ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ευάγγελος Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΙΧΑΛΗ ΜΙΧΑΗΛ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 165/2015, 22/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B37

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 165/2015)

(Σχ. Με 23/2017)

 

22 Ιανουαρίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

Μεταξύ:

ΜΙΧΑΛΗ ΜΙΧΑΗΛ

Εφεσείοντα,

v

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________________

Ευάγγελος Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα             

Έρια Παπαλοϊζου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα

__________________________

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Ο Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στις κατηγορίες 3 και 4 που αντιμετώπιζε, οι οποίες αφορούσαν:

 

(α)         σε κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή κάνναβης βάρους 15,923 κιλών, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη (τρίτη κατηγορία) και

 

(β)         σε κατοχή του πιο πάνω φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα πρόσωπα (τέταρτη κατηγορία).

 

Με την παραδοχή του Εφεσείοντα - Κατηγορούμενου στις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες, ανεστάλησαν δύο άλλες κατηγορίες εναντίον του για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου και για εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης και σε σχετική νομολογία, επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 13 ετών στην τέταρτη κατηγορία και καμμιά ποινή στην τρίτη κατηγορία.   Η έκτιση της ποινής θα άρχιζε από τις 3.4.2015 που τέθηκε υπό κράτηση.

 

Ο Εφεσείων, αρχικά, καταχώρησε έφεση κατά της ποινής, την οποία θεώρησε ως έκδηλα υπερβολική ή υπέρμετρα αυστηρή. 

 

Μετά από αλλαγή δικηγόρου και αίτημα στο Εφετείο, υπό διαφορετική σύνθεση, ο Εφεσείων εξασφάλισε άδεια για να καταχωρήσει έφεση και εναντίον της καταδίκης του, παρά την παραδοχή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ενώπιον μας, επομένως, εκκρεμεί τόσο έφεση κατά της καταδίκης όσο και έφεση κατά της ποινής.  

 

Η καταδίκη προσβάλλεται ως ακροσφαλής και ως προϊόν πλάνης, καθότι, στην πραγματικότητα, και υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ο Εφεσείων ουδέποτε είχε στην κατοχή του ελεγχόμενα φάρμακα αλλά ούτε και τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 4(3) του Περί της Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου (Ν.3(1)/1995, όπως τροποποιήθηκε), ούτως ώστε ο Εφεσείων να μπορεί να θεωρηθεί ως έχων, κατά Νόμο, την κατοχή τέτοιου ελεγχόμενου φαρμάκου.   Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του προαναφερόμενου Νόμου και/ή της ΚΔΠ 17/1996 η οποία εκδόθηκε δυνάμει του Νόμου και, συνεπώς, η τοποθέτηση ομοιωμάτων, εντός των δύο χαρτοκιβωτίων που παρέλαβε ο Εφεσείων, ήταν παράνομη και/ή δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα.  

 

Όσον αφορά την έφεση κατά της ποινής, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι αυτή ήταν έκδηλα υπερβολική εν όψει του λευκού του ποινικού μητρώου, της παραδοχής του, του γεγονότος ότι είναι άτομο χαμηλού νοητικού επιπέδου που έτυχε εκμετάλλευσης, του ρόλου του που ήταν δευτερεύων, εφόσον ήταν μόνο ο διακινητής, και της συνεργασίας του με τις Αρχές.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι, η καταδίκη του Εφεσείοντα, μετά από την παραδοχή του, είναι απόλυτα ορθή και σύννομη και ότι, η ποινή που του επιβλήθηκε, αν και αυστηρή, είναι μέσα στα ορθά πλαίσια.

 

Η παρούσα υπόθεση αφορά σε ελεγχόμενη παράδοση, η οποία έγινε, κατά την Εφεσίβλητη, σύμφωνα με τον Περί της Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμο του 1995 και τον Περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998 (Νόμος 3(1)/1995 όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 34(1)/1998) (στη συνέχεια «ο Νόμος»).

 

Ελεγχόμενη παράδοση, σύμφωνα με το άρθρο 4(1) του Νόμου, επιτρέπεται όταν διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.  Το Εδάφιο 2(α) του άρθρου 4 του Νόμου, σε συνδυασμό με το προϊμιό του προνοεί ότι, η κατακράτηση ή καταστροφή ή κατακράτηση και καταστροφή ολόκληρης ή μέρους της ποσότητας απαγορευμένων ουσιών ή αντικειμένων που εισάγονται ή διακινούνται παράνομα στην Κύπρο, και η αντικατάσταση τους ολικώς ή μερικώς με άλλες ουσίες ή αντικείμενα, συνιστά ελεγχόμενη παράδοση ή είναι συνεπακόλουθη τέτοιας πράξης, είτε έγινε εντός είτε εκτός Κύπρου.  Το Εδάφιο 3(β) του άρθρου 4 προνοεί ότι, κατά την εφαρμογή των προνοιών του εδαφίου 2, η αποστολή, παράδοση ή παραλαβή άλλων ουσιών ή αντικειμένων, με τις οποίες ή με τα οποία αντικαταστάθηκαν οι απαγορευμένες ουσίες ή τα απαγορευμένα αντικείμενα, θα θεωρείται, για όλους τους σκοπούς, ως αποστολή, παράδοση ή παραλαβή των απαγορευμένων ουσιών ή απαγορευμένων αντικειμένων ως να μην είχαν αντικατασταθεί ολικώς ή μερικώς με άλλες ουσίες ή αντικείμενα.

 

Το άρθρο 5(1) του Νόμου προνοεί ότι, ελεγχόμενη παράδοση, σε συνεργασία με άλλα Κράτη, διενεργείται μόνο με εκείνα τα Κράτη με τα οποία η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προβεί στη σύναψη αμοιβαίων συμφωνιών ή διευθετήσεων προς το σκοπό εξακρίβωσης της ταυτότητας προσώπων ενεχομένων σε καθορισμένα αδικήματα, για τη λήψη νομικών μέτρων εναντίον τους.

 

Η ΚΔΠ 17/96, η οποία συνιστά πρότυπο όρων αμοιβαίας συνεργασίας και εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 5(3) του Νόμου προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι, για σκοπούς εφαρμογής ελεγχόμενης παράδοσης, οι χώρες οι οποίες θα συνεργαστούν για την εφαρμογή της, ορίζουν συντονιστή, ο οποίος θα έχει την άμεση επίβλεψη και την ευθύνη για την εφαρμογή της (Παρ. 1).  Προνοεί, ακόμη, ότι, αν οι χώρες προς τις οποίες διαβιβάστηκε πρόταση για συνεργασία προς εφαρμογή της ελεγχόμενης παράδοσης αποδεχθούν την προτεινόμενη συνεργασία, πληροφορούν σχετικά τον Αρχηγό Αστυνομίας ή τον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων (Παρ. 2 (ii).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, άγνωστα πρόσωπα είχαν καταρτίσει σχέδιο εισαγωγής των επιδίκων ναρκωτικών από την Ολλανδία στην Κύπρο, μέσω Γερμανίας.  Ο εφεσείοντας είχε στρατολογηθεί για να τα παραλάβει στην Κύπρο.  Στη Γερμανία όμως, εντοπίστηκαν από τις αρχές συσκευασμένα σε δύο χαρτοκιβώτια.  Κατόπιν τούτου διευθετήθηκε μεταξύ των αρμοδίων αρχών Γερμανίας και Κύπρου όπως αφεθούν να συνεχίσουν τα δύο αυτά χαρτοκιβώτια και να καταλήξουν στην Κύπρο, αφού προηγουμένως αφαιρούνταν τα ναρκωτικά από μέσα, στα πλαίσια ελεγχόμενης παράδοσης. 

 

Όταν τα χαρτοκιβώτια έφθασαν στην Κύπρο, ανοίχθηκαν στο Αεροδρόμιο Λάρνακας και σε αυτά τοποθετήθηκαν, από την Κυπριακή Υ.Κ.Α.Ν., ομοιώματα ναρκωτικών.   Στη συνέχεια, τα χαρτοκιβώτια επανασφραγίστηκαν και αποστάληκαν στα γραφεία συγκεκριμένης εταιρείας μεταφορών στη Λευκωσία, όπου και παραδόθηκαν στη ΜΚ15.  Την 12.3.2015 ο Εφεσείων επικοινώνησε με τη ΜΚ15 και αναζήτησε τα συγκεκριμένα δέματα.   Ακολούθως, ο ΜΚ8, υποδυόμενος υπάλληλο της ίδιας εταιρείας μεταφορών, παρέδωσε τα χαρτοκιβώτια στον Εφεσείοντα, ο οποίος υπέγραψε και απόδειξη παραλαβής.  Τότε ο ΜΚ8 αποκάλυψε την αστυνομική του ταυτότητα και πληροφόρησε τον Εφεσείοντα για τη διάπραξη των αδικημάτων και, αφού του επέστησε την προσοχή στον Νόμο, ο Εφεσείων απάντησε «εντάξει, εν δικά μου».  Ακολούθως, ο ΜΚ8 συνέλαβε τον Εφεσείοντα για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ναρκωτικών και ο Εφεσείων απάντησε «εντάξει, εν τζιαι έκαμα φόνο».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος που εμφανίστηκε για τον Κατηγορούμενο-Εφεσείοντα, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής σημαντικά:

 

«Μετά από κάποια αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε ανάμεσα στις αρχές της Γερμανίας και της Κύπρου συμφωνήθηκε η εφαρμογή της διαδικασίας της ελεγχόμενης παράδοσης που προβλέπεται στον περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και άλλες ειδικές διατάξεις) Νόμο 3(1)/1995.  Συμφωνήθηκε όπως αποσταλούν στην Κύπρο τα δύο πακέτα που είχαν εντοπιστεί στο τελωνείο χωρίς τα ανευρεθέντα ναρκωτικά που είχαν εν τω μεταξύ αφαιρεθεί από τις Γερμανικές αρχές και πως η αποστολή των ναρκωτικών στην Κύπρο θα επιτυγχανόταν σε κατοπινό στάδιο, μέσω υποβολής επίσημου αιτήματος δικαστικής συνδρομής.  Τα πακέτα αποστάληκαν χωρίς τα ναρκωτικά στην Κύπρο στις 11.3.15 και αφού έφτασαν στις αποθήκες του Τελωνείου του Αεροδρομίου Λάρνακας έγινε η τοποθέτησε σε αυτά ομοιωμάτων ναρκωτικών από αστυνομικούς της Υ.Κ.Α.Ν. που είχαν μεταβεί στο χώρο και ακολούθως, επανασφραγίστηκαν και αποστάληκαν στα γραφεία της εταιρείας μεταφορών ... στη Λευκωσία.»

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.  Ως προς την καταδίκη, εξετάσαμε ειδικά τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ενεργοποιήθηκαν και δεν τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 4(3) του Νόμου, επειδή η, κατ' ισχυρισμόν, ελεγχόμενη παράδοση, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έγινε σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 4.  Επιπρόσθετα, η, κατ' ισχυρισμόν, ελεγχόμενη παράδοση δεν έγινε σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου, αλλά ούτε και σύμφωνα με τις πρόνοιες της ΚΔΠ 17/1996. 

 

Ως προς την εισήγηση ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του προαναφερόμενου Νόμου και/ή της ΚΔΠ 17/1996, σημειώνουμε ιδιαίτερα τη δήλωση του, τότε, ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι συμφωνήθηκε, μεταξύ των Αρχών της Γερμανίας και της Κύπρου, η εφαρμογή της διαδικασίας της ελεγχόμενης παράδοσης, σύμφωνα με το Νόμο. Έγινε δηλαδή διευθέτηση με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας του προσώπου που θα αναζητούσε και θα παραλάμβανε τα δύο συγκεκριμένα πακέτα, τα οποία προηγουμένως περιλάμβαναν την προαναφερόμενη ποσότητα ναρκωτικών, η οποία, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε με ομοιώματα ναρκωτικών.   Το πρόσωπο αυτό ήταν ο Εφεσείων.

 

Όσον αφορά την ΚΔΠ 17/1996, στην οποία προνοείται, μεταξύ άλλων, ότι γίνεται πληροφόρηση του Αρχηγού Αστυνομίας για τη συνεργασία για εφαρμογή της ελεγχόμενης παράδοσης μεταξύ χωρών, αυτό, στην προκείμενη περίπτωση, έγινε, όπως ρητά αναφέρθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Δεν έγινε ειδική αναφορά σε άλλες πρόνοιες της ΚΔΠ 17/1996, όπως π.χ. για τον ορισμό συντονιστή και τη διαδικασία που θα ακολουθείτο, προφανώς διότι ενώπιον του Κακουργιοδικείου ο Εφεσείων είχε παραδεχθεί ενοχή.  Εν πάση, όμως, περιπτώσει, ισχύει, και στην προκείμενη περίπτωση, το τεκμήριο της νομιμότητας «Omnia praesumuntur rite et solemniter esse acta», σύμφωνα με το οποίο, τεκμαίρεται ότι όλα έχουν γίνει ορθά.  Το τεκμήριο αυτό είναι, βέβαια, ανατρέψιμο, αλλά, στην προκείμενη περίπτωση, δεν λέχθηκε οτιδήποτε προς ανατροπή του και, επομένως, ισχύει.

 

Ήταν, περαιτέρω και ειδικότερα, η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι, λόγω του γεγονότος ότι τα χαρτοκιβώτια έφτασαν στην Κύπρο κενά, δεν ενεργοποιήθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 4(3) του εν λόγω Νόμου που προβλέπει ότι η αποστολή, παράδοση ή παραλαβή των άλλων ουσιών με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι απαγορευμένες ουσίες, θεωρείται ως  αποστολή, παράδοση ή παραλαβή των απαγορευμένων ουσιών, ως να μην είχαν αντικατασταθεί.  Κατ΄επέκταση, κατέληξε η σχετική εισήγηση, δεν έχει στοιχειοθετηθεί ούτε και η κατοχή των απαγορευμένων ουσιών.

 

Παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στο σύγγραμμα Rudi Fortson, Misuse of Drugs and Drug Trafficking Offences, 6η Έκδοση, στη σελίδα 147, όπου γίνεται αναφορά στις τεχνικές δυσκολίες που μπορεί να αναφυούν όταν η αντικατάσταση των ναρκωτικών λαμβάνει χώρα στο εξωτερικό.  Η αναφορά όμως γίνεται σε σχέση με το άρθρο 172 του Customs and Excise Management Act 1979 (CEMA) το οποίο τυπικώς απαιτεί απόδειξη ότι τα απαγορευμένα αγαθά έχουν όντως εισαχθεί στη χώρα.

 

Το ζήτημα όμως θεωρούμε ότι επιλύεται ευθέως καθ΄ημάς από τις πρόνοιες του Νόμου και ειδικά του άρθρου 4 που έχουν ως ακολούθως:

«4.-(1)  Η ελεγχόμενη παράδοση επιτρέπεται όταν διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2)  Οι πιο κάτω πράξεις και ενέργειες συνιστούν ελεγχόμενη παράδοση ή είναι συνεπακόλουθες αυτής είτε αυτές έγιναν εντός ή εκτός Κύπρου-

                                 (α)   Κατακράτηση ή καταστροφή ή κατακράτηση και καταστροφή ολόκληρης ή μέρους της ποσότητας απαγορευμένων ουσιών ή αντικειμένων που εισάγονται ή διακινούνται παράνομα στην Κύπρο και αντικατάσταση τους ολικώς ή μερικώς με άλλες ουσίες ή αντικείμενα·

       (β)   εισαγωγή, εξαγωγή, κατοχή, μεταφορά ή διακίνηση απαγορευμένων ουσιών μόνων τους ή μαζί με άλλες ουσίες ή αντικείμενα υπό παρακολούθηση και έλεγχο τόσο από και προς την Κύπρο όσο και εντός της Κύπρου·

(γ)   εισαγωγή, εξαγωγή, κατοχή, μεταφορά ή διακίνηση απαγορευμένων αντικειμένων μόνων τους ή μαζί με άλλα αντικείμενα ή ουσίες υπό παρακολούθηση και έλεγχο τόσο από και προς την Κύπρο όσο και εντός της Κύπρου·

(δ)   οποιαδήποτε συμφωνία ή συνεργασία με πρόσωπα τα οποία είναι αναμεμιγμένα στη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων·

(ε)   οποιαδήποτε άλλη πράξη ή ενέργεια η οποία είναι αναγκαία για σκοπούς αποτελεσματικότερης εφαρμογής της μεθόδου της ελεγχόμενης παράδοσης.

(3)  Κατά την εφαρμογή των προνοιών του εδαφίου (2) πιο πάνω, η αποστολή, παράδοση ή παραλαβή-

(α)   Μέρους της ποσότητας των απαγορευμένων ουσιών ή των απαγορευμένων αντικειμένων· ή

(β)   άλλων ουσιών ή αντικειμένων με τις οποίες ή τα οποία αντικαταστάθηκαν οι απαγορευμένες ουσίες ή τα απαγορευμένα αντικείμενα,

θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως αποστολή, παράδοση ή παραλαβή των απαγορευμένων ουσιών ή απαγορευμένων αντικειμένων ως να μην είχαν αντικατασταθεί ολικώς ή μερικώς με άλλες ουσίες ή αντικείμενα.»

 

Παρατηρούμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 4(2) μπορεί η κατακράτηση των απαγορευμένων ουσιών και η αντικατάστασή τους με άλλες ουσίες, να γίνει εντός ή εκτός Κύπρου.  Τονίζουμε δε ξανά, τη σαφή πρόνοια του εδαφίου (3) του ιδίου άρθρου σύμφωνα με την οποία η παραλαβή (από τον εφεσείοντα) των αντικειμένων με τα οποία αντικαταστάθηκαν οι ουσίες που κατακρατήθηκαν, θεωρείται ως παραλαβή των απαγορευμένων ουσιών.

 

Άλλωστε, θεωρούμε ότι το ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί από τη νομολογία μας στην υπόθεση Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 142/2014, ημερ. 17.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:D834, στην οποία απορρίφθηκε η εισήγηση ότι το άρθρο 4(2) δεν εξουσιοδοτεί την αντικατάσταση των ναρκωτικών στη χώρα αποστολής τους.  Επρόκειτο για περίπτωση όπου οι αρχές της Σλοβακίας αντικατέστησαν τα ναρκωτικά με λωρίδες χαρτιού και, μετά την άφιξή τους στην Κύπρο, η ΥΚΑΝ αντικατέστησε τις λωρίδες χαρτιού με φυτόχωμα.  Δεν βρίσκουμε διαφορά, επί της ουσίας, της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση εκείνη.

 

Αναφορικά με την ποινή, παρατηρούμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι έλαβε υπόψιν του όλους τους σχετικούς παράγοντες όπως την παραδοχή και τη συνεργασία του Εφεσείοντα, το λευκό του ποινικό μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και τον μειωμένο του ρόλο.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, όμως, παραπονείται ότι, λεκτικά μεν λήφθηκαν υπόψιν οι προαναφερόμενοι μετριαστικοί παράγοντες, στην πραγματικότητα όμως, δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα σ' αυτούς.

 

Το αδίκημα της κατοχής του προαναφερόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα είναι αδιαμφισβήτητα πολύ σοβαρό, αν ληφθεί υπόψιν και η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή, αλλά και η νομολογία μας (Δέστε Χρίστου v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 448).  Στην Αριστείδου v. Aστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 32, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 ετών, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, για εισαγωγή και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια, δηλαδή φυτού κάνναβης ποσότητας σχεδόν 15 κιλών, και η απόφαση επικυρώθηκε, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζαν και ο Κατηγορούμενος και η οικογένεια του και παρά το λευκό του ποινικό μητρώο. Στην Βασιλείου v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 254 επικυρώθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 ετών σε κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή 11,5 κιλών ρητίνης κάνναβης, μετά από ακροαματική διαδικασία.  Στην Ιωάννου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 78/2013, ημερ. 8.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:B939, ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή σε 23 κατηγορίες, μία εκ των οποίων αφορούσε στο αδίκημα της εισαγωγής 27 περίπου κιλών κάνναβης και του επιβλήθηκε, πρωτόδικα, ποινή φυλάκισης 15 ετών.  Λόγω σφάλματος στη συνολική ποσότητα των ναρκωτικών, που διαπράχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο μείωσε τη συνολική ποινή σε 12 έτη φυλάκισης.  Στην Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 211, σε κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, σχεδόν 24 κιλών κάνναβης, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 ετών, κατόπιν ακρόασης.  Το Εφετείο μείωσε την ποινή σε 13 έτη, στη βάση του λευκού ποινικού μητρώου και των προσωπικών συνθηκών του Εφεσείοντα.  Στην Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 221, επικυρώθηκαν, κατ' έφεση, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 ετών που επιβλήθηκαν κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε κατηγορούμενο ηλικίας 22 ετών, σε κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, βάρους 11,5 περίπου κιλών.

 

Δεν παραγνωρίζουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα τα οποία, αρχικά, παραδέχθηκε ο Εφεσείων.  Ο ρόλος του ήταν αυτός του μεταφορέα και δεν ήταν ο ιθύνων νους, τον οποίον, όμως, παρά τη συνεργασία του με τις Αρχές, δεν αποκάλυψε.  Δεν παραγνωρίζουμε επίσης το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα και τις προσωπικές του περιστάσεις.  Η ποινή φυλάκισης 13 ετών που του επιβλήθηκε για την κατηγορία της κατοχής ναρκωτικών τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια, ήταν, υπό τις περιστάσεις, αυστηρή, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική και να μειωθεί κατ' έφεση. Συναφώς παρατηρούμε ότι η μείωση της ποινής στην οποία δικαιούτο ο Εφεσείων λόγω της παραδοχής του, πρωτοδίκως, δεν έχει πλήρη εφαρμογή, υπό τις περιστάσεις, εφόσον ο Εφεσείων, μετά την παραδοχή του και την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του για μείωση της ποινής εν όψει της παραδοχής του, ενώπιον του Εφετείου αμφισβήτησε την ενοχή του και κάλεσε το Εφετείο να τον αθωώσει, παρά τα περιστατικά της υπόθεσης.  Δεν θεωρούμε ότι, υπ' αυτές τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η ποινή που του επιβλήθηκε θα πρέπει να μειωθεί ως έκδηλα υπερβολική.

 

Εν όψει των προαναφερομένων, τόσο η έφεση κατά της καταδίκης όσο και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτονται.

 

 

                                                    Π.

 

 

                                                    Δ.

 

 

                                                    Δ.

 

 

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο