ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:B111
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
13 Μαρτίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 86/2017)
ALEVTYNA KOPTYAKOVA,
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσίβλητου.
Λ. Πέτρου (κα) για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ.
Λ. Μάρκου, Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ήταν, υπό τις περιστάσεις της εξεταζόμενης υπόθεσης, η οδική συμπεριφορά της εφεσείουσας η ενδεδειγμένη και αναμενόμενη από ένα σώφρονα και λογικό οδηγό;
Αυτό είναι το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, όπως αυτά εξάγονται από την πρωτόδικη απόφαση, είναι τα ακόλουθα.
«... Στις 8/11/2012 περί ώρα 08:55, η κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής KPW 260 στη Λεωφ. Μακαρίου Γ΄ στη Λεμεσό με δυτική κατεύθυνση και συγκρούστηκε με το Μ.Κ. 3 ο οποίος πορευόταν πεζός και διασταύρωνε από βόρεια προς νότια την εν λόγω λεωφόρο. Στην εν λόγω λεωφόρο υπάρχει διάβαση πεζών που ελέγχεται από φώτα τροχαίας.»
Τα δε ευρήματα του δικαστηρίου είναι τα πιο κάτω:
«(1) Η Λεωφ. Μακαρίου Γ' έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας με δυτική κατεύθυνση και μια με ανατολική. Η κατηγορούμενη οδηγούσε στην αριστερή από τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας με δυτική κατεύθυνση.
(2) Η διάβαση στην οποία έγινε η σύγκρουση, είναι τύπου «pelican». Ελέγχεται δηλαδή με φώτα τροχαίας και είναι σεσημασμένη με χρώμα κόκκινο επί της ασφάλτου.
(3) Όταν ο Μ.Κ. 3 εισήλθε στη διάβαση το φως στη διάβαση ήταν πράσινο στην πορεία της κατηγορούμενης και της Μ.Κ. 4 και κόκκινο για τους πεζούς.
(4) Η Μ.Κ. 4 οδηγούσε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας το όχημα τύπου «Pajero» με αριθμό εγγραφής KJZ 898. Είδε το Μ.Κ. 3 να εισέρχεται στη διάβαση αμέριμνα και χωρίς να κοιτάξει προηγουμένως, οπότε και αρχικά ελάττωσε και ακολούθως σταμάτησε το όχημα της πριν τη γραμμή της διάβασης.
(5) Η κατηγορούμενη συγκρούστηκε με το όχημα της με το Μ.Κ. 3 σε σημείο εντός της διάβασης, αφού ο Μ.Κ. 3 πέρασε μπροστά από το όχημα της Μ.Κ. 4. ... Το σημείο σύγκρουσης ήταν επομένως στο σημείο Χ. Το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται 2,4 μέτρα από το νότιο πεζοδρόμιο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, το συνολικό πλάτος του δρόμου στη διάβαση ήταν 10 μέτρα.
(6) Η κατηγορούμενη γνώριζε ότι υπήρχε διάβαση στο εν λόγω σημείο και προχώρησε ευθεία νομίζοντας ότι η Μ.Κ. 4 σταμάτησε με πρόθεση να στρίψει δεξιά στην «έξοδο του Λανιτείου».
(7) Η κατηγορούμενη δεν είδε το Μ.Κ. 3 πριν τη σύγκρουση. Δεν καταδείχθηκε όμως αν αυτός ήταν ορατός και από ποια απόσταση.
(8) Δεν καταδείχθηκε ότι το φως έγινε κόκκινο από πράσινο για την πορεία της κατηγορούμενης πριν να γίνει η σύγκρουση.
(9) Η κατηγορούμενη μόλις αντιλήφθηκε το Μ.Κ. 3 εφάρμοσε ανεπιτυχώς τα φρένα της.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη στο αδίκημα της οδήγησης χωρίς την προσήκουσα προσοχή ή επιμέλεια, με βάση το άρθρο 8 του Νόμου 86/72, με το εξής σκεπτικό:
«(1) Η κατηγορούμενη είχε αντιληφθεί και γνώριζε την ύπαρξη της διασταύρωσης πεζών, μάλιστα είχε δει το φως της πορείας της να είναι πράσινο. Αντιλήφθηκε επίσης το προπορευόμενο όχημα της Μ.Κ. 4, στη δεξιά λωρίδα σε σχέση με την πορεία της, να ελαττώνει ταχύτητα και να σταματά σε σημείο μπροστά από τη διάβαση και ενώ το φως πορείας της ήταν πράσινο. Αντί να πράξει το ίδιο, αντιλαμβανόμενη ενδεχόμενο κίνδυνο, είσοδο δηλαδή πεζού στο δρόμο, συνέχισε την ευθεία πορεία της χωρίς να ελαττώσει ταχύτητα με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το διερχόμενο πεζό. Η αμέλεια της δεν συνδέεται με την ορατότητα της τη δεδομένη στιγμή αλλά τη μη ορθή λήψη μέτρων προφύλαξης.»
Σ' άλλο δε σημείο αποφασίστηκε ότι «η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου ήταν εύλογα εμφανής και η κατηγορούμενη έπρεπε να μειώσει ταχύτητα και να ακινητοποιήσει το όχημα της».
Η εφεσείουσα αμφισβητεί με εννέα λόγους έφεσης την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η μη αποδοχή, εκ μέρους του δικαστηρίου, της μαρτυρίας του Μ.Κ. 1, αναφορικά με το χρόνο αντίδρασης και απόστασης που διανύει ένας οδηγός. Επί του ιδίου θέματος προβλήθηκε, με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι το δικαστήριο παραγνώρισε τους αριθμητικούς υπολογισμούς σε σχέση με την ταχύτητα, την απόσταση και την ορατότητα που είχε η εφεσείουσα.
Ο τρίτος λόγος άπτεται της εσφαλμένης, κατ' ισχυρισμό, αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ. 6 καθότι, όπως προβλήθηκε, υπέπεσε σε σοβαρότατες αντιφάσεις. Αμφισβητείται, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η κατάληξη αποδοχής της μαρτυρίας της Μ.Κ. 4 σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης Χ. Παρουσιάζεται, όπως αναφέρθηκε, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, παραδοξότητα στην προσέγγιση του δικαστηρίου το οποίο, ενώ θεωρεί την εφεσείουσα αξιόπιστη, δεν αποδέχθηκε την εκτίμηση της αναφορικά με την πρόθεση της Μ.Κ. 4 να στρίψει δεξιά εντός του Λανιτείου.
Με τον έκτο λόγο έφεσης κρίνεται λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι ο κίνδυνος ήταν εύλογα προβλεπτός και εμφανής, ώστε να υποχρεωθεί η εφεσείουσα να σταματήσει. Προκρίνεται ως εσφαλμένη η καθοδήγηση που το δικαστήριο έλαβε από την υπόθεση Κτωρίδης ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 455, με τον έβδομο λόγο έφεσης.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης, η προσαχθείσα μαρτυρία θα έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο στη διαπίστωση ύπαρξης εύλογης αμφιβολίας και να απαλλαγεί η εφεσείουσα από τις κατηγορίες με βάση το ευεργέτημα της αμφιβολίας, και τέλος, με τον ένατο λόγο, προβάλλεται ότι αντινομικά καταδικάστηκε η εφεσείουσα.
Οι πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης θα μπορούν να εξεταστούν μαζί, καθότι, ουσιαστικώς, το παράπονο της εφεσείουσας όπως αυτό εστιάζεται από το διάγραμμα αγόρευσης, έγκειται στο γεγονός ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τους μαθηματικούς υπολογισμούς στους οποίους είχε προβεί ο εξεταστής της υπόθεσης Α/Λοχ. 3027 Περικλέους και ο Αστυφ. 3428 Χαραλάμπους. Η βάση της μαρτυρίας του πρώτου εκ των δύο πιο πάνω μαρτύρων βασίζεται στο γεγονός ότι έγινε ένα υποθετικό σενάριο αναφορικά με την ταχύτητα της εφεσείουσας και τον καθ' υπολογισμό χρόνο αντίδρασης της. Και αυτά για να καταδειχθεί ότι το σημείο σύγκρουσης δεν ήταν το Χ, όπως παρουσιάζεται στο πρόχειρο σχέδιο της σκηνής, Τεκμ. 7, ή στο συμμετρικό, Τεκμ. 8, αλλά το Χ1. Αν υιοθετούντο οι μαθηματικοί υπολογισμοί του μάρτυρα, συνέχισε η ευπαίδευτη συνήγορος, το δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν είχε χρόνο να αντιληφθεί τον πεζό και ότι, μόλις τον αντιλήφθηκε, εφάρμοσε τα φρένα του αυτοκινήτου της για να αποφύγει τη σύγκρουση.
Ορθώς, κατά την άποψη μας, το δικαστήριο δεν έδωσε σημασία στους μαθηματικούς υπολογισμούς που παρουσιάστηκαν, καθότι δεν είχαν οποιοδήποτε άμεσο συσχετισμό με το ίδιο το ατύχημα. Σε κανένα σημείο δεν είχε κατηγορηθεί η εφεσείουσα ότι είχε υπερβεί το όριο ταχύτητος, ή ότι αντιλήφθηκε τον πεζό σε τέτοια απόσταση, που έπρεπε να είχε εφαρμόσει τα φρένα του αυτοκινήτου της σε προγενέστερο στάδιο. Ούτε στον εντοπισμό του σημείου πρόσκρουσης του αυτοκινήτου με τον πεζό θα μπορούσε να έχουν οποιαδήποτε σημασία οι μαθηματικοί υπολογισμοί. Αυτό το οποίο το δικαστήριο έχει αναφέρει είναι ότι ο πεζός διέσχιζε κάθετα τη Λεωφ. Μακαρίου από βορρά προς νότο, περπατώντας επί της διαβάσεως, πέρασε μπροστά από το αυτοκίνητο τύπου Pajero με αριθμό εγγραφής KJZ 898, στοιχείο που επιβεβαιώνει η οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου, Μ.Κ. 4, και επίσης ότι το ότι η σύγκρουση έγινε επί της διαβάσεως πεζών, εντός του πεδίου κυκλοφορίας του αυτοκινήτου της εφεσείουσας, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από το Μ.Κ. 6. Συνεπώς, το παράπονο της εφεσείουσας, αναφορικά με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, κρίνεται ως ανυπόστατο και απορρίπτεται.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 3 και 4, καθότι, ουσιαστικώς, άπτονται της αξιολόγησης που έκαμε το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 6 και της Μ.Κ. 4.
Ξεκινώντας από τη μαρτυρία της Μ.Κ. 4, το παράπονο της εφεσείουσας εστιάζεται στο γεγονός ότι η ιδία ουδέποτε είπε ότι είδε τη σύγκρουση. Από το κείμενο της απόφασης του δικαστηρίου παρατηρούμε ότι, η θέση την οποία η μάρτυρας πρόβαλε και το δικαστήριο αποδέχθηκε, είναι ότι το αυτοκίνητο της βρισκόταν ακινητοποιημένο πριν ακριβώς από τη διάβαση πεζών. Ο πεζός διέσχισε τη Λεωφ. Μακαρίου χρησιμοποιώντας τη διάβαση πεζών και μόλις αυτός πέρασε από μπροστά της, κτυπήθηκε από το διερχόμενο από αριστερά της αυτοκίνητο. Συνεπώς, δεν υπάρχει έρεισμα στο παράπονο που εξέφρασε η εφεσείουσα, από τη στιγμή που η εν λόγω πορεία του πεζού και η σύγκρουση επιβεβαιώθηκε ότι έγινε επί της διαβάσεως, και εκεί τοποθετείται το σημείο σύγκρουσης Χ, και από το Μ.Κ. 6 ο οποίος βρισκόταν εντός του καταστήματος του, απέναντι ακριβώς από τη διάβαση πεζών.
Σε σχέση τώρα με τις κατ' ισχυρισμό αντιφάσεις που είχε η μαρτυρία του Μ.Κ. 6, το δικαστήριο κάμνει ιδιαίτερη αναφορά γι' αυτές και αφού τις επισημαίνει, προχωρεί και αποδέχεται το ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας του, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από το γεγονός που επισημάναμε και πιο πάνω, ότι, είδε τον πεζό να διασχίζει τη διάβαση και να τον κτυπά με το αυτοκίνητο της εφεσείουσας, που οδηγείτο επί της Λεωφ. Μακαρίου με δυτική κατεύθυνση, επί της διαβάσεως και εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της εφεσείουσας.
Συνακόλουθα, ούτε οι λόγοι αυτοί έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι υπάρχει μια αντίφαση, στην απόφαση του δικαστηρίου, γιατί, από τη μια δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας, κρίνοντας την ως αξιόπιστη, ενώ από την άλλη έκρινε ως λανθασμένη την εκτίμηση της, ότι η Μ.Κ. 4 είχε πρόθεση να εισέλθει εντός του Λανιτείου.
Το παράπονο αυτό είναι εντελώς αβάσιμο. Το δικαστήριο δεν εξετάζει οποιεσδήποτε εικασίες, ούτε στηρίζεται σε εκτιμήσεις. Στη βάση των γεγονότων που έχει αποδεχθεί, και δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση, το αυτοκίνητο της Μ.Κ. 4 σταμάτησε πριν τη διάβαση πεζών, την ύπαρξη της οποίας γνώριζε καλώς η εφεσείουσα, στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, χωρίς δείκτη πορείας. Βρισκόμενο εκεί, η εφεσείουσα προχώρησε στην πορεία της χωρίς να σταματήσει ή ελαττώσει ταχύτητα. Υπήρχε σαφέστατη μαρτυρία από τη Μ.Κ. 4 ότι δεν είχε πρόθεση να εισέλθει στο Λανίτειο, ούτε είχε σε λειτουργία δείκτη πορείας. Συνεπώς, καταλήγουμε ότι ορθώς το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την εκτίμηση της εφεσείουσας επί τούτου. Και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι η κατάληξη του δικαστηρίου περί ύπαρξης ευλόγως προβλεπτού κινδύνου, ήταν λανθασμένη. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η εφεσείουσα οδηγούσε σε ένα πολυσύχναστο δρόμο, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία της, γνωρίζοντας περί της διάβασης πεζών, είδε ένα αυτοκίνητο τύπου Pajero, ψηλότερο από το δικό της, συνεπώς υπήρχε γι' αυτήν περιορισμένη ορατότητα, να είναι ακινητοποιημένο μπροστά από τη διάβαση πεζών, χωρίς ένδειξη περί προθέσεως του να στρίψει δεξιά. Ενόψει της ύπαρξης του εν λόγω αυτοκινήτου και της περιορισμένης ορατότητας που είχε, ορθώς έκρινε το δικαστήριο ότι εύλογα υπήρχε ένας προβλεπτός κίνδυνος να διασταυρώνει το δρόμο πεζός. Όπως σημειώνεται πρωτοδίκως, το κριτήριο εξέτασης της οδικής συμπεριφοράς ενός οδηγού, με βάση το άρθρο 8 του Ν. 86/72, είναι αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό. Η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης, έναντι ευλόγως προβλεπτού κινδύνου από ένα συνετό οδηγό, είναι το μέτρο. Συνεπώς, ούτε αυτός ο λόγος έχει έρεισμα και απορρίπτεται.
Ο έβδομος λόγος εδράζεται στην αντίληψη ότι, το δικαστήριο στηρίχθηκε σε προηγούμενη απόφαση και δη στην Κτωρίδης ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 455, για να υποστηρίξει η εφεσείουσα ότι τα γεγονότα δεν ήταν τα ίδια, συνεπώς και η κατάληξη ήταν λανθασμένη. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αφενός μεν η υπόθεση αυτή είχε ως βάση τη σύγκρουση πεζού με αυτοκίνητο εντός διαβάσεως πεζών. Από τα ίδια τα γεγονότα της εν λόγω απόφασης, παρουσιάζεται ότι, μπροστά και δεξιά από τον τότε εφεσείοντα, δηλαδή στη δεξιά πλευρά του δρόμου, οδηγούντο άλλα δύο οχήματα. Τα εν λόγω οχήματα ελάττωσαν ταχύτητα και σταμάτησαν πριν τη διάβαση πεζών, ενώ το φως της διάβασης ήταν πράσινο και υπαρχούσης αυτής της κατάστασης πραγμάτων, ο εφεσείων συνέχισε την πορεία του και έγινε η σύγκρουση με τον πεζό. Συνεπώς, υπάρχει συνάφεια γεγονότων αλλά το σημαντικό είναι η κατάληξη του δικαστηρίου ότι, δηλαδή, «ο εφεσείων είδε ή όφειλε να είχε δει αυτές τις κινήσεις και επομένως έπρεπε να είχε υποπτευθεί ότι υπήρχε ενδεχομένως απρόσεκτος πεζός που διασταύρωνε. Ο εφεσείων αντί να μεριμνήσει αναλόγως, προχώρησε ως να μην συνέβαινε οτιδήποτε, διετήρησε την ταχύτητα του ..».
Όπως έχουμε σημειώσει, το δικαστήριο στηρίχθηκε στην εν λόγω αρχή, όπως αυτή πηγάζει από την υπόθεση Κτωρίδης, για να καταδείξει την πιθανότητα εμφάνισης κινδύνου που εύλογα ήταν εμφανής, υπό τις περιστάσεις. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Το ευεργέτημα της αμφιβολίας, το οποίο επικαλείται η εφεσείουσα με τον όγδοο λόγο έφεσης, δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα καθότι το δικαστήριο κατέληξε με σαφήνεια στα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την υπόθεση αυτή και το συμπέρασμα του περί της ενοχής, δεν άφηνε οποιοδήποτε περιθώριο αμφιβολίας. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ουσιαστικώς επαναλαμβάνει ότι το εύρημα ενοχής είναι λανθασμένο, καθότι η μαρτυρία της εφεσείουσας κρίθηκε ως αξιόπιστη. Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα προς υποστήριξη του λόγου έφεσης, υπό το φως των όσων έχουμε ήδη παραθέσει. Εν πάση περιπτώσει, ασχοληθήκαμε με το θέμα αυτό εξετάζοντας και απορρίπτοντας τα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν με τον πέμπτο λόγο έφεσης.
Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΔΓ