ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια ... για τον Εφεσείοντα. ... για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-02-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο N. Σ. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση 184/15, 13/2/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B72

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ποινική Έφεση 184/15

 

13 Φεβρουαρίου, 2018

 

(ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές)

 

 

N. Σ.

 

Εφεσείων,

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

...  για τον Εφεσείοντα.

... για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ)

(H απόφαση υπόκειται σε περιορισμό της κυκλοφορίας της και δεν θα δημοσιευθεί. Θα δοθεί στη δημοσιότητα περίληψη αυτής η οποία δεν θα περιέχει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες οι οποίες μπορεί να αποκαλύψουν την ταυτότητα του θύματος)

 

Ψαρά-Μιλτιάδου,Δ.:   Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο μετά από ακροαματική διαδικασία σε τρεις κατηγορίες που πήγαζαν από τα ίδια γεγονότα, δηλαδή στο αδίκημα της άσεμνης επίθεσης κατά γυναικός, άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα και σε δύο αδικήματα του σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος 91(1)/2014. 

 

Με βάση την απόφαση του Κακουργιοδικείου ο εφεσείων και η ανήλικη στις 8.3.2015 και περί ώρα 19.20 «στέκονταν σε σημείο της πολυκατοικίας και προέβαιναν στις πιο κάτω πράξεις:  Φιλιούνταν, γλείφονταν στο λαιμό, αγκαλιάζονταν και ο κατηγορούμενος έπιανε τα οπίσθια και άλλα μέρη του σώματος της ανήλικης.»

 

Τον εφεσείοντα και την ανήλικη, ηλικίας 13 ετών, εντόπισε τυχαίως ένα διερχόμενο από το μέρος πρόσωπο, ο ΜΚ22, πρόσωπο το οποίο υπήρξε ο κύριος μάρτυρας στον οποίο το Δικαστήριο βασίστηκε για να καταδικάσει τον εφεσείοντα, αφού θεώρησε ότι έπρεπε να απορρίψει τη μαρτυρία της ανήλικης παραπονούμενης.  Θα πρέπει να λεχθεί ότι το κατηγορητήριο περιλάμβανε περισσότερες κατηγορίες οι οποίες απορρίφθησαν και ο εφεσείων αθωώθηκε σ΄αυτές ενόψει ακριβώς του ότι η μαρτυρία της ανήλικης δεν εκρίθη από το Κακουργιοδικείο ικανή να τις στηρίξει.  Αναξιόπιστος κρίθηκε και ο ίδιος ο εφεσείων με το Κακουργιοδικείο να παρατηρεί ότι είχε κατασκευάσει εκδοχή με σκοπό να «αμυνθεί» επί της μαρτυρίας του ΜΚ22 για το επίδικο περιστατικό στις 8.3.2015, αποδίδοντας σ΄αυτόν αλλότρια κίνητρα, όπως το ότι ήθελε να τον εκδικηθεί για μαρτυρία που έδωσε συγγενικό του εφεσείοντα πρόσωπο, εναντίον του θείου του ΜΚ22. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του ΜΚ5 αστυφύλακα που συνέλαβε τον εφεσείοντα στις 11.3.2015, και ότι ο εφεσείων κατά τη σύλληψη του ανακρινόμενος προφορικά από τον ΜΚ5 δέχθηκε ότι βρισκόταν στον επίδικο χώρο και χρόνο, όπου στάθμευσε το ταξί του.  Είναι ηλικίας 63 ετών και επαγγέλλεται τον ταξιτζή.

 

Αναφορικά με τη νομική πτυχή το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι με βάση τα πιο πάνω ευρήματα στοιχειοθετήθηκε το άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα, ότι δηλαδή παράνομα και άσεμνα στοιχειοθετήθηκε επίθεση εναντίον γυναίκας.  Ομοίως εκρίθη ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού δυνάμει του άρθρου 6(3) του Νόμου 91(1)/2014. 

 

Το άρθρο 6(3)έχει ως εξής:

6.-(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος συ΅΅ετέχει σε σεξουαλική πράξη ΅ε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης είναι ένοχος κακουργή΅ατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

 

Με βάση το άρθρο 2 του ιδίου Νόμου «παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών και «ηλικία συναίνεσης» σημαίνει την ηλικία κάτω της οποίας απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών.  Ως δε σεξουαλική πράξη με βάση το ίδιο άρθρο καθορίζεται και «οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται ως εκ της φύσεως της σεξουαλική ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που προβαίνει σ΄αυτή ....» [άρθρο 2(2) (α) και (β)]. 

 

Επίσης ο εφεσείων εκρίθη ένοχος για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης με κατάχρηση ευάλωτης θέσης εδραζόμενο στο άρθρο 6(4)(β) του ιδίου Νόμου, το οποίο έχει ως εξής:

«6(4)(β) γίνεται κατάχρηση ευάλωτης θέσης του παιδιού, κυρίως λόγω διανοητικής ή σω΅ατικής αναπηρίας ή κατάστασης εξάρτησης είναι ένοχος κακουργή΅ατος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,  

 

Στο σκεπτικό της στοιχειοθέτησης της κατηγορίας με βάση το 6(4)(β) το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι «με δεδομένο ότι η ανήλικη είναι πρόσωπο με μέτρια νοητική στέρηση, βρίσκουμε ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει το αδίκημα του άρθρου 6(4)(β) του Ν.91(1)/2014». 

 

Στον εφεσείοντα, αφού λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικές του περιστάσεις, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 3 χρόνων στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης κατά παράβαση του 151 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 49) και 7 ετών στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού με κατάχρηση ευάλωτης θέσης κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(β) (κατηγορία 52).  Οι ποινές συντρέχουν.  Δεν επιβλήθηκε ποινή στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, κατά παράβαση του 6(3) του ιδίου Νόμου (κατηγορία 3) καθότι τα συστατικά στοιχεία αυτής της κατηγορίας εμπεριέχονταν στην κατηγορία 52. 

 

Προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση τόσο αναφορικά με την καταδίκη, όσο και με το ύψος της ποινής. 

 

Ο εφεσείων διατυπώνει δύο λόγους έφεσης που αφορούν το λανθασμένο, κατά την πλευρά του, έργο της αξιολόγησης που επιτέλεσε το Κακουργιοδικείο σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ22 και την απόρριψη του ίδιου του εφεσείοντα ως μάρτυρα καθώς και των ΜΥ2 και 3.  ΄Εχουμε μελετήσει τους σχετικούς λόγους με την αιτιολογία τους.  Τους θεωρούμε εντελώς αστήρικτους.  Όπως είναι ευρέως γνωστό το Εφετείο μπορεί να επέμβει στο έργο αξιολόγησης πρωτόδικου Δικαστηρίου σε περιορισμένα στεγανά τα οποία έχουν καθοριστεί και αναλυθεί από τη νομολογία.  (Βλ. Σκορδέλλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ.101/13 κ.ά., 6.6.2016).  Εν προκειμένω το Κακουργιοδικείο έχει εξηγήσει όχι μόνο σε συνάρτηση με την εντύπωση από τους ίδιους τους μάρτυρες στο εδώλιο, αλλά και με συγκεκριμένα παραδείγματα θετικής ή αρνητικής αξιοπιστίας που είχαν σαν βάση την ίδια τη λογική των γεγονότων και προσδιόριζαν αφ΄εαυτών την εκδοχή του κάθε προσώπου.  Ειδικά ο ΜΚ22 περιγράφεται από το Κακουργιοδικείο ως ειλικρινής και ανόθευτος μάρτυρας.  Απαντούσε όπως το Κακουργιοδικείο παρατήρησε, χωρίς αμφιταλαντεύσεις και δεύτερες σκέψεις.  Δεν δίστασε στα αποδιδόμενα σ΄αυτόν κίνητρα να αποδεχθεί αμέσως το γεγονός ότι συγγενικό του πρόσωπο είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης και με αφοπλιστική και πειστική απάντηση να προσθέσει ότι ο τελευταίος δεν θα τον περίμενε για «να καθαρίσει εκ μέρους του».  Ακριβώς δια του λόγου και των εξηγήσεων του αλλά και των επιμέρους λεπτομερειών που έδωσε διεφάνη -  και το Δικαστήριο ευλόγως πείσθηκε - ότι η όλη συμπεριφορά, οι ενέργειες και τα γεγονότα που περιέγραψε δεν μπορούν να ερμηνευθούν με κανένα άλλο λογικό τρόπο παρά μόνο ότι αποτελούν την αλήθεια.  ΄Αλλωστε δεν γνώριζε τον εφεσείοντα.  Τον κυνήγησε και κατά τη διάρκεια της καταδίωξης τηλεφώνησε στην Αστυνομία καταγγέλλοντας το γεγονός παρενόχλησης ενός κοριτσιού.  Εν αντιθέσει, το Κακουργιοδικείο εξήγησε εξαντλητικά γιατί ο εφεσείων δεν είχε τα χαρακτηριστικά αξιόπιστου μάρτυρα με κυρίαρχο το ότι σε όλο το φάσμα της μαρτυρίας του προσπαθούσε από την αρχή να κατασκευάσει υπόθεση βασιζόμενος και σε αναφορές του ΜΚ22, χρησιμοποιώντας κατ΄επιλογήν φράσεις του τελευταίου προς ίδιον όφελος.  Ως τέτοιο παράδειγμα ήταν η φράση «έχω κόρες τζιαι γαμπρούες», όταν ο ΜΚ22 φώναξε ότι «έχουμε παιδιά».  Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τους μάρτυρες ΜΥ2 και 3 οι οποίοι, για τους λόγους που εμπεριστατωμένα το Κακουργιοδικείο παρέθεσε, ήλθαν στο Δικαστήριο με μόνο σκοπό να βοηθήσουν τον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν συνάδελφος τους.  ΄Αλλωστε, η μαρτυρία του βρίθει από εικασίες και όχι από γεγονότα.

 

Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα επί του θέματος.  Θεωρούμε ότι ο εφεσείων απέτυχε πλήρως στο να καταδείξει ότι το Κακουργιοδικείο δεν επιτέλεσε το έργο της αξιολόγησης ορθά.  Και κανένα πεδίο επέμβασης του Εφετείου δεν χωρεί.  Οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την κατάληξη του Κακουργιοδικείου σε εύρημα ενοχής του εφεσείοντα στην 52η  κατηγορία που αφορούσε, όπως αναφέραμε πιο πάνω, σεξουαλική κακοποίηση με βάση το άρθρο 6(4)(β) του πιο πάνω Νόμου.  Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, στο σύνολο της η μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο, δεν καταδεικνύει έστω και επ΄ελάχιστον ότι ο εφεσείων καταχράστηκε την ευάλωτη θέση της ανήλικης και ότι γνώριζε την κατάσταση αυτής. 

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η καταδικαστική απόφαση και στις τρεις κατηγορίες ως ακροσφαλείς σε συνάρτηση με τη μαρτυρία. 

 

΄Εχουμε καταγράψει στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης μας την πρόνοια που στήριξε την καταδίκη στην κατηγορία 52.  Δηλαδή του αδικήματος της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του 6(4)(β).  Προκύπτει ότι εκτός από τα συστατικά στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο 6(3)  που αποτέλεσε το βάθρο της καταδίκης στην κατηγορία 3, για να καταδικαστεί ένας κατηγορούμενος στο αδίκημα του 6(4)(β) πρέπει να αποδειχθεί και ότι γίνεται κατάχρηση ευάλωτης θέσης του παιδιού, ως δε προωθήθηκε εν προκειμένω, λόγω νοητικής αναπηρίας.  Δι΄αυτής της ένθεσης του επιπρόσθετου στοιχείου, το αδίκημα υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δια βίου, ενώ με βάση το 6(3) η ποινή φυλάκισης είναι αυτή των 20 ετών. 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορθώς ευρέθη ένοχος ο εφεσείων για τα αδικήματα της επίθεσης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου με βάση το άρθρο 6(3).  Τα ως άνω ευρήματα τα οποία έχουν παρατεθεί ανωτέρω παρέχουν πλήρως αυτό το έρεισμα καταδίκης. 

 

Αναφορικά όμως με το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης με βάση το άρθρο 6(4)(β) δεν έχουμε εντοπίσει πρωτόδικο εύρημα που πληροί το συστατικό στοιχείο της κατάχρησης ευάλωτης θέσης λόγω νοητικής αναπηρίας.   Προς το σκοπό αυτό έχουμε διεξέλθει την πρωτόδικη απόφαση με μεγάλη προσοχή και όντως, δεν διατυπώνεται οποιονδήποτε εύρημα για το ότι ο εφεσείων γνώριζε για τη διανοητική αναπηρία της ανήλικης.  Η διαπίστωση της κλινικής ψυχολόγου ΜΚ21 «ότι κάποιος που έχει επικοινωνία και επαφή μαζί της και γνωρίζει παιδιά σε σχέση με την ηλικία της μπορεί να κατανοήσει ότι έχει δυσκολίες στα θέματα κατανόησης και στη γνωσιοαντιληπτική της ικανότητα» δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε την κατάσταση για τη νοητική της δυσκολία, ούτε προκύπτει βέβαια ότι ο εφεσείων γνώριζε την ανήλικη από προηγουμένως. 

 

Παρά το ότι περί της γνώσης του εφεσείοντα δεν αναφέρεται οτιδήποτε σχετικό στα ευρήματα του Δικαστηρίου διερευνήσαμε κάθε πτυχή της αποδεκτής από το Κακουργιοδικείο μαρτυρίας για να διαπιστωθεί αν υπήρχε τέτοια κατεύθυνση στη μαρτυρία.  

 

Η συνήγορος για την εφεσίβλητη μας υπέδειξε ως τέτοια μαρτυρία το τι ο εφεσείων ανέφερε κατά την προφορική του ανάκριση στο ΜΚ5.  Δεν θα συμφωνήσουμε.  Το μόνο σχετικό που ελέχθη στον ΜΚ5 ήταν ότι το νεαρό κορίτσι που προσέγγισε τον εφεσείοντα στις 8.3.2015 ήταν ότι «του ζήτησε χρήματα, πράγμα που κάνει συχνά μαζί με άλλα παιδιά».   Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί από τα πιο πάνω δεν συνάγεται ούτε καν πόσο τη γνώριζε ο εφεσείων και πολλώ μάλλον ότι γνώριζε την όποια νοητική της αναπηρία για να την καταχραστεί.  Περαιτέρω δεν μπορεί να αναχθεί σε εύρημα αυτά που ο εφεσείων είπε στον ΜΚ5 πως αποτέλεσε μέρος της συνομιλίας του με τον ΜΚ22.  ΄Αλλωστε, τα πιο πάνω χρησιμοποιήθησαν ως ενδείξεις αναξιοπιστίας του εφεσείοντα.  Θυμίζουμε ακόμη ότι το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία της ανήλικης.  Απέρριψε επίσης και αυτή του εφεσείοντα.  Εφόσον δε απερρίφθη συλλήβδην η μαρτυρία του τελευταίου το Κακουργιοδικείο δεν διαχώρισε εάν κάποια μέρη της μαρτυρίας του μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά.   Απλώς ανέφερε, εν είδει παρατήρησης, για την αξιοπιστία του ότι η εντύπωση που άφησε στο Δικαστήριο είναι ότι γνώριζε την ανήλικη.  Όμως δεν είναι δυνατό τα Δικαστήρια να διατυπώνουν ευρήματα με βάση την όποια εντύπωση, γι΄αυτό προφανώς το Κακουργιοδικείο δεν προχώρησε να διατυπώσει τέτοιον εύρημα. 

 

Το κενό αυτό δεν μπορεί να καλυφθεί και συνεπώς η καταδίκη του εφεσείοντα στην κατηγορία 52  πρέπει να ανατραπεί και ως εκ τούτου αθωώνεται και απαλλάσσεται σ΄αυτήν.

 

Είναι η κατάληξη μας ότι ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει, ενώ ο τέταρτος αποτυγχάνει.  Εξάλλου, στην ουσία του, ο τέταρτος λόγος συναρτάται με την αξιοπιστία του ΜΚ22, θέμα που ήδη μας απασχόλησε κατά την εξέταση των δύο πρώτων λόγων έφεσης. 

 

Ως εκ της ανατροπής της καταδίκης στην κατηγορία 52 η έφεση επί της ποινής περιορίζεται μόνο στην ποινή των 3 χρόνων στην κατηγορία 49. 

 

Βέβαια παραμένει εντός της εξουσίας του Εφετείου, ενόψει ακριβώς της ανατροπής της καταδίκης στην κατηγορία που επεβλήθη ποινή να επιληφθεί του θέματος της ποινής στην κατηγορία που εκρίθη ότι δεν θα επιβάλλετο ποινή, δηλαδή την κατηγορία 3, εφόσον τα συστατικά της στοιχεία εμπεριέχονταν στην κατηγορία 52. 

 

Θα ξεκινήσουμε την ενασχόληση μας με την έφεση επί της ποινής με το να αναφέρουμε ότι μας απασχόλησε ιδιαίτερα η ανησυχητική αύξηση αδικημάτων σεξουαλικής φύσεως και δη στρεφόμενα κατά παιδιών.  

 

Είναι πάγια αρχή της νομολογίας ότι όπου διαπιστώνεται αυξητική τάση διάπραξης αδικημάτων προς το σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου η αρχή της αποτρεπτικότητας υπερέχει, χωρίς να ατονεί η υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξετάσει και τις προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. 

 

Στην κρινόμενη περίπτωση για την ποινή των 3 ετών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στο αδίκημα της άσεμνης επίθεσης κρίνουμε ότι λειτούργησε στα ορθά πλαίσια και ορθά προσδιόρισε το ρόλο των Δικαστηρίων στην αντιμετώπιση τέτοιων αδικημάτων. 

 

Λήφθηκαν ταυτόχρονα υπόψη, στο βαθμό που ήταν επιτρεπτό, το γεγονός ότι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και οι λοιπές του περιστάσεις.  Η ηλικία του είναι ωστόσο επιβαρυντικός παράγοντας ως προς την ίδια τη διάπραξη του αδικήματος και την ηλικία του θύματος.  Δεν έχει τεθεί ενώπιον μας ο,τιδήποτε απτό που να επιτρέπει στο Εφετείο παρέμβαση, με βάση τα νομολογηθέντα.  (Βλ Μακρή ν. Αστυνομίας (2010)2 Α.Α.Δ. 42).

 

Ερχόμενοι να επιληφθούμε του θέματος της επιβολής ποινής επί της κατηγορίας 3 με βάση τις εξουσίες που παρέχονται σε μας από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60, θα τονίσουμε, όχι απλώς την ανησυχία, αλλά την αγωνία των Δικαστηρίων σε σχέση με την ολοένα αυξανόμενη τάση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, τα οποία έχουν καταστεί δεσπόζοντα.  Ό,τι πλήττουν είναι το παιδί και ο ευαίσθητος κόσμος του, αξίες μεγάλης σπουδαιότητας για την κοινωνία, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό.  Η αδιαμφισβήτητη αναγνώριση τέτοιας σπουδαιότητας αντανακλάται στη θέσπιση αυστηρότερων ποινών δια του Ν. 91(Ι)/2014, ως εκδήλωση της ανησυχίας της κοινωνίας και της αποφασιστικότητας της έννομης τάξης για αντιμετώπιση τέτοιων απαράδεκτων, από κάθε άποψη, συμπεριφορών.  Όσο δε νεαρότερο είναι ένα παιδί, εξ αντικειμένου, το αδίκημα καθίσταται σοβαρότερο.

 

Στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν.έφ. 69/16, 23.3.2017 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Τα Δικαστήρια, στο δύσκολο έργο της επιβολής ποινής, είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατευθεί, δηλαδή, τα παιδιά. Το θύμα στην προκείμενη περίπτωση, ούσα 13 χρόνων, ήταν στην προστατευόμενη εκείνη ηλικία που ακριβώς καθιστά το αδίκημα σοβαρό γι΄αυτό και η προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή είναι 20 χρόνια φυλάκιση.

 

Επιβαλλόταν, συνεπώς, η ποινή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του εφεσείοντα να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες. (Βλ. Σύγγραμμα Rook & Ward On Sexual Offences, Law and Practice, 4th ed. p.205 κ.επ. και στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016, p.340 κ.επ. όπου καταγράφονται οι ρυθμίσεις που αφορούν παρόμοια αδικήματα με τα επίδικα στην αγγλική νομοθεσία και καταγράφονται οι δείκτες και οι αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να λειτουργεί κατά την επιβολή τέτοιων ποινών - βλ. ειδικά s.9 του Sexual Offences Act 2003)».

 

Στην προκείμενη περίπτωση επιβαρυντικοί παράγοντες είναι αυτά που λέχθησαν ήδη, ιδιαίτερα το γεγονός της ηλικίας του εφεσείοντα σε σχέση με την ηλικία του θύματος.  Ακριβώς η ακραία διαφορά ηλικίας, 63 του θύτη και 13 του θύματος, προσδίδει στο αδίκημα τέτοιαν απαξία ώστε θα πρέπει αυτό να αντανακλάται και στο ύψος της ποινής.  Επιβαρυντικά στοιχεία θεωρούνται επίσης ο απόμερος και σκοτεινός τόπος που συντέλεστηκε το αδίκημα, καθώς και οι λοιπές του συνθήκες, όπως ο εξ αντικειμένου αντίκτυπος της πράξης στο συγκεκριμένο θύμα. 

 

Η Ειρηναίος (ανωτέρω) διαφοροποιείται από την παρούσα λόγω της ηλικίας του ίδιου του εφεσείοντα σε σχέση με το θύμα (22 με 13) αλλά κυρίως στο ότι ο εφεσείων στην Ειρηναίος είχε πλήρως μεταμεληθεί για την πράξη του με άμεση παραδοχή προς το Δικαστήριο.  Αυτό το ελαφρυντικό δεν συνέτρεχε εν προκειμένω.  Πολλάκις εκφράσαμε την αξία της παραδοχής, ειδικά σε σεξουαλικά αδικήματα, όπου το θύμα δεν υποβάλλεται στη βάσανο της μαρτυρίας, κάτι που εδώ δεν ισχύει.  Το ίδιο ισχύει κατ΄αναλογία και σε συνάρτηση με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ν.Ν. Ποιν.έφ.69/17, 5.12.2017όπου επίσης συνέτρεχε παραδοχή του εφεσίβλητου και το Εφετείο αντικατέστησε ποινή φυλάκισης 18 μηνών με 3 έτη για αδίκημα εκ του ιδίου άρθρου.

 

Με βάση το Sexual Offences Definitive Guideline του Sentencing Council του Ηνωμένου Βασιλείου για αδικήματα ως το υπό κρίση (όπου όμως το ανώτερο όριο ποινής φυλάκισης είναι 14 έτη - sexual activity with a child) σελ.45-47 γίνεται κατάταξη της παρούσης στην κατηγορία 3 (όσον αφορά τη βλάβη - harm) και στο βαθμό Α΄ (όσον αφορά το βαθμό μεμπτότητας - culpability), τα 3 χρόνια φυλάκισης είναι η αφετηρία (starting point). 

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά  στην ανώτατη προνοούμενη ποινή του δικού μας νόμου, που είναι 20 αντί 14 χρόνια ως η Αγγλία, αλλά και την τεράστια διαφορά ηλικίας θύτη και θύματος στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ποινή των 5 ετών εξυπηρετεί ορθά τους σκοπούς του Νόμου.

 

΄Εχοντας κατά νου τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης θεωρούμε ότι η ποινή των 5 ετών φυλάκισης είναι η δέουσα ποινή για την κατηγορία 3 την οποία και επιβάλλουμε στον εφεσείοντα.   Η ποινή αυτή συντρέχει με την ποινή των 3 ετών της κατηγορίας 49. 

                                                         ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                                                         ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                         ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο