ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109
Πάμπακα & άλλος ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 487
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Γ. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355
Ζυπιτής Κώστας και Άλλος ν. Αστυνομίας και Άλλου (2003) 2 ΑΑΔ 220
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161
Ηλιάδη Μαρία ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 412
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αντώνη Χαραλαμπίδη (2009) 2 ΑΑΔ 537
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686
Παντέλα Κυριάκος ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κωνσταντίνου Κουκκίδη (2013) 2 ΑΑΔ 191
Νικολάου Μενέλαος ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 103, ECLI:CY:AD:2015:B205
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ v. Μ. Ι. ΜΙΧΑΗΛ, Ποινική Έφεση Αρ. 78/2019, 15/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B352
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ν. ΒΡΥΩΝΗΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 92/2017, 93/2017, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B336
ECLI:CY:AD:2018:B176
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 168/2016)
19 Απριλίου, 2018
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εφεσίβλητος
---------
Κ. Χατζηκωνσταντίνου (κα) με Μ. Κουτσόφτα εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 μηνών με τριετή αναστολή, στέρηση του δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας για 12 μήνες και 6 βαθμούς ποινής, για την πρόκληση του θανάτου της Μ.Κ. (στο εξής το θύμα) λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης (άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα). Παρά την ετυμηγορία του Δικαστηρίου περί ενοχής του και στην κατηγορία της οδήγησης υπό την επήρεια κόπωσης (άρθρο 10 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε), το Δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή με το σκεπτικό ότι τα γεγονότα της εμπεριέχονταν στην πρώτη κατηγορία.
Για άλλες τρεις κατηγορίες, συναφείς με μετατροπή αμαξώματος εγγεγραμμένου οχήματος, χωρίς την άδεια του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 20 ημερών και διατάχθηκε να συντρέχουν με την ποινή φυλάκισης στην πρώτη κατηγορία, ως την πλέον σοβαρή.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, εφεσείων, θεωρεί ότι η ποινή φυλάκισης των 6 μηνών με τριετή αναστολή που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στον εφεσίβλητο είναι αφενός έκδηλα ανεπαρκής και αφετέρου, ότι η αναστολή είναι προϊόν εσφαλμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λόγους που θα εξετάσουμε αφού πρώτα σκιαγραφήσουμε τις αδιαμφισβήτητες συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το δυστύχημα.
Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 19 ετών, κατά τον χρόνο που του επιβλήθηκε η ποινή, φοιτητής της Σχολής Μηχανολόγων του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) διέμενε κατά τον ουσιώδη χρόνο με την καθόλα συγκροτημένη οικογένεια του στο χωριό Πάχνα της Επαρχίας Λεμεσού.
Το απόγευμα της 6.6.2015 ο εφεσίβλητος με συνοδηγό μια φίλη του μετέβησαν οδικώς με το αυτοκίνητο του KJS348 από τις Κυβίδες στην Αγία Νάπα, όπου διασκέδασαν μέχρι την πρωία της επόμενης, χωρίς να κοιμηθούν καθόλου.
Η ολονύκτια διασκέδαση του νεαρού εφεσίβλητου, που παρέμεινε άυπνος από το απόγευμα της 6.6.2015 μέχρι τις πρωινές ώρες της επομένης, δεν ήταν χωρίς συνέπειες και επιπτώσεις στην όλη φυσική του κατάσταση. Παρά την κόπωση, που φυσικά επακολούθησε, πήρε το αυτοκίνητο του με συνοδηγό πάντα την εν λόγω φίλη του, για να επιστρέψει στο χωριό του. Σε κάποιο σημείο όμως του δρόμου και όταν εισήλθε εντός του χωριού Κυβίδες, γύρω στις 8:30 πμ, τα μάτια του έκλεισαν στιγμιαία, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του. Όταν αντιλήφθηκε ξαφνικά το αυτοκίνητο LBE754 που βρισκόταν σε αναμονή εντός της μεσαία λωρίδας του δρόμου για να στρίψει δεξιά, έστριψε αμέσως το τιμόνι δεξιά, χωρίς όμως δυστυχώς να προλάβει τη σύγκρουση: λόγω απώλειας του ελέγχου του αυτοκινήτου του, τούτο εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου διερχόμενο αυτοκίνητο KVZ314, το οποίο, αφού προηγουμένως χτύπησε σε τσιμεντένιο περιτοίχισμα, ανετράπη. Δυστυχώς οι συνέπειες από τη σύγκρουση δεν ήταν μόνο υλικές. Η επιβάτης του KVZ314, Μ.Κ., η οποία δεν φορούσε ζώνη, υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση από την οποία επήλθε ο θάνατος της, ενώ ο εφεσίβλητος, όσο και όλοι οι επιβαίνοντες στα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση οχήματα, τραυματίστηκαν ελαφρά.
Ό,τι όρισε για το Δικαστήριο το ορθό μέτρο αντανακλάται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Εξέτασα τα ενώπιον μου τεθέντα γεγονότα και έχω ικανοποιηθεί ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε απερίσκεπτα αφού επέλεξε να οδηγήσει ενώ τελούσε υπό κόπωση. Οδηγούσε από το Παραλίμνι προς το χωριό του μετά από ολονύχτια διασκέδαση στην Αγία Νάπα χωρίς να είχε κοιμηθεί καθόλου. Η ενέργεια του αυτή, αντικειμενικά κρινόμενη, δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης φυσικής βλάβης σε άλλα πρόσωπα που θα τύγχαναν να χρησιμοποιούσαν το δρόμο ή ουσιαστικής ζημιάς σε περιουσία και ο κατηγορούμενος οδήγησε χωρίς να είχε στρέψει την προσοχή του προς την δυνατότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου. Η ενέργεια του αυτή ήταν απερίσκεπτη.
Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι από τα ενώπιον μου γεγονότα, απουσιάζει η ενσυνείδητη ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου, τον οποίο αναγνώρισε και προχώρησε να αναλάβει. Η απερισκεψία του έγκειτο στο γεγονός ότι οδήγησε ενώ ήταν άυπνος και όχι γιατί επέλεξε να αναλάβει συγκεκριμένο κίνδυνο, όπως, λόγου χάρη, να προβεί σε επικίνδυνο προσπέρασμα σε στροφή ή γιατί οδήγησε με ταχύτητα ανταγωνιστικά προς άλλο οδηγό ή οδηγούς.
[.]
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο κατηγορούμενος αποκοιμήθηκε στιγμιαία στο τιμόνι. Η οδήγηση του δεν συνδυάστηκε με άλλο επιβαρυντικό παράγοντα, όπως επικίνδυνη ταχύτητα ή προσπέρασμα. Το στιγμιαίο όμως του ολισθήματος στο οποίο υπέπεσε, να αποκοιμηθεί δηλαδή στο τιμόνι, δεν αναιρεί ούτε μειώνει ευθύς εξαρχής την απερίσκεπτη απόφαση του να οδηγήσει ενώ είχε παραμείνει όλη τη νύκτα άυπνος. Στο σημείο αυτό διαφέρει ουσιωδώς και από τα γεγονότα της Beeby, οπότε και η απερισκεψία του κατηγορούμενου δεν μπορεί παρά να κριθεί ως σοβαρότερη. Θα πρέπει επίσης να σταλεί και το ορθό μήνυμα στην κοινωνία και ιδιαίτερα σε νέους ως προς την σοβαρότητα αλλά και την επιπολαιότητα τέτοιας πράξης.»
Το Δικαστήριο ακολούθως, συνεκτιμώντας τις ανωτέρω συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε το μοιραίο, συνυπολογίζοντας όλους τους λοιπούς επιβαρυντικούς και μετριαστικούς παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή της ποινής, Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562 και R. v. Boswel (1984) 3 All E.R. 353, όπως τις παραθέτει και συνοψίζοντας τις αρχές που καθοδηγούν το Δικαστήριο κατά την επιλογή της αρμόζουσας ποινής για αδικήματα αυτής της φύσης, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, επέβαλε στον εφεσίβλητο τις ανωτέρω ποινές, τις οποίες, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ανέστειλε:
«Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι δικαιολογείται η αναστολή των ποινών φυλάκισης που επέβαλα. Συγκεκριμένα έλαβα υπόψη μου τα ακόλουθα:
(1) Ο κατηγορούμενος είναι άτομο νεαρής ηλικίας, 19 μόλις ετών, με λευκό ποινικό μητρώο και οδική συμπεριφορά.
(2) Παρουσιάζεται μεταμελημένος ενώ, έλαβα υπόψη μου επίσης το γεγονός ότι το θύμα ήταν συγχωριανή του κατηγορούμενου και τις επιπτώσεις στον ίδιο και την οικογένεια του.
(3) Είναι φοιτητής σε Πανεπιστήμιο, επιδεικνύει δηλαδή συμπεριφορά ατόμου με συγκεκριμένη κατεύθυνση στη ζωή του, και θα πρέπει επομένως να του δοθεί μια τελευταία ευκαιρία.»
Ό,τι ο εφεσείων συζητεί και προτάσσει ως πλημμέλεια του Δικαστηρίου είναι ότι προσέδωσε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου υπέρμετρη βαρύτητα, ενώ δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, με αποτέλεσμα η ποινή των 6 μηνών να κρίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας του αδικήματος, ως ορίζεται από την προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή και τη νομολογία. Το Δικαστήριο, θεωρεί η εφεσείουσα, παραγνώρισε την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης, εν όψει της συχνότητας με την οποία διαπράττονται από νεαρά πρόσωπα και τις τραγικές συνέπειες στα θύματα και την οικογένεια τους. Τέλος, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο εξήσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και ανέστειλε την ποινή ενώ κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων.
Επικροτώντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και της ορθής στάθμισης της σοβαρότητας της υπόθεσης και των προσωπικών περιστάσεων του εφεσίβλητου, ο συνήγορος του, με παραπομπή σε αποφάσεις Κυπριακών και Αγγλικών Δικαστηρίων, εστίασε ιδιαιτέρως στην οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου, όπως ορθά την κατέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καλώντας μας να απορρίψουμε την έφεση.
Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που κυριάρχησε, όπως προείπαμε, στο μυαλό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού προηγουμένως αναφέρθηκε στις σχετικές νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα, εξετάζοντας τους όρους αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά, ως διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του ιδίου αδικήματος, Ζυπιτής κ.α. ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, 230, ήταν, θεωρούμε, ότι η απερίσκεπτη συμπεριφορά του εφεσίβλητου,[1] υπό την έννοια της μιας και μόνο λανθασμένης απόφασης να οδηγήσει κάτω από μεγάλη κόπωση, δεν συνδυάστηκε με άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, Boswell (ανωτέρω) και Νικολάου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 195/14, 20.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:B205.
Ορθά η απόφαση του εφεσίβλητου ενετάχθη ως απερίσκεπτη. Αδόκιμα όμως υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο στη συνέχεια ομιλεί περί στιγμιαίας αβλεψίας. Το στιγμιαίο κλείσιμο των ματιών ήταν το απότοκο της απερίσκεπτης απόφασης του εφεσίβλητου, ο οποίος παραγνωρίζοντας τον προφανή ή έστω ενδεχόμενο κίνδυνο που μπορούσε να προκληθεί, όπως και προκλήθηκε, τον παράβλεψε και τον ανέλαβε με όλες τις σοβαρές συνέπειες που μπορούσε να επιφέρει η οδήγηση του οχήματος του κάτω από την επήρεια κόπωσης.[2]
H ως άνω παρατήρηση δεν αναιρεί την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου το οποίο προσέγγισε την υπόθεση με πολλή προσοχή, έχοντας πλήρη επίγνωση της σοβαρότητάς της, χωρίς να παραγνωρίζει την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, σε συνάρτηση με την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή φυλάκισης, τέσσερα έτη, τη συχνότητα διάπραξης οδικών δυστυχημάτων, καθώς και των ολέθριων συνεπειών που επιφέρουν στο θύμα και την οικογένεια του. Ορθά, θεωρούμε, καθοδηγήθηκε και ορθά κατά την κρίση μας επέλεξε ως αρμόζουσα την ποινή φυλάκιση των 6 μηνών, αποδίδοντας την ανάλογη βαρύτητα στις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου: την ηλικία, την παραδοχή του, τη μεταμέλεια του και το λευκό ποινικό του μητρώο.
Σε αδικήματα αυτής της φύσης το ύψος της ποινής σχετίζεται άμεσα με την έκταση της επιδειχθείσης αμελούς ενέργειας, το Δικαστήριο επιλέγει την κατάλληλη υπό τας περιστάσεις ποινή, με αναφορά στην έκταση της αμέλειας, την όλη οδική συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου προ της πρόκλησης του δυστυχήματος, σε συνάρτηση με τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου.[3]
Οι ποινές που επιβλήθηκαν σε άλλες υποθέσεις[4] στις οποίες μας παρέπεμψε η Δημοκρατία είναι μεν μεγαλύτερες, τα περιστατικά τους όμως διαφέρουν ουσιωδώς της παρούσης, ιδιαιτέρως ως προς την ύπαρξη επιβαρυντικών παραγόντων, που δεν συντρέχουν στην υπό συζήτηση.[5]
Υπό τις περιστάσεις δεν διαπιστώνουμε λάθος του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της ποινής ώστε να κρίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής[6] κατά τρόπο που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας.
Ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Υποστηρίχθηκε από τη Δημοκρατία, με παραπομπή στις Ηλιάδη ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 412 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, μέσα στις ίδιες ως ανωτέρω παραμέτρους του 1ου λόγου έφεσης, το λανθασμένο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή: τα γεγονότα και οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου δεν δικαιολογούσαν μια τέτοια επιλογή (2ος λόγος).
Ο συνήγορος υπεράσπισης, υποστηρίζοντας ως καθόλα ορθή την επιλογή του Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, μας κάλεσε να απορρίψουμε την έφεση, εφόσον διαταγή για άμεση φυλάκιση ενός νεαρού προσώπου όπως ο εφεσίβλητος, με λευκό ποινικό μητρώο και του οποίου η μεταμέλεια ήταν γνήσια και ειλικρινής εξ υπαρχής μέχρι τέλους, θα επέφερε καταστροφικές συνέπειες. Μέχρι σήμερα ο εφεσίβλητος διακατέχεται από αισθήματα ενοχής και μεγάλης θλίψης για το θάνατο που προκάλεσε σε μια συγχωριανή του, όπως πιστοποιεί σχετική έκθεση κλινικού ψυχολόγου ημερ. 11.3.2017, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος «παρουσιάζει διαταραχή συναισθήματος στο πλαίσιο μιας επωάζουσας κατάθλιψης και έντονου άγχους». Η δε μεταβολή των προσωπικών του συνθηκών μετά την έκδοση της απόφασης θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη: Ο εφεσίβλητος έχει συμπληρώσει με επιτυχία το πρώτο έτος των σπουδών του στο ΤΕΠΑΚ και βρίσκεται στο μέσο του δεύτερου έτους, η δε σύντροφος του είναι έγκυος 5 μηνών, ως πιστοποιεί σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό.
Η απόφαση για αναστολή της ποινής ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην απουσία δε οποιουδήποτε λάθους αρχής δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
Έχοντας κατά νου τις ανωτέρω παρατηρήσεις και εκτιμήσεις σε συνάρτηση με την οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου και τις νομολογιακές αρχές θεωρούμε ότι το σύνολο των περιστάσεων δεν δικαιολογούσε την αναστολή της ποινής.
Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν την ανάγκη για άμεση εκτέλεση της (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 Α.Α.Δ. 537, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδης (2013) 2 Α.Α.Δ. 191: η απερίσκεπτη συμπεριφορά του εφεσίβλητου που είχε ως συνέπεια την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής και τον τραυματισμό άλλων προσώπων, η εγγενής σοβαρότητα της παράνομης πράξης, όπως ορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής και η ανάγκη για αποτροπή, επικυριαρχούν.
Παρά την επιτυχία του σχετικού λόγου έφεσης λαμβάνοντας υπόψη τον χρόνο που διέρρευσε από το δυστύχημα, 7.6.2015 και την ημερομηνία επιβολής ποινής, 20.7.2016 μέχρι σήμερα, ενώ εν τω μεταξύ σημειώθηκαν σοβαρές αλλαγές στις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, ενός νέου ανθρώπου στο ξεκίνημα της ζωής του και μέλλοντα πατέρα, αποφασίζουμε, χωρίς να υποβιβάσουμε τη σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, όπως εξασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της αναστολής έκτισης της ποινής.
Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 6 μηνών αναστέλλεται για περίοδο τριών χρόνων.
(Επεξηγούνται στον εφεσίβλητο οι συνέπειες τυχόν διάπραξης αδικήματος τιμωρούμενου με φυλάκιση κατά την περίοδο εφαρμογής του διαστήματος αναστολής).
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/φκ
[1] Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα.
[2] Boswell (ανωτέρω): «Causing death by reckless driving, contrary to s I of the Road Traffic Act 1972, is a serious offence; to be guilty the defendant must have created an obvious and serious risk of injury to the person or damage to property and have either given no thought to the possibility of that risk when it would have been obvious to any ordinary person or having seen the risk nevertheless decided to take it.»
[3] Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331, Παμπακάς ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, Νικολάου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 195/14, 20.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:B205.
[4] Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Παντέλας (ανωτέρω).
[5] Βλ. σχετικά R. v. Boswell και Παντέλα (ανωτέρω) όπου αναλύθηκαν με αναφορά σε Αγγλική και ημεδαπή νομολογία οι ενδεικτικοί ελαφρυντικοί και επιβαρυντικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή ποινής σε υποθέσεις αυτής της φύσης.
[6] Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355.