ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B199
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 76/2017)
26 Απριλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
VASILE BISTRICEANU,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Πασιαρδή (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε κατηγορία ανθρωποκτονίας, εδραζόμενη στο άρθρο 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, την 31.10.2016 στη Λευκωσία επέφερε το θάνατο της Galina Glavan με παράνομη πράξη, ήτοι ρίχνοντας, στις 15.10.2016, στο πρόσωπο και στο σώμα της, καυστική σόδα. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 16 ετών, το ύψος της οποίας συνιστά και το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης. Τίθεται ουσιαστικά, ότι είναι έκδηλα υπερβολική, δεν συνάδει με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, εν πάση περιπτώσει, είναι δυσανάλογη του εγκλήματος που διέπραξε ο Εφεσείων.
Παραθέτουμε σύνοψη των κρίσιμων για την υπόθεση γεγονότων, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας:
Το θύμα, 53 ετών, τέως από τη Ρουμανία, διατηρούσε δεσμό με τον Εφεσείοντα μέχρι και τον Σεπτέμβρη του 2016, οπόταν και χώρισαν λόγω των πολλών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Παρά ταύτα, η αποβιώσασα διατηρούσε επαφή με τον Εφεσείοντα, στον οποίο επέτρεπε να επισκέπτεται το διαμέρισμά της, όπου και διέμενε με τον γιό της, 18 ετών, προκειμένου να τρώει, να κάνει μπάνιο και να πλένει τα ρούχα του, αφού ο Εφεσείων κατοικούσε σε ακατοίκητη εγκαταλελειμμένη οικία, ακριβώς δίπλα από την πολυκατοικία που διέμενε το θύμα. Περί τις 02:00 της 15.10.2016, ο γιός της αποβιωσάσης κοιμόταν στο σαλόνι του διαμερίσματος μαζί με φίλο του που τον είχε επισκεφθεί. Ξύπνησαν από τις φωνές της αποβιωσάσης και ο γιός της έτρεξε στο υπνοδωμάτιό της, άναψε το φως και είδε τη μητέρα του να στέκεται, να βγάζει την μπλούζα που φορούσε και το δέρμα της να καίγεται. Η αποβιώσασα του ανέφερε να μην την ακουμπήσει και να της φέρει νερό. Γέμισε ένα κουβά με νερό και το έριξε πάνω στο κεφάλι της, αλλά αυτή του είπε να μην της ρίξει άλλο γιατί καιγόταν περισσότερο. Εμεινε ακίνητη και έκλαιγε συνεχώς, φωνάζοντας βοήθεια, ενώ το πρόσωπό της έλιωνε. Μέλη της Αστυνομίας που κατέφθασαν στη σκηνή διαπίστωσαν ότι η αποβιώσασα έφερε σοβαρά εγκαύματα στο πρόσωπο και στο σώμα, ούρλιαζε από τον πόνο και δεν ήταν σε θέση να τους πληροφορήσει τι είχε συμβεί. Λίγο αργότερα, όταν αφίχθηκε ασθενοφόρο, η αποβιώσασα ανέφερε ότι ενώ κοιμόταν της έριξαν μια ουσία χωρίς να γνωρίζει τι ήταν. Δεν είδε τον δράστη, αλλά πίστευε ότι το έκανε ο φίλος της Vasile, ο Εφεσείοντας. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου της χορηγήθηκε οξυγόνο, διασωληνώθηκε και ακολούθως οδηγήθηκε στο χειρουργείο. Διαπιστώθηκε ότι έφερε χημικά εγκαύματα σοβαρού βαθμού στο 50% της επιφάνειας του σώματός της. Πιο συγκεκριμένα, εγκαύματα στο πρόσωπο, στο τριχωτό της κεφαλής, στα γεννητικά όργανα, στην κοιλιακή χώρα, στη γλώσσα και στο θώρακα. Ακολούθησε μια μακρά και επίπονη ιατρική προσπάθεια θεραπείας του θύματος, πλην όμως, στις 31.10.2016 και μετά από συνολικά 16 ημέρες νοσηλείας, επήλθε ο θάνατος στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου.
Στο μεσοδιάστημα, η Αστυνομία είχε ξεκινήσει έρευνες προς εντοπισμό του δράστη. Εντοπίστηκε ο Εφεσείων να περπατά στο δρόμο πίσω από την πολυκατοικία όπου διέμενε η αποβιώσασα και μύριζε αλκοόλ. Αρνήθηκε αρχικά οποιαδήποτε ανάμειξη στο αποτρόπαιο έγκλημα, επιχειρώντας να παρουσιάσει τις σχέσεις του με την αποβιώσασα ως καλές και προβάλλοντας ψευδές άλλοθι ως προς τις κινήσεις του. Μέρες αργότερα, στις 22.10.2016, μετά από έρευνα που έλαβε χώρα στον μέρος όπου διέμενε, εντοπίστηκε σε τσάντα άσπρη ουσία σε μορφή σκόνης. Ακολούθησε λήψη περαιτέρω ανακριτικών καταθέσεων από τον Εφεσείοντα και τελικά, στις 26.10.2016 και αφού προηγουμένως επιστημονικές εξετάσεις οδήγησαν σε ταύτιση καυστικής ουσίας που εντοπίστηκε στο παντελόνι και τα παπούτσια του Εφεσείοντα με την ουσία που κατέκαυσε την αποβιώσασα, ο Εφεσείοντας παραδέχτηκε τη διάπραξη του εγκλήματος. Ηταν, σε γενικές γραμμές, η θέση του ότι, τη νύχτα της 14ης Οκτωβρίου, τσακώθηκε με την αποβιώσασα, διότι η τελευταία διατηρούσε δεσμό με άλλο πρόσωπο. Γύρω στις 21:30 - 22:00 της ίδιας νύχτας ο Εφεσείοντας είδε ένα άντρα να μπαίνει στο διαμέρισμα της αποβιώσασας. Τότε ένιωσε να «τρελαίνεται», κατανάλωσε μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και επέστρεψε στο σπίτι όπου διέμενε. Θυμήθηκε ότι είχε στην κατοχή του μια τσάντα, την οποία βρήκε σε προηγούμενη μέρα στο δρόμο, που περιείχε μια ουσία που έμοιαζε με αλάτι και είχε, ακολούθως, διαπιστώσει, όταν έχυσε μπύρα στην ουσία αυτή, ότι έβραζε και έβγαζε καπνό. Ετσι την πήρε, θεωρώντας την χρήσιμη και προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει για τη διάνοιξη σωλήνων στο διαμέρισμα της αποβιωσάσης που είχαν πρόβλημα. Τα ξημερώματα λοιπόν της 15ης Οκτωβρίου, αφού άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας σε ένα κουβά, έριξε νερό και το ανακάτεψε με ένα κομμάτι ξύλο. Πήρε τον κουβά που περιείχε το χημικό μείγμα που έφτιαξε, ανέβηκε πάνω στο διαμέρισμα της αποβιωσάσης και από την ανοικτή μπαλκονόπορτα εισήλθε στο υπνοδωμάτιό της. Πέταξε το περιεχόμενο του κουβά πάνω στην αποβιώσασα, η οποία την ώρα εκείνη κοιμόταν στο κρεβάτι της και έφυγε.
Όπως ήδη λέχθηκε, προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Αναπτύσσοντας ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, εισηγήθηκε - οφείλουμε να καταγράψουμε με πολύ δισταγμό - ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους επιβαρυντικούς παράγοντες, εκμηδενίζοντας και εξουδετερώνοντας ελαφρυντικούς παράγοντες που δικαιολογούσαν μείωση της ποινής. Ως τέτοιους προέβαλε το λευκό μητρώο του Εφεσείοντα, την παραδοχή του στο Δικαστήριο, την κατάσταση μέθης στην οποία βρισκόταν κατά τον επίδικο χρόνο, καθώς επίσης και την ψυχολογική κατάσταση υπό την οποία τελούσε, διαπιστώνοντας ότι το θύμα διατηρούσε σχέσεις με άλλο πρόσωπο.
Στην πολύ πρόσφατη απόφασή μας Θωμάς Πισσάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 229/2016, ημερ. 14 Μαρτίου 2018, ECLI:CY:AD:2018:B114, υπενθυμίσαμε τις αρχές που διέπουν το ζήτημα ενεργοποίησης της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, με αναφορά στα λεχθέντα στην Ρίκκος Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/17 κ.α., ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465:
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Στέλιος Μαυρολούκα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφεση 212/2013, ημερ. 5.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:B73, λέχθηκαν τα ακόλουθα προς καθοδήγηση των πρωτόδικων Δικαστηρίων κατά την πορεία επιβολής της ποινής:
«Προτού ολοκληρώσουμε, κρίνουμε σκόπιμο, για σκοπούς μελλοντικής καθοδήγησης, να σημειώσουμε τα ακόλουθα: Το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε στην απόφαση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ, 123, 130-131, προκειμένου να καταλήξει ότι προηγούμενη νομολογία ως προς το ύψος της ποινής δεν παρέχει πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση, λόγω έλλειψης ταυτοσημίας. Προχώρησε δε στην επιβολή ποινής φυλάκισης 15 ετών στον εφεσείοντα χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενες, παρόμοιας έστω μορφής, υποθέσεις. Δεν διαφωνούμε ως προς το ότι είναι, κατά κανόνα, αδύνατο να εντοπισθεί προηγούμενη νομολογία η οποία να ταυτίζεται απόλυτα με τις ουσιαστικές πτυχές και τις προσωπικές περιστάσεις κατηγορούμενου, σε κατοπινή υπόθεση. Επίκληση, όμως, προηγηθείσας νομολογιακής προσέγγισης είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση εντοπισμού ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Καταληκτικά, δεν είναι χωρίς σημασία να τονίσουμε ότι η παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας και ακόμη περισσότερο όπου η φυλάκιση είναι μακροχρόνια, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιαδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, το Κακουργιοδικείο, στα πλαίσια επιμέτρησης της ποινής, τόνισε τη σοβαρότητα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με αναφορά στη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή, που είναι η διά βίου φυλάκιση. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη αναφερθεί, η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεσή της μέγιστο έγκλημα. Τα δικαστήρια δεσμεύονται με ανάλογο καθήκον προστασίας της ανθρώπινης ζωής και περιφρούρησής της, απόρροια του οποίου είναι η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία κάθε φονικής πράξης (Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556).
Το Κακουργιοδικείο, δεν παρέλειψε επίσης, στην υποδειγματική επί της ποινής απόφασή του, να σημειώσει ότι η ανθρωποκτονία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς με ανάλογες διακυμάνσεις ως προς την τιμωρία των δραστών και να επισημάνει ότι, όπως η νομολογία επιτάσσει, εκείνο το οποίο προβάλλει ως καθοριστικό για την ποινή είναι τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Οπου τα γεγονότα οδηγούν στην κατάταξη ανθρωποκτονίας κινούμενης στο μεταίχμιο του φόνου εκ προμελέτης, δικαιολογείται ποινή πολυετούς φυλάκισης, 15 ή περισσοτέρων ετών (Philippou v. Republic (1983) 2 CLR 245, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 ΑΑΔ 603).
Ο τρόπος εκτέλεσης του εγκλήματος είναι στοιχείο που επίσης προσμετράται ως αποκαλυπτικό της σοβαρότητας του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας. Όπως ορθά επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, η μέθοδος την οποία επέλεξε ο Εφεσείων επέφερε τρομερό σωματικό και ψυχικό πόνο στο θύμα, αλλά και στα πρόσωπα που αντίκρυσαν το πρόσωπο της αποβιωσάσης να λιώνει, ιδιαίτερα βεβαίως στο ίδιο το παιδί της. Δεν θα μπορούσε επίσης να παραβλεφθεί ότι η αποβιώσασα έζησε ένα συνεχές και αβάσταχτο μαρτύριο για δύο περίπου εβδομάδες προτού καταλήξει.
Δεν συμφωνούμε με τις προσεγγίσεις του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής στάθμισε ακριβοδίκαια όλα τα σχετικά με την επιβολή ποινής δεδομένα και παρέθεσε προηγούμενη νομολογία προς καθορισμό του γενικότερου μέτρου ή πλαισίου της τιμωρίας. Δεν παρέβλεψε σε καμία περίπτωση τους ελαφρυντικούς παράγοντες. Αντιθέτως, τους συνεκτίμησε με παραπομπή στη σχετική επί του κάθε ελαφρυντικού παράγοντα νομολογία. Σημείωσε την ψυχολογική κατάσταση που βρισκόταν ο Εφεσείων, και, ορθά τη συνεκτίμησε, διαχωρίζοντας την υπό κρίση υπόθεση από τις περιπτώσεις ψυχρής εγκληματικής δράσης. Η αποδυνάμωση των μηχανισμών αυτοελέγχου του Εφεσείοντα συνεπεία της συναισθηματικής του φόρτισης, καθώς επίσης και το γεγονός ότι βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλης, προσμετρήθηκαν ανάλογα και υπό το πρίσμα της επί του θέματος νομολογίας (Ιωάννου (ανωτέρω), Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 417 και Μελανίτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 309). Η παραδοχή επίσης λήφθηκε υπόψη, συνυπολογιζόμενη όμως, ορθά, με την όλη στάση που κράτησε ο Εφεσείοντας κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης, όταν για μέρες ολόκληρες αρνείτο την όποια συμμετοχή του στο έγκλημα.
Ολοκληρώνοντας, για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι στην υπό κρίση περίπτωση βρισκόμαστε αντιμέτωποι με επιβολή έκδηλα υπερβολικής ποινής. Όλα τα δεδομένα συνεκτιμήθηκαν στο σωστό πλαίσιό τους και ορθά εφαρμόστηκαν τα νομολογιακά καθορισμένα κριτήρια, τα οποία και οδήγησαν στην αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή.
Η σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς για την οποία κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή ο Εφεσείων και των γεγονότων που την περιέβαλλαν, ιδίως του απάνθρωπου και φοβερού τρόπου εκτέλεσης του εγκλήματος, δικαιολογούσαν απόλυτα την κατάληξη του Κακουργιοδικείου για επιβολή της ποινής φυλάκισης των 16 ετών.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.