ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Χρ. Χριστοδούλου για Μ.Ξ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα. Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-02-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση 206/2016, 15/2/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B80

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

15 Φεβρουαρίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση 206/2016)

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Χρ. Χριστοδούλου για Μ.Ξ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση αφορά το διάταγμα προσωποκράτησης που εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα στις   20 Οκτωβρίου 2016.

 

 

Κατά την άφιξη στο αεροδρόμιο Λάρνακας μιας γυναίκας ρουμανικής καταγωγής, διαπιστώθηκε ότι αυτή ερχόταν στην Κύπρο χωρίς χρήματα ή αποσκευές, ούτε και ακόμη γνώριζαν το χώρο στον οποίο θα διέμενε. Από έρευνες που διεξήχθηκαν διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω γυναίκα ήταν παντρεμένη με υπήκοο του Μπαγκλαντές, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει περαιτέρω στοιχεία για το θέμα αυτό ή για τον ίδιο. Στη συνέχεια, από την κατάθεση της και τη διερεύνηση της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι τις διευθετήσεις για την τέλεση του γάμου τις έκαμε μια άλλη αλλοδαπή, που ήταν η πρώτη ύποπτη. Στην υπόθεση επίσης εμπλεκόταν ο εφεσείων, ο οποίος ήταν το άτομο που της σύστησε τον αλλοδαπό για την τέλεση του γάμου και επίσης μαζί με δύο άλλα άτομα συνόδευσε το μέλλοντα σύζυγο της στο Δημαρχείο όπου τελέστηκε ο γάμος. Η εν λόγω μάρτυρας αναφέρθηκε και σε χρηματικά ποσά τα οποία έδωσε για την έκδοση των διαφόρων πιστοποιητικών γάμου και άλλα.

 

Εναντίον του εφεσείοντα εκδόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2016 ένταλμα σύλληψης και επιδιώχθηκε η έκδοση διατάγματος προφυλάκισης, το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, στις               20 Οκτωβρίου 2016.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία αποκαλυπτόταν η διάπραξη των αδικημάτων τα οποία τότε εξέταζε η αστυνομία. Αφορούσαν, μεταξύ άλλων, αδικήματα εμπορίας ενήλικων προσώπων, συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και τέλεσης εικονικού γάμου. ΄Εκρινε, επίσης, ότι υπήρχαν εύλογες υποψίες για τη σύνδεση των υπόπτων με τα αδικήματα και ότι υπολειπόταν ανακριτικό έργο. Στη βάση των πιο πάνω ενέκρινε το αίτημα.

 

Με την παρούσα έφεση -  η οποία αρχικώς αποτελείτο από επτά λόγους έφεσης, κατά την ακρόαση όμως της υπόθεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε τους έξι από αυτούς και παρέμεινε μόνο ο δεύτερος λόγος έφεσης - τίθεται ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια εκδίδοντας το αιτηθέν διάταγμα προσωποκράτησης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφερόμενο σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνόψισε τις αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης ως ακολούθως:

 

(α) Ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι έχουν διαπραχθεί τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η κράτηση.

 

(β) Ότι υπάρχει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι ο καθ'ου η αίτηση συνδέεται με αυτά.

 

(γ)  Υπολείπεται ανακριτικό έργο και

 

(δ) η απόλυση του καθ'ου η αίτηση δυνατό να επηρεάσει τις ανακρίσεις.

 

Το δικαστήριο στηρίχθηκε αρχικώς στη γραπτή δήλωση της Γ/Αστυφ. 1912, Μελίνας Ξενή και στην αντεξέταση που ακολούθησε για να διαπιστώσει ότι όντως είχε αποκαλυφθεί η διάπραξη των αδικημάτων, για τα οποία υποβλήθηκε η αίτηση, οι δύο ύποπτοι, όπως ήταν τότε, συνδέοντο με τα αδικήματα, υπήρχε ανακριτικό έργο και ο κίνδυνος επηρεασμού των ανακρίσεων ήταν άμεσος. Στηριζόμενο σ' αυτά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και έκδωσε το διάταγμα προσωποκράτησης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος με το διάγραμμα του ουσιαστικώς επαναλαμβάνει την υφιστάμενη νομολογία, χωρίς να εξειδικεύει πού ακριβώς έγκειται το λάθος για το οποίο παραπονείται. Εκλαμβάνουμε ότι η γενική διατύπωση ότι το δικαστήριο «άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια», περιορίζεται στη διατύπωση του δεύτερου λόγου έφεσης, ότι, δηλαδή, το δικαστήριο δεν κατέγραψε τα γεγονότα, επί των οποίων στηρίχθηκε, πριν τα υπαγάγει στις αρχές δικαίου.

 

Στην πρόσφατη απόφαση Αριστοδήμου κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 196/2014 κ.ά., ημερομηνίας 25 Σεπτεμβρίου 2014, το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε παλαιότερη νομολογία σύμφωνα με την οποία καταγράφεται ο τρόπος προσέγγισης της προσαχθείσας μαρτυρίας, για σκοπούς έκδοσης διαταγμάτων προσωποκράτησης. Η ευθύνη του δικαστηρίου έγκειται στο γεγονός ότι θα πρέπει να επιβεβαιωθούν, με βάση τη μαρτυρία που τίθεται, οι αρχές για την έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης, όπως τις έχουμε αναφέρει πιο πάνω, ήτοι, δηλαδή, να υπάρχει μαρτυρία που να αποκαλύπτει ότι διαπράχθηκε αδίκημα, δεύτερο, η μαρτυρία πρέπει να δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι ο ύποπτος εμπλέκεται, τρίτο, οι αστυνομικές ανακρίσεις θα πρέπει να βρίσκονται σε εξέλιξη και τέταρτο, η κράτηση πρέπει να είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.

 

Εκείνο το οποίο θα πρέπει να καταδειχθεί είναι η ύπαρξη υπόνοιας και μόνο σύνδεσης του υπόπτου με τα υπό εξέταση αδικήματα, με δεδομένο ότι τα αδικήματα, όπως έγινε αποδεκτό, έχουν διαπραχθεί. Αυτή η υπόνοια πρέπει να συνδέεται ευλόγως με τον ύποπτο.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε σαφής μαρτυρία η οποία και λήφθηκε υπόψη. Ως εκ τούτου, υπό το φως των ξεκάθαρων δεδομένων που κάλυπταν το αίτημα για προφυλάκιση, δεν υπήρχε και ανάγκη επανάληψης του μαρτυρικού υλικού προς υπαγωγή του στις προαναφερθείσες αρχές δικαίου. Συγκεκριμένα, το τι λέχθηκε από την αλλοδαπή, η οποία αφίχθηκε στην Κύπρο, ήταν ότι ο εφεσείων ήταν το άτομο που της σύστησε το μελλοντικό της σύζυγο, ήταν παρών, συνοδευόμενος από άλλους, κατά την τέλεση του γάμου, και υπήρχε μαρτυρία για χρήματα τα οποία η εν λόγω αλλοδαπή πλήρωσε στην πρώτη ύποπτη. Συνεπώς, υπήρχαν, εκ πρώτης όψεως, αδικήματα, δεύτερο σύνδεση του υπόπτου - εφεσείοντα με τα αδικήματα και περαιτέρω, η διαδικασία βρισκόταν σε πολύ αρχικό στάδιο.

 

Με βάση την υπόθεση Ζανέττου κ.ά. ν. Αστυνομίας                         (2013) 2 Α.Α.Δ. 652, η ευθύνη έγκρισης ή όχι αιτημάτων προσωποκράτησης ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκήθηκε έξω από τα πλαίσια τα οποία καθορίζει η νομολογία.

 

Με βάση τα πιο πάνω, δεν βρίσκουμε ότι το δικαστήριο έχει, με οποιοδήποτε τρόπο, ασκήσει λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια για την έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα και ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

                                      Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο