασης. Δικαιολογημένα τους έκρινε αξιόπιστους, αφού οι όποιες αντιφάσεις που επεσήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα είναι περιθωριακής σημασίας, δεδομένης της φύσης της υπόθεσης και της ουσίας των γεγονότων που την περιέβαλλαν. Υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα, δεν χωρούν περιθώρια επέμβασής μας στην πρωτόδικη αυτή κρίση.
Περαιτέρω, δεδομένων των λόγων καταδίκης του Εφεσείοντα και του μαρτυρικού υλικού επί του οποίου εδράστηκε η ενοχή του, δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε πλημμέλεια, καθοριστικής σημασίας, στη γενική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς την αποδοχή ως αξιόπιστης, της μαρτυρίας σειράς μαρτύρων κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και του ΜΚ56.
Ούτε και βρίσκουμε έρεισμα στο εκτεταμένο παράπονο του Εφεσείοντα περί στοχοποίησής του από την Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων και περί πλημμελούς διερεύνησης των γεγονότων που κάλυπταν τη δολοφονία του Λούκα. Οι κατ΄ ισχυρισμό παραλείψεις και η ανάλογη προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα παραβλέπει, με όλο το σεβασμό, αφενός τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε τελικά ένοχος ο Εφεσείοντας και την καθοριστική για την ενοχή του μαρτυρία και αφετέρου το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και με βάση την οποία βάσιμα κρίθηκε ότι οι αρχές των Βρετανικών Βάσεων όχι μόνο δεν παρεκτράπηκαν από το καθήκον τους, αλλά, τουναντίον, επέδειξαν ιδιαίτερη ευαισθησία προς το πρόσωπο του Εφεσείοντα και σεβάστηκαν πλήρως τα δικαιώματά του σε όλη την πορεία του ανακριτικού έργου.
Πιο αναλυτικά, αναφέρουμε τα ακόλουθα προς απάντηση των θέσεων του Εφεσείοντα περί παραλείψεων:
1. Ως προς τη θέση ότι η Αστυνομία παρέλειψε να λάβει καταθέσεις από τους κατόχους των τηλεφωνικών συσκευών ή τηλεφωνικών αριθμών που σύμφωνα με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα της ΑΤΗΚ την ημέρα και ώρα του φόνου ελάμβαναν σήμα από τις κυψέλες που κάλυπταν τη σκηνή του εγκλήματος, δεν καταδείχθηκε για ποιο λόγο η παράλειψη αυτή είχε οποιαδήποτε ουσιαστική αξία ή επηρέαζε την υπεράσπιση του Εφεσείοντα. Περαιτέρω, σχετικά με αυτό το ζήτημα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, δόθηκε εκτεταμένη μαρτυρία από τους Μάρτυρες Κατηγορίας 46 και 55, από την οποία δεν προέκυψε ο,τιδήποτε το ουσιαστικό για την υπεράσπιση. Ας σημειωθεί ότι εξέταση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των αριθμών που λάμβαναν σήμα από τη σκηνή έλαβε χώραν από εμπειρογνώμονα - αναλυτή, την Αστυνομικό Ερωτοκρίτου, η οποία προσφέρθηκε στην Υπεράσπιση για αντεξέταση, πλην όμως η Υπεράσπιση δεν ζήτησε την παρουσία της.
2. Ως προς το παράπονο ότι η Αστυνομία παρέλειψε να ερευνήσει ίχνη παπουτσιών και τροχών που βρέθηκαν στη σκηνή, καθώς επίσης και υλικό από κάμερα που έδειχνε φώτα δύο μηχανοκινήτων οχημάτων να κινούνται στην περιοχή, δόθηκε μαρτυρία από τον ΜΚ7, μέσα από την οποία προέκυψε ότι έλαβε χώραν πλήρης διερεύνηση της σκηνής του εγκλήματος και ότι τα όποια ίχνη εντοπίστηκαν και τα προαναφερθέντα φώτα δεν βοηθούσαν στη διερεύνηση και δεν είχαν οποιαδήποτε συσχέτιση με τα επίδικα γεγονότα.
3. Σε ό,τι αφορά το παράπονο περί παράλειψης διερεύνησης της πιθανότητας το θύμα να δέχθηκε το θανατηφόρο κτύπημα εκτός του αυτοκινήτου του, απάντηση δίδει η μαρτυρία της εμπειρογνώμονας κας Σπηλιωπούλου, η οποία για καλούς λόγους, έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο.
4. Το παράπονο του Εφεσείοντα ότι η Αστυνομία παρέλειψε να επιβεβαιώσει μέσω του ΜΚ42 το σωματότυπο του συνοδηγού, παραβλέπει ότι στην ανάλογη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα δεν δόθηκε καμιά βαρύτητα από το Κακουργιοδικείο, για τους λόγους που έχουμε ήδη προαναφέρει.
5. Στην απουσία οποιασδήποτε άλλης ένδειξης, το γεγονός ότι η αστυνομία δεν ερεύνησε τις κινήσεις άλλου προσώπου, του ΜΚ24, που διατηρούσε σε προηγούμενο χρόνο ερωτικές σχέσεις με τη Χριστοδούλα, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει βάσιμο ισχυρισμό προς τεκμηρίωση παράλειψης.
6. Στερούνται επίσης υποβάθρου οι προβαλλόμενες παραλείψεις διερεύνησης κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης, του χρόνου που συνήθως το θύμα σχόλανε και της κατεύθυνσης που ακολουθούσε, της χρονικής διάρκειας της διαδρομής του οχήματος (σκυβαλοφόρου) εργασίας του θύματος στις 2.4.13, καθώς επίσης και οι κατ΄ ισχυρισμό παραλείψεις εξέτασης των θέσεων του Εφεσείοντα περί της συνήθειάς του να περπατά συχνά επί της λεωφόρου Ρούσβελτ και της διερεύνησης του σημείου που ισχυρίστηκε ότι επιβιβάστηκε και αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο του θύματος. Ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπήρχε επαρκής μαρτυρία επί όλων αυτών των ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης και της θέσης του Εφεσείοντα, η οποία και αξιολογήθηκε. Προέκυψε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράλειψη, ούτε και ο,τιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να επιδράσει στην υπεράσπιση του Εφεσείοντα.
Πέραν των πιο πάνω, επαναλαμβάνουμε, στοιχείο απόλυτα συναρτημένο, ότι ορθά η όλη μαρτυρία αντικρίσθηκε όχι αποσπασματικά και σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά υπό το φως των δεδομένων που κάλυπταν την υπό κρίση περίπτωση και των θέσεων που ο ίδιος ο Εφεσείοντας προέβαλε. Εν τέλει, όπως έχουμε ήδη καταγράψει, η καταδίκη του Εφεσείοντα εδράστηκε επί συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού και δεν διαφάνηκε σε καμία περίπτωση ότι εμφιλοχώρησαν παραλείψεις ή οποιαδήποτε συμπεριφορά στην πορεία του ανακριτικού έργου, βλαπτική των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.
Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 6 και 7 απορρίπτονται.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλονται ως λανθασμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το χρόνο που το όχημα του θύματος θα μπορούσε να βρίσκεται σε συγκεκριμένα σημεία της διαδρομής μέχρι και τη σκηνή του εγκλήματος.
Η όλη προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα ως προς τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, στόχο έχει να καταδείξει ότι τα συγκεκριμένα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ήταν λανθασμένα, δεδομένου ότι παρέμενε άγνωστη η ταχύτητα με την οποία εκινείτο κατά τον επίδικο χρόνο το όχημα του Λούκα, όπως και η τροχαία κίνηση που επικρατούσε.
Το Κακουργιοδικείο, στην εξαγωγή των εξεταζόμενων ευρημάτων του στηρίχθηκε στη μαρτυρία των Μαρτύρων Κατηγορίας 7 και 15, οι οποίοι προέβησαν σε σχετικές χρονομετρήσεις, έχοντας υπόψη τους τις κινήσεις του οχήματος του θύματος, όπως αυτές είχαν καταγραφεί από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης. Αναμφίβολα, στην απουσία των πραγματικών δεδομένων της ταχύτητας και της τροχαίας κίνησης κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν θα μπορούσε να εξαχθεί εύρημα με απόλυτη χρονική ακρίβεια ως προς τις κινήσεις του θύματος μεταξύ λεωφόρου Ρούσβελτ, My Mall και σκηνής του εγκλήματος. Ο,τι όμως έχει σημασία είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Εφεσείων βρισκόταν στο όχημα του Λούκα στις 19:20:34 της 2.4.2013. Ο φόνος διαπράχθηκε στις 2.4.2013 μεταξύ των ωρών 19:25 - 20:00. Πιο συγκεκριμένα μάλιστα, παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι όταν ξέσπασε η φωτιά στο αυτοκίνητο του θύματος η ώρα 19:44:59 είχε ήδη επέλθει ο θάνατός του. Με αυτά ως δεδομένα, δεν υπήρχαν τα χρονικά περιθώρια αποβίβασης του Εφεσείοντα, ως ισχυρίστηκε, και οδήγησης του οχήματος του θύματος προς Τραχώνι, δηλαδή προς αντίθετη κατεύθυνση από τη σκηνή του φόνου, όπως επίσης ψευδώς ισχυρίστηκε, επιβίβασης άλλου προσώπου εντός του οχήματος του θύματος και επαναστροφής και μετάβασης στο χώρο του εγκλήματος.
Υπό το φως των πιο πάνω και ο λόγος έφεσης 8 στερείται βάσης και απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 11 διαπραγματεύεται το ζήτημα των ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα, πλήττοντας ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δήλωση αυτή δεν είχε καμιά πειστική αξία και ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα συνιστούσαν εκ των υστέρων σκέψεις.
Το παράπονο του Εφεσείοντα εστιάζεται στη θέση ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε και/ή αξιολόγησε την ανώμοτη δήλωσή του με βάση επιλεκτικές αναφορές και χωρίς να συνδυάσει και εξετάσει την εν λόγω δήλωση με την υπόλοιπη σχετική μαρτυρία. Προβάλλει ότι η ανώμοτη κατάθεση του Εφεσείοντα είχε πειστική αξία, δεν συνιστούσε εκ των υστέρων σκέψη και πως η αξιολόγησή της από το Κακουργιοδικείο, ως μηδενικής αξίας, ήταν εσφαλμένη.
Μέσω της ανώμοτης δήλωσής του ο Εφεσείων παρέθεσε σε έκταση τις θέσεις του τόσο σε σχέση με το δεσμό του με τη Χριστοδούλα, όσο και σε αναφορά με τις κινήσεις του κατά τον επίμαχο χρόνο του απογεύματος της 2.4.2013. Το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας την αποδεικτική αξία της υπό εξέταση δήλωσης, σημείωσε τα ακόλουθα:
«O κατηγορούμενος 1 με την ανώμοτη του δήλωση ουσιαστικά παραδέχεται πως στην Αστυνομία είπε ψέματα στις 3.4.13 όταν του είχαν υποβληθεί ερωτήσεις σε σχέση με τις κινήσεις του στις 2.4.13, ημερομηνία που δολοφονήθηκε ο Λούκας. Να σημειώσουμε ότι η Αστυνομία στις 3.4.13 τον θεωρούσε ύποπτο για τη δολοφονία του Λούκα και του είχε αναφέρει πως δεν ήταν υποχρεωμένος να πει ο,τιδήποτε. Και ενώ δεν ήταν υποχρεωμένος να πει οτιδήποτε, πρόβαλε πολλούς ψευδείς ισχυρισμούς για ουσιώδη θέματα. Συγκεκριμένα είπε ψέματα ότι στις 2.4.13 και λίγο πριν ο Λούκας δολοφονηθεί δεν περπατούσε επί της Λεωφόρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ και δεν εισήλθε στο αυτοκίνητο του Λούκα. Το ίδιο ψέμα παραδέχθηκε ότι επανέλαβε και την επόμενη μέρα στην κατάθεση του ημερομηνίας 4.4.13. Και πάλι ουσιαστικά προσπάθησε να αποπροσανατολίσει τις αστυνομικές έρευνες αφού παρέλειψε να θέσει τον εαυτό του να περπατά επί της Λεωφόρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Παρέλειψε επίσης να αναφέρει ότι συναντήθηκε με το Λούκα στη Φραγκλίνου Ρούσβελτ και ότι εισήλθε εντός του αυτοκινήτου του Λούκα.
Με την ανώμοτη του δήλωση ουσιαστικά παραδέχεται πως είπε ψέματα και σε σχέση με το χρόνο που μετέβηκε στο εστιατόριο McDonalds. Σε σχέση με την ανάκριση του ημερομηνίας 3.4.13, αναφέρει πως δεν θυμάται τι ώρα είπε στον Υπαστυνόμο Νικολάου ότι μετέβηκε στο εστιατόριο McDonalds με την ξαδέλφη του. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Υπαστυνόμου Νικολάου, ο κατηγορούμενος 1 του ανέφερε ότι γύρω στις 19:30-20:00 πήγε στα ΜcDonalds μαζί με την ξαδέλφη του. Να υπενθυμίσουμε επίσης ότι ο Λούκας είναι ήδη δολοφονημένος και καίγεται εντός του αυτοκινήτου του τουλάχιστον από η ώρα 19:44:59. Σε σχέση με τη γραπτή κατάθεση του ημερ. 4.4.13, αναφέρει ότι «δεν είπα συγκεκριμένα ότι πήγα στα McDonalds 19:30-20:00 και ότι ήμουν εκεί κατά την ώρα του φόνου». Αυτό είναι ορθό, όμως είπε κάτι άλλο το οποίο στην ουσία δεν διαφέρει από τον πιο πάνω ισχυρισμό. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι γύρω στις 19:30 έκανε ένα μπάνιο και έφυγε με το αυτοκίνητο του για περίπατο προς το round about του Ορφανίδη, τηλεφώνησε της ξαδέλφης του και κανόνισαν να βρεθούν στα McDonalds του Ορφανίδη για φαγητό. Μετά τα McDonalds πέρασε από τους γονείς του ξανά και ήταν μέσα γύρω στις περασμένες 20:30 και κάθισε λίγο να τους δει. Έφυγε και πήγε στον αδελφό του δίπλα από το σπίτι του γύρω στις 21:00 - 21:30. Mε άλλα λόγια στα ΜcDonalds πρέπει να είχε πάει, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του μεταξύ 19:30 - 20:30 περίπου, δηλαδή την ώρα που ο Λούκας δολοφονείται και καίγεται. Να σημειώσουμε πως το τηλεφώνημα προς την ξαδέλφη του Τούλλα Ανδρέου (Μ.Κ.36) το έκανε η ώρα 20:53. O κατηγορούμενος 1 ουδέποτε ισχυρίστηκε στις καταθέσεις του στην Αστυνομία ότι μετέβηκε στα McDonalds μαζί με την ξαδέλφη του την ώρα που όντως μετέβηκε.
Με την ανώμοτη του κατάθεση παρουσιάζει την ερωτική του σχέση με την κατηγορούμενη 2 ως μια απλή ερωτική σχέση από την οποία, ως αναφέρει, δεν ήθελε και δεν ζητούσε κάτι περισσότερο από αυτό που είχε. Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα. Με την κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 4.4.13 (Τεκμήριο 249(1)) αναφέρει ότι αγαπά την Κρίστια, το ίδιο και εκείνη και ότι του έλεγε τα πάντα για το γάμο της και αυτός τα πάντα για την προσωπική του ζωή. Μιλούσαν πολύ συχνά στα τηλέφωνα επί καθημερινής βάσεως. Μάλιστα, αυτό μπορεί να συνέβαινε μια, δυό ή τρεις φορές την ημέρα. Είχαν συναντήσεις τρεις ή τέσσερις φορές την εβδομάδα σε διάφορα μέρη. Στα πλαίσια αυτής της ερωτικής σχέσης αναφέρει στην εν λόγω κατάθεση του ότι έκαναν την ίδια ημέρα το ίδιο τατουάζ, μια κοπέλα άγγελο με φτερά με τα αρχικά του ονόματος του «ΟΚ». Αυτός το έκανε στο στήθος του και η κατηγορούμενη 2 στην πλάτη της. Για τον κατηγορούμενο 1 δεν βρίσκουμε πως η σχέση του με την κατηγορούμενη 2 ήταν μια απλή ερωτική σχέση, όπως την περιγράφει στην ανώμοτη του δήλωση. Για τον κατηγορούμενο 1 ήταν μια ερωτική σχέση αγάπης και πάθους.
Με την ανώμοτη δήλωση του ισχυρίζεται ότι η κατηγορούμενη 2 του τηλεφώνησε το πρωί στις 3.4.13 λέγοντας του ότι ψάχνουν τον Λούκα από χθες το βράδυ. Δεν της λέει όμως ότι ο ίδιος είχε δει η ώρα 19:00 περίπου χθες το Λούκα και ότι εισήλθε εντός του αυτοκινήτου του. Τι πιο απλό και τι πιο φυσικό. Κατά τα άλλα ισχυρίστηκε ότι προθυμοποιήθηκε να μεταβεί κοντά της για να τη βοηθήσει στις έρευνες. Στην κατάθεση του στην Αστυνομία ημερ. 4.4.13 (Τεκ.249(1)) προβάλλει τον ίδιο ισχυρισμό. Μάλιστα αναφέρει πως όταν του ανέφερε η κατηγορούμενη 2 ότι χάθηκε από την προηγούμενη μέρα ο Λούκας, ο ίδιος της ανέφερε ότι δεν γνώριζε ο,τιδήποτε. Ούτε και εδώ της ανέφερε ότι συνάντησε το Λούκα την προηγούμενη μέρα και ότι εισήλθε εντός του αυτοκινήτου του. Κατά τα άλλα προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει στις έρευνες. Στην κατάθεση του ημερ. 18.4.13 (Τεκ.258) ρωτήθηκε από τον ανακριτή γιατί δεν ανέφερε στην κατηγορούμενη 2 ότι συνάντησε το Λούκα στις 2.4.13 και ότι εισήλθε εντός του αυτοκινήτου του την προηγούμενη μέρα. Η απάντηση του ήταν «την ώρα που με έπιασε τηλέφωνο ήταν πάρα πολλά βιαστική τζιαί δεν επρόλαβα να της το πω». Κατά τα άλλα πρόλαβε να της πει ότι είναι πρόθυμος να έρθει να τη βοηθήσει στις έρευνες για ανεύρεση του Λούκα. Πρόκειται για σκέψεις εκ των υστέρων.
Ισχυρίζεται με την ανώμοτη του δήλωση πως από φόβο και αμηχανία δεν ανέφερε στην Αστυνομία στις 3 ή 4 του Απρίλη του 2013 ότι συναντήθηκε με τον Λούκα στις 2.4.13. Πρόκειται για ισχυρισμούς που στόχο έχουν να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων τα ψέματα του. Το σημαντικό όμως εδώ είναι πως δεν αρκέστηκε στο να αποκρύψει τη συνάντηση του με τον Λούκα, αλλά προχώρησε και ένα βήμα πιο κάτω αφού ισχυρίστηκε ότι την ώρα που ο Λούκας δολοφονείται, αυτός βρισκόταν στα McDonalds. (Για την ουσιώδη αυτή παράλειψη του στην Αστυνομία επικαλείται φόβο και αμηχανία, για την παράλειψη του να αναφέρει στην κατηγορούμενη 2 ότι στις 2.4.13 συνάντησε τον Λούκα και επιβιβάστηκε εντός του αυτοκινήτου του, επικαλείται «ότι δεν πρόλαβε»).
Αναφέρει με την ανώμοτη του δήλωση ότι τελικά ανέφερε στην Αστυνομία στις 18.4.13 και το επανέλαβε και στις 20.4.13 ότι συναντήθηκε με τον Λούκα και ότι εισήλθε εντός του αυτοκινήτου του, κάτι που προηγουμένως απέκρυψε. Όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δηλαδή παραδέχεται ότι εισήλθε στο αυτοκίνητο του Λούκα στις 2.4.13, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο του Λούκα, αφού αυτό διένυσε κάποια μικρή απόσταση, και μάλιστα παρουσιάζει αυτή την αποβίβαση να έλαβε χώρα όχι πριν από το round about του My Mall αλλά αμέσως μετά το round about του My Mall και το αυτοκίνητο του Λούκα να οδηγείται και να κατευθύνεται προς Τραχώνι. Επαναλαμβάνουμε για άλλη μια φορά ότι είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το αυτοκίνητο του Λούκα η ώρα 19:23:21 είναι ήδη στο δρόμο μπροστά από το My Mall και κατευθύνεται όχι προς Τραχώνι αλλά προς τη σκηνή του εγκλήματος.
Τέλος, με την ανώμοτη του δήλωση ισχυρίζεται πως αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις των ανακριτών στις 21, 22 και 25.4.13 λόγω της εκβιαστικής και απειλητικής προσπάθειας του τότε ανακριτή Υπαστυνόμου Φαίδωνα Γεωργιάδη να αποσπάσει την ομολογία του για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Με την ανώμοτη του δήλωση δεν διευκρινίζει ποια ακριβώς ήταν αυτή η εκβιαστική και απειλητική προσπάθεια. Εν πάση περιπτώσει ο κατηγορούμενος 1 είχε κάθε δικαίωμα να μην απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν διευκρινιστικού περιεχομένου σε σχέση με ισχυρισμούς που είχε προβάλει σε άλλες καταθέσεις του. Mε άλλα λόγια η Αστυνομία των Βάσεων του έδωσε το δικαίωμα να διευκρινίσει κυρίως προηγούμενους ισχυρισμούς του.
Βρίσκουμε, όπως και στην υπόθεση Γεωργίου (πιο πάνω) πως τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος 1 στην ανώμοτη του δήλωση συνιστούν σκέψεις εκ των υστέρων οι οποίες προβλήθηκαν όταν αυτός αντιλήφθηκε πως οι ισχυρισμοί του στην Αστυνομία δεν τον βοηθούσαν πλέον.»
Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α.Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 91/2014, ημερ. 22.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:B296, εξετάζεται το ζήτημα της προσέγγισης του εκδικάζοντος Δικαστηρίου της ανώμοτης δήλωσης ενός κατηγορουμένου. Εντοπίζονται τα ακόλουθα:
«Ομολογουμένως, όπως συμφώνησε και ο κ. Σαουρής, δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα στον τρόπο που ένα Δικαστήριο θα πρέπει να προσεγγίσει την ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου (βλ. To Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδης & Σάντης, Έκδοση 2014, σελ. 10-11). Όπως προκύπτει από την κυπριακή και ξένη νομολογία, τα πάντα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και τι ακριβώς προβάλλει ο κατηγορούμενος, π.χ. κατά πόσο προβάλλει απλώς την αθωότητά του ή προβάλλει κάποιο άλλοθι ή προσπαθεί να αντικρούσει ένορκη μαρτυρία ή απλώς να εξηγήσει τη νοητική του κατάσταση, εξήγηση η οποία όμως δεν έρχεται σε αντίθεση με δοθείσα μαρτυρία ή εγείρει θέμα αυτοάμυνας. Η κάθε περίπτωση χρήζει διαφορετικής προσέγγισης (βλ. DPP v. Walker [1974] 1 WLR 1090, 1096E). Τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου, το δικαίωμα του κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, κατά καιρούς προβλημάτισε τα Δικαστήρια. Γι' αυτό στην Αγγλία το συγκεκριμένο δικαίωμα καταργήθηκε με το άρθρο 72 του Criminal Justice Act 1982, εφόσον θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη στον κατηγορούμενο και πέραν τούτου, ελάχιστα εξυπηρετούσε τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης (βλ. Mills and Others v. The Queen [1995] 1 WLR 511). Στην Κύπρο όμως ακόμη δεν καταργήθηκε το δικαίωμα, αν και ωρίμασε ο καιρός, γι' αυτό θα πρέπει να συνοψίσουμε τη νομολογία ώστε να εξετάσουμε στη συνέχεια τον λόγο έφεσης.
Για να γίνουν πιο κατανοητές οι νομολογιακές απαιτήσεις, θα πρέπει να υπομνήσουμε ότι στην Αγγλία, όταν ίσχυε ακόμα το δικαίωμα, οι ένορκοι και όχι ο Δικαστής ήταν οι κριτές μιας ανώμοτης δήλωσης και αυτοί έφεραν το βάρος για να αποφασίσουν ποια βαρύτητα θα της έδιναν. Επειδή όμως οι ένορκοι είναι άνθρωποι της καθημερινότητας, χωρίς νομική παιδεία, καθοδηγούνταν από το Δικαστή που εκδίκαζε την υπόθεση.
Γι' αυτό, όποιο λεκτικό και να χρησιμοποιηθεί στην εξέταση μιας ανώμοτης δήλωσης, πρέπει να έχει σαν βάση την κοινή λογική και τα ελάχιστα προαπαιτούμενα τα οποία συνιστούν την κοινή συνισταμένη της νομολογίας. Οι ένορκοι, στην περίπτωση της Αγγλίας, όταν ακόμα ίσχυε το δικαίωμα, και στην Κύπρο ο Δικαστής, μπορεί να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι μαρτυρία υπό την έννοια ότι δεν έχει ελεγχθεί με αντεξέταση[2]. Απ' εκεί και πέρα, μπορεί να λεχθεί στους ενόρκους ότι είναι ελεύθεροι να δώσουν στην ανώμοτη δήλωση εκείνη τη βαρύτητα που οι ίδιοι θεωρούν ότι αρμόζει στις περιστάσεις της υπόθεσης (βλ. Απόδειξη, Γ. Κακογιάννη, 1983, σελ. 253 και Phipson on Evidence, 15th Ed., p. 235). Όμως, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι οι ένορκοι δεν έχουν υποχρέωση να δώσουν οποιαδήποτε αιτιολογία για την όποια επιλογή τους, σε αντίθεση με το Δικαστή ο οποίος αισθάνεται ότι θα πρέπει τουλάχιστο να εξηγήσει τη βαρύτητα που τελικά θα δώσει στην ανώμοτη δήλωση για σκοπούς καλύτερης αιτιολόγησης της απόφασής του. Και εδώ ξεκινούν τα προβλήματα και παράπονα των κατηγορουμένων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ότι δηλαδή ο Δικαστής υπερέβη τα όρια και εξέτασε την ανώμοτη δήλωση ως να ήταν μαρτυρία. Όμως εάν ο Δικαστής ενεργούσε όπως οι ένορκοι και δεν έδιδε οποιαδήποτε αιτιολογία, ενδεχομένως να διατυπώνετο άλλη μομφή εναντίον της απόφασής του, όπως έγινε στην Αχτάρ κ.α. ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 397. Έχουμε την άποψη ότι ο Δικαστής βρίσκεται σε κάπως διαφορετική θέση από τους ενόρκους και θα πρέπει να δώσει κάποια ένδειξη, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, για τον τρόπο που προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου. Περισσότερο θα πρέπει να καθοδηγήσει τον εαυτό του σύμφωνα με τη νομολογία ότι η αποδεικτική αξία μιας ανώμοτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική (βλ. R. v. Coughlan [1976] Crim.L.R. 629, Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω και Εφραιμίδου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 134/13, ημερ. 2.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B288). Γι' αυτό εξετάζοντας την βαρύτητα που θα δώσει στην ανώμοτη δήλωση, θα πρέπει να έχει υπόψη το σύνολο των γεγονότων. Για παράδειγμα, αν κρίνει ότι η δήλωση είναι πειστική, μπορεί να προσεγγίσει διάφορα γεγονότα που έχει ενώπιον του, με διαφορετικό τρόπο. Όμως, αν κρίνει ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι καθόλου πειστική, τότε το θέμα τελειώνει εκεί. Για να καταλήξει όμως ως προς τη βαρύτητα που θα πρέπει να της προσδώσει, είναι αναπόφευκτη η εξέτασή της έχοντας υπόψη το σύνολο των γεγονότων και ιδιαίτερα εκείνα τα στοιχεία μαρτυρίας που είναι αναντίλεκτα ή δεν χωρούν αμφισβήτηση (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195). Η αξιολόγηση του δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά ή να χρησιμοποιείται μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως σταθερή βάση για να κριθεί η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 354). Θα πρέπει να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η δήλωση δεν είναι μαρτυρία και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδείξει οποιοδήποτε γεγονός για το οποίο υπάρχει άλλη μαρτυρία που να το αποδεικνύει. Όπως αναφέραμε, η δήλωση έχει περισσότερο πειστική αξία, γι' αυτό σε περίπτωση που κριθεί πειστική, μπορεί να επενεργήσει στο μυαλό των ενόρκων και του Δικαστή κατά τρόπο που να τους ωθήσει να δουν τα γεγονότα που αποδείχθηκαν με μαρτυρία, με διαφορετικό μάτι (R. v. Coughlan, ανωτέρω).»
Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στην επί του θέματος νομολογία (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 354, Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633 και Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 505), αποφάσισε να μη δώσει οποιαδήποτε αξία στην ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα. Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγισή του αυτή. Τίποτε το πειστικό δεν προέκυπτε από το περιεχόμενο της δήλωσης του Εφεσείοντα, αφού από το περιεχόμενό της και υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, εύκολα μπορούσε να συναχθεί ότι επρόκειτο για ένα συνονθύλευμα εκ των υστέρων σκέψεων, που προορισμό είχαν να δικαιολογήσουν κρίσιμους για την υπόθεση ισχυρισμούς που είχε προβάλει προηγουμένως στην Αστυνομία και οι οποίοι, ως αποτέλεσμα αδιαμφισβήτητης πλέον μαρτυρίας, είχαν καταρριφθεί. Συνεπώς, το Κακουργιοδικείο, καθοδηγούμενο ορθά, προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα με επιμέλεια και κατά τρόπο δίκαιο προς την Υπεράσπιση, δίδοντας επαρκείς εξηγήσεις ως προς την απόφασή του να την απορρίψει ως μη πειστική και να μην της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα.
Με βάση τα πιο πάνω ο λόγος έφεσης 11 απορρίπτεται.
Μέσω του λόγου έφεσης 13 υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην καταδίκη του Εφεσείοντα σε σχέση με την κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης, παραβλέποντας την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, όπως αυτή παρουσίασε την υπόθεσή της και με δεδομένη την απαλλαγή και αθώωση του Εφεσείοντα στην κατηγορία της συνωμοσίας αλλά και της Χριστοδούλας και στις δύο κατηγορίες.
Είναι η ανάλογη προέκταση των θέσεων του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα ότι στην παρούσα περίπτωση η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι οι δύο κατηγορούμενοι συνωμότησαν για την επίτευξη κοινού παράνομου σκοπού, της δολοφονίας δηλαδή του Λούκα, με τη Χριστοδούλα να παροτρύνει τον Εφεσείοντα στη διάπραξη του φόνου. Υπό το πρίσμα αυτό, πάντα κατά την πλευρά του Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο σε άλλη ουσιαστικά πραγματική βάση, με αποτέλεσμα να μην τύχει δίκαιης δίκης.
Δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε βάση στον προβαλλόμενο λόγο έφεσης. Ο Εφεσείων αντιμετώπιζε κατηγορία φόνου εκ προμελέτης, στην οποία και κρίθηκε ένοχος. Το γεγονός ότι δεν απεδείχθησαν τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας της συνομωσίας δεν μεταβάλλει το όλο ζήτημα, ούτε μπορεί να οδηγήσει, αφ΄ εαυτού, σε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Ο Εφεσείων γνώριζε εξ υπαρχής το πλήρες φάσμα της εναντίον του υπόθεσης, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην κατηγορία που αντιμετώπιζε και για την οποία κρίθηκε ένοχος και ανάλογα προώθησε την υπεράσπισή του, τόσο κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας όσο και στο στάδιο της παρουσίασης των μαρτύρων προς υπεράσπιση.
Συνεπώς και ο λόγος έφεσης 13 απορρίπτεται.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης, 14ος, πραγματεύεται το ζήτημα της προμελέτης. Προβάλλεται η εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα, υπό νομική και πραγματική πλάνη, αντινομικά και χωρίς δέουσα αιτιολογία, έκρινε ότι αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η προμελέτη του Εφεσείοντα στην τέλεση του εγκλήματος.
Εχουμε ήδη καταγράψει τα δεδομένα με βάση τα οποία το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι είχε αποδειχθεί, κατ΄ αναμφίβολο τρόπο, η προμελέτη. Προσεκτική μελέτη του υπό εξέταση λόγου έφεσης, επιβεβαιώνει ότι το παράπονο του Εφεσείοντα επικεντρώνεται στην εισήγηση ότι τα στοιχεία που καθόρισε το Κακουργιοδικείο ως δηλωτικά της προμελέτης ήταν αυθαίρετα, είτε διότι δεν συμβιβάζοντο με την υπόλοιπη μαρτυρία είτε επειδή δεν είχαν αποδειχθεί επαρκώς.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Η απόρριψη της σειράς των λόγων έφεσης που κινούνται γύρω από το ζήτημα της περιστατικής μαρτυρίας, λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 9, 10 και 12, επιδρά καταλυτικά και στο αποτέλεσμα του υπό κρίση λόγου έφεσης. Εχει ήδη κριθεί ως ορθή η προσέγγιση το πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η συνάντηση του Εφεσείοντα με το θύμα και η είσοδός του στο όχημά του δεν ήταν τυχαία. Όπως επίσης κρίθηκε ότι βάσιμα το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στα συμπεράσματα ως προς τις συνθήκες έλευσης του θανάτου του θύματος, στηριζόμενο στην ανάλογη μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Η χρησιμοποίηση εύφλεκτης ύλης, φωτιστικού πετρελαίου, προς κατάκαυση του θύματος και του οχήματος, ορθά αποφασίστηκε ότι οδηγούσε στο μόνο συμπέρασμα της εξάλειψης ιχνών και συνιστούσε στοιχείο που επιμαρτυρούσε προμελέτη, αφού δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά η μεταφορά εύφλεκτης ύλης στη σκηνή του εγκλήματος. Τέλος, το απειλητικό τηλεφώνημα του Εφεσείοντα προς τον πατέρα του θύματος ένα μήνα προηγουμένως, ορθά συνεκτιμήθηκε ως μέρος των στοιχείων που καταδείκνυαν προμελέτη και προσπάθεια συσκότισης και παραπλάνησης. Ο Εφεσείων δεν είχε θυγατέρα, ούτως ώστε να πιστεύει, για οποιοδήποτε λόγο, ότι ο Λούκας «την πείραζε». Κατά λογική προέκταση, το μόνο συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί είναι ότι το απειλητικό τηλεφώνημα εξυπηρετούσε συγκεκριμένο σκοπό και προοριζόταν να παραπλανήσει και να καλύψει τις άνομες ενέργειες του Εφεσείοντα που θα επακολουθούσαν.
Ο λόγος έφεσης 14 απορρίπτεται.
Στην υπό κρίση υπόθεση η μαρτυρία επί της οποίας κλήθηκε το Κακουργιοδικείο να αποφανθεί περί της ενοχής ή μη του Εφεσείοντα, ήταν, εξ ολοκλήρου, περιστατική. Η αντίκρυση και η αιτιώδης σχέση μεταξύ περιστατικής μαρτυρίας και ενοχής κατηγορούμενου, αποτέλεσε σημείο αναφοράς σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι σχετικές νομικές αρχές έχουν αποτυπωθεί με σαφήνεια στο ακόλουθο απόσπασμα της Παφίτης & ’λλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102, 119-120:
«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R., 73 p. 79 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).
Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του. Οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της περιστατικής μαρτυρίας διατυπώνονται σωστά στην πρωτόδικη απόφαση. Ότι αμφισβητείται κυρίως, όπως έχει σημειωθεί, είναι η ύπαρξη της περιστατικής μαρτυρίας που κρίθηκε ότι τεκμηριώνει την ενοχή των εφεσειόντων.»
Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε με καθαρότητα και αναλυτικά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνέθεταν τους κρίκους της περιστατικής μαρτυρίας, προκειμένου να αποφασισθεί κατά πόσο η ενοχή του Εφεσείοντα προέκυπτε από τη σύνθεση της εν λόγω μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σύνολο των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, όπως παρέμειναν αλώβητα στην ενώπιόν μας διαδικασία, συνέθετε όντως τους αδιάσπαστους κρίκους της περιστατικής μαρτυρίας, αφάνιζε την πιθανότητα ανθρώπινου λάθους και οδηγούσε στην ενοχή του Εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η αλυσίδα της περιστατικής μαρτυρίας, μέρος της οποίας ήταν η προσφυγή σε ψεύδη - τα οποία, λόγω του περιεχομένου τους και του συσχετισμού τους με τα γεγονότα τα οποία απέβλεπαν να αποκρύψουν, εύλογα οδηγούσαν σε συμπέρασμα ενοχής, οι δε λόγοι και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ειπώθηκαν ολοκλήρωναν τον κύκλο της περιστατικής μαρτυρίας - δεν συμβιβαζόταν με άλλη λογική ερμηνεία παρά μόνο με την κατάδειξη του Εφεσείοντα ως του δράστη του εγκλήματος.
Περαιτέρω, εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση των αρχών της νομολογίας που καλύπτει το ζήτημα της προμελέτης, οδηγούσε, όπως ορθά διαπιστώθηκε από το Κακουργιοδικείο, στο μόνο λογικό και ασφαλές συμπέρασμα ότι η δολοφονία του θύματος από τον Εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα ψύχραιμης απόφασης και ψυχρής εκτέλεσης προηγούμενης πρόθεσης θανάτωσης, προμελετημένης δηλαδή απόφασης του Εφεσείοντα να επιφέρει το θάνατο του Λούκα. Στοιχεία αποκαλυπτικά της προμελέτης και προσχεδιασμού ήταν τα όσα παρέθεσε το Κακουργιοδικείο και ιδιαίτερα, η προηγηθείσα προσπάθεια συσκότισης και παραπλάνησης μέσω του απειλητικού τηλεφωνήματος, ο προγραμματισμός της συνάντησης και η είσοδος του Εφεσείοντα στο όχημα του θύματος, η επιλογή της συγκεκριμένης απόμερης και δύσβατης περιοχής, ο τρόπος θανάτωσης, ο οποίος υποδεικνύει εμμονή στην επέλευση του μοιραίου αποτελέσματος και, βεβαίως, η προμελετημένη, όπως φανερώνει η χρήση εύφλεκτου υλικού, προσπάθεια απόκρυψης των ιχνών του εγκλήματος. Τα δεδομένα αυτά, αντικρυζόμενα, όχι κατ΄ απομόνωση, αλλά ως σύνολο, οδηγούσαν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ύπαρξης προμελέτης, όπως και το Κακουργιοδικείο έκρινε.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση 106/15 επί της καταδίκης του Εφεσείοντα στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης, απορρίπτεται.
Εφέσεις υπ΄ αρ. 126/15 και 127/15, σε σχέση με την αθώωση του Ονησίφορου στην κατηγορία της συνομωσίας και της Χριστοδούλας και στις δύο κατηγορίες.
Όπως ήδη καταγράψαμε, οι Εφεσίβλητοι - Κατηγορούμενοι 1 και 2 αντίστοιχα, αντιμετώπιζαν από κοινού τις κατηγορίες της συνομωσίας για φόνο και του φόνου εκ προμελέτης. Η απόρριψη από το Κακουργιοδικείο της κατηγορίας της συνομωσίας, είχε και ως αναπόδραστο αποτέλεσμα την αθώωση και της Εφεσίβλητης Χριστοδούλας στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης, την οποία αντιμετώπιζε στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Εύκολα γίνεται αντιληπτό, ως απόρροια της νομικής φύσης της κατηγορίας της συνομωσίας και υπό το φως των γεγονότων που καλύπτουν την ενώπιόν μας υπόθεση, ότι οι εξεταζόμενες εφέσεις της Δημοκρατίας συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που θα προχωρήσουμε στην από κοινού εξέτασή τους, αφού παρεμβάλουμε πρώτα ότι οι λόγοι έφεσης της πλευράς του Εντιμου Γενικού Εισαγγελέα συνοψίζονται, ουσιαστικά, στη θέση ότι η ενώπιον του Κακουργιοδικείου περιστατική μαρτυρία, όπως αυτή έγινε αποδεκτή και οδήγησε στα ανάλογα ευρήματα, ήταν νομικά επαρκής, οδηγούσε στο ασφαλές και μόνο συμπέρασμα ύπαρξης συνομωσίας μεταξύ των Εφεσιβλήτων για φόνο του Λούκα και δεν συμβιβαζόταν με άλλη λογική ερμηνεία παρά μόνο με την κατάδειξη των Εφεσιβλήτων ως ενόχων στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
Υπενθυμίζοντας ότι το σύνολο των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμένει πλέον αλώβητο - ως αποτέλεσμα της απόρριψης των ανάλογων λόγων έφεσης στην Ποινική ΄Εφεση 106/15 - θα παραθέσουμε τη σχετική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου και θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε το βασικό μαρτυρικό υλικό, προκειμένου να κριθεί κατά πόσο από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας αποδεικνυόταν ή όχι η ενοχή των Εφεσιβλήτων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Προτού όμως το πράξουμε και δεδομένου ότι βρισκόμαστε ενώπιον αθωωτικής απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε στο αρχικό αυτό στάδιο το ζήτημα της υπερπήδησης του νομικού εμποδίου του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, το οποίο ηγέρθηκε, επιδερμικά πρέπει να πούμε, από την πλευρά των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσιβλήτων.
Είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε ως ακολούθως το θέμα της ευρύτητας του άρθρου 137(1)(α) στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευριπίδη Χρίστου, Ποιν. ΄Εφεση 20/2015, ημερομηνίας 28.9.2017:
«Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α) έχει συζητηθεί και αποφασισθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πιο πρόσφατες αυτές της Πλήρους Ολομέλειας, στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 ΑΑΔ 94, Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 145/2013 κ.α., ημερ. 19.12.2014 και την απόφαση του Εφετείου στην M. & A. Christaki Christodoulou Ltd v. 1. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ κα, Ποιν. Εφ. 291/2015, ημερ. 3.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B238. Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης. Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, στοιχείο που κινείται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α).
Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό. Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιές του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ΄Αρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152).»
Εξέταση των ενώπιόν μας λόγων έφεσης στην παρούσα υπόθεση, επιμαρτυρεί ότι ο Εφεσείων κινείται εντός των αυστηρώς καθορισμένων ορίων του υπό αναφορά άρθρου 137. Με αδιαμφισβήτητα τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ό,τι ουσιαστικά προωθείται είναι η πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών αυτών γεγονότων και ο, κατ΄ ισχυρισμόν, πλημμελής αποκλεισμός περιστατικής μαρτυρίας.
Επανερχόμαστε στην ουσία:
Το Κακουργιοδικείο, προκειμένου να καταλήξει ως προς τις υπό κρίση κατηγορίες, έθεσε το ερώτημα εάν, από την προσαχθείσα ενώπιόν του νομικά αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 - Εφεσίβλητοι συνωμότησαν να δολοφονήσουν τον Λούκα και ότι ο Κατηγορούμενος 1 τον δολοφόνησε εκ προμελέτης στις 2.4.2013 κατόπιν προτροπής της Κατηγορούμενης 2. Επεξηγώντας, κατέγραψε «Με άλλα λόγια, καλείται το Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο όταν ο κατηγορούμενος 1 εισερχόταν στις 2.4.13 στη Λεωφόρο Ρούσβελτ με σκοπό να εισέλθει στο αυτοκίνητο του Λούκα για να τον οδηγήσει σε απόμερη περιοχή για να τον δολοφονήσει λίγο μετά, αυτό έγινε κατόπιν επαφής που είχε με την κατηγορούμενη 2 η οποία τον εξώθησε - προέτρεψε να τον δολοφονήσει. Και ότι τελικά τον δολοφόνησε μέσα στα πλαίσια της εν λόγω παρότρυνσης. Και όλα αυτά αφού είχαν προηγουμένως συνωμοτήσει να δολοφονήσουν τον Λούκα.»
Προκειμένου λοιπόν να δώσει απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή με την επίκληση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα προώθησε τη θέση ότι η Κατηγορούμενη 2 - Εφεσίβλητη Χριστοδούλα ουσιαστικά παρότρυνε τον Κατηγορούμενο 1 - Εφεσίβλητο Ονησίφορο, να διαπράξει το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Αναφέρθηκε επίσης στη θέση της Κατηγορούσας Αρχής κατά την ακροαματική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι Κατηγορούμενοι συνωμότησαν σε προγενέστερη ημερομηνία να δολοφονήσουν τον Λούκα και ακολούθως τον δολοφόνησαν εκ προμελέτης στις 2.4.2013.
Στη συνέχεια, με τα πιο πάνω ως δεδομένα, το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην παράθεση και εξέταση του σχετικού μαρτυρικού υλικού, ούτως ώστε να καθορισθούν αφενός τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας που υπήρχαν και να εξετασθεί αφετέρου κατά πόσον αυτά θα μπορούσαν να συνθέσουν το αδιάσπαστο δίκτυ ενοχής και καταδίκης. Στα πλαίσια αυτά επεσήμανε ότι η Εφεσίβλητη Χριστοδούλα, παρά την προσπάθειά της να πείσει περί του αντιθέτου καταφεύγοντας σε ψέματα, κάθε άλλο παρά εκτιμούσε, αγαπούσε και σεβόταν τον σύζυγό της Λούκα. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις που διατηρούσε κατά διαστήματα - και σε μόνιμη βάση με τον Εφεσίβλητο Ονησίφορο - καθώς επίσης αξιόπιστη μαρτυρία που προσφέρθηκε ως προς την όλη συμπεριφορά της, οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στο εύρημα ότι η εν λόγω Εφεσίβλητη ήθελε να χωρίσει με τον Λούκα. Εξέτασε επίσης το Κακουργιοδικείο τη συμπεριφορά της Εφεσίβλητης κατά τον κρίσιμο χρόνο της δολοφονίας του συζύγου της. Το χρονικό αυτό διάστημα βρισκόταν σε συνεδρίαση του Συνδέσμου Γονέων του Δημοτικού Σχολείου Ερήμης. Ηταν ανήσυχη, κάπως άκεφη, κουμπωμένη, και, όπως κατέληξε το Κακουργιοδικείο στη βάση ανάλογης, αξιόπιστης και ουσιαστικά αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας, η ανησυχία της είχε να κάμει με τον σύζυγό της, αφού κατά την ίδια, δεν επικοινώνησε μαζί της τηλεφωνικά, όπως συνήθιζε να πράττει. Είναι, πιστεύουμε, χρήσιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί την τελική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, όπως αποτυπώνεται στις σελίδες 240 και 241 της απόφασης, ως προς την αξιολόγηση της συμπεριφοράς της Εφεσίβλητης κατά το κρίσιμο αυτό διάστημα:
«Και ενώ ανησυχεί και βλέπει ότι η ώρα προχωρά και ο σύζυγος της δεν της τηλεφωνεί, εντούτοις η ίδια δεν κάνει καμία προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί του τηλεφωνικώς, παρόλο που έχει στα χέρια της το κινητό της τηλέφωνο, και να τον ρωτήσει πού βρίσκεται ή τι κάνει. Τι πιο απλό και τι πιο εύκολο. Η ανησυχία της, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θα ήταν δικαιολογημένη για το σύζυγο της, αν του τηλεφωνούσε και αυτός δεν της απαντούσε ή το τηλέφωνο του ήταν κλειστό. Μάλιστα, αυτή η ανησυχία είναι παρατεταμένη, όπως η ίδια η κατηγορούμενη παραδέχεται, αφού περίμενε μέχρι τις 8.30 μ.μ. και ο σύζυγος της δεν της είχε ακόμη τηλεφωνήσει. Σύμφωνα δε με την αξιόπιστη μαρτυρία της κας Παυλίδη, η κατηγορούμενη 2 μετά τη συνεδρία έφυγε αμέσως και δεν στάθηκε να μιλήσει με κανένα. Να σημειώσουμε ότι η ώρα 8:30 το βράδυ το αυτοκίνητο του Λούκα με τον Λούκα νεκρό εντός αυτού συνεχίζει να φλέγεται.
Εκείνο που αβίαστα συνάγεται από τη πιο πάνω συμπεριφορά της κατηγορούμενης 2, είναι ότι αυτή η παρατεταμένη ανησυχία της, δεν ήταν ανησυχία που είχε να κάνει με το ενδιαφέρον της για το καλό του συζύγου της, όπως ισχυρίστηκε. Βρίσκουμε επίσης πως η κατηγορούμενη 2 ακόμη και μετά τη δολοφονία του Λούκα, συνέχισε να κάνει αυτό που γνώριζε πολύ καλά, να υποκρίνεται.»
Το Κακουργιοδικείο σημείωσε επίσης ότι νομικά αποδεκτή μαρτυρία ότι η Εφεσίβλητη ήθελε να φονεύσει τον σύζυγό της δεν υπήρχε. Ενδιέτριψε ακόμη στο ζήτημα της αναζήτησης του θύματος από την Εφεσίβλητη το βράδυ της 2.4.2013 και το πρωί της επομένης και στην αντίδρασή της όταν πληροφορήθηκε το θάνατό του, κρίνοντας ότι οι ενέργειές της δεν ενείχαν ο,τιδήποτε το ύποπτο, ούτε και αποκάλυπταν ότι γνώριζε το συγκεκριμένο μέρος όπου δολοφονήθηκε ο Λούκας και το απέκρυψε. Ως προς το απειλητικό τηλεφώνημα του Ονησίφορου προς τον πατέρα του θύματος της 2.3.2013, ήταν η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η Εφεσίβλητη ήταν το μόνο πρόσωπο που γνώριζε τους αριθμούς του κινητού τηλεφώνου και της οικίας του πατέρα του θύματος, ούτε και είχε αποδειχθεί ότι πίσω από ενοχλητικά τηλεφωνήματα που δέχθηκε το θύμα σε προηγούμενους χρόνους βρισκόταν η Εφεσίβλητη. Τέλος, το Κακουργιοδικείο, αξιολογώντας τη σχετική μαρτυρία, κατέληξε ότι το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση διαχείρισης μετά το θάνατο του συζύγου της και η ύπαρξη ασφαλειών ζωής, δεν συνιστούσαν, υπό το φως των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιόν του, στοιχεία ικανά να προσμετρήσουν εις βάρος της Εφεσίβλητης.
Ολοκληρώνοντας τον κύκλο των πιο πάνω προσεγγίσεων, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ως ακολούθως:
«Τα ψεύδη της κατηγορούμενης 2 στις ανακριτικές αρχές γύρω από την πραγματική της σχέση με τον κατηγορούμενο 1 έχουν αποδειχθεί. Το ότι η κατηγορούμενη 2 δεν αγαπούσε, δεν εκτιμούσε, δεν σεβόταν και δεν υπολόγιζε τον σύζυγο της, έχει αποδειχθεί. Το ότι τον απατούσε με τον μόνιμο εραστή της, τον κατηγορούμενο 1, και όχι μόνο, επίσης έχει αποδειχθεί. Το ότι ανησυχεί την ώρα που ο σύζυγος της δολοφονείται από τον κατηγορούμενο 1 και αυτή η ανησυχία της δεν έχει να κάνει με το ενδιαφέρον της για τον σύζυγο της, επίσης έχει αποδειχθεί.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η κατηγορούμενη 2 παρότρυνε τον κατηγορούμενο 1 εραστή της να δολοφονήσει τον σύζυγο της και αυτός στα πλαίσια αυτής της παρότρυνσης τον δολοφόνησε στις 2.4.13 με τον τρόπο που έχουμε περιγράψει πιο πάνω. Το άλλο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 συνωμότησαν μεταξύ τους να δολοφονήσουν τον Λούκα. Με άλλα λόγια, καλείται το Δικαστήριο να αποφασίσει όχι μόνο αν τα γεγονότα συμβιβάζονται με την ενοχή της κατηγορούμενης 2, αλλά ακόμη ότι δεν συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα, από το ότι αυτή παρότρυνε τον κατηγορούμενο 1 να διαπράξει το έγκλημα, το οποίο συνωμότησαν μεταξύ τους προηγουμένως να διαπράξουν.
Στην προκείμενη περίπτωση όλα τα πιο πάνω, σωρευτικά ιδωμένα, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της νομικά αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας, δεν οδηγούν και μάλιστα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 συνωμότησαν μεταξύ τους να δολοφονήσουν τον Λούκα και ότι η κατηγορούμενη 2 συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στη διάπραξη του αδικήματος του φόνου εκ προμελέτης του συζύγου της Λούκα.
Συνακόλουθα, ο κατηγορούμενος 1 κρίνεται ένοχος στη δεύτερη κατηγορία. Απαλλάσσεται και αθωώνεται στην 1η κατηγορία.
Η κατηγορούμενη 2 απαλλάσσεται και αθωώνεται και στις δύο κατηγορίες.»
Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα ότι το Κακουργιοδικείο σε κανένα μέρος της απόφασής του δεν κατεύθυνε το μυαλό του στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συνομωσίας και ιδιαίτερα στην υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος, στο ότι δηλαδή για σκοπούς καταδίκης θα ήταν αρκετή η κατάδειξη συμφωνίας προς επιδίωξη ενός παράνομου σκοπού, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτελεσθεί αυτός ο παράνομος σκοπός.
Υπό το φως των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης είναι αχρείαστη η εμβάθυνση επί του πιο πάνω εγερθέντος ζητήματος. Αυτό διότι, δεν είμαστε αντιμέτωποι με περίπτωση κατά την οποία κρίθηκε πρωτοδίκως η ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας προς επιδίωξη παράνομου σκοπού, χωρίς όμως να έχει διαπραχθεί τελικά το ουσιαστικό αδίκημα, ο φόνος δηλαδή εκ προμελέτης. Ο,τι τελεί υπό αμφισβήτηση είναι ακριβώς το κρίσιμο ερώτημα της απόδειξης του ουσιωδέστερου συστατικού στοιχείου της διάπραξης του αδικήματος της συνωμοσίας, της συμπληρωμένης δηλαδή τελικής συμφωνίας μεταξύ των Εφεσιβλήτων για διάπραξη εγκλήματος. Όπως είναι νομολογημένο (Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 134) η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας είναι θέμα πραγματικό και εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Αδήριτη λοιπόν είναι η ανάγκη όπως επανέλθουμε στα κρίσιμα επί του θέματος στοιχεία.
Προβάλλει η πλευρά του Εφεσείοντα ότι πλημμελώς δεν έγινε δεκτή μαρτυρία και δεν λήφθηκε υπόψη ως περιστατική, προκειμένου να ενταχθεί στο σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας και ανάλογα να αντικρισθεί. Εθεσε ως τέτοια την ακόλουθη:
1. Το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη στις 3.4.2013 και περί ώρα 8.00 π.μ., πριν προλάβει ο ΜΚ10, Κοινοτάρχης Κολοσσίου, να της ανακοινώσει τον εντοπισμό του καμένου οχήματος, αυτή του είπε: «Ηβραν τον άντρα μου; Είναι ζωντανός ή σκοτωμένος;»
2. Τα ψέματα σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στο γάμο της.
3. Την υποκριτική, όπως δέχθηκε και το Κακουργιοδικείο, συμπεριφορά της κατά τον κρίσιμο χρόνο συνεδρίας του Συνδέσμου Γονέων.
4. Τη ψευδή απάντησή της στη ΜΚ19, όταν η τελευταία τη ρώτησε γιατί γύρευε τον Λούκα στην περιοχή του Ladies Mile, «ήταν ο δρόμος που χρησιμοποιά ο Λούκας».
5. Τη ψυχραιμία με την οποία αντέδρασε η Εφεσίβλητη στην πληροφόρηση του θανάτου του συζύγου της.
6. Το γεγονός ότι, παρά τις προηγούμενες συχνές μεταξύ τους τηλεφωνικές επαφές, η Εφεσίβλητη δεν επικοινώνησε με τον Εφεσίβλητο μετά το πρωϊνό της 3.4.13.
Πέραν των πιο πάνω, εισηγείται η πλευρά του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο πλημμελώς απέκλεισε να αξιολογήσει ως περιστατική μαρτυρία τη συμμετοχή της Εφεσίβλητης στο απειλητικό τηλεφώνημα της 2.3.2013. Τίθεται σχετικά ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώραν το τηλεφώνημα οδηγούσαν στο μόνο συμπέρασμα ότι η Εφεσίβλητη γνώριζε το περιεχόμενό του και ότι αυτή είχε προμηθεύσει τον Ονησίφορο με τους αριθμούς τηλεφώνων του πατέρα του θύματος. Προβάλλεται, τέλος, ότι πλημμελώς δεν λήφθηκε υπόψη ως κοινή περιστατική μαρτυρία εναντίον και των δύο Εφεσιβλήτων το ανάλογο κίνητρο που είχαν για διάπραξη του εγκλήματος και η υποκριτική συμπεριφορά απενοχοποίησής τους, με παράθεση ψεμάτων ως προς τις κινήσεις και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Εχουμε ήδη καταγράψει τις αρχές που διέπουν το ζήτημα του «ψεύδους κατηγορουμένου», προκειμένου να αποτελέσουν τέτοια ψέματα περιστατική μαρτυρία σε βάρος του. Βασική παράμετρος είναι η ικανοποίηση του κριτηρίου ότι το κίνητρο για το ψέμα θα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας. Το ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθειά του να αποκρύψει ένα στοιχείο προσβλητικό ή ντροπιαστικό για τον ίδιο και το περιβάλλον του, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να απασχολεί το Δικαστήριο. Στην ενώπιόν μας υπόθεση, το Κακουργιοδικείο, όπως είναι διάχυτο σε όλο το σώμα της απόφασής του, έκρινε ότι τα ψέματα στα οποία προσέφυγε η Εφεσίβλητη σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στο γάμο της και οι ενέργειές της να παρουσιάσει ως αρμονικές τις σχέσεις της με το θύμα ήταν αποτέλεσμα του φόβου της να μην αποκαλυφθεί η πραγματικότητα και της προσπάθειάς της να αποκρύψει από το περιβάλλον της τις ερωτικές της σχέσεις με τον Ονησίφορο. Ταυτόσημη ήταν και η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τη συνεχή υποκριτική συμπεριφορά της Εφεσίβλητης, συμπεριλαμβανομένων της συμπεριφοράς της το βράδυ της 2.4.2013 και των δηλώσεών της στη ΜΚ20 και σε άλλα μέλη του Συνδέσμου Γονέων, την επομένη, 3.4.2013. Δεν εντοπίζουμε λόγους επέμβασής μας στην προσέγγιση αυτή. Ηταν απόρροια του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο, ορθά αξιολογούμενο, οδήγησε στα προαναφερθέντα συμπεράσματα. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία δεν μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία ψεμάτων ή αποδεικτικού υλικού που θα μπορούσε να καταταχθεί στους κρίκους της περιστατικής μαρτυρίας και ανάλογα να συνεκτιμηθεί.
Ούτε και εντοπίζουμε να αποδείχθηκαν στοιχεία ψεύδους στην αναφορά της Εφεσίβλητης στην ΜΚ19 ότι η περιοχή Ladies Mile «ήταν ο δρόμος που χρησιμοποιά ο Λούκας». Η σχετική μαρτυρία προήλθε από την ΜΚ19, φίλη της Εφεσίβλητης, η οποία στην κατάθεσή της, τεκμήριο 183, ανέφερε, αυτούσια, τα εξής σχετικά: «Η Κρίστια δεν μου διευκρήνησε αν πήγε σ' όλο το Lady's Mile ή κάπου συγκεκριμένα, ούτε ξέρω αν ήταν μόνη της ή με κάποιον άλλο. Το παράξενο είναι ότι μου είπε ότι ήταν ο δρόμος που χρησιμοποιά ο Λούκας, δεν μου είπε όμως αν εννοούσε εκεί που τον βρήκαν ή γενικά το Lady's Mile. Λέω το παράξενο επειδή σίγουρα όπου και να τον εγύρευε προς το Lady's Mile δεν ήταν δρόμος του Λούκα. Το λέω αυτό επειδή το σπίτι του Λούκα δεν είναι προς το Lady's Mile.». Με αδιαμφισβήτητο ότι η Εφεσίβλητη κάλυψε κατά την αναζήτηση του συζύγου της μια μεγάλη έκταση της εν λόγω περιοχής, όπως επίσης κάλυψε διάφορες άλλες περιοχές και στην απουσία οποιουδήποτε άλλου στοιχείου ή αντίθετης μαρτυρίας που να υποδηλώνει ότι ο Λούκας δεν μετέβαινε στην περιοχή του Ladies Mile, το γεγονός ότι το σπίτι του δεν ήταν πλησίον αυτής της περιοχής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ψεύδος στην αναφορά της Εφεσίβλητης ότι ο Λούκας χρησιμοποιούσε τον υπό αναφορά δρόμο. Κατ΄ ακολουθία, το εν λόγω στοιχείο ορθά δεν συνεκτιμήθηκε ως περιστατική μαρτυρία.
Ως προς την προβληθείσα ψυχραιμία με την οποία αντέδρασε η Εφεσίβλητη στην πληροφόρηση του θανάτου του συζύγου της, τέτοια συμπεριφορά δεν καταδείχθηκε από την ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία. Αντιθέτως, όταν στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού πληροφορήθηκε τον θάνατο του συζύγου της, έκλαιγε, έπεσε στο έδαφος και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, όπου και έτυχε των πρώτων βοηθειών. Ως εκ τούτου, η όποια υποκειμενική αντίληψη των μαρτύρων ως προς την κατάσταση της Εφεσίβλητης κατά τον εν λόγω χρόνο, δεν βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, ούτε και θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξαγωγή οποιωνδήποτε ενοχοποιητικών συμπερασμάτων.
Όπως επίσης δεν μπορεί να αποτελέσει κρίκο περιστατικής μαρτυρίας η αναφορά της Εφεσίβλητης στον ΜΚ10 αν εντόπισαν τον σύζυγο της «ζωντανό ή σκοτωμένο». Εισηγήθηκε η πλευρά του Εφεσείοντα ότι η λέξη «σκοτωμένο» δεν δικαιολογείτο να λεχθεί, καθότι το προηγούμενο ιστορικό του θύματος δεν είχε ο,τιδήποτε το μεμπτό που να οδηγούσε σε δολοφονία του. Η εν λόγω όμως φράση δεν θα πρέπει να αντικρυσθεί αποσπασματικά και έξω από το σύνολο των συνθηκών που κάλυπταν την υπό κρίση περίπτωση. Ούτε και κατά απομόνωση της ψυχολογικής κατάστασης που βρισκόταν κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα η Εφεσίβλητη. Όπως ήταν η ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία, το θύμα αγνοείτο για ολόκληρη τη νύχτα της 2 προς 3.4.2013 και η Εφεσίβλητη το αναζητούσε ψάχνοντας σε διάφορες περιοχές. Υπό τις συνθήκες αυτές η όποια στιγμιαία αντίδραση δεν μπορεί να κριθεί αποσπασματικά, ούτε και να της αποδοθεί, χωρίς άλλο, η έννοια που η πλευρά του Εφεσείοντα επιδιώκει.
Σε ό,τι αφορά το γεγονός της διακοπής των τηλεφωνικών επαφών μεταξύ των Εφεσιβλήτων μετά το πρωϊνό της 3.4.13, επίσης υπό το φως των γεγονότων, δεν θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί ως κρίκος περιστατικής μαρτυρίας. Αμέσως μετά τις 4.4.13 ο Εφεσίβλητος Ονησίφορος ήταν υπό κράτηση, είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει και νοσηλευόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και ακολούθως στο Ψυχιατρείο στη Λευκωσία. Δεν πρέπει να διαφεύγει επίσης ότι δεν θα μπορούσε να εξαχθεί ο,τιδήποτε το ύποπτο από τη διακοπή των μεταξύ τους τηλεφωνικών επαφών, αφού ο Ονησίφορος τελούσε πλέον υπό σύλληψη ως ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία του συζύγου της Εφεσίβλητης.
Το τηλεφώνημα της 2.3.13 κρίθηκε ως απειλητικό και ανάλογα κατατάχθηκε στα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας εις βάρος του Ονησίφορου, για τους λόγους που εξηγήσαμε στο σχετικό μέρος της απόφασής μας στην έφεση 106/15. Σε ό,τι αφορά την Εφεσίβλητη Χριστοδούλα, ορθά σημείωσε το Κακουργιοδικείο ότι δεν θα μπορούσε να οδηγηθεί σε οποιαδήποτε συμπεράσματα περί συμμετοχής της στο απειλητικό τηλεφώνημα, παρά μόνο σε υποθέσεις, δεδομένης της απουσίας ανάλογης μαρτυρίας. Κατ΄ αρχάς, δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι τους τηλεφωνικούς αριθμούς του πατέρα του θύματος τους προμήθευσε η Εφεσίβλητη στον Ονησίφορο ή ότι τους γνώριζε μόνο αυτή ή ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τους πληροφορηθεί ο Ονησίφορος. Δεν τέθηκε βεβαίως και οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με το περιεχόμενο των τηλεφωνικών επικοινωνιών μεταξύ των Εφεσιβλήτων, οι οποίες, αδιαμφισβήτητα λάμβαναν χώραν πριν, παράλληλα και μετά την διενέργεια του απειλητικού τηλεφωνήματος. Θα πρέπει βεβαίως να σημειώσουμε ότι αν υπήρχε μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο αυτών των συνομιλιών, αποκαλυπτική της συνομωσίας, δεν θα έχρηζε ανάγκης η απόδειξη του αδικήματος αυτού με περιστατική μαρτυρία. Το αδιαμφισβήτητο όμως αυτό γεγονός της ύπαρξης παράλληλων τηλεφωνημάτων μεταξύ των Εφεσιβλήτων, έστω και αν εντασσόταν στο σύνολο των γεγονότων που καλύπτουν το υπό εξέταση θέμα της εμπλοκής της Εφεσίβλητης, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξαγωγή ενοχοποιητικών συμπερασμάτων.
Η αναφορά της πλευράς του Εφεσείοντα στην μετέπειτα του θανάτου του θύματος καταχώρηση αίτησης διαχείρισης εκ μέρους της Εφεσίβλητης και στην αναζήτηση πληροφοριών για τις ασφάλειες ζωής που είχε ο Λούκας και για τα οφειλόμενα σε αυτόν ποσά, προκειμένου να εισηγηθεί ότι αυτά συνιστούν περιστατική μαρτυρία, δεν έχει περιθώριο επιτυχίας. Πέραν του ότι δεν τέθηκε σε καμία περίπτωση ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι το οικονομικό εμπλεκόταν ή συνιστούσε κίνητρο δολοφονίας του Λούκα, απουσιάζει η οποιαδήποτε μαρτυρία προς τεκμηρίωση αυτής της θέσης. Τελικά, δεν καταδείχθηκε ο,τιδήποτε το ύποπτο στην καθόλα φυσιολογική συμπεριφορά διεκπεραίωσης των οικονομικών εκκρεμοτήτων που προέκυπταν από τον θάνατο του συζύγου της Εφεσίβλητης.
Τέλος, δεν έχει έρεισμα η θέση της πλευράς του Εφεσείοντα περί πλημμέλειας του Κακουργιοδικείου στο να μη λάβει υπόψη ως κοινή περιστατική μαρτυρία εναντίον και των δύο Εφεσιβλήτων τις προσπάθειες απενεχοποίησής τους, όπως εκδηλώθηκαν με τους ισχυρισμούς που έθεσαν για τις όλες ενέργειες και συμπεριφορές τους κατά τον κρίσιμο χρόνο της δολοφονίας και αμέσως μετά. Οι εκδοχές που πρόβαλαν οι Εφεσίβλητοι αξιολογήθηκαν από το Κακουργιοδικείο και ανάλογα ήταν τα ευρήματά του, αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο καθορισμός του πλαισίου της περιστατικής μαρτυρίας που αφορούσε τον κάθε Εφεσίβλητο ξεχωριστά. Τα ψέματα του Εφεσίβλητου Ονησίφορου και ο υπόλοιπος κύκλος της περιστατικής μαρτυρίας με βάση την οποία κρίθηκε ένοχος δεν είχαν καμία συσχέτιση, ούτε και θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και ως περιστατική μαρτυρία εις βάρος της Εφεσίβλητης Χριστοδούλας.
Με δεδομένα τα πιο πάνω, το μόνο που υπολείπεται πλέον είναι η κρίση κατά πόσο τα εναπομείναντα αποδεικτικά στοιχεία, ως κρίκοι περιστατικής μαρτυρίας, συνθέτουν, με βάση τις αρχές που καλύπτουν το ζήτημα και τις οποίες έχουμε ήδη αναλύσει, τους αδιάσπαστους κρίκους προς αφάνιση της πιθανότητας ανθρώπινου λάθους, ικανούς να οδηγήσουν στην ενοχή των Εφεσιβλήτων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες για τις οποίες έχουν αθωωθεί. Σε πλήρη ταύτιση με την τελική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, είναι η κατάληξή μας ότι - παρά τις υπόνοιες που αναδύονται - δεν έχει αποδειχθεί το βασικό συστατικό στοιχείο της κατηγορίας της συνομωσίας, η ύπαρξη δηλαδή συμπληρωμένης, τελικής συμφωνίας, προς διάπραξη του εγκλήματος του φόνου του Λούκα. Δεν είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου οποιαδήποτε μαρτυρία ικανή να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ύπαρξη συμφωνίας προς επιδίωξη παράνομου σκοπού, ούτε και οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη παρότρυνσης και εξώθησης του Εφεσίβλητου Ονησίφορου από την Εφεσίβλητη Χριστοδούλα για διάπραξη του εγκλήματος του φόνου εκ προμελέτης. Εν τέλει, ό,τι απομένει ως περιστατική μαρτυρία, σωρευτικά εξεταζόμενη, δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα ενοχής, ούτε και να τεκμηριώσει καταδίκη σε σχέση με τις εξεταζόμενες στο παρόν στάδιο κατηγορίες.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι εφέσεις 126/2015 και 127/2015 απορρίπτονται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.