ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B73
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 234/2016)
13 Φεβρουαρίου 2018
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη
----------------
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Μ. Αβρααμίδου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη.
---------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: H απόφαση δεν είναι ομόφωνη.
Με τη δική μου απόφαση παραμερίζεται η καταδίκη του εφεσείοντα και στις 4 κατηγορίες. Με την απόφαση του Οικονόμου, Δ., επικυρώνεται η καταδίκη στις κατηγορίες 1 και 2 και παραμερίζεται στις κατηγορίες 3 και 4. Με την απόφαση της Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ., επικυρώνεται η καταδίκη σε όλες τις κατηγορίες.
--------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος στη Ποινική Υπόθεση 7274/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, βρέθηκε ένοχος, στις 15.9.2016, μαζί με την πρώην πρώτη κατηγορούμενη εταιρεία F.K. & S. (VAROSIA) PROPERTIES LTD (η εταιρεία), σε δύο κατηγορίες πλαστογραφίας, μια κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και μια κατηγορία απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών, η οποία θα αρχίζει μετά τη λήξη της ποινής που του έχει επιβληθεί στην Ποινική Υπόθεση 1420/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.
Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έξι λόγους έφεσης και προσβάλλει την ορθότητα της ποινής με επιπρόσθετους τρεις λόγους.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 6 (για την καταδίκη) αφορούν στο πρωτόδικο σφάλμα ότι, παρόλο που οι κατηγορίες εναντίον της πρώτης κατηγορούμενης εταιρείας είχαν ανασταλεί, αυτό το (ουσιώδες) γεγονός διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγηθεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα αναφορικά με την ενοχή του εφεσείοντα και σε λανθασμένη επιβολή ποινής.
Ο 3ος λόγος έφεσης αφορά στο γεγονός ότι είναι η εταιρεία που επωφελήθηκε οικονομικά από την όλη συναλλαγή που αποτέλεσε τη βάση για τις προαναφερόμενες κατηγορίες, και όχι ο εφεσείων, όπως εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο 4ος λόγος έφεσης αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε πωλήσει στους παραπονούμενους και κάποιον κ. Peter Allan την επίδικη μεζονέτα στο έργο VAROSIA GARDENS 1 (η μεζονέτα).
Ο 5ος λόγος έφεσης αφορά στο κατ΄ ισχυρισμόν πρωτόδικο σφάλμα να βασιστεί το δικαστήριο σε περιστατική μαρτυρία, η οποία δεν ήταν «ικανή» να αποδείξει από μόνη της την ενοχή του εφεσείοντα, καθότι δεν οδηγούσε μόνο στο συμπέρασμα ενοχής.
Οι τρεις λόγοι έφεσης κατά της ποινής αφορούν στο κατ΄ ισχυρισμόν πρωτόδικο σφάλμα να επιβληθεί δωδεκάμηνη ποινή φυλάκισης στον εφεσείοντα, η οποία να είναι διαδοχική προς την έκτιση της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην προαναφερόμενη υπόθεση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης δέχθηκε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ότι για την εταιρεία είχε ανασταλεί η δίωξη και ότι αυτό το γεγονός διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εισηγήθηκε, όμως, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εταιρεία ήταν ένοχη, εξαιτίας των ενεργειών του εφεσείοντα που ήταν το πρόσωπο που συναλλάττετο με τους παραπονούμενους, εκ μέρους της.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταδίκη του εφεσείοντα, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι, συνοπτικά, τα εξής:
Η εταιρεία ασχολείτο με εργασίες ανάπτυξης γης, ανεγέρσεις και πωλήσεις διαμερισμάτων κλπ.. Ήταν συνδεδεμένη με την εταιρεία K & M FAMAGOUSTA DEVELOPERS LTD (η συνδεδεμένη εταιρεία). Κατά τον ουσιώδη χρόνο, από 26.1.2005 μέχρι 29.6.2010, διευθυντές της εταιρείας ήταν η κα. Μαρία Αντωνίου και οι κ.κ. Παντελάκης Κυριακίδης και Στέλιος Χατζημανώλης. Στις 27.4.2012, διευθυντές ήταν ο εφεσείων και οι κ.κ. Κυριακίδης και Χατζημανώλης. Κατά τον ίδιο χρόνο μέτοχοι της εταιρείας ήταν η κα. Αντωνίου και οι κ.κ. Κυριακίδης και Χατζημανώλης. Ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που εκπροσωπούσε την εταιρεία στις συναλλαγές της και είχε τον έλεγχο των εργασιών της, «εκτός από δικαίωμα υπογραφής». Στις αγοραπωλησίες της εταιρείας ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που συμφωνούσε τους όρους της συναλλαγής «και οι διευθυντές της εταιρείας υπέγραφαν απλώς τα πωλητήρια έγγραφα».
Περί το 2001-2002 οι παραπονούμενοι, κ.κ. Σοφιανός και Ματεϊδου (οι παραπονούμενοι), μέσω της κας Μαρίας Αντωνίου γνώρισαν τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων παρουσίασε τον εαυτό του ως «τον ιδιοκτήτη» της εταιρείας και της συνδεδεμένης εταιρείας. Με τη μεσολάβηση του εφεσείοντα οι παραπονούμενοι αγόρασαν αριθμό διαμερισμάτων από την εταιρεία και τη συνδεδεμένη εταιρεία. Για την αγορά του πρώτου διαμερίσματος οι παραπονούμενοι είχαν καταβάλει το ποσό των Λ.Κ.30.000.- ενώ οι υπόλοιπες αγοραπωλησίες έγιναν διαδοχικά και το τίμημα πώλησης του κάθε διαμερίσματος το διέθεταν απευθείας για την αγορά του επόμενου.
Στις 24.2.2005 οι παραπονούμενοι, ως αγοραστές και η εταιρεία, ως πωλητής, συνήψαν συμφωνία αγοραπωλησίας της μεζονέτας. Η συμφωνία κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Αμμοχώστου, στις 2.3.2005, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Για την αγορά της μεζονέτας οι παραπονούμενοι κατέβαλαν ως τίμημα το ποσό των Λ.Κ.60.000.- Η σχετική απόδειξη πληρωμής υπογράφηκε από τον εφεσείοντα, «εκ μέρους της συνδεδεμένης εταιρείας». Το ποσό των Λ.Κ.60.000.- δεν καταβλήθηκε σε μετρητά από τους παραπονούμενους αλλά προήλθε από πώληση άλλου ακινήτου των παραπονουμένων. Το προϊόν της (προηγούμενης) πώλησης δεν το έλαβαν οι παραπονούμενοι αλλά περιήλθε «στους κατηγορούμενους και πιστώθηκε από αυτούς έναντι της αγοράς και προς εξόφληση της μεζονέτας».
Στις 26.1.2006 κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Αμμοχώστου ακυρωτικό έγγραφο (της συμφωνίας πώλησης της μεζονέτας), το οποίον έφερε ημερομηνία 25.1.2006 και φαίνεται να φέρει τις υπογραφές των παραπονουμένων. Οι φερόμενες ως υπογραφές των παραπονουμένων στο ακυρωτικό έγγραφο είναι πιστοποιημένες από τον πιστοποιούντα υπάλληλο κ. Μιχάλη Χαραλάμπους (Μ.Κ.9). Το ακυρωτικό έγγραφο το προσκόμισε στον Μ.Κ.9 ο εφεσείων και σ΄ αυτό υπήρχαν ήδη οι φερόμενες ως υπογραφές των παραπονουμένων. Ο Μ.Κ.9 πιστοποίησε τις υπογραφές αφού ο εφεσείων τον διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για τις υπογραφές των παραπονουμένων.
Στη βάση του ακυρωτικού εγγράφου, το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Αμμοχώστου απέσυρε το αρχικά κατατεθέν πωλητήριο έγγραφο της μεζονέτας. Στις 3.2.2006 κατατέθηκε στο ίδιο Κτηματολογικό Γραφείο νέο πωλητήριο έγγραφο, ημερ. 28.1.2006, για την αγορά της μεζονέτας από τον κ. Peter Allan.
Μεταξύ 2006 και 2008 οι παραπονούμενοι ρωτούσαν τον εφεσείοντα κατά πόσον είχε καταθέσει στο Κτηματολόγιο, συμφωνία για την αγορά ενός νέου διαμερίσματος (το διαμέρισμα) στην περιοχή Κάππαρης στο Παραλίμνι (σε αντικατάσταση της μεζονέτας που είχαν, αρχικά, αγοράσει) και ο εφεσείων τους καθησύχαζε αναφέροντας τους ότι ήταν εξασφαλισμένοι, οικονομικά, εφόσον ήταν κατατεθειμένο ακόμα το πωλητήριο έγγραφο για την αγορά της μεζονέτας. Η ανέγερση του διαμερίσματος ολοκληρώθηκε περί το 2008 και ο εφεσείων ενημέρωσε τους παραπονούμενους ότι είχε κάνει τις απαραίτητες διευθετήσεις στο Κτηματολόγιο και ότι το διαμέρισμα τους ανήκε. Περί το καλοκαίρι του 2010 οι παραπονούμενοι επισκέφθηκαν το διαμέρισμα και διαπίστωσαν ότι κατοικείτο από άλλα πρόσωπα για τα οποία ο εφεσείων τους ανέφερε ότι επρόκειτο για φιλικά του πρόσωπα, τα οποία φιλοξενούσε. Από έρευνα των παραπονουμένων στο Κτηματολόγιο οι παραπονούμενοι διαπίστωσαν ότι για το διαμέρισμα υπήρχε κατατεθειμένο πωλητήριο έγγραφο από τρίτο πρόσωπο. Το τρίτο πρόσωπο τους πληροφόρησε ότι έλαβε το διαμέρισμα ως αντιπαροχή επειδή έδωσε τη γη του στον εφεσείοντα. Όταν οι παραπονούμενοι ρώτησαν σχετικά τον εφεσείοντα αυτός τους υποσχέθηκε ότι θα τους επέστρεφε το ποσό των Λ.Κ.60.000.-που είχαν καταβάλει για την αγορά της μεζονέτας, αλλά ουδέποτε το έπραξε. Οι παραπονούμενοι εξουσιοδότησαν δικηγόρο, η οποία απέστειλε, στις 2.9.2010, επιστολή προς της εταιρεία και τους τότε διευθυντές της, με την οποία αξίωναν την επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.60.000.- πλέον τόκους, χωρίς όμως ανταπόκριση.
Για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης οι παραπονούμενοι και ο εφεσείων έδωσαν δείγματα γραφής και υπογραφής τους στην Αστυνομία. Εξετάστηκαν από ειδικό γραφολόγο, ο οποίος διαπίστωσε ότι δεν είναι γνήσιες οι υπογραφές των παραπονουμένων, στο ακυρωτικό έγγραφο, αλλά αποτελούν προσπάθεια αντιγραφής ή απομίμησης της υπογραφής τους από πρόσωπο το οποίο γνώριζε ή είχε στην κατοχή του γνήσιες υπογραφές. Δεν προέβη όμως σε άμεσο εύρημα ότι ο εφεσείων πλαστογράφησε τις υπογραφές των παραπονουμένων. Οι παραπονούμενοι δεν εξουσιοδότησαν οποιοδήποτε πρόσωπο να υπογράψει εκ μέρους τους την ακύρωση συμφωνίας αγοράς της μεζονέτας.
Με βάση τα προαναφερόμενα ευρήματα το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσον η Κατηγορούσα Αρχή είχε επιτύχει να αποδείξει τις προαναφερόμενες κατηγορίες, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εναντίον και των δύο κατηγορουμένων, δηλαδή του εφεσείοντα και της εταιρείας.
Η πρώτη και δεύτερη κατηγορία, που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, αφορά στο αδίκημα της πλαστογραφίας, δηλαδή της πλαστογράφησης των υπογραφών των δύο παραπονουμένων στο έγγραφο με το οποίο ακυρωνόταν η συμφωνία αγοράς της μεζονέτας (τεκμήριο 1).
Το άρθρο 331 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ότι πλαστογραφία είναι ο καταρτισμός πλαστού εγγράφου με σκοπό την καταδολίευση. Το άρθρο 333 (δ) (ι) προνοεί ότι, καταρτίζει πλαστό έγγραφο, όποιος υπογράφει έγγραφο με το όνομα άλλου, χωρίς την εξουσιοδότησή του. Το άρθρο 334 προνοεί τη δημιουργία τεκμηρίου πρόθεσης καταδολίευσης αν, κατά το χρόνο που καταρτίστηκε το πλαστό έγγραφο, υπήρχε συγκεκριμένο πρόσωπο που μπορούσε να καταδολιευθεί με το έγγραφο.
Η τρίτη κατηγορία αφορά στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προνοεί ότι όποιος θέτει, με δόλιο τρόπο, σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, γνωρίζοντας ότι είναι πλαστό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται στην ίδια ποινή που υπόκειται και εκείνος που πλαστογραφεί το έγγραφο.
Η τέταρτη κατηγορία αφορά στο αδίκημα της απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο 297 προνοεί ότι ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα, και την οποία εκείνος που την κάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή. Το άρθρο 298(1) προνοεί ότι όποιος, με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλον οτιδήποτε που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή υποκινεί άλλον να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση εναντίον του εφεσείοντα αναφορικά και με τις τέσσερις προαναφερόμενες κατηγορίες. Σε σχέση με την πλαστογραφία (κατηγορίες 1 και 2) έλαβε ιδιαίτερα υπόψιν εις βάρος του εφεσείοντα ότι:
(α) Οι υπογραφές των παραπονουμένων στην ακυρωτική συμφωνία (τεκμήριο 7) είχαν πλαστογραφηθεί.
(β) Η πρόθεση του πλαστογράφου προκύπτει αβίαστα από τα προαναφερόμενα γεγονότα εφόσον, μέσω της πλαστογράφησης, η μεζονέτα ήταν διαθέσιμη για να διατεθεί ξανά προς πώληση για αποκόμιση περαιτέρω οικονομικού οφέλους για τον πωλητή.
(γ) Η μεζονέτα όντως πωλήθηκε στον κ. Peter Allan αντί τιμήματος του οποίου η εταιρεία κατέστη δικαιούχος να εισπράξει, και
(δ) Ως αποτέλεσμα της πλαστογραφίας οι παραπονούμενοι έχασαν το δικαίωμα που είχαν να διεκδικήσουν διάταγμα ειδικής εκτέλεσης του πωλητηρίου εγγράφου (τεκμήριο 8) και ουσιαστικά απώλεσαν το ποσό των Λ.Κ.60.000.-, το οποίο είχαν καταβάλει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία για το πρόσωπο που διέπραξε την πλαστογραφία. Σύμφωνα με το πόρισμα του γραφολόγου οι υπογραφές, στο ακυρωτικό έγγραφο, έγιναν από πρόσωπο που γνώριζε τις υπογραφές των παραπονουμένων και προσπάθησε να τις αντιγράψει. Δεν προέβη όμως σε εύρημα, ο γραφολόγος, ότι οι υπογραφές των παραπονουμένων έγιναν από τον εφεσείοντα. Παρά την έλλειψη άμεσης μαρτυρίας, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η περιστατική μαρτυρία συνέδεε τον εφεσείοντα επαρκώς με το αδίκημα της πλαστογραφίας. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 215/12, ημερ. 6.4.2015 στην οποία τονίστηκε ότι η περιστατική μαρτυρία πρέπει να συνδέει τον κατηγορούμενο με το αδίκημα, με τρόπο άμεσο και ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία.
Στη βάση των ευρημάτων του και εξετάζοντας την περιστατική μαρτυρία συνολικά και όχι αποσπασματικά και μικροσκοπικά, όπως ανέφερε, θεώρησε ότι «το μοναδικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα ευρήματα αυτά είναι ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν το πρόσωπο το οποίο υπέγραψε το ακυρωτικό έγγραφο Τεκμήριο 7, προσποιούμενος (sic) σε αυτό τις υπογραφές των παραπονούμενων χωρίς την προηγούμενη εξουσιοδότηση τους». Στη συνέχεια πρόσθεσε και τα εξής:
«Τα γεγονότα, όπως διατυπώνονται και διαφαίνονται στα ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν αφήνουν περιθώριο για καμία άλλη λογική εξήγηση πέραν αυτού. Ο κατηγορούμενος 2 ήταν το πρόσωπο το οποίο χειριζόταν όλες τις συναλλαγές της κατηγορούμενης 1 εταιρείας. Η έκταση του ελέγχου που διατηρούσε ήταν τέτοια ώστε το θεωρώ απίθανο να καταρτίζετο ακυρωτικό έγγραφο και να κατατίθετο στο Κτηματολόγιο εν αγνοία του. Εξάλλου αυτός ήταν το πρόσωπο που είχε πάρει το υπογραμμένο ακυρωτικό έγγραφο στον Μ.Κ.9 και του ζήτησε να πιστοποιήσει τις υπογραφές διαβεβαιώνοντας τον ότι ήταν 'εντάξει', όπως ανέφερε ο Μ.Κ.9. Επιπρόσθετα, γνώριζε για την αγορά της μεζονέτας από τον κ. Alan Peter, που ακολούθησε λίγες μέρες μετά την καταχώριση του ακυρωτικού εγγράφου. Παρά το ότι ήξερε ότι είχε κατατεθεί νέο πωλητήριο έγγραφο για τη μεζονέτα από τον κ. Alan Peter, συνέχιζε για χρόνια να διαβεβαιώνει τους παραπονούμενους ότι το πωλητήριο έγγραφο που είχαν υπογράψει για τη μεζονέτα συνέχιζε να είναι καταχωρημένο. Τους διαβεβαίωνε επίσης ψευδώς ότι είχε καταχωρήσει το πωλητήριο για την αγορά του νέου διαμερίσματος ενώ σίγουρα - εκ της θέσεως του - γνώριζε ότι το νέο αυτό διαμέρισμα ανήκε σε άλλο δικαιούχο και μάλιστα κατοικείτο από πρόσωπο που ισχυρίστηκε ότι ήταν φίλοι του.»
Ενόψει των προαναφερομένων το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως το μοναδικό λογικό συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν τα προαναφερθέντα γεγονότα είναι ότι ο εφεσείων-κατηγορούμενος 2 είναι το πρόσωπο το οποίο πλαστογράφησε τις υπογραφές των παραπονουμένων στο ακυρωτικό έγγραφο (τεκμήριο 9). Πέραν τούτου, όπως παρατήρησε, ο εφεσείων δεν πρόβαλε κάποιαν άλλη λογική εξήγηση αναφορικά με την περιστατική αυτή μαρτυρία, η οποία «να μην μπορεί να αποκλειστεί», παραπέμποντας στην υπόθεση Παφίτης κ.α. ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ, 102. Το μόνο που ο εφεσείων αντέταξε ήταν γενικές και αόριστες κατηγορίες εναντίον άλλων προσώπων, οι οποίες παρέμειναν ατεκμηρίωτες, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η απάντηση που είχε δώσει όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, ότι, δηλαδή, οι παραπονούμενοι γνώριζαν για το ακυρωτικό έγγραφο και την καταχώριση του στο Κτηματολόγιο, δεν «φαντάζει» λογική, όπως είπε, αφού ήταν απίθανο οι παραπονούμενοι να είχαν συμφωνήσει για την απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου της μεζονέτας, χωρίς να βεβαιωθούν ότι είχαν διασφαλιστεί τα συμφέροντα και τα δικαιώματα τους σε σχέση με την αγορά του διαμερίσματος στην Κάππαρη.
«Μέσω της πλαστογραφίας των υπογραφών των παραπονουμένων η κατηγορούμενη 1 εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια της μεζονέτας, επωφελήθηκε του ποσού των Λ.Κ.60.000.-, που οι παραπονούμενοι είχαν καταβάλει για την αγορά της, ενώ η απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο έδωσε την ευκαιρία για πώληση του ιδίου ακινήτου για δεύτερη φορά και αποκόμιση διπλού κέρδους», όπως ρητά αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του. Στη συνέχεια, όμως, προσθέτει τα εξής: «Το ίδιο όφελος, έστω και έμμεσο, απεκόμισε ο κατηγορούμενος 2 ως το πρόσωπο το οποίο ασκούσε τον πραγματικό έλεγχο και εκτελεστική εξουσία σε σχέση με την κατηγορούμενη 1». Πέραν των προαναφερθέντων ο εφεσείων, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, «βρίσκεται αντιμέτωπος με τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα».
Κατά την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή, ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο μέσω του οποίου ενήργησε η εταιρεία. Χωρίς τις ενέργειες και τη συνδρομή του θα ήταν αδύνατη η διάπραξη των αδικημάτων (της πλαστογραφίας). ΄Ηταν το πρόσωπο που εκπροσωπούσε τόσο την εταιρεία, όσο και τη συνδεδεμένη εταιρεία, «που λάμβανε κάθε ουσιαστική απόφαση εκ μέρους των εταιρειών αυτών, ασκούσε απόλυτο έλεγχο στην άσκηση των εργασιών τους» και είχε άμεση επαφή με τους πελάτες τους. «Ουσιώδους και καθοριστικής σημασίας είναι το ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν ο ιθύνων νους πίσω από τις ενέργειες της κατηγορούμενης 1 εταιρείας και το πρόσωπο το οποίο συνειδητά παραπλάνησε τους παραπονούμενους. Καταλήγω επομένως ότι ο ρόλος του τον καθιστά συναυτουργό με την κατηγορούμενη στη διάπραξη του αδικήματος (της πλαστογραφίας)».
Για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι «η διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος είναι φυσικό επακόλουθο της απόδειξης της κατηγορίας της πλαστογραφίας και των ευρημάτων». Το πλαστογραφημένο ακυρωτικό έγγραφο (τεκμήριο 7) τέθηκε σε κυκλοφορία από τον κατηγορούμενο 2, ο οποίος, ενώ γνώριζε ότι ήταν πλαστογραφημένο, το προσκόμισε στον Μ.Κ.9 για σκοπούς πιστοποίησης της υπογραφής των παραπονουμένων «ενώ αργότερα αυτό κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο». Παρατηρεί, και πάλι, το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν υπάρχει άμεση μαρτυρία που να συνδέει τον εφεσείοντα με την κατάθεση του ακυρωτικού εγγράφου στο Κτηματολόγιο, θεωρεί όμως ότι η περιστατική μαρτυρία οδηγεί μόνο σε αυτή την κατάληξη. Παρατηρεί, συναφώς, ότι «εφόσον ο κατηγορούμενος 2 ήταν το πρόσωπο που είχε πλαστογραφήσει τις υπογραφές των παραπονούμενων, ο μόνος τρόπος να αποκομίσει το όφελος της πλαστογραφίας ήταν η κατάθεση του πλαστού εγγράφου στο Κτηματολόγιο. Συνεπώς συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν και το πρόσωπο το οποίο κατέθεσε τελικά το ακυρωτικό έγγραφο στο Κτηματολόγιο. Η δε δόλια πρόθεση που συνόδευε την κυκλοφορία του εγγράφου συνίσταται και είναι ταυτόσημη με την «πρόθεση καταδολίευσης» του άρθρου 334 του Ποινικού Κώδικα, ως ανωτέρω».
Για το αδίκημα της τέταρτης κατηγορίας, της απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με τα ευρήματά του, ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δόλια παρουσίασε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Αμμοχώστου το ακυρωτικό έγγραφο το οποίο γνώριζε ότι ήταν πλαστό και ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Με την κατάθεση του πλαστού ακυρωτικού εγγράφου κατέστη δυνατή η μεταγενέστερη πώληση της μεζονέτας στον κ. Peter Allan. Συμπερασματικά αναφέρει τα εξής, το πρωτόδικο δικαστήριο: «Ως αποτέλεσμα οι παραπονούμενοι απώλεσαν ουσιαστικά το ποσό των Λ.Κ.60.000.- που είχαν καταβάλει για την αγορά της μεζονέτας, το οποίο προσπορίστηκαν οι κατηγορούμενοι».
Για την τέταρτη κατηγορία το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει συναφώς ότι, κατά το χρόνο που ο εφεσείων προέβαινε σε διαβεβαιώσεις προς τους παραπονούμενους και διενεργούσε την πλαστογραφία του ακυρωτικού εγγράφου, ενεργούσε ενσυνείδητα και γνωρίζοντας τις επιπτώσεις για τους παραπονούμενους, δηλαδή ότι θα τους αποστερούσε το ποσό των Λ.Κ.60.000.- που είχαν καταβάλει για την αγορά της μεζονέτας (Δέστε: Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ, 861). Οι διαβεβαιώσεις του εφεσείοντα είχαν ως αποτέλεσμα, οι παραπονούμενοι να μην επιδιώξουν την κατάθεση, στο Κτηματολόγιο, του μεταγενέστερου πωλητηρίου εγγράφου για την αγορά του διαμερίσματος στην περιοχή Κάππαρης. Προς ενίσχυση του, ενοχοποιητικού για τον εφεσείοντα, συμπεράσματός του το πρωτόδικο δικαστήριο προσθέτει ότι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι το ποσό των Λ.Κ.60.000.- δεν είχε πληρωθεί από τους παραπονούμενους, σε μετρητά, για την αγορά της μεζονέτας, εφόσον το ποσό αυτό προήλθε από πώληση άλλου ακινήτου των παραπονουμένων και πιστώθηκε απευθείας έναντι της αγοράς της μεζονέτας. Καθοριστικής σημασίας ήταν το γεγονός ότι οι παραπονούμενοι ήταν οι δικαιούχοι του ποσού των Λ.Κ.60.000.-.
Στη βάση των προαναφερομένων το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μας τεθέντα θέματα. Διαπίστωσα τα εξής σφάλματα στην πρωτόδικη απόφαση υπό το φως των οποίων εξέτασα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης ως προς την καταδίκη:
1. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η υπόθεση εναντίον της εταιρείας είχε ανασταλεί και επομένως ότι η εταιρεία δεν ήταν κατηγορούμενη και δεν μπορούσε να ευρεθεί ένοχη, μαζί με τον εφεσείοντα, για τα προαναφερόμενα αδικήματα.
2. Η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, παρόλο που κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων δεν ήταν ούτε διευθυντής, ούτε μέτοχος της εταιρείας, ήταν το πρόσωπο που εκπροσωπούσε τόσο την εταιρεία όσο και την συνδεδεμένη εταιρεία, λάμβανε κάθε ουσιαστική απόφαση εκ μέρους των εταιρειών αυτών, είχε απόλυτον έλεγχο στην άσκηση των εργασιών τους και ακόμη ότι ήταν ο ιθύνων νους πίσω από τις ενέργειες της εταιρείας, έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι ο εφεσείων όχι μόνον δεν ήταν διευθυντής αλλά δεν είχε και δικαίωμα υπογραφής εκ μέρους της εταιρείας. Οι διευθυντές της εταιρείας ήταν εκείνοι που υπέγραφαν τα πωλητήρια έγγραφα, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Στο εταιρικό δίκαιο οι διευθυντές μιας εταιρείας είναι οι εκπρόσωποι και αντιπρόσωποι της, όπως είναι θεμελιωμένο από τον 19ο αιώνα (Δέστε: Ferguson v. Wilson (1866) L.R. 2 Ch. 77 και Palmer΄s Company Law, 21η έκδοση, Κεφ. 54, σελ. 521 κ.επ.).
3. Η συμφωνία αγοραπωλησίας της μεζονέτας, ημερ. 24.2.2005, παρουσίαζε ως αγοραστές τους παραπονούμενους και ως πωλητή την εταιρεία. Η σχετική απόδειξη πληρωμής για ποσό Λ.Κ. 60.000.- υπογράφηκε από τον εφεσείοντα, εκ μέρους της συνδεδεμένης εταιρείας. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο εφεσείων επωφελήθηκε από οποιοδήποτε μέρος του ποσού των Λ.Κ.60.000.- σε αντίθεση με τα ευρήματα του δικαστηρίου.
4. Δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οποιαδήποτε άμεση μαρτυρία ότι ο εφεσείων πλαστογράφησε τις υπογραφές των παραπονουμένων στο ακυρωτικό έγγραφο, ούτε και ότι ο εφεσείων παρουσίασε-καταχώρησε το ακυρωτικό έγγραφο στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου. Το πρώτο στοιχείο το έλαβε υπόψιν του το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν φαίνεται όμως να έλαβε υπόψιν του το δεύτερο στοιχείο, ότι δηλαδή δεν απεδείχθη με οποιοδήποτε τρόπο πως ο εφεσείων παρουσίασε ή καταχώρησε το πλαστογραφημένο ακυρωτικό έγγραφο στο Κτηματολόγιο. Παρατηρώ συναφώς ότι, στις λεπτομέρειες αδικήματος της τρίτης κατηγορίας, αναγράφεται πως οι κατηγορούμενοι, στις 26.1.2006, στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, εν γνώσει τους και δολίως, έθεσαν σε κυκλοφορία το πλαστογραφημένο ακυρωτικό έγγραφο, που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία. Το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, και με κάποια σύγχυση, αναφέρεται σε κάποιο σημείο της απόφασης σε κυκλοφορία-παρουσίαση του πλαστού εγγράφου στον Μ.Κ.9, πιστοποιούντα υπάλληλο. Αυτό δεν συνάδει με τις λεπτομέρειες αδικήματος της τρίτης κατηγορίας.
5. Στην επιστολή των δικηγόρων των παραπονουμένων, ημερ. 2.9.2010, προς την εταιρεία και τους τότε διευθυντές της, οι παραπονούμενοι αξίωναν την επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.60.000.- όχι από τον εφεσείοντα αλλά, προφανώς, από την εταιρεία. Αυτό το στοιχείο δεν φαίνεται να το συνυπολόγισε το πρωτόδικο δικαστήριο.
6. Στα ευρήματα του δικαστηρίου αναγράφεται ότι η πρόθεση του πλαστογράφου του ακυρωτικού εγγράφου προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα και δεδομένου ότι μέσω της πλαστογράφησης η μεζονέτα ήταν διαθέσιμη για να διατεθεί ξανά προς πώληση για αποκόμιση περαιτέρω οικονομικού οφέλους «για τον πωλητή». Ο εφεσείων δεν ήταν ο πωλητής της μεζονέτας, εν πάση περιπτώσει, ούτε και φαίνεται να εισέπραξε οποιοδήποτε ποσό, προσωπικά, για την πώληση της. Αυτό το στοιχείο επίσης δεν φαίνεται να το συνυπολόγισε ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο.
7. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, η μεζονέτα τελικά πωλήθηκε στον κ. Peter Allan αντί τιμήματος, το οποίο η εταιρεία κατέστη δικαιούχος να εισπράξει. Δεν φαίνεται να έδωσε σημασία το πρωτόδικο δικαστήριο στο ότι η εταιρεία ήταν ο δικαιούχος της είσπραξης του τιμήματος πωλήσεως της μεζονέτας στον προαναφερόμενο αγοραστή και όχι ο εφεσείων, και συγχύζει τους δύο «κατηγορούμενους», παρότι η εταιρεία δεν ήταν κατηγορούμενη.
8. Το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγοντας σε ενοχοποιητικό συμπέρασμα για τον εφεσείοντα, παρατήρησε ότι αυτός δεν πρόβαλε κάποιαν άλλη λογική εξήγηση αναφορικά με την περιστατική μαρτυρία, η οποία τον ενέπλεκε, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, στα αδικήματα της πλαστογραφίας των υπογραφών των παραπονουμένων και της κυκλοφορίας του πλαστού εγγράφου. Στην υπόθεση Παφίτης (ανωτέρω), στην οποία έκανε αναφορά το πρωτόδικο δικαστήριο, επεξηγείται η σημασία της περιστατικής μαρτυρίας, το σωρευτικό αποτέλεσμα της οποίας, για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορούμενου, πρέπει να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του και να μη μπορεί να συμβιβαστεί με άλλη λογική ερμηνεία, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ότι ένας κατηγορούμενος έχει το βάρος της προβολής λογικής εξήγησης αναφορικά με τα όσα, με την περιστατική μαρτυρία, του καταλογίζονται. Εν πάση περιπτώσει η απάντηση του εφεσείοντα, όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, ότι οι παραπονούμενοι γνώριζαν για το ακυρωτικό έγγραφο και την καταχώρηση του, η οποία θεωρήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως μη λογική απάντηση, πιθανόν να συνάδει με την αδιαμφισβήτητη θέση ότι οι παραπονούμενοι, σε κάποιο στάδιο, συμφώνησαν να αγοράσουν διαμέρισμα στην περιοχή Κάππαρης στο Παραλίμνι ουσιαστικά με τα λεφτά που θα αποκόμιζαν από την πώληση/ανταλλαγή της μεζονέτας, πρακτική που ακολουθήθηκε και στο παρελθόν.
9. Ήταν εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, μέσω της πλαστογραφίας των υπογραφών των παραπονουμένων, η εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια της μεζονέτας, επωφελήθηκε του ποσού των Λ.Κ.60.000.- που οι παραπονούμενοι είχαν καταβάλει για την αγορά της, ενώ η απόσυρση του εγγράφου από το Κτηματολόγιο έδωσε (προφανώς στην εταιρεία) την ευκαιρία για πώληση της μεζονέτας, για δεύτερη φορά, και αποκόμιση διπλού κέρδους. Δεν φαίνεται να συνυπολόγισε αυτό το σημαντικό στοιχείο, στην καταδικαστική, για τον εφεσείοντα, απόφασή του το πρωτόδικο δικαστήριο. Αντίθετα, χωρίς οτιδήποτε άλλο, το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε ότι το ίδιο όφελος, έστω και έμμεσο, αποκόμισε και ο εφεσείων ως το πρόσωπο το οποίο ασκούσε τον πραγματικό έλεγχο και εκτελεστική εξουσία σε σχέση με την εταιρεία. Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να είναι αυθαίρετο και αβάσιμο. Πέραν τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά και στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο αναγράφεται στην έκθεση αδικήματος και των τεσσάρων κατηγοριών. Στη βάση του άρθρου 20 ο εφεσείων θα μπορούσε να καταδικαστεί, ως συνεργός της εταιρείας, στη διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων, από την εταιρεία. Όμως, όπως ήδη ανάφερα, εναντίον της εταιρείας οι κατηγορίες αναστάλησαν και η εταιρεία απαλλάχθηκε.
10. Η διάπραξη του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, υπό τις περιστάσεις, ήταν φυσικό επακόλουθο της απόδειξης της κατηγορίας της πλαστογραφίας, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο. Όμως, όπως ανάφερα, δεν υπήρχε μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα ότι αυτός έθεσε σε κυκλοφορία το πλαστογραφημένο ακυρωτικό έγγραφο, δηλαδή το παρουσίασε ή το κατέθεσε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, στις 26.1.2006, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της τρίτης κατηγορίας. Όσον αφορά για το όφελος της πλαστογραφίας, το οποίο έλαβε υπόψιν του το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει σε καταδικαστικό συμπέρασμα για τον εφεσείοντα στην τρίτη κατηγορία, ήδη παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων αποκόμισε οποιοδήποτε όφελος όπως, από σύγχυση, εξέλαβε το πρωτόδικο δικαστήριο.
11. Για την τέταρτη κατηγορία, της απόσπασης περιουσίας δια ψευδών παραστάσεων, και πάλι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων αποκόμισε όφελος, ο ίδιος προσωπικά, από τις προαναφερόμενες πράξεις. Κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε.
Με βάση τα προαναφερόμενα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, παρά τα ψέματα που είπε στους παραπονούμενους ο εφεσείων, παρά το ότι ανέφερε στον Μ.Κ.9, πιστοποιούντα υπάλληλο, ότι οι υπογραφές στο ακυρωτικό έγγραφο για την πώληση της μεζονέτας ήταν «εντάξει», παρά τις υποσχέσεις του προς τους παραπονούμενους για επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.60.000.-, δεν αποδείχθηκε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι το μοναδικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί από τα ευρήματα του δικαστηρίου ήταν πως ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο το οποίο πλαστογράφησε, στο ακυρωτικό έγγραφο (τεκμήριο 7), τις υπογραφές των παραπονουμένων, χωρίς την εξουσιοδότησή τους. Η έκταση του ελέγχου που είχε ο εφεσείων πάνω στην εταιρεία, που καθιστούσε απίθανο να καταρτίζετο ακυρωτικό έγγραφο και να κατατίθετο στο Κτηματολόγιο εν αγνοία του, το γεγονός ότι γνώριζε για την αγορά της μεζονέτας, από τρίτο πρόσωπο μετά την καταχώριση του ακυρωτικού εγγράφου, το ότι ζήτησε την πιστοποίηση των υπογραφών των παραπονουμένων από τον Μ.Κ.9 και το ότι έλεγε ψέματα στους παραπονούμενους, δεν οδηγούν αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων πλαστογράφησε τις υπογραφές των παραπονουμένων και κυκλοφόρησε, στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, το πλαστό ακυρωτικό έγγραφο, αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης λογικής ερμηνείας.
Για το αδίκημα της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και πάλι θεωρώ ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, καθότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων απέσπασε από τους παραπονούμενους το ποσό των Λ.Κ.60.000.- ή μέρος του, με τις ψευδείς παραστάσεις που αναγράφονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της τέταρτης κατηγορίας.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θα επέτρεπα την έφεση εφ΄όλης της ύλης, αθωώνοντας τον εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες στις οποίες ευρέθη ένοχος πρωτοδίκως.
Μ.Μ.ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ως προς τα γεγονότα και τα ζητήματα που εγέρθηκαν, παραπέμπω στην απόφαση του αδελφού Μ.Μ. Νικολάτου, Π. Κατά τη δική μου ταπεινή αντίληψη όμως και σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώ ότι αποκλειομένης της αόριστης και γενικής, άλλωστε, εκδοχής του εφεσείοντα, από τα γεγονότα προκύπτει ένα και μόνο συμπέρασμα, ήτοι ότι οι πλαστές υπογραφές στο ακυρωτικό έγγραφο έγιναν από τον εφεσείοντα. Αυτό καταδεικνύουν με βεβαιότητα οι ενέργειες του εφεσείοντα θεωρούμενες στο γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου έδρασε.
Σύμφωνα με το γενικότερο πλαίσιο, όπως τέθηκε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, από της ίδρυσης της πρώην κατηγορούμενης εταιρείας, ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που εκπροσωπούσε την εταιρεία σε όλες τις συναλλαγές και διαπραγματεύσεις με πελάτες, διαχειριζόταν την περιουσία της και είχε όλο τον έλεγχο των εργασιών της εκτός από δικαίωμα υπογραφής. Σε σχέση με όλες τις αγοραπωλησίες στις οποίες προέβαινε η εταιρεία, ήταν το πρόσωπο που συμφωνούσε όλους τους όρους της συναλλαγής με τους πελάτες και οι διευθυντές υπέγραφαν απλώς τα πωλητήρια έγγραφα. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, αναπτύσσοντας φιλικές σχέσεις με τους παραπονούμενους, τους παρουσιαζόταν ως ο ιδιοκτήτης των εταιρειών και ως το πρόσωπο που ασκούσε εν γένει τον έλεγχο των εργασιών τους. Με αυτόν συναλλάχθηκαν και σε αυτόν αποτείνονταν συχνά ερωτώντας τον εάν είχε καταθέσει το πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο κι αυτός είναι που ψευδώς τους διαβεβαίωνε για χρόνια ότι «τα κανόνισε με το Κτηματολόγιο», ενώ στην πραγματικότητα το διαμέρισμα το είχε πωλήσει σε τρίτο πρόσωπο και είχε καταθέσει το νέο πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο. Ακόμα και όταν οι παραπονούμενοι διαπίστωσαν ότι το διαμέρισμα κατοικείτο από άλλους, μετά την πλαστογραφημένη «ακύρωση» της δικής τους συμφωνίας, ψευδώς τους ανέφερε ότι απλώς φιλοξενούσε εκεί κάποιους φίλους του. Δεν του αντέταξε τότε ότι υπήρχε η ακυρωτική συμφωνία στο Κτηματολόγιο και ήταν εις γνώσιν τους, όπως ήταν η θέση του όταν κατηγορήθηκε γραπτώς από την αστυνομία.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν τον απόλυτο και αποκλειστικό βαθμό εμπλοκής του εφεσείοντα, ενώ δεδομένη είναι, ειδικότερα, η ενέργεια του να προσκομίσει το ακυρωτικό έγγραφο προς πιστοποίηση των πλαστών υπογραφών στον πιστοποιούντα υπάλληλο, διαβεβαιώνοντας τον ότι είχαν υπογράψει οι παραπονούμενοι. Το μόνο που αντέταξε ο εφεσείων ήταν γενικές και αόριστες κατηγορίες εναντίον άλλων προσώπων, προσπάθεια που δεν είχε αποτέλεσμα. Οι εξηγήσεις που προσπάθησε να δώσει δεν έπεισαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε δημιούργησαν ρήγμα, υπό την έννοια της πρόκλησης αμφιβολίας, στο συμπαγές κατά τ΄άλλα πλέγμα περιστατικής μαρτυρίας του με την απαιτούμενη βεβαιότητα τον καταδεικνύει ως το δράστη της πλαστογραφίας η οποία αποτελεί το υπόβαθρο και τον πυρήνα της όλης του παράνομης δράσης με θύματα τους παραπονούμενους.
Το γεγονός ότι η υπόθεση δεν προχώρησε εναντίον της εταιρείας ουδόλως επηρεάζει τις κατηγορίες περί πλαστογραφίας. Εάν η υπόθεση εναντίον της εταιρείας δεν είχε ανασταλεί, θα μπορούσε να καταλήξει σε παράλληλη καταδίκη και της εταιρείας επί τη βάσει των ενεργειών και της νοητικής στάσης του εφεσείοντα, θεωρουμένου ως «ο ιθύνων νους και η βούληση» της εταιρείας («directing mind and will»). (doctrine of identification, Lennard's Carrying Co Ltd v. Asiatic Petroleum Co Ltd [1915] AC 705, 713, Tesco Supermarkets Ltd v. Nattrass [1972] AC 153, Andreas Neocleous & Co LLC ν. Γενικός Εισαγγελέας, Ποινική Έφεση Αρ. 68/2017, ημερ. 15.12.2017).
Το γεγονός ότι δεν προχώρησε η υπόθεση εναντίον της εταιρείας, δεν αναιρεί τα ενοχοποιητικά συμπεράσματα για την, ούτως ή άλλως δεδομένη δράση του εφεσείοντα. Ούτε αυτά επηρεάζονται από την εσφαλμένη αντίληψη του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία παρέμενε κατηγορούμενη με αποτέλεσμα να θεωρήσει τον εφεσείοντα συναυτουργό με την εταιρεία στη διάπραξη της πλαστογραφίας. Σημασία είχε η διαπίστωση ότι ο εφεσείοντας διέπραξε πλαστογραφία. Tο ζήτημα της ποινικής ευθύνης της εταιρείας, είναι μεταγενέστερο και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τη διαπιστωθείσα ήδη ευθύνη του εφεσείοντα η οποία θα αποτελούσε προϋπόθεση για την καταδίκη της εταιρείας και όχι αντίστροφα. Όπως υποδείχθηκε στη Tesco (ανωτ.):
«. a two step analysis first identifies the perpetrator of the crime and then asks whether he or she is a person who can be said to embody the company's mind and will.»
Ως εκ των άνω, η καταδίκη στις κατηγορίες περί πλαστογραφίας επικυρώνεται.
Ως προς την κατηγορία για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, θεωρώ αδικαιολόγητα γενικόλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έγκειται κατ΄ουσία στην αντίληψη ότι, εφόσον ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που είχε πλαστογραφήσει τις υπογραφές των παραπονουμένων και ο μόνος τρόπος για να αποκομίσει το «έμμεσο» όφελος της πλαστογραφίας ήταν η κατάθεση του στο Κτηματολόγιο, συνάγεται ότι αυτός το κατέθεσε στο Κτηματολόγιο.
Η κυκλοφορία πλαστού εγγράφου είναι αυτοτελές αδίκημα με τα δικά του συστατικά στοιχεία. Είναι με αναφορά σε αυτά και έχοντας υπόψιν τις αρχές που διέπουν την περιστατική μαρτυρία που θα έπρεπε το Δικαστήριο να αξιολογήσει κατά τρόπο συγκεκριμένο τα πράγματα. Με τη γενικότητα όμως που επιχείρησε να εξηγήσει το ζήτημα, αφήνεται η εικόνα πως το εύρημα περί κυκλοφορίας του εγγράφου ήταν το συνεπακόλουθο και μόνο του ευρήματος περί πλαστογράφησης του. Θα μπορούσε ενδεχομένως να αναζητηθεί περαιτέρω αιτιολογική βάση στη μαρτυρία, ιδιαίτερα ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν αναφορικά με τις κατηγορίες για πλαστογραφία για τον όλο ρόλο και τη συγκεκριμένη δράση του εφεσείοντα έναντι των παραπονουμένων. Όμως, κάτι τέτοιο δεν μας ζητήθηκε, με την κατηγορούσα αρχή να εμμένει στην καταδίκη ως έχει. Υπ΄αυτές τις περιστάσεις, κρίνω ότι δεν θα ήταν αναγκαία ή επιθυμητή η περαιτέρω ενασχόληση, ενόψει της επικύρωσης της καταδίκης στις κατηγορίες περί πλαστογραφίας. Για τους ίδιους λόγους, δεν θα ήταν επιθυμητή η τροποποίηση του κατηγορητηρίου, το οποίο περιορίζεται στην κυκλοφορία του εγγράφου στο Κτηματολόγιο, ώστε να περιληφθεί και το γεγονός της κυκλοφορίας στον πιστοποιούντα υπάλληλο, στο οποίο φαίνεται να στήριξε παράλληλα τη σχετική καταδίκη το Δικαστήριο.
Για τους παραπάνω λόγους ο παραμερισμός της καταδίκης στην κατηγορία περί κυκλοφορίας του εγγράφου με βρίσκει σύμφωνο.
Σε ότι αφορά την κατηγορία περί απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, σημειώνεται ότι συστατικό στοιχείο της «ψευδούς παράστασης» κατά το άρθρο 298(1) του Ποινικού Κώδικα είναι η απόκτηση ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής. Εν προκειμένω, είναι ρητό το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ως αποτέλεσμα των ψευδών παραστάσεων εκείνος που «απέκτησε πράγμα δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής» ήταν η πρώην κατηγορούμενη 1 εταιρεία και όχι, κατά τρόπο άμεσο τουλάχιστον, ο εφεσείων. Σ΄αυτά τα πλαίσια και όχι προηγουμένως, είναι που αναδεικνύεται το πρόβλημα με την αναστολή της δίωξης εναντίον της εταιρείας, εφόσον μόνο παράλληλα με την εταιρεία, ως συνεργός αυτής στα πλαίσια του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, θα μπορούσε να θεμελιωθεί η καταδίκη του εφεσείοντα στη σχετική κατηγορία. Συνεπώς, ο παραμερισμός της καταδίκης και στην κατηγορία αυτή με βρίσκει σύμφωνο.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
- - - - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρατίθενται με λεπτομέρεια στην απόφαση του Προέδρου και δεν θα τα επαναλάβω. Το ίδιο και οι λόγοι έφεσης.
Το κυρίως ζητούμενο εν προκειμένω είναι εάν η περιστατική μαρτυρία ήταν τέτοιας ισχύος και δυναμικής ώστε να οδηγεί σαν μόνο λογικό συμπέρασμα στην ενοχή του εφεσείοντα.
Ξεκινώ αναφέροντας ότι, κατά την κρίση μου, το λάθος που διέπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώντας ότι η υπόθεση αφορούσε και την πρώην κατηγορούμενη 1, δεν ήταν καταλυτικής σημασίας. Τα γεγονότα, όπως προωθήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή - και όπως τα αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο - σαφώς και υποδεικνύουν ότι η «εταιρεία» ήταν το μέσο με το οποίο κατ΄ισχυρισμόν έδρασε ο εφεσείων. Παρά το ότι - χωρίς να είναι διευθυντής ή μέτοχος - χειριζόταν τις υποθέσεις της εταιρείας κατά το δοκούν και ανάλογα «λειτουργούσε» υπό τον μανδύα της εταιρείας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εταιρεία ήταν το «μέσο δράσης του προς τα έξω». Η ούτως ειπείν λοιπόν «ενοχή» της κατηγορούμενης 1 δεν μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε πέραν της ενοχής του εφεσείοντα, ο οποίος, παρά την απουσία αξιώματος, λειτουργούσε προς τα έξω και ειδικά ως προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ως ο ιθύνων νους της εταιρείας.
Η συναλλαγματική περιπλοκότητα της εποχής μας που φυσικά έχει αντίκτυπο ακόμη και στον τρόπο τέλεσης του οικονομικού εγκλήματος, οδήγησε ακριβώς τη νομολογία στο να είναι ευέλικτη να αναγνωρίζει πως δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες να αντιμετωπίζονται οι δράσεις μέσω εταιρείας. (Bλ. Bilta (UK) Ltd in liquidation) and others v. Nazir and others (N.2) (2015)2 W.L.R. 1168).
Σημασία εν προκειμένω έχει ακριβώς ότι αποτέλεσε εύρημα ότι σχεδόν αποκλειστικά προς τους τρίτους (εδώ τους παραπονούμενους) μόνο ο εφεσείων εμφανίζεται να τους ενημερώνει, ή να τους διαφοροποιεί τα δεδομένα ή να τους υπόσχεται ανάλογα. Και πάντα με τις ίδιες παραμέτρους και την ίδια προοπτική να τους πείθει και να τους καθησυχάζει για τις «πράξεις» που κατ΄όνομα ήταν της εταιρείας. Όμως είναι φανερό ότι τα «νήματα» της μόνον ο ίδιος τα κινεί. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσεξε κατά την ενώπιον του μαρτυρία από τον εφεσείοντα (και από την κατάθεση του στην Αστυνομία), ότι δηλαδή χρησιμοποιεί κατά κόρον το πρώτο ενικό «..θα του δώσω όσα χρήματα έχει να παίρνει» - αναφερόμενος στον παραπονούμενο, - «...δεν πρέπει να μου έδωσαν μετρητά ....». Αυτά είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα των σχετικών αναφορών του. Τα πιο πάνω χαρακτηρίζουν ακριβώς το εντελώς προσωπικό στοιχείο ενεργειών του με μανδύα την εταιρεία. Σημαντικό κρίθηκε πρωτοδίκως - και ορθά - ότι είναι ο ίδιος που παίρνει το εν λόγω ακυρωτικό έγγραφο με τις πλαστές υπογραφές των παραπονουμένων στον ΜΚ9 και του ζητά να τις πιστοποιήσει. Ομοίως παρατηρείται ότι δεν μεσολαβεί στις σχετικές του ενέργειες οποιονδήποτε άλλο πρόσωπο.
Στο ερώτημα για την ισχύ και το εύρος της περιστατικής μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αναφέρει τα εξής:
«Τα γεγονότα, όπως διατυπώνονται και διαφαίνονται στα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν αφήνουν περιθώριο για καμία άλλη λογική εξήγηση πέραν αυτού. Ο κατηγορούμενος 2 ήταν το πρόσωπο το οποίο χειριζόταν όλες τις συναλλαγές της κατηγορούμενης 1 εταιρείας. Η έκταση του ελέγχου που διατηρούσε ήταν τέτοια ώστε το θεωρώ απίθανο να καταρτίζετο ακυρωτικό έγγραφο και να κατατίθετο στο Κτηματολόγιο εν αγνοία του. Εξ άλλου αυτός ήταν το πρόσωπο που είχε πάρει το υπογραμμένο ακυρωτικό έγγραφο στον ΜΚ9 και του ζήτησε να πιστοποιήσει τις υπογραφές διαβεβαιώνοντας τον ότι ήταν «εντάξει», όπως ανέφερε ο ΜΚ9. Επιπρόσθετα, γνώριζε για την αγορά της μεζονέτας από τον κ. Alan Peter, που ακολούθησε λίγες μέρες μετά την καταχώρηση του ακυρωτικού εγγράφου. Παρά το ότι ήξερε ότι είχε κατατεθεί νέο πωλητήριο έγγραφο για τη μεζονέτα από τον κ. Alan Peter, συνέχιζε για χρόνια να διαβεβαιώνει τους παραπονούμενους ότι το πωλητήριο έγγραφο που είχαν υπογράψει για τη μεζονέτα συνέχιζε να είναι καταχωρημένο. Τους διαβεβαίωσε επίσης ψευδώς ότι είχε καταχωρήσει το πωλητήριο για την αγορά του νέου διαμερίσματος ενώ σίγουρα - εκ της θέσεως του - γνώριζε ότι το νέο αυτό διαμέρισμα ανήκε σε άλλο δικαιούχο και μάλιστα κατοικείτο από πρόσωπο που ισχυρίστηκε ότι ήταν φίλος του.
Κρίνω ότι το μοναδικό λογικό συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν τα πιο πάνω γεγονότα είναι ότι ο κατηγορούμενος 2 είναι το πρόσωπο το οποίο πλαστογράφησε τις υπογραφές των παραπονούμενων στο ακυρωτικό έγγραφο, Τεκμήριο 9.
Πέραν αυτού, ο κατηγορούμενος 2 δεν έχει προβάλει κάποια άλλη λογική εξήγηση αναφορικά με την περιστατική αυτή μαρτυρία η οποία να μην μπορεί να αποκλειστεί. Το μόνο που ο κατηγορούμενος 2 αντέταξε ήταν γενικές και αόριστες κατηγορίες εναντίον άλλων προσώπων, οι οποίες όμως παρέμειναν πλήρως ατεκμηρίωτες και δεν έπεισαν. Η απάντηση που είχε δώσει όταν κατηγορήθηκε γραπτώς ότι οι παραπονούμενοι γνώριζαν για το ακυρωτικό έγγραφο και την καταχώρηση του στο Κτηματολόγιο δεν φαντάζει λογική αφού θεωρώ απίθανο οι παραπονούμενοι να είχαν μεριμνήσει για την απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου της μεζονέτας χωρίς ταυτόχρονα να βεβαιωθούν ότι είχαν διασφαλιστεί τα συμφέροντα και δικαιώματα τους σε σχέση με την αγορά του διαμερίσματος στην Κάππαρη.
Μέσω της πλαστογραφίας των υπογραφών των παραπονούμενων η κατηγορούμενη 1 εταιρεία, ως ιδιοκτήτρια της μεζονέτας, επωφελήθηκε του ποσού των Λ.Κ.60.000 που οι παραπονούμενοι είχαν καταβάλει για την αγορά της ενώ η απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο έδωσε την ευκαιρία για πώληση του ιδίου ακινήτου για δεύτερη φορά και αποκόμιση διπλού κέρδους. Το ίδιο όφελος, έστω και έμμεσο, απεκόμισε ο κατηγορούμενος 2 ως το πρόσωπο το οποίο ασκούσε τον πραγματικό έλεγχο και εκτελεστική εξουσία σε σχέση με την κατηγορούμενη Ι».
Επίσης για την 3η κατηγορία (κυκλοφορία πλαστού εγγράφου) κατά παράβαση του 339 του Ποινικού Κώδικα ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το πλαστογραφημένο ακυρωτικό έγγραφο - τεκμ.7 -τέθηκε σε κυκλοφορία από τον εφεσείοντα.
Η διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος υπήρξε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, φυσικό επακόλουθο της απόδειξης της κατηγορίας της πλαστογραφίας και των προηγηθέντων ευρημάτων. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το πλαστογραφημένο ακυρωτικό έγγραφο - τεκμήριο 7 - τέθηκε σε κυκλοφορία από τον εφεσείοντα ο οποίος ενώ γνώριζε ότι ήταν πλαστογραφημένο το προσκόμισε στον ΜΚ9 για σκοπούς πιστοποίησης της υπογραφής των παραπονούμενων ενώ αργότερα αυτό κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο. Παρά το ότι δεν υπάρχει άμεση μαρτυρία που να συνδέει τον εφεσείοντα με την κατάθεση του ακυρωτικού εγγράφου στο Κτηματολόγιο, η περιστατική μαρτυρία ορθά θεωρήθηκε ότι οδηγεί μόνο σε αυτή την κατάληξη, που αποτέλεσε και το μόνο τρόπο να αποκομίσει ο εφεσείων το όφελος της πλαστογραφίας. Εξάλλου, δια της απάντησης του στην Αστυνομία, διαβεβαιώνει ότι θα επέστρεφε τα λεφτά στους παραπονούμενους.
Ούτε δια του εφετηρίου και των λόγων έφεσης που αφορούν την καταδίκη, δεν έχει τεθεί ο,τιδήποτε ουσιαστικό που να μπορεί να πλήξει την ισχύ και το εύρος της περιστατικής μαρτυρίας. Οι παραπονούμενοι είχαν αγοράσει ακίνητο από τον εφεσείοντα που ενεργούσε υπό το μανδύα της κατηγορούμενης 1 ως άνω και κατέθεσαν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου το πωλητήριο έγγραφο. Ο εφεσείων πλαστογράφησε σε ακυρωτικό έγγραφο τις υπογραφές των παραπονουμένων και κατέθεσε το ακυρωτικό αυτό έγγραφο στο Κτηματολόγιο με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η καταχώρηση του πωλητηρίου εγγράφου και απέσπασε με αυτό τον τρόπο ΛΚ60,000 από τους παραπονούμενους.
Συνεπώς, κατά την κρίση μου, τα ευρήματα του Δικαστηρίου παραμένουν αδιατάρακτα σε όλο το φάσμα του κατηγορητηρίου, οπότε θα απέρριπτα την έφεση εφ΄όλης της ύλης.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
--------------
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ως εκ των άνω, κατά πλειοψηφία, η καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 2 επικυρώνεται, ενώ η καταδίκη του στις κατηγορίες 3 και 4 παραμερίζεται και ο εφεσείοντας αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες 3 και 4. Ακολουθεί η απόφαση αναφορικά με τους λόγους έφεσης σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στις κατηγορίες 1 και 2, η οποία είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.:
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Μετά την ως άνω κατάληξη μας σε σχέση με την έφεση επί της καταδίκης παραμένουν σε ισχύ μόνο οι ποινές στις κατηγορίες 1 και 2, που αφορούν τα αδικήματα της πλαστογραφίας - δηλαδή των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 12 μηνών. Η ίδια ποινή είχε επιβληθεί και για τα αδικήματα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, ποινές που ακυρώθηκαν ως εκ της αθώωσης.
Ο εφεσείων και με τους τρεις λόγους έφεσης στην ουσία παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια και αποφάσισε ότι η ποινή των 12 μηνών που επέβαλε, έπρεπε να διαδεχθεί τις ποινές στην υπόθεση 1420/12.
Στην υπόθεση 1420/12 Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου επιβλήθηκε στην εφεσείουσα ποινή φυλάκισης 15 μηνών στις 8.10.2014, ενώ η παρούσα είχε επιβληθεί στις 8.11.2016 και αφορούσε ομοίως αδικήματα πλαστογραφίας. Όπως καταγράφεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα γεγονότα της υπόθεσης 1420/12 είναι μεταγενέστερα της παρούσης και το εκδικάζον Δικαστήριο είχε δώσει οδηγίες όπως η ποινή που επέβαλε να είναι διαδοχική με την ποινή που εκτίει σήμερα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε το θέμα με τον εξής τρόπο:
«Όπως προανέφερα ο γενικός κανόνας είναι ότι σε περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης σε πρόσωπο το οποίο ήδη εκτίει ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε σε άλλη ποινική αυτή ισχύει διαδοχικά. Όπως έχει επεξηγηθεί στη νομολογία, για να εκδώσει το Δικαστήριο διαφορετική διαταγή πρέπει να υπάρχουν ειδικές συνθήκες και ειδικότερα, δεν διατάζεται η νέα ποινή να συντρέχει με προηγούμενη όταν η φύση, ο χαρακτήρας και τα περιστατικά της υπόθεσης είναι διαφορετικά από τα προηγούμενα αδικήματα. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάζει και να βεβαιώνεται ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό με Βάση την αρχή της αναλογικότητας.
Με έχει προβληματίσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος 2 θα πρέπει να υποστεί τις σωρευτικές επιπτώσεις πλήρους έκτισης της ποινής που του έχει επιβληθεί στην παρούσα υπόθεση με την ποινή την οποία εκτίει σήμερα και την ποινή που του επιβλήθηκε στην ποινική υπόθεση 1420/2012.
Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου ούτε από την κατηγορούσα αρχή ούτε από την υπεράσπιση οτιδήποτε που να δικαιολογεί την έκδοση διαταγής για συντρέχουσες ποινές. Υπάρχει συνάφεια στα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης και των προηγούμενων όμως δεν έχω ενδείξεις ότι αφορούν τους ίδιους παραπονούμενους ή το ίδιο ακίνητο, ενώ τα αδικήματα αυτά φαίνεται ότι έχουν διαπραχθεί σε άλλες χρονικές περιόδους από την επίδικη περίοδο στην παρούσα υπόθεση. Δεν μπορώ επομένως θα θεωρήσω ότι οι τρεις αυτές υποθέσεις αφορούν μια ενιαία συμπεριφορά του κατηγορούμενου 2 και αποτελούν μέρος των ιδίων γεγονότων.
Τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου δεικνύουν ότι πρόκειται για διαφορετικές, διακριτές περιπτώσεις. Εξετάζοντας κατά πόσο η συνολική ποινή που προκύπτει από τη διαδοχικότητα των ποινών που έχουν ήδη επιβληθεί στον κατηγορούμενο 2 και της ποινής που έχω επιβάλει στην παρούσα υπόθεση είναι στο σύνολο της υπέρμετρη και δυσανάλογη, καταλήγω ότι η απάντηση είναι αρνητική.
Με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα και η ποινή που έχω επιβάλει στην παρούσα υπόθεση θα εκτιθεί διαδοχικά με τις ποινές φυλάκισης που έχουν ήδη επιβληθεί στον κατηγορούμενο 2. Θα ξεκινά δηλαδή μετά τη λήξη της ποινής φυλάκισης που εκτίει τώρα ο κατηγορούμενος και μετά τη λήξη της ποινής που του επιβλήθηκε στην ποινική υπόθεση 1420/2012.»
Στην Υπόθ.1420/12 Ε.Δ. Αμμοχώστου στις 8.10.2014 σε σχέση με την ποινή διατάχθηκε όπως η ποινή των 15 μηνών φυλάκισης που του επέβαλε να είναι διαδοχική της ποινής που έκτιε στην υπόθεση 1890/10.
Στη δε Υπόθ. 1890/10 Ε.Δ. Αμμοχώστου στην ποινή 5 χρόνια που επιβλήθηκε στις 9.9.2014 η ποινή άρχιζε από τις 9.9.2014.
Και οι δύο αυτές υποθέσεις αφορούσαν αδικήματα πλαστογραφίας και άλλα συναφή αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 2005-2009.
Είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε χρονολογικά στις ποινικές υποθέσεις και στις ανάλογες ποινές.
Η κρινόμενη αφορά την ποινική υποθ.727/14 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με - ημερομηνία επιβολής 6.11.2016 - 12 μήνες. Η έκτιση της δε θα ξεκινά μετά την ποινή στην 1420/12, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
1. Υποθ. 1420/12 Ε.Δ.Αμμοχώστου - 8.10.2014
Στην υπόθεση 1420/12 Ε.Δ.Αμμοχώστου στις 8.10.14 επιβλήθηκε ποινή στον εφεσείοντα 15 μηνών φυλάκισης. Διατάχθηκε να εκτεθεί διαδοχικά με τις ποινές που έχουν επιβληθεί στις αρ.2021/12 και 1890/10 Ε.Δ. Αμμοχώστου.
2. Υποθ. 1890/10 Ε.Δ. Αμμοχώστου - ημερ. 9.9.2014.
Στην υπόθεση 1890/10 Ε.Δ.Αμμοχώστου στις 9.9.2014 επιβλήθηκε στον εφεσείοντα φυλάκιση 5 χρόνων. Διατάχθηκε όπως η έκτιση της αρχίζει από τις 9.9.2014.
3. Υπόθ.2021/12 Ε.Δ. Αμμοχώστου - ημ. 7.3.2014 ποινή φυλάκισης 2 ετών που ξεκινά από 7.3.2014.
Δηλαδή αν λάβουμε υπόψη το σύνολο εκ των πιο πάνω παρατηρούμε τα εξής:
Η παρούσα ποινή θα αρχίζει μετά την 15μηνη φυλάκιση στη 1420/12 και μετά την 5χρονη φυλάκιση στην υπόθεση 1890/10. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο εφεσείων θα κληθεί να εκτίσει την ποινή του 6 και πλέον χρόνια μετά την έκτιση των πιο πάνω ποινών.
Είναι φανερό ότι η διαδοχικότητα σε αυτή την περίπτωση οδηγεί σε αδικία. Στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004)2 Α.Α.Δ. 443 έχουν συνοψιστεί οι αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών φυλάκισης στις κατάλληλες υποθέσεις ως μέτρο μεταχείρισης των αδικοπραγούντων. Η αρχή της συνολικότητας της ποινής επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο Δικαστήριο, την ίδια ώρα, σε μίαν υπόθεση ή σε διαφορετικές υποθέσεις, και της περίπτωσης στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό Δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Επίσης, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια. Σημασία έχει ο τιμωρούμενος να μην υποστεί υπέρμετρη ή δυσανάλογη ποινή ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη. Συνεπώς ενεργοποιούνται οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα. Στην υπόθεση R. v. Watts (2000)1 Cr.App.R. (S.) 460 διατυπώθηκε ο εξής κανόνας "If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."
Eπανερχόμενοι στην παρούσα υπόθεση, κρίνουμε πως ενόψει των περιστάσεων η συνολική ποινική μεταχείριση του εφεσείοντα ως προς την ποινή οδηγεί σε δυσανάλογο τιμωρητικό μέτρο, αν ακριβώς ληφθεί υπόψη η διαδοχικότητα των ποινών. Περαιτέρω ενόψει της κατάληξης μας ως προς τον περιορισμό των κατηγοριών για τις οποίες ευρέθη ένοχος ο εφεσείων, θεωρούμε ότι η συντρέχουσα ποινή εν προκειμένω, είναι ορθότερη.
Συνεπώς η έφεση επί της ποινής επιτυγχάνει και η έκτιση της ποινής που επεβλήθη πρωτοδίκως στην 1η και 2η κατηγορία ξεκινά από την ημερομηνία εκφώνησης της, δηλαδή 6.11.2016.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.