ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B112
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 147/2017)
13 Μαρτίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εφεσίβλητος
---------
E. Γιακουμεττή (κα), Δημόσιος Κατήγορος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα.
Στ. Σταύρου, για τον εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Μια ακόμα ψυχρή και ανάλγητη ανθρώπινη πράξη εναντίον ζώου, σκύλου ράτσας German Shepherd, τραυματισμός του με μαχαίρι μπροστά στα μάτια του ιδιοκτήτη του και της ανιψιάς του, η οποία έγινε μάρτυρας του συμβάντος από το παράθυρο του δωματίου της, απασχόλησε το Δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας κρίθηκε ένοχος στα αδικήματα της έκθεσης ζώου σε πόνο, ταλαιπωρία και τραυματισμό, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων Νόμου, Ν. 46(Ι)/94 (1η κατηγορία) και της θανάτωσης του για ανεπίτρεπτο σκοπό, άρθρο 2, 4, 5(1)(2)(β) και 27 του Νόμου (2η κατηγορία). Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 45 ημερών με αναστολή για περίοδο τριών χρόνων στη 2η κατηγορία.
Τα γεγονότα που οδήγησαν αρχικά στον τραυματισμό και αργότερα στο θάνατο του σκύλου, καταγράφονται σε συντομία στην απόφαση του Δικαστηρίου για την ποινή:
«Στις 20/6/15 ο Κατηγορούμενος πήρε βόλτα τον σκύλο του στον οδό Τριών Ιεραρχών στην Αραδίππου όπου διατηρεί και την κατοικία του και ο Παραπονούμενος ΜΚ1. Σε κάποια στιγμή η κόρη του ΜΚ1 άνοιξε την καγκελλόπορτα για να φύγει και πέρασε από δίπλα της ο σκύλος του Παραπονούμενου και βγήκε έξω. Ο Παραπονούμενος τον ακολούθησε και ήταν κοντά του. Σε κάποια στιγμή ο σκύλος είδε τον σκύλο του Κατηγορούμενου και έτρεξε κοντά του για να τον μυριστεί και να παίξουν. Ο Κατηγορούμενος τότε έβγαλε το μαχαίρι μήκους 6 εκατοστών που είχε στην τσέπη του και μαχαίρωσε τον σκύλο του Παραπονούμενου. Ο ΜΚ1 μετέφερε τον σκύλο του σε κτηνιατρική κλινική όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε τραύματα στο αριστερό ημιθωράκιο μήκους 6 εκατοστών και στο αριστερό πλευρό του αυχένα πλάτους γύρω στα 3 εκατοστά.»
Οι όποιες αιτιάσεις του εφεσίβλητου περί του φόβου που του προκλήθηκε, όταν δήθεν ο σκύλος επιτέθηκε στο μικρόσωμο δικό του σκυλί και ότι μόνο όταν οι προσπάθειες του να τον αποτρέψει απέτυχαν, ανέσυρε το μαχαίρι, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο:
«Η θέση η οποία προωθήθηκε από τον Κατηγορούμενο ήταν ότι είδε τον σκύλο του Παραπονουμένου να τρέχει κατά πάνω του και τον κτύπησε στο αριστερό πόδι του, ο ίδιος παραπάτησε προς τα δεξιά και τότε έπιασε τον σκύλο του από το σβέρκο χωρίς να τον αφήνει. Ο Κατηγορούμενος φοβήθηκε ότι θα του σκότωνε τον σκύλο του και τον μαχαίρωσε. Η θέση αυτή δεν μπορεί να σταθεί στην λογική με βάση τα όσα υπόλοιπα ο Κατηγορούμενος ανέφερε. Καταρχήν εντύπωση δημιουργεί η απραξία του την στιγμή που αντιλήφθηκε τον σκύλο του Παραπονουμένου να τρέχει κατά πάνω του για απόσταση 30-50 μέτρα. Είχε τον χρόνο να πιάσει τον σκύλο του πάνω του αφού ως και ο ίδιος ανέφερε πρόκειται για μικρόσωμο σκύλο βάρους 9 κιλών. Αυτή η αδράνεια του Κατηγορουμένου δεν υποστηρίζεται και από το τι είπε κατά την αντεξέταση του που θεωρώ ότι μοναδικό σκοπό είχαν να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να δικαιολογήσουν τις ενέργειες του. .»
Με τον 1ο λόγο έφεσης πλήττεται ως έκδηλα ανεπαρκής η επιβληθείσα ποινή των 45 ημερών, ενώ με τον 2ο ως λανθασμένη η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και η επιλογή του να αναστείλει την ποινή.
Η Κατηγορούσα Αρχή, υποστηρίζοντας την ανεπάρκεια της ποινής, σε συνάρτηση πάντοτε με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως αναγνωρίζεται από τη μέγιστη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή και την ανάγκη για γενική αποτροπή, εστίασε στις παραλείψεις του Δικαστηρίου το οποίο θεωρεί ότι διέπραξε σφάλμα αρχής, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένο μέτρο. Δεν έδωσε, θεωρεί η Κατηγορούσα Αρχή, το Δικαστήριο τη δέουσα σημασία στη σοβαρότητα των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, τον τρόπο δράσης του εφεσίβλητου, τη μεταφορά μαχαιριού, τα καίρια πλήγματα που κατάφερε στο ζώο, αλλά και τη μετέπειτα συμπεριφορά του ή τον τρόμο που προκλήθηκε στους παρισταμένους μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα, αλλά και τις συνέπειες στους ιδιοκτήτες του σκύλου και της οικογένειας του, ενώ από την άλλη έδωσε δυσανάλογη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, το λευκό του ποινικό μητρώο και τη μεταμέλεια του.
Για το αδίκημα για το οποίο ο εφεσίβλητος έχει κριθεί ένοχος, προβλέπεται ποινή φυλάκισης 12 μηνών ή χρηματική ποινή €1.708 ή και οι δύο ποινές.
Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά, και κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα κριθεί και η παρούσα. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα συνιστά σφάλμα αρχής (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930). Προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου, είναι μόνο ενδεικτικές και καθοδηγητικές για το ύψος της ποινής και δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο.
Όπως ορίστηκε στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και επαναλήφθηκε πολύ πρόσφατα στις Δημοκρατία ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. Αρ. 197/16, 16.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:B24:
«Το κριτήριο που εφαρμόζεται για να διαπιστωθεί το έκδηλο της ανεπάρκειας της ποινής είναι, κατ΄ αναλογία, ταυτόσημο με την περίπτωση έκδηλα υπερβολικής ποινής (Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240). Όπως επισημάνθηκε στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 531 το στοιχείο της υπερβολής μπορεί να τεκμηριωθεί από δύο παράγοντες, ή σε συνδυασμό και των δύο: Πασιφανής έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του αδικήματος και της ποινής που επιβάλλεται και ουσιώδης απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου πάντοτε ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερή ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο εκεί όπου το στοιχείο του έκδηλα υπερβολικού ή ανεπαρκούς της ποινής, βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του προσώπου του κατηγορουμένου. (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179).
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, υπό το φως των κατευθυντήριων γραμμών της νομολογίας, το Δικαστήριο υπέπεσε σε αντικειμενικό σφάλμα αρχής και/ή η ποινή που επεβλήθη στον εφεσίβλητο ήταν ανεπαρκής (1ος λόγος) ή η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της είναι λανθασμένη (2ος λόγος).
Όπως προκύπτει από την καταδικαστική απόφαση όσο και από την απόφαση για σκοπούς επιβολής ποινής συντρέχουν και οι δύο συνθήκες.
Η ηλικία του εφεσίβλητου, 72 χρονών, και το λευκό του ποινικό μητρώο είναι σαφώς παράγοντες που προσμετρούν ως ελαφρυντικοί και έχουν την αυτοτελή τους σημασία, όμως δεν υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για τιμωρία και αποτροπή, που προβάλλει έντονα λόγω και της αύξησης των αδικημάτων αυτής της φύσης, που έρχονται ολοένα και πιο συχνά ενώπιον των Δικαστηρίων, όπως αναγνωρίζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bisco Ltd κ.α. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16 και Αντωνίου ν. Αλκιβιάδου (2004) 2 Α.Α.Δ. 466).
Κυρίαρχο στοιχείο, θεωρούμε, αποτελούν, ως ορθά επισημαίνει η δικηγόρος για τη Δημοκρατία, οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, που κατατάσσουν την περίπτωση ως ιδιαιτέρως σοβαρή, υπό την έννοια ότι εκτελέστηκε εν ψυχρώ και κατά τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολία περί της πρόθεσης του εφεσίβλητου να τραυματίσει το ζώο σοβαρά και όχι να το αποτρέψει. Ο όλος τρόπος δράσης του εφεσίβλητου: μεταφορά μαχαιριού αλλά και η μετέπειτα συμπεριφορά του, την οποία το Δικαστήριο διαπιστώνει ως ψυχρή, ότι το μαχαίρωμα έγινε μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια του ιδιοκτήτη και της ανιψιάς του, ο τρόμος που προκλήθηκε στα εν λόγω πρόσωπα μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα, είναι θεωρούμε παράγοντες οι οποίοι, ενώ ορθά καταγράφονται από το Δικαστήριο, λανθασμένα εν τέλει υποβαθμίζονται και δεν εντάσσονται ως επιβαρυντικοί, ενώ η νομολογία ήδη έχει δώσει το στίγμα της Μυλωνά κ.α. ν. Δημοκρατίας, (2006) 2 Α.Α.Δ. 384: «Η θέα, ακόμη και η περιγραφή κακομεταχείρισης ή θανάτωσης τους προκαλεί τρόμο στο συνετό άνθρωπο.»
Διέλαθε όμως του Δικαστηρίου ένα ακόμη ιδιαιτέρως σοβαρό στοιχείο: οι συνέπειες σε ολόκληρη την οικογένεια του ιδιοκτήτη του σκύλου: σκύλος καθοδηγητής, φύλακας κωφάλαλης οικογένειας και εκπαιδευμένος για την προστασία της, ζήτημα που συνδέεται άμεσα με την ανάλγητη συμπεριφορά του δράστη, ο οποίος ήταν γνώστης όλων των ανωτέρω συνθηκών.
Το Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής όταν εντάσσει την μεταμέλεια και τη συνεργασία του εφεσίβλητου, όπως ο συνήγορος του πρόβαλε μετ΄ επιτάσεως και ενώπιον μας, ως μετριαστικούς παράγοντες. Ό,τι καταγράφεται ως μεταμέλεια έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο το λόγο του Δικαστηρίου, το οποίο περιγράφει τον εφεσίβλητο ως ακολούθως:
«.Ήταν η εικόνα ενός απαθούς ανθρώπου που ουδεμία στενοχώρια ένιωσε για τον σκύλο του Παραπονουμένου και ότι οι όλες του ενέργειες ήταν δικαιολογημένες υπό τις περιστάσεις. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αποχώρηση του από τον χώρο του συμβάντος. Ενώ μαχαίρωσε ένα σκύλο ο οποίος κειτόταν κάτω στο έδαφος και δεν μπορούσε να κινηθεί ο Κατηγορούμενος έφυγε σαν να μην συνέβαινε τίποτε. Επίσης σε μεταγενέστερο στάδιο και μετά την καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον του και σε μια προσπάθεια να μετριάσει την ευθύνη του έκανε πρόταση στον Παραπονούμενο να τον αποζημιώσει αγοράζοντας του άλλο σκύλο.»
Για ποια λοιπόν μεταμέλεια ομιλεί το Δικαστήριο; Εν όψει των ανωτέρω ευρημάτων και παρατηρήσεων του Δικαστηρίου η φραστική και μόνο μεταμέλεια μέσω του συνηγόρου του εφεσείοντος, κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής, θα έπρεπε να αγνοηθεί παντελώς ως μηδενικής αξίας.
Όπως έχει τονιστεί στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 και υιοθετήθηκε στη Tsonkov ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 9/2015, 8.4.2015:
«Οι προηγούμενες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση. Ο λόγος γι αυτό είναι ότι, παρόλο που μπορεί να παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά εντούτοις, συχνά, δεν υπάρχει η ταυτοσημία στο βαθμό που θα ήταν σωστό να προοιωνίζεται η ίδια ποινή για κατοπινές υποθέσεις. Η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές.»
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις ακόλουθες: Στην Αντωνίου (ανωτέρω), επικυρώθηκε κατ΄ έφεση επιβολή ποινής προστίμου £200 στην εφεσίβλητη ηλικίας 54 χρονών, αγρότισσα το επάγγελμα, για το αδίκημα της περιαγωγής ζώου σε κατάσταση επέλευσης φρικτού θανάτου. Τοποθέτησε δηλητήριο προκειμένου να προστατευθούν οι καλλιέργειες της από τα τρωκτικά, με λευκό ποινικό μητρώο, απολογία και παρέλευση χρονικού διαστήματος 5 ετών από τη διάπραξη του αδικήματος και προσφορά αποζημίωσης για τους φονευθέντες σκύλους. Στη Μυλωνά (ανωτέρω), ποινή φυλάκισης 3 μηνών μειώθηκε κατ΄ έφεση σε ποινή φυλάκισης 45 ημερών σε στρατιώτες οι οποίοι επέφεραν το θάνατο σε γάτο τον οποίο έκαψαν, αφού προηγουμένως περιέλουσαν με πετρέλαιο, εν όψει των υπολοίπων δυσμενών συνθηκών που επέφερε, ως έκρινε το Εφετείο, η παρανομία τους: Είχαν υποστεί και πειθαρχικό κολασμό από τις στρατιωτικές φυλακές, 30 ημέρες φυλάκιση, επιμηκύνθηκε η στρατιωτική τους θητεία, ενώ λήφθηκε ιδιαιτέρως υπόψη η γνήσια μεταμέλεια τους: προσπάθησαν μάταια δυστυχώς να σβήσουν τη φωτιά από το ζώο. Τέλος, στην πλέον πρόσφατη απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παναγιώτου, Ποιν. Έφ. Αρ. 3/2016, 23.1.2018, το Εφετείο, κάνοντας δεκτή την έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης, επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 4 μηνών για το αδίκημα της κακομεταχείρισης σκύλου, κατά παράβαση του άρθρου 5(1) του Νόμου, που ήταν ήδη σοβαρά τραυματισμένος και ετοιμοθάνατος. Το Εφετείο ανέδειξε ως προεξάρχον στοιχείο την τιμωρία του δράστη και την αποτροπή, η οποία πρόβαλλε υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης έντονα, όπως και τη βάναυση συμπεριφορά του κατηγορουμένου, τα οποία κατίσχυσαν των προσωπικών του συνθηκών.
Προκύπτει σαφώς ότι οι συνθήκες διάπραξης του υπό εξέταση αδικήματος σε συνάρτηση με την απουσία των ελαφρυντικών παραγόντων που συνέτρεχαν στις Αντωνίου και Μυλωνά (ανωτέρω), απαιτούν την επιβολή αυστηρότερης ποινής ως και στην Παναγιώτου (ανωτέρω).
Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης ο 1ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Η επιβληθείσα ποινή των 45 ημερών, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι έκδηλα ανεπαρκής (Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245), οπότε εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής (Philippou v. Republic (ανωτέρω), Γεωργίου (ανωτέρω), Βisco Ltd κ.α. (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).
Με οδηγό τις ανωτέρω παρατηρήσεις μας κρίνουμε ότι ποινή φυλάκισης 3 μηνών είναι, υπό τις περιστάσεις, η ενδεδειγμένη.
Το Δικαστήριο και κατά το στάδιο εξέτασης της αναστολής της ποινής υπέπεσε στο ίδιο σφάλμα αρχής όταν εντάσσει ανεπίτρεπτα, για τους λόγους που ήδη έχουμε εξηγήσει κατά την εξέταση του 1ου λόγου έφεσης, δύο παράγοντες που δικαιολογούσαν την αναστολή της ποινής: το φόβο που ένιωσε ο εφεσίβλητος και τη φαινόμενη μεταμέλεια του και είναι αχρείαστο να τους επαναλάβουμε. Στην ίδια παράμετρο εντάσσουμε και τον άλλο παράγοντα που προσμέτρησε υπέρ της αναστολής, ότι ο παραπονούμενος φέρεται να είχε καταδικαστεί για το αδίκημα μη λήψης μέτρων για δραπέτευση του σκύλου του, που όπως μπορούμε να αντιληφθούμε το Δικαστήριο το κατέταξε κάτω από το κεφάλαιο του φόβου. Πλημμέλεια στην οποία προσετέθηκε η υπέρμετρη βαρύτητα που δόθηκε στις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, τα προβλήματα υγείας του και το γεγονός ότι είναι και ο ίδιος κάτοχος σκύλου.
Υπό τους πιο πάνω όρους το Δικαστήριο εξήσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια να αναστείλει την ποινή (Ιωσήφ (ανωτέρω)). Άλλωστε οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος δεν άφηναν περιθώρια αναστολής της.
Υπό τις περιστάσεις και ο 2ος λόγος έφεσης γίνεται δεκτός. Διατάσσεται η άμεση φυλάκιση του εφεσίβλητου για περίοδο 3 μηνών από σήμερα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/φκ