ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Γ. Ιωάννου για Χρ. Ζαμπά amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα. Α. Αναγνώστου για Χ. Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΣΑΠΗ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 78/2017, 19/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B177

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 78/2017)

 

19 Απριλίου, 2018

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΣΑΠΗ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Εφεσίβλητοι

---------

 

Γ. Ιωάννου για Χρ. Ζαμπά & Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα.

Α. Αναγνώστου για Χ. Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.

 

------------------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  O εφεσείων, κατηγορούμενος 2, ιδιοκτήτης υποστατικού στη Λάρνακα, αμφισβητεί την καταδίκη του σε κατηγορία που αφορά στο αδίκημα της παράλειψης εξόφλησης λογαριασμού κατανάλωσης νερού, κατά παράβαση του ΚΕΦ. 350, Άρθρο 41 των ΚΔΠ 505/2001, Κανονισμών 2, Α(2) και 23, των Άρθρων 2, 7, 21, 23, 32 και 33 των περί Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας Κανονισμών του 2013 και του άρθρου 20 του ΚΕΦ. 154.  Ένοχος για την ίδια κατηγορία κρίθηκε και ο κατηγορούμενος 1 ως ενοικιαστής/εγγεγραμμένος καταναλωτής στο υποστατικό.  Κατ΄ ακολουθίαν τούτου το Δικαστήριο επέβαλε πρόστιμο €100 σε έκαστο των κατηγορουμένων και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο εφεσείων-κατηγορούμενος 2 και κατηγορούμενος 1, πληρώσουν στους εφεσίβλητους το ποσό των €2.685,10 που αφορά τα επίδικα τέλη κατανάλωσης νερού, πλέον τα έξοδα της διαδικασίας κατά το 1/2 έκαστος.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προωθώντας συνολικά πέντε λόγους έφεσης εναντίον της καταδικαστικής απόφασης και ένα λόγο εναντίον της ποινής.  Πρωτοδίκως ό,τι εισήχθη επί της ουσίας προς υπεράσπιση του εφεσείοντος - ο  οποίος σημειωτέον δεν αμφισβήτησε, όπως δηλώθηκε από το συνήγορο του και κατ΄ έφεση την κατανάλωση - στηρίχθηκε σε δύο άξονες: Επειδή ο ίδιος δεν ήταν  κατά τον ουσιώδη χρόνο καταναλωτής και δεν γνώριζε ότι είχε μεταβιβαστεί ο λογαριασμός του νερού στο όνομα του κατηγορουμένου 1, η Κατηγορούσα Αρχή, είχε υποχρέωση να αναζητήσει τον τελευταίο, που είχε εγκαταλείψει το υποστατικό αφήνοντας απλήρωτο το λογαριασμό του νερού, πριν στραφεί εναντίον του ιδίου. 

 

Επί του διαδικαστικού προβλήθηκε ουσιαστικό μειονέκτημα του κατηγορητηρίου το οποίο επηρέαζε την εγκυρότητα του: Ενώ στην έκθεση της κατηγορίας περιλαμβάνονται μόνο οι Κανονισμοί του 2013, το Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τους Κανονισμούς του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας του 2009, ΚΔΠ 407/09, για να καταδικάσει τον εφεσείοντα.

 

Το Δικαστήριο στη βάση της αποδεκτής ενώπιον του μαρτυρίας και των ευρημάτων του, απορρίπτοντας τις υπερασπιστικές θέσεις και αιτιάσεις του συνηγόρου του, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Στέφομαι να εξετάσω την ενδεχόμενη ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου 2 ο οποίος είναι αντιμέτωπος με αντίστοιχη κατηγορία, υπό την ιδιότητα όμως του ως ιδιοκτήτης του υποστατικού.

 

Σχετικός είναι ο κανονισμός 7(3) της Κ.Δ.Π. 83/2013, οι πρόνοιες της οποίας είναι πανομοιότυπες με τις αντίστοιχες πρόνοιες του κανονισμού 7(3) της Κ.Δ.Π. 407/2009 που ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο.  Η εν λόγω διάταξη προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι:

 

«Εάν καταναλωτής που δεν είναι ιδιοκτήτης υποστατικού εγκαταλείψει αυτό χωρίς να εξοφλήσει οποιοδήποτε υπόλοιπο λογαριασμού, ο ιδιοκτήτης του υποστατικού είναι αλληλέγγυα υπεύθυνος και υπόχρεος για την πληρωμή οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού, περιλαμβανομένων πρόσθετων τελών, πέρα της εγγύησης του καταναλωτή.»

 

Η ερμηνεία της πιο πάνω διάταξης δεν αφήνει οποιαδήποτε ασάφεια ή περιθώριο άλλης κατάληξης για το Δικαστήριο παρά το ότι ο κατηγορούμενος 2 είναι συνυπεύθυνος και συν-υπόχρεος για την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού.

 

Η παράλειψη του κατηγορούμενου 2, ως ιδιοκτήτη, να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό, συνιστά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 40(3) Κεφ. 350 και κανονισμού 32(1) της ΚΔΠ 83/2013 και αντίστοιχου κανονισμού 30(1) της ΚΔΠ 407/2009.

 

Το ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν γνώριζε για τη μεταβίβαση του λογαριασμού στο όνομα του κατηγορούμενου 1 δεν συνιστά υπεράσπιση η οποία να αναγνωρίζεται από το Νόμο ή τους Κανονισμούς.  Σημειώνω ότι η διατύπωση των σχετικών Κανονισμών δεν περιέχει οποιαδήποτε αναφορά σε γνώση, συγκατάθεση ή αποδοχή ή οποιαδήποτε άλλη πνευματική διεργασία από μέρους του ιδιοκτήτη του υποστατικού.  Αυτό, λαμβάνοντας υπόψη και τη ρυθμιστική φύση των Κανονισμών, παραπέμπει σε αδίκημα αυστηρής ποινικής ευθύνης.»[1]

 

Θεωρούμε απαραίτητο να προτάξουμε και να τονίσουμε εξ υπαρχής ό,τι θεωρούμε θέλει να αγνοεί ο συνήγορος υπεράσπισης, τις λεπτομέρειες της παράνομης πράξης σε συνάρτηση με την κατηγορία: «Ο κατηγορούμενος 2 κατά ή περί τον Ιανουάριο του 2013 ή/και προγενέστερα στην επαρχία Λάρνακας παρέλειψε να εξοφλήσει τον λογαριασμό κατανάλωσης νερού με αριθμό 1101958 εκ €2.685,10 κατά την τελευταία ημερομηνία πληρωμής στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (Σ.Υ.Λ.) σε σχέση με  υποστατικό που βρισκόταν επί της οδού Χαλκιδικής 1, Κατ. 1, στην Πύλα, ΤΚ 7081 και του οποίου ήταν ιδιοκτήτης.»  Λεπτομέρειες που θεμελίωναν, όπως και η αποδεκτή μαρτυρία κατέδειξε, χρέωση για κατανάλωση νερού για εν λόγω υποστατικό η οποία αποκρυσταλλώθηκε και κατέστη πληρωτέα όπως βεβαιώθηκε και από την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, (ΜΚ2 και ΜΚ1) και τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμήρια 2-7 «κατά την τελευταία ημερομηνία πληρωμής».  Επρόκειτο για συνολικές οφειλές για κατανάλωση νερού στο εν λόγω υποστατικό προ της 25.8.2012, οπότε βρίσκονταν σε ισχύ οι Κανονισμοί του 2009, ενώ κατά τον χρόνο καταχώρισης του κατηγορητηρίου ίσχυαν οι Κανονισμοί του 2013. 

 

Η παράλειψη εξόφλησης λογαριασμού κατανάλωσης νερού ποινικοποιείται δυνάμει του ουσιαστικού Νόμου, άρθρα 40(3)[2] και 41[3]  ΚΕΦ. 350.

 

Τόσο ο καταργηθείς κανονισμός, ΚΔΠ 407/09 κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος, όσο και ο ισχύων ΚΔΠ 83/13 κατά  τον χρόνο εκδίκασης, περιέχουν ταυτόσημη διάταξη ως προς την ποινική ευθύνη του ιδιοκτήτη-εφεσείοντος σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης, «Εγγύηση πληρωμής λογαριασμού» και παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία για έκδοση διατάγματος πληρωμής δικαιωμάτων ή τελών που δεν πληρώθηκαν, Κ.7(3)[4].

 

Η παράλειψη συμπερίληψης είτε του άρθρου 40(3), είτε και των  Κανονισμών (ΚΔΠ 407/2009) συνιστούσε απλώς τυπικό ελάττωμα ή μειονέκτημα (formal defect) το οποίο δεν επηρέασε την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου (Κ.Ο.Τ. ν. Σωφρονίου (2008) 2 Α.Α.Δ. 308, 806).  Οι αιτιάσεις του συνηγόρου περί αναδρομικής εφαρμογής του Κανονισμού ή καταδίκης στην απουσία νομοθετικής διάταξης εφόσον, ως θεωρεί, δια της κατάργησης των Κανονισμών του 2009 δημιουργήθηκε νομοθετικό κενό, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. 

 

Μόνη πηγή γνώσης των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος είναι το κατηγορητήριο και τίποτε άλλο, Σάββα Σάββα ν. Δήμου Πάφου (2011) 2 Α.Α.Δ. 396 και τη Μαρκίδη ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1999) 2 Α.Α.Δ. 598, στην οποία αναφέρθηκαν και τα εξής:

 

«Η παράλειψη συμπερίληψης οποιουδήποτε άρθρου του νόμου σχετικού προς τη στοιχειοθέτηση και οριοθέτηση του αδικήματος δεν επάγεται την ακυρότητα της κατηγορίας όπως ρητά ορίζεται  από την επιφύλαξη του άρθρου 39 του Κεφ. 155.  Μόνο όπου εμφαίνεται ότι ο κατηγορούμενος περιπλανήθηκε από το λάθος στη διατύπωση της κατηγορίας δικαιολογείται τέτοιο συμπέρασμα.»

 

Από την ανωτέρω παράθεση της κατηγορίας και των λεπτομερειών του αδικήματος προκύπτει ότι οι λεπτομέρειες διατυπώθηκαν με φραστική σαφήνεια, άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, προσδιορίζοντας τα ουσιώδη στοιχεία που το συνιστούν, (Rbeiz (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 776), παρέχοντας συνάμα στον εφεσείοντα σαφή και πλήρη αντίληψη του πλαισίου της κατηγορίας. 

 

Ο εφεσείων υπερασπίστηκε εαυτόν αποτελεσματικά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να αντικρούσει, να καταρρίψει τη μαρτυρία ή και την εκ του Νόμου εξουσία του εφεσίβλητου κατά τρόπο που τα συνταγματικά του δικαιώματα διασφαλίστηκαν πλήρως (Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος) πορεία που αποτυπώνει ότι έτυχε μιας καθόλα δίκαιης δίκης (A. Panayides Contracting Ltd v. Charalambous (2004) 1 A.A.Δ. 415). 

 

Ο εφεσείων θεωρεί ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα πληρωμής εναντίον του καθότι δεν αποδείχθηκε σύνδεση μεταξύ του Κατηγορούμενου 1 ως καταναλωτή-ενοικιαστή του υποστατικού και του ίδιου ως ιδιοκτήτη: ο ίδιος αγνοούσε ότι ο πρώτος είχε στην κατοχή του το υποστατικό ή ότι είχε εγγραφεί ως καταναλωτής για σκοπούς κατανάλωσης νερού.

 

Η ερμηνεία που θέλει να αποδώσει στον εν λόγω κανονισμό ο συνήγορος του εφεσείοντος και να εναποθέσει στην Κατηγορούσα Αρχή την υποχρέωση να αναζητήσει τον ενοικιαστή, ο οποίος εγκατέλειψε το υποστατικό αφήνοντας απλήρωτο λογαριασμό, έρχεται σε αντίθεση με τη γραμματική ερμηνεία αλλά και με το σκοπό του Νόμου.  Ο συνήγορος προσπαθεί να εισάξει στον Κανονισμό, όρο ή προϋπόθεση την οποία δεν ηθέλησε ο νομοθέτης.  Ό,τι ορίζει την υποχρέωση της Αρχής εξαντλείται στην επιφύλαξη του Κ. 7(3).[5]

 

Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος ότι η Κατηγορούσα Αρχή στη βάση των ανωτέρω απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ή ότι η μαρτυρία εμπεριείχε κενά και θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες στο Δικαστήριο, δεν ευσταθούν.  Επί τούτου δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο από το να υιοθετήσουμε την καθόλα ορθή προσέγγιση του Δικαστηρίου επί τούτου:

 

«(α) Ο κατηγορούμενος 2 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ένας εκ των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών του ακινήτου στο οποίο βρίσκεται το επίδικο υποστατικό.  Υπέβαλε δε στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας την αίτηση για παροχή νερού στις 30.06.89, Τεκμήριο 3, δυνάμει της οποίας το επίδικο υποστατικό ενώθηκε με το δίκτυο του Συμβουλίου.

 

(β) Το 2006 ο κατηγορούμενος 2, ως ιδιοκτήτης, υπέγραψε ενοικιαστήριο έγγραφο για το επίδικο υποστατικό με τον Νίκο Μιτσιγιώρκη, ως ενοικιαστή (Τεκμήριο 11).

 

(γ) Στις 20.4.2012, ο κατηγορούμενος 1 προσήλθε στα γραφεία του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας και αιτήθηκε την μεταβίβαση του λογαριασμού στο όνομα του, ως καταναλωτή.  Κατέβαλε σχετικά ως εγγύηση πληρωμής του λογαριασμού, ποσό ύψους €85.  Ακολούθησε η μεταβίβαση και εγγραφή του ως καταναλωτή στο επίδικο υποστατικό.

 

(δ) Οι καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήρια 9 και 10) αποτυπώνουν τα στοιχεία που αφορούν την κατανάλωση νερού στο υποστατικό για την περίοδο από 1.2010 μέχρι 4.2012.

 

(ε) Το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, εξέδωσε το τιμολόγιο, Τεκμήριο 4, σύμφωνα με το οποίο υπήρχε οφειλή αναφορικά με την κατανάλωση νερού στο υποστατικό ύψους €2.804,27.  Το τιμολόγιο αφορούσε την περίοδο από 25.08.12 μέχρι 23.11.12 και το οφειλόμενο ποσό έπρεπε να καταβληθεί μέχρι 09.01.2013.  Στο εν λόγω ποσό περιλαμβανόταν ποσό καθυστερήσεων ύψους €2.528,75.

 

(ζ) Στις 26.07.12 το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας απέκοψε την παροχή νερού στο υποστατικό λόγω παράλειψης πληρωμής οφειλόμενων ποσών.  Η παροχή επανασυνδέθηκε στις 03.08.12 κατόπιν αίτησης του κατηγορούμενου 1 και αφού αυτός πλήρωσε το σχετικό τέλος επανασύνδεσης (Τεκμήριο 8).

 

(στ) Ένεκα του ότι το τιμολόγιο Τεκμήριο 4 δεν εξοφλήθηκε, το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας προχώρησε με κατάσχεση του ποσού που ο κατηγορούμενος 1 είχε καταβάλει ως εγγύηση και πίστωσε το εν λόγω ποσό έναντι του ποσού του τιμολογίου.  Μετά την αφαίρεση και άλλων ποσών που πληρώθηκαν έναντι του λογαριασμού, το Συμβούλιο προχώρησε σε έκδοση νέου τιμολογίου, Τεκμήριο 7, για το υπόλοιπο ποσό, ήτοι για €2.685,10.

 

(ζ) κανένα ποσό δεν έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα έναντι του τιμολογίου, Τεκμήριο 7.»

 

Κατάληξη που συμπληρώνεται με την ακόλουθη παρατήρηση:

 

«Επιπρόσθετα, οι αναφορές του κατηγορούμενου 2 σε πρόνοιες του ενοικιαστηρίου συμβολαίου που είχε συνάψει με τον κ. Νίκο Μιτσιγιώρκη (Τεκμήριο 11) ότι δεν επιτρεπόταν η παροχή άδειας χρήσης ή παράδοση κατοχής του υποστατικού σε τρίτο πρόσωπο ενδεχομένως να δίδουν το δικαίωμα στον κατηγορούμενο 2 να εγείρει αξιώσεις εναντίον του προσώπου αυτού σε αστική διαδικασία.  Σε κάθε περίπτωση όμως δεν συνιστούν υπεράσπιση σε αυτή την ποινική υπόθεση.»

 

 

Διαπιστωθείσης της ύπαρξης των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, της υποχρέωσης καταβολής του καθορισμένου τέλους κατά παράβαση του Κ.7 του 2009 και της παράλειψης εκπλήρωσης της πληρωμής του οφειλομένου ποσού, ορθή είναι υπό τας περιστάσεις η κατάληξη του Δικαστηρίου περί ενοχής του εφεσείοντος.[6] 

 

Ορθή θεωρούμε εν κατακλείδι την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ήταν αναρμόδιο να εξετάσει την νομιμότητα της απόφασης επιβολής τέλους κατανάλωσης υδατοπρομήθειας και να θεωρήσει την οφειλή δεδομένη (Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας ν. Esso Cyprus Inc(2000) 3 A.A.Δ. 167), εν όψει της ανυπαρξίας αμφισβήτησης της επιβολής τέλους ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Η εξουσία του ποινικού Δικαστηρίου δεν επεκτείνεται στην αμφισβήτηση διοικητικών ζητημάτων που εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

 

Με δεδομένο ότι ο διαχωρισμός της αναθεωρητικής και ποινικής διαδικασίας είναι νομολογιακά διακηρυγμένος[7] οριστικοποιήθηκε η υποχρέωση του εφεσείοντος, κατά τα θέσμια του διοικητικού δικαίου, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση για τη γένεση της ποινικής του ευθύνης, και την παράλειψη του να συμμορφωθεί καταβάλλοντας τα τέλη κατανάλωσης (Police v. Kyriakides (1988) 2 C.L.R. 172). 

 

Ορθά και επί τούτου παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ρυθμιστική

φύση των Κανονισμών παραπέμπει σε αδίκημα αυστηρής ποινικής ευθύνης (Aestas Trading Ltd κ.α. ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Ποιν. Εφ. Αρ. 78/14 και 79/14, 3.9.2015).

 

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ορθά το Δικαστήριο ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται εκ του Νόμου ανωτέρω και της κανονιστικής διάταξης εξέδωσε διάταγμα πληρωμής αναφορικά και με τον εφεσείοντα. 

 

Ο συναφής λόγος έφεσης κατά της ποινής, στο μέρος που αφορά στην έκδοση διατάγματος πληρωμής του οφειλόμενου ποσού, εξέρχεται της εξουσίας του Εφετείου και δεν μας παρέχεται περιθώριο για εξέταση του: η εν λόγω διαταγή δεν συνιστά ποινή (Savvas Raftis & Co Ltd and another v. Minicipality of Paphos (1982) 2 C.L.R. 1) ή τιμωρία του παραβάτη-εφεσείοντος αλλά το μέσο προς συμμόρφωση του με το σχετικό Νόμο και τους Κανονισμούς (Antoniades v. The Police (1964) C.L.R. 139, Michaelides v. The Police (1965) 2 C.L.R. 16, The Attorney-General v. Herodotou (1969) 2 C.L.R. 10 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πατσαλίδη (1996) 2 A.Α.Δ. 287). 

 

Οι δε αιτιάσεις περί εσφαλμένης επιβολής ποινής προστίμου και επιδίκασης εξόδων εναντίον του εφεσείοντος συναρτώνται με τον ήδη απορριφθέντα λόγο περί λανθασμένης καταδίκης του εφεσείοντος, οπότε και απορρίπτονται χωρίς άλλη συζήτηση, εφόσον ο συναφής λόγος δεν πλήττει ευθέως το έκδηλα υπερβολικό του επιβληθέντος προστίμου, αλλά συναρτάται με εξωγενείς και άγνωστους στο δικαϊκό μας σύστημα παράγοντες: «άδικη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία της ποινικής δίκης», παράμετροι που θα νοηματοδοτούνταν μόνο σε περίπτωση που ενώ ο κατηγορούμενος αθωώθηκε επιβαρύνθηκε με έξοδα. 

 

Η χρηματική ποινή που επέβαλε το Δικαστήριο και ο τρόπος καταμερισμού της κατά το 1/2 έκαστος κατηγορούμενος, υπό τις περιστάσεις κρίνεται αρμόζουσα, η δε μεταχείριση του εφεσείοντος καθόλα δίκαιη.

Στην παρούσα περίπτωση αναλώθηκε από το δικηγόρο που χειρίστηκε την υπόθεση χρόνος μεγαλύτερος απ΄ ότι επέτρεπε και επέβαλλε θεωρούμε η φύση της υπόθεσης, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση.

 

Θεωρούμε ότι η υποχρέωση του δικηγόρου, τόσο έναντι του εντολέα του όσο και έναντι του Δικαστηρίου, Καν. 7 του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγόρων[8], παραμένει σε όλα τα στάδια και τέτοιες πρακτικές θα πρέπει να αποφεύγονται, ώστε να μην κατασπαταλείται πολύτιμος δικαστικός χρόνος και χρήμα, εν όψει μάλιστα και του επιβαρυμένου προγράμματος και των καθυστερήσεων που παρατηρούνται στα πρωτόδικα Δικαστήρια. 

 

Πιστεύουμε ότι είναι η κατάλληλη περίπτωση να επαναφέρουμε στο προσκήνιο το πρόβλημα που παρατηρείται, με αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια και να εκφράσουμε την απαρέσκεια μας για την τακτική που ακολουθείται, να προωθούνται πλείστες υποθέσεις σε ακρόαση και στη συνέχεια στην έφεση, με όλα τα ζητήματα υπό αμφισβήτηση, ενώ η έκβαση της υπόθεσης θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων λογικά αναμενόμενη από διαδίκους και δικηγόρους.  Ανεπιθύμητη τακτική, που δεν εξυπηρετεί κανένα καλό σκοπό.  Ούτε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης ή του διαδίκου.  «Το Εφετείο υφίσταται αποκλειστικά για να διορθώνει έκδηλα λάθη και να αναπτύσσει και αποσαφηνίζει το δίκαιο.  Δεν υφίσταται για να δίδει σε απογοητευμένους διάδικους μια δεύτερη ευκαιρία», τακτική που δεν συμβάλλει στο πρωταρχικό σκοπό του Εφετείου  «.να διατηρεί τα υψηλότερα κατά το δυνατό επίπεδα στην εργασία του ως προς την επαγγελματική ικανότητα» (Halil v. Κλεάνθους κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 739, Ηλία ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 454 και Shail v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 137/14, 8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B338).

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος. 

 

 

                                                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

/φκ



[1] James Peter v. Δήμου Αγίου Αθνασίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 612, Hailis v. The Police (1982) 2 C.L.R. 99, Sea Island and Tours Ltd κ.α. ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1995) 2 Α.Α.Δ. 196.

 

[2] «40(3) Όποιος παραβαίνει οποιοδήποτε από τους  Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (1), είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500,00).»

 

[3] «41. Όποτε πρόσωπο καταδικάζεται για αδίκημα κατά παράβαση του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει αυτού, το Δικαστήριο που δικάζει το αδίκημα, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη τιμωρία ήθελε θεωρήσει ορθό να επιβάλει στο πρόσωπο αυτό, διατάζει το πρόσωπο αυτό να πληρώσει οποιαδήποτε δικαιώματα ή επιβαρύνσεις που οφείλονται σχετικά με το θέμα με το οποίο σχετίζεται το αδίκημα.»

[4] «7(3) Εάν καταναλωτής, που δεν είναι ιδιοκτήτης υποστατικού, εγκαταλείψει αυτό χωρίς να εξοφλήσει οποιοδήποτε υπόλοιπο λογαριασμού, ο ιδιοκτήτης του υποστατικού είναι αλληλέγγυα υπεύθυνος και υπόχρεος για την πληρωμή οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού, περιλαμβανομένων πρόσθετων τελών, πέραν της εγγύησης του καταναλωτή»

[5] «Νοείται ότι, η παράλειψη του καταναλωτή να προσέλθει στο συμβούλιο για την πλήρη εξόφληση του λογαριασμού του, εντός εύλογης προθεσμίας που του τάσσεται από το Συμβούλιο με την τοιχοκόλληση σχετικής ειδοποίησης στο υποστατικό, μετά την αποκοπή της υδατοπρομήθειας, συνιστά εγκατάλειψη για σκοπούς της παρούσας παραγράφου.»

[6] James Peter (ανωτέρω).

[7] Α.Π. (Μηλιώτης) Ακίνητα Λτδ κ.α. v Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 12 ((Βλ. επίσης Συνεργατικόν Ταμιευτήριον Λεμεσού Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1994) 2 Α.Α.Δ. 145, Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 453 και Λανίτη Λτδ και άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225).

 

 

[8] «7. Ο δικηγόρος έχει υποχρέωση να ανταποκρίνεται στο ρόλο και στην αποστολή του η οποία του δημιουργεί καθήκοντα και πολλαπλές υποχρεώσεις απέναντι: Καθήκον προς τα Δικαστήρια, πελάτη κ.τ.λ. (i) στα Δικαστήρια (ii) στον πελάτη (iii) στις αρχές ενώπιον των οποίων ο δικηγόρος παρίσταται ή εκπροσωπεί τον πελάτη του (iv) στο επάγγελμα και κάθε συνάδελφο .»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο