ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Ε. Ευσταθίου με Δ. Νικολετόπουλο και Θ. Παπαχαραλάμπους, για τον εφεσείοντα. Α. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-31 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 58/15, 31/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B49

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 58/15)

 

31 Ιανουαρίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Εφεσίβλητη

---------

 

Ε. Ευσταθίου με Δ. Νικολετόπουλο και Θ. Παπαχαραλάμπους, για τον εφεσείοντα.

Α. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

------------------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με απόφαση του ημερ. 10.3.2015, έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε οκτώ κατηγορίες, με σοβαρότερες την κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη ληστείας, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα και ληστεία κατά παράβαση των άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα και επέβαλε στον κατηγορούμενο πολυετείς και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης (κατηγορία 2).  Eκ των γεγονότων προκύπτει ότι όλες οι κατηγορίες συνδέονται με την κλοπή χρηματικού ποσού που μετέφερε, με υπηρεσιακό όχημα, ο κλητήρας πιστωτικού ιδρύματος στις 28.8.2013 στο Ακάκι, υπό την απειλή και την χρήση βίας με τυφέκιο.

 

Μέρος των βασικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί στην καταδικαστική απόφαση και υιοθετήθηκαν για τους σκοπούς επιβολής ποινής, έχουν ως ακολούθως:

 

«i Από κάποιο άγνωστο χρόνο προ της 28ης Αυγούστου 2013 άγνωστα πρόσωπα αποφάσισαν, συμφώνησαν και οργάνωσαν ανακοπή του οχήματος μεταφοράς χρημάτων της ΣΠΕ Δυτικής Λευκωσίας από το Μένοικο στο Ακάκι και κλοπή υπό την απειλή βίας του μεταφερόμενου ποσού.  Η οργάνωση, προπαρασκευή και εκτέλεση της ενέργειας αυτής περιελάμβανε παρακολουθήσεις χώρων, κινήσεων, δρομολογίων, εντοπισμό του κατάλληλου σημείου ανακοπής, κλοπές οχημάτων και πινακίδων, καταρτισμό σχεδίου διαφυγής και εξασφάλιση διαφόρων τηλεφωνικών αριθμών που θα χρησιμοποιούντο άλλοι μέχρι τη ληστεία και άλλοι μετά την υλοποίηση του πιο πάνω σχεδίου.

 ii. Το πρωί της 28ης Αυγούστου 2013 και αφού ο συμμετέχων στο σχέδιο πρώην Κατηγορούμενος 3 ενημέρωσε τους υπόλοιπους δράστες για την αναχώρηση του Μ.Κ.3 από το Μένοικο με το όχημα της ΣΠΕ, τρία άγνωστα πρόσωπα ανέκοψαν εντός ολίγου τον Μ.Κ.3 στο Ακάκι και υπό την απειλή στρατιωτικού τυφεκίου G3, εκφοβίζοντας και κλωτσώντας τον στην κοιλιά, έκλεψαν απ' αυτόν το μεταφερόμενο ποσό των €25.000, περιουσία της ΣΠΕ.

 

iii. Προτού αναχωρήσουν από την σκηνή ένας απ' αυτούς κτύπησε με το τυφέκιο τον Μ.Κ.3 και στη συνέχεια εσκεμμένως και χωρίς νόμιμη αιτία ο ίδιος δράστης έθεσε φωτιά στο κλαπέν και χρησιμοποιηθέν από τους δράστες όχημα Renault Megane υπ΄ αρ. εγγρ. KJW 655 ιδιοκτησίας του Αντώνη Αβρααμίδη, προκαλώντας ζημιά ύψους €3.500.

 

 iv. Μετά την ολοκλήρωση της πιο πάνω δράσης τους οι τρεις άγνωστοι διέφυγαν όλοι με το όχημα Mitsubishi Pajero το οποίο οδήγησαν και απέκρυψαν στο περιβόλι του Μ.Κ.8 κατά τον τρόπο που απεικονίζεται στις φωτογραφίες 2,3,8,12 κ.α. του Τεκμηρίου 165, αφού προηγουμένως  εισήλθαν στο περιβόλι χωρίς την έγκριση του ιδιοκτήτη και σπάζοντας την κλειδαριά, στην οποίαν  προκάλεσαν με αυτόν τον τρόπο ζημιά ύψους €50.

 

 

Το άλλοθι που πρόβαλε ο κατηγορούμενος απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο, η δε συνεκτίμηση της ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρίας, του DNA που εντοπίστηκε τόσο στους μοχλούς των ταχυτήτων του οχήματος που χρησιμοποιήθηκε στη ληστεία, όσο και σε γυαλιά μυωπίας έξω και δίπλα από το εγκαταλειφθέν από τους δράστες όχημα, οδήγησε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν μέλος τριμελούς ομάδας.

 

Η όλη εικόνα όπως προκύπτει από τα γεγονότα που καταγράφει συνοπτικά το Κακουργιοδικείο καταδεικνύει τρεις αδίστακτους κακοποιούς, καλά συνεννοημένους και προετοιμασμένους για να παγιδεύσουν μέσα σε κατοικημένη περιοχή, μέρα μεσημέρι, το όχημα που μετέφερε τα χρήματα, σε βολικό γι΄ αυτούς σημείο και ανεκόπη από τον οδηγό του οχήματος στο οποίο επέβαιναν οι κατηγορούμενοι.  Ο οδηγός του όλου σχεδίου της «γκανγκστερικής» αυτής ομάδας, όπως την χαρακτήρισε το Κακουργιοδικείο, γνώριζε τι θα επακολουθούσε, όπως γνώριζαν όλοι οι συμμετέχοντες, οι οποίοι, όπως ήταν εύρημα του, ενεργούσαν συντονισμένα βάσει καλού σχεδιασμού (άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα).  Επί των ανωτέρω θεμελίωσε και τα ακόλουθα ευρήματα:

 

(α)    Ότι προϋπήρξε συνωμοσία για διάπραξη κλοπής υπό την απειλή και χρήση βίας, δηλαδή ληστείας, τουλάχιστον μεταξύ των τριών φυσικών αυτουργών.

 

(β)    Ότι πράγματι υλοποιήθηκε το σχέδιο με τη ληστεία που ακολούθησε υπό την απειλή όπλου και τη χρήση βίας υπό περιστάσεις που καθιστούν συνεργούς εν τη εννοία του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα και τους τρεις δράστες οι οποίοι συμμετείχαν στη διάπραξη της.

 

(γ)    Ότι τα ίδια  αυτά τρία πρόσωπα καθίστανται συνεργοί κατά τον ίδιο τρόπο και στα υπόλοιπα αδικήματα του κατηγορητηρίου, ήτοι τον εμπρησμό οχήματος, την οπλοφορία προς διέγερση τρόμου, την κατοχή και μεταφορά όπλου χωρίς άδεια, την παράνομη είσοδο σε περιουσία και την κακόβουλη ζημιά σ'  αυτή την περιουσία.

 

Ο πρώην κατηγορούμενος 3 αντιμετώπιζε αρχικά τις ίδιες κατηγορίες με τον εφεσείοντα, αλλά σε κάποιο στάδιο μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας παραδέχθηκε την προστεθείσα 9η κατηγορία για ληστεία, για την οποία το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 ½ ετών, οι δε λοιπές εις βάρος του κατηγορίες 1-8 ανεστάλησαν.

 

Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή της δεκαετούς φυλάκισης στη 2η κατηγορία, στηρίζοντας την όλη επιχειρηματολογία του σε δύο πυλώνες: ως υπερβολική, εν όψει του ρόλου και της συμμετοχής του στη διάπραξη του εγκλήματος, και ως λανθασμένη και παραβιάζουσα την αρχή της απαγόρευσης της άνισης μεταχείρισης συγκατηγορουμένων οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι για την ίδια πράξη, πρώην κατηγορούμενος 3 (disparity).  

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντος, αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής, κάλεσε το Κακουργιοδικείο να λάβει υπόψη του ιδιαιτέρως τις αρχές που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις επιβολής ποινής μεταξύ συγκατηγορουμένων και να μην προχωρήσει σε μεγάλη διαφοροποίηση από την επιβληθείσα ήδη ποινή στον κατηγορούμενο 3, ο οποίος, κατά το συνήγορο όπως και κατ΄ έφεση προωθήθηκε, ήταν το πρόσωπο που είχε σημαντικό ρόλο ως καθοδηγητής, ενώ η συμμετοχή του εφεσείοντος δεν είναι βαρύτερη από πλευράς σημασίας οπότε θα πρέπει να της αποδοθεί μειωμένη βαρύτητα: ο εφεσείων, θεωρεί ο συνήγορος, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν ήταν ούτε  ο οπλοφόρος που έθεσε φωτιά σε παρακείμενο αυτοκίνητο, ούτε το πρόσωπο που άσκησε βία προς απόσπαση του ποσού, αλλά ο οδηγός του οχήματος διαφυγής (Pajero).  Δεν υπήρξε μαρτυρία, θεωρεί ο συνήγορος, πως ο εφεσείων γνώριζε ότι ο οπλοφόρος θα χρησιμοποιούσε βία, «πιθανόν» να θεωρούσε ότι ο συγκατηγορούμενος του «θα παρέμενε μέχρι την απειλή». 

 

Με δεδομένο ότι η έφεση εναντίον της καταδίκης έχει αποσυρθεί και τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ως ανωτέρω έχουν καταγραφεί, παραμένουν ακλόνητα και δεσμευτικά, θεωρούμε ότι δεν επιτρέπεται να εξετάσουμε τη θέση της υπεράσπισης, ότι το Κακουργιοδικείο εξομοίωσε και ουσιαστικά μεταχειρίστηκε τον εφεσείοντα ως τον συμμέτοχο που άσκησε σωματική και ψυχική βία σε βάρος του θύματος, κατά τρόπο λανθασμένο και άδικο.  Το Κακουργιοδικείο με την απόφαση του δεν απέδωσε συγκεκριμένο ρόλο στον εφεσείοντα, ως θέλει απαραδέκτως να συζητηθεί η υπεράσπιση, ώστε να οριστεί ότι ο εφεσείων ήταν απλώς ο οδηγός του οχήματος και εκεί εξαντλείτο και η όλη συμμετοχή του και ο ρόλος του στη ληστεία.   Και τα τρία πρόσωπα, ένα εκ των οποίων ο εφεσείων, κρίθηκαν ως συνεργοί οι οποίοι υλοποίησαν τη ληστεία υπό την απειλή όπλου και την χρήση βίας, καθιστώντας τους και τους τρεις συνεργούς εν τη εννοία του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

 

Κατά το στάδιο της επιβολής ποινής, εξέτασε και ορθά απέρριψε το Κακουργιοδικείο την εισήγηση της υπεράσπισης, ότι ο εφεσείων ήταν μόνο ο οδηγός του οχήματος, παραπέμποντας στην απόφαση του και τα ευρήματα του ως προς το ρόλο και τη συμμετοχή ενός εκάστου των κατηγορουμένων, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Βεβαίως εκλαμβάνοντας και πάλι τον πελάτη του ως οδηγό, προχώρησε να εισηγηθεί ότι εφόσον το Δικαστήριο απέδωσε στον Κατηγορούμενο 3, κατά την επιβολή της ποινής του, τον ρόλο του «συντονιστή» τότε οι δύο είχαν  «ισοσκελείς» ρόλους και η συμμετοχή του Κατηγορουμένου δεν ήταν «πολύ βαρύτερη» από πλευράς σημασίας. Δεν θα συμφωνήσουμε ότι αποδόθηκε ρόλος συντονιστή στον Κατηγορούμενο 3. Αντιθέτως εκείνο που τονίστηκε στην ποινή ήταν πως ο δικός του ρόλος σαφώς διαχωρίζεται, δεν ήταν πρωταγωνιστικός αλλά υποβοηθητικός και περιορισμένος, αν και όχι χωρίς σημασία, αφού βασικά παρακολούθησε και συγκέντρωσε πληροφορίες την προτεραία και την ημέρα της ληστείας, ενημερώνοντας σχετικά τους υπόλοιπους.»

 

Για τους ίδιους λόγους δεν επιτρέπεται να εξετάσουμε τη θέση ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία (σελίδες 81-81 των πρακτικών, ΜΚ3) ο πρωταγωνιστής δράστης, ο οπλοφόρος και μετελθών βία ήταν καθ΄ υπολογισμόν πρόσωπο ύψους 1.77 - 1.80 μ. ενώ ο εφεσείων είναι πρόσωπο «προφανώς χαμηλού ύψους», πράγμα το οποίο τον αποκλείει από του να είναι το πρόσωπο που άσκησε βία.  Επ΄ αυτού το Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα: 

 

«Σημειωτέον ότι ενώπιον μας δεν είχε προσφερθεί μαρτυρία για το ύψος του Κατηγορουμένου ούτως ώστε βάσει αυτού και μόνον να μπορούσε να αποκλειστεί από οπλοφόρος και να ταυτιστεί με τον οδηγό του Pajero

 

Θεωρούμε υπό τας περιστάσεις ότι ανεπίτρεπτα και εκ του περισσού το Κακουργιοδικείο κατά την ενασχόληση του στο στάδιο της επιβολής ποινής ενεπλάκη σε τέτοια συζήτηση. 

Οι περιστάσεις και ο ρόλος εφεσείοντος και κατηγορουμένου 3 παραπέμπουν σε ανόμοιες περιπτώσεις, όπως το Κακουργιοδικείο ορθά διαπίστωσε, πριν προχωρήσει να διαφοροποιήσει τις ποινές επί το αυστηρότερο για τον εφεσείοντα:

 

«.Κατά τη γνώμη μας δεν χωρεί οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ της ευθύνης προσώπου που παρακολουθούσε και έδιδε πληροφορίες με την ευθύνη προσώπου το οποίο είναι μέλος τριμελούς ομάδας, η οποία εγκλωβίζει όχημα στη μέση του δρόμου, υπό την απειλή τυφεκίου, ληστεύει τον οδηγό, θέτει φωτιά στο ένα δικό τους όχημα και όλοι μαζί εξαφανίζονται προσπαθώντας να εξαφανίσουν και τα ίχνη τους. Έχουμε την άποψη πως σαφώς ο Κατηγορούμενος εμπίπτει στους πρωταγωνιστές της ληστείας, οι οποίοι εμπλέκονται μάλιστα σε περισσότερα αδικήματα, είχε ενεργότερο ρόλο στη ληστεία από τον Κατηγορούμενο 3 και γενικά το στοιχείο της εγκληματικότητας το οποίο συνοδεύει τις πράξεις στις οποίες κρίθηκε ένοχος είναι ουσιωδώς εντονότερο και δικαιολογεί τη διαφοροποίηση στις ποινές επί το αυστηρότερο για τον Κατηγορούμενο.»

 

 

Ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο ότι ο εφεσείων, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο 3, δεν έχει προς όφελος του το λευκό ποινικό μητρώο, εν τη εννοία ότι η ύπαρξη του τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό «.μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με τον αριθμό, τον χρόνο και τη φύση των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται την επιείκεια που δύναται να επιδειχθεί[1] όπως και ότι όλες αφορούν αδικήματα κατά της περιουσίας.  Ο εφεσείων βαρύνεται με τρεις προηγούμενες καταδίκες για αδικήματα που τελέστηκαν το 2000, δύο εκ των οποίων αφορούν αδικήματα κατά της περιουσίας και μία παρεμφερής για παράνομη κατοχή και μεταφορά όπλου και παράνομη κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών, παλαιές καταδίκες του 2001 (Υποθ. 13681/00,Κακουργιοδικείο Λεμεσού, Υποθ. 13749/99, Ε.Δ. Λεμεσού και Υποθ. 13442/99 Ε.Δ. Λεμεσού) στις οποίες επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης.  Όπως κατέγραψε στο σκεπτικό του, το Κακουργιοδικείο απαντώντας σε  σχετική εισήγηση της υπεράσπισης «.Η αρχή ότι κάποιος που παραδέχεται δικαιούται σε σχετική έκπτωση δεν ερμηνεύεται ποτέ εξ αντιδιαστολής, δηλαδή ότι επιβαρύνεται με αύξηση ποινής εκείνος που δεν έχει παραδεχθεί. Η όποια διαφορά οφείλεται πάντοτε στην έκπτωση που έλαβε αυτός που παραδέχθηκε

 

 

Λάβαμε υπόψη ό,τι το Κακουργιοδικείο κατέγραψε, τις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών και όλους τους σχετικούς παράγοντες για τον καθένα.  Υπό τας περιστάσεις, θεωρούμε πως η επιβολή ποινής 10 ετών στον εφεσείοντα και 4 ½ ετών στον πρώην κατηγορούμενο 3 δεν συνιστά άνιση μεταχείριση σε βάρος του εφεσείοντος, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354:

 

«Δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών, ή διαφορά στην ηλικία τους, προηγούμενες καταδίκες, ή την ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με ένα από αυτούς.»

 

 

 

Η συνεκτίμηση αφενός της σοβαρότητας των αδικημάτων, των προβλεπόμενων εκ του Νόμου ποινών και η ανάγκη για αποτρεπτική ποινή και αφετέρου οι προσωπικές περιστάσεις και όσα καταγράφηκαν προς όφελος του εφεσείοντος, επικυρώνουν ως ορθή την επιβληθείσα στον εφεσείοντα δεκαετή ποινή φυλάκισης.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

/φκ

 

 

 

                                                                                   



[1] Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17 και Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο