ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ.Σπύρου, για Ηλ.Στεφάνου, για τον εφεσείοντα Κ.Φιλίππου, για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδη ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-02-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ALEXANDER RUBTSOV ν. DIMITRI IVANTCHENKO, ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡ. 370 , 28/2/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C94

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΜΕ ΥΠΟΜΝΗΜΑ (ΑΡΘΡΟ 149 ΤΟΥ ΚΕΦ.155)

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡ. 370

 

28 Φεβρουαρίου, 2018

 

          ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες                    

 

ALEXANDER RUBTSOV,

                                                                                      Εφεσείων,

                                                     ν.

DIMITRI IVANTCHENKO

                             Εφεσίβλητου.

------------------------------

ΑΝΑΦΟΡΑ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΠΟ Ν. ΟIΚΟΝΟΜΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 30357/13, ΣΥΝΟΠΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ALEXANDER RUBTSOV, ΕΚ ΡΩΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ DIMITRI IVANTCHENKO, ΕΚ ΡΩΣΙΑΣ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23/03/2015.

 

Μ.Σπύρου, για Ηλ.Στεφάνου, για τον εφεσείοντα

Κ.Φιλίππου, για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδη ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

---------------

 

Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:    Δια της παρούσης ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει επί δύο νομικών ερωτημάτων σε σχέση με την απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας, η΅ερο΅ηνίας 13 Μαρτίου 2015, η οποία εκδόθηκε σε ιδιωτική ποινική υπόθεση.  Η υπόθεση αυτή είχε εγερθεί από τον εφεσείοντα εναντίον του εφεσίβλητου[1]  και αφορούσε δύο κατηγορίες "Απάτη κατά παράβαση των άρθρων 300 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 ως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα"  και "Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 298(1), 299 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 ως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα".

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση αφού προηγουμένως έκανε αποδεκτή ένσταση που υπέβαλε ο εφεσίβλητος, ότι ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να προωθεί την επίδικη Ιδιωτική Ποινική, σε σχέση με την κατ΄ισχυρισμόν αδικοπραξία κατά της εταιρείας στην οποία είναι μέτοχος (Foss v. Harbottle (1843)2 Hare 461).

 

Ο εφεσείων με αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 149 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 δήλωσε ότι δεν ήταν ικανοποιημένος με την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 13.3.2015, καθότι έκρινε ότι αυτή είναι λανθασμένη επί νομικών σημείων, ζητώντας από την πρωτόδικο δικαστή, βεβαίωση των γεγονότων για παραπομπή και γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο συγκεκριμένων νομικών σημείων, ως εξής:

 

(1)   Ενας ΅έτοχος Α, ο οποίος είναι εξ η΅ισείας ΅έτοχος ΅ε ένα άλλο ΅έτοχο Β στην εταιρεία Χ, εναντίον της οποίας ο Β διαπράττει ένα αδίκη΅α, ΅ε αποτέλεσ΅α ο Β να αποσπάσει περιουσία της εταιρείας Χ, προς όφελος ΅ίας άλλης εταιρείας Υ, της οποίας (ο Β) είναι ο ΅οναδικός ΅έτοχος, δύναται (ο Α) να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του ΅ετόχου Β, λόγω διάπραξης ποινικού αδική΅ατος κατά της εταιρείας Χ, ΅ε αποτέλεσ΅α να επηρεαστούν τα δικαιώ΅ατα του Α;

 

(2)  Σε ΅ία ιδιωτική ποινική υπόθεση και στην βάση των δεδο΅ένων που αναφέρονται στην παράγραφο (1) ανωτέρω, δύναται να εφαρ΅οστούν κατ' αναλογία οι αρχές που διέπουν το ζήτη΅α παράγωγων αγωγών σε αστικές διαδικασίες, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου σε ΅ία εταιρεία χρειάζεται να υπάρχει συγκατάθεση και των δύο εξ η΅ισείας ΅ετόχων για να ενεργήσει καθ' οιονδήποτε τρόπο η εταιρεία, ο εξ η΅ισείας ΅έτοχος Α, έχει τη δυνατότητα να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική υπόθεση, ως παραπονού΅ενος, εναντίον του εξ η΅ισείας ΅ετόχου Β, λόγω του ότι, η ίδια η εταιρεία Χ κωλύεται να διώξει ΅ε ιδιωτική ποινική υπόθεση τον αδικοπραγήσαντα, εξ η΅ισείας ΅έτοχο Β ανεξαρτήτως του εάν ο ΅έτοχος Α έχει υποστεί ά΅εσο επηρεασ΅ό των δικαιω΅άτων του;

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η πρωτόδικος Δικαστής συνέταξε και παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο Υπόμνημα.   Συνόψισε δε τα πιο πάνω ερωτήματα στο «εάν ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του με αναφορά στο νόμο και τη νομολογία στο κατά πόσο ένας μέτοχος σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης νομιμοποιείται και ή έχει δικαίωμα να ασκήσει ιδιωτική ποινική υπόθεση σε σχέση με κατ΄ισχυρισμόν αδικοπραξία κατά της εταιρείας.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ανέφερε ενώπιον μας, ότι υπέβαλε το παρόν Υπόμνημα με την πεποίθηση ότι δεν του παρείχετο δικαίωμα έφεσης.  Δεν θα ενεργοποιούσε το άρθρο 149 της Ποινικής Δικονομίας[2] εάν ακριβώς παρείχετο τέτοιο δικαίωμα στον πελάτη του, κατήγορο στην ιδιωτική ποινική υπόθεση. 

 

Η θέση αυτή προέκυψε μετά από ερώτημα του Εφετείου στο κατά πόσο η υποβολή του Υπομνήματος σε απόφαση στην εν λόγω ιδιωτική ποινική υπόθεση συνιστούσε έμμεση παραβίαση του άρθρου 131(2) της Ποινικής Δικονομίας[3] με το οποίο απαιτείται άδεια του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση έφεσης επί αθώωσης, αφού τέτοια άδεια δεν εδόθη ως προς την καταχώρηση του Υπομνήματος. 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το άρθρο 149(1) της Ποινικής Δικονομίας έχει περιπέσει σε αχρησία, όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Α.Σ.Κοιλιάρης Λτδ κ.ά. ν. Ιατρικών Υπηρεσιών & Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας, (1995) 2 Α.Α.Δ. 274, όπου αναφέρεται:

«....θέλουμε να επισημάνουμε ότι το ’ρθρο 149 του ΚΕΦ. 155 είναι συνυφασμένο με την τάξη πραγμάτων που ίσχυε πριν τη θέσπιση του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60), και την επέκταση του δικαιώματος έφεσης που προβλέπεται από το ’ρθρο 25 του Νόμου. Οι διατάξεις του 'Αρθρου 149 έχουν σε μεγάλο βαθμό υπερσκελισθεί από τις πρόνοιες τους ’ρθρου 25 του Ν 14/60. Το ’ρθρο 149(8) ρητά προβλέπει ότι η υποβολή υπομνήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο συνεπάγεται την εγκατάλειψη του δικαιώματος έφεσης. Η έφεση παρέχει το κατάλληλο πλαίσιο για τη θεώρηση, σε δεύτερο βαθμό, τόσο της καταδίκης, όσο και της ποινής που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο. Η παραπομπή ζητήματος βάσει του ’ρθρου 149, πρέπει να αποθαρρύνεται».

 

(Βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Γ.Μ.Πικής, 2η αναθεωρημένη έκδοση, σελ.342-345). 

 

Όπως έχει λοιπόν οριοθετηθεί το θέμα, εκείνο που πρέπει να αποφασιστεί κατά πρώτον είναι εάν μπορούσε ο εφεσείων να καταχωρήσει έφεση δυνάμει του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.[4] 

 

Ο κ.Σπύρου εισηγήθηκε ότι αδυνατούσε να καταχωρήσει έφεση ενόψει του ότι στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου επί της κατάληξης με την οποία απέρριψε την υπόθεση χρησιμοποιήθηκε η φράση ότι «ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται».  Ο ευπαίδευτος συνήγορος θεώρησε ότι η φράση «απαλλάσσεται» χωρίς αθώωση, απέκλειε το δικαίωμα έφεσης, λόγω του περιεχόμενου του άρθρου 25(2) που δίδει δικαίωμα έφεσης σε αθωωτικές ή καταδικαστικές αποφάσεις.

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα.

 

Ισχύει αυτό που λέχθηκε στην υπόθεση Γεν.Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γαβριήλ κ.ά. (2004)2 Α.Α.Δ. 596, όπου επίσης στην εκκαλούμενη απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε χρησιμοποιηθεί ομοίως η φράση «απαλλάσσεται».

 

Το Εφετείο επί του ερωτήματος κατά πόσο η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν εφέσιμη ανέφερε τα εξής σχετικά:

 

«Στην υπόθεση που εξετάζουμε το κακουργιοδικείο σταμάτησε τη δίκη, για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω. Σημειώνεται δε στην απόφαση του πως οι κατηγορούμενοι «απαλλάσσονται», προφανώς δε επειδή δεν έγινε διάγνωση της αθωότητας ή ενοχής των μετά τη λήψη μαρτυρίας δεν χρησιμοποίησε τη φράση «αθωώνονται». Το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε, υπό τις περιστάσεις, δεν έχει σημασία. Η δίκη άρχισε και σε κάποιο στάδιο διεκόπη με την επίμαχη απόφαση του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα είναι πως το κατηγορητήριο απορρίφθηκε τελεσίδικα, με τη διάγνωση μάλιστα πως παραβιάστηκε θεμελιώδες δικαίωμα των εφεσιβλήτων. Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν, ως εκ τούτου, αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. Όταν κατηγορούμενος αθωώνεται είναι πλεονασμός η χρήση της λέξης «και απαλλάσσεται», γιατί, αν είναι υπό κράτηση, η απελευθέρωση του είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της αθώωσης του».

 

Ως εκ των πιο πάνω, στη Γαβριήλ κρίθηκε ότι υπήρχε δικαίωμα έφεσης.[5]

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και προσφάτως στην υπόθεση Κονέ ν. Φλουρή κ.ά. Ποινική έφ.209/13, 5.3.2015, όπου επίσης αναλύονται οι έννοιες «απαλλαγή» και «αθώωση».  Στη δε μεταγενέστερη απόφαση Αναφορικά με την αίτηση του Αντώνη Ιωάννου, πολιτική έφ. 132/15, 13.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D355 αναφέρθηκε ότι η κρίση επί της ουσίας δεν εξυπακούει ακρόαση με μάρτυρες.  Γίνεται δε παραπομπή στην έννοια της απαλλαγής σε συνάρτηση με το ΄Αρθρο 12(2) του Συντάγματος και αναφέρονται τα εξής σχετικά: 

 

«Ο όρος «acquittal» κατά το Jowitt's Dictionary of English Law, 2nd EdVol. 1, περιλαμβάνει όχι μόνο την ετυμηγορία της αθώωσης επί της ουσίας από την κατηγορία, αλλά και την επιτυχή προβολή των ειδικών απαντήσεων της απονομής χάριτος ή του autrefoisacquit ή του autrefois convict. Ο ίδιος ορισμός δίδεται και στο Osborn's Concise Law Dictionary 12th Ed. Σε αντιδιαστολή, η απαλλαγή ως αποτέλεσμα καταχώρισης ποινικής δίωξης (nolle prosequi), δεν αποτελεί «απαλλαγή» εν τη εννοία του ’ρθρου 12.2 (GAraouzos and Son vThe Police (1980) 2 CLR 131)».

 

Το ίδιο, όπως καθορίστηκε στη Γαβριήλ και στις επόμενες υποθέσεις, ακριβώς ισχύει και εν προκειμένω, αφού η απαλλαγή, εν τοις πράγμασι, οδήγησε σε αθώωση και σε απόρριψη της ποινικής υπόθεσης.  Η απόφαση ήταν αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. 

 

Συνεπώς, η δυνατότητα καταχώρησης έφεσης, δυνάμει του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, επιβεβαιώνει το ανενεργό του άρθρου 149 της Ποινικής Δικονομίας ως άνω.

 

Περιπλέον, εάν παρείχετο τέτοια δυνατότητα, δηλαδή να υποβάλει υπόμνημα, θα συνιστούσε παράκαμψη και έμμεση παραβίαση του άρθ.131(2) της Ποιν.Δικονομίας.

 

Το Υπόμνημα απορρίπτεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                          ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                          ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] οι όροι χρησιμοποιούνται για σκοπούς ευκολίας, παρά το ότι δεν πρόκειται για έφεση αλλά για υπόμνημα.  Εν πάση περίπτωση στα Criminal Procedure Rules, Appendix C Case Stated Form No.1 χρησιμοποιούνται οι όροι Appellant, Respondent.

[2] 149.—(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της ∆η΅οκρατίας και οποιοσδήποτε διάδικος που δεν είναι ικανοποιη΅ένος από την απόφαση ∆ικαστή που ασκεί συνοπτική ποινική δικαιοδοσία λόγω του ότι είναι εσφαλ΅ένη επί νο΅ικού ση΅είου ή λόγω του ότι είναι καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας ή των εξουσιών του ∆ικαστή δύναται, εντός του χρόνου που προσδιορίζεται στο εδάφιο (7) του άρθρου αυτού, να ζητήσει γραπτώς από το ∆ικαστή που έκδωσε την απόφαση να παραπέ΅ψει ΅ε υπό΅νη΅α το ζήτη΅α εκθέτοντας τα γεγονότα και τους λόγους της απόφασης αυτής, για γνω΅οδότηση από το Ανώτατο ∆ικαστήριο. 

(2)   .............

 

[3] 131.—(1) Τηρου΅ένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νο΅οθετή΅ατος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγ΅α ∆ικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νό΅ο αυτό. 

(2) ∆εν χωρεί έφεση από αθωωτική απόφαση παρά ΅όνο ΅ε τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της ∆η΅οκρατίας, όπως προβλέπεται στο Νό΅ο αυτό. 

[4] 25.-(2) Τηρου΅ένων των διατάξεων του περί Ποινικής ∆ικονο΅ίας Νό΅ου πλην ως άλλως προβλέπεται εις το εδάφιον τούτο, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος ποινικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον ∆ικαστήριον. 

Πάσα τοιαύτη έφεσις δύναται να ασκηθή κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως ή της επιβαλλούσης, ποινήν τοιαύτης δι' οιονδήποτε λόγον. 

[5] Η Γαβριήλ διακρίνεται από παλαιότερη απόφαση στην Photini Polycarpou Georghadji a.a. v. The Republic, (1971)2 C.L.R. p.229, στην οποία κρίθηκε μη εφέσιμη η απόφαση για τη μη νομιμοποίηση των εφεσειόντων.  Όμως πρόκειτο για πρόσωπα που δεν ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο