ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Γ. Χατζηπαρασκευά για Κούσιο, Κορφιώτη amp;amp;amp; Παπαχαραλάμπους, για εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-12-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ANDREAS SOPHOCLEOUS amp;amp; SONS LTD ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 109/2015, 6/12/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B446

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 109/2015)

6 Δεκεμβρίου, 2017

 [ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ANDREAS SOPHOCLEOUS & SONS LTD

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

 

1.    ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

2.    ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

Εφεσίβλητοι

---------

 

Σ. Σοφοκλέους για Φ. Τσαγγαρίδη, για εφεσείοντες.

Γ. Χατζηπαρασκευά για Κούσιο, Κορφιώτη & Παπαχαραλάμπους, για εφεσίβλητους.

---------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.H παρούσα έφεση στοχεύει στην ανατροπή δύο διαδοχικών αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που μορφώνονται σε δύο λόγους έφεσης.  Με την πρώτη απόφαση απορρίφθηκε αίτημα των εφεσειόντων (Κατηγορούσας Αρχής), που υποβλήθηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του ΜΚ1, για αναβολή της ακρόασης με σκοπό να της παρασχεθεί χρόνος ώστε να κλητευθεί ακόμα ένας μάρτυρας της Τράπεζας.  Εν όψει της απόρριψης του αιτήματος για αναβολή της ακρόασης το Δικαστήριο, με δεδομένο ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν στη διάθεση τους άλλο μάρτυρα για να καταθέσει, εξέλαβε την υπόθεση περατωθείσα και κάλεσε τα διάδικα μέρη να αγορεύσουν κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, άρθρο 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155.  Εξετάζοντας δε το ζήτημα στις παραμέτρους που τάσσει η νομολογία, κατέληξε στην ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένη απόφαση, να απαλλάξει και να αθωώσει τους εφεσίβλητους (κατηγορούμενους 1 και 7), από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, κρίνοντας ότι δεν είχε αποδειχθεί καμιά κατηγορία για σκοπούς εκ πρώτης όψεως.

 

Για να εξεταστούν οι αιτιάσεις των εφεσειόντων απαιτείται αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης.  Επρόκειτο, ως ήδη έχουμε πει, για ιδιωτική ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2013, και αφορούσε σε έκδοση επιταγών οι οποίες δεν τιμήθηκαν και που εκδόθηκαν, όπως προκύπτει από το κατηγορητήριο, στις 15.12.2012.  Έκτοτε η υπόθεση είχε αναβληθεί κατ΄ επανάληψη.  Το Δικαστήριο σημειώνοντας ότι δεν χωρούν άλλα περιθώρια αναβολών, ξεκίνησε την ακρόαση στις 26.11.2014, οπότε και  κατατέθηκαν παραδεκτά γεγονότα και ξεκίνησε η κυρίως εξέταση του μάρτυρα ΜΚ1.  Ακολούθως αναβλήθηκε για τις 8.12.2014, για σκοπούς αντεξέτασης του ΜΚ1 και  συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας με την προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας εκ μέρους των εφεσειόντων.  Στις 8.12.2014 μετά την αντεξέταση του ΜΚ1, ο συνήγορος των εφεσειόντων αιτήθηκε αναβολή της ακρόασης.  Είχε κλητεύσει την Τράπεζα η οποία όμως τον πληροφόρησε ότι δεν ήταν δυνατόν να παρευρεθεί οποιοσδήποτε υπάλληλος της, λόγω λανθασμένης ενδοτμηματικής συνεννόησης.  Οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων δεν έφεραν ένσταση.  Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, ότι πέραν του τραπεζικού υπαλλήλου δυνατόν να απαιτείτο να καταθέσει ένας ακόμη μάρτυρας, ζήτημα όμως που θα εξαρτιόταν από τη μαρτυρία του αρμόδιου υπαλλήλου της Τράπεζας, με δισταγμό παραχώρησε την αιτούμενη αναβολή, δίνοντας στους εφεσείοντες όπως κατεγράφη, την ευκαιρία να παρουσιάσουν την υπόθεση τους.  Στις 18.12.2014 ζητήθηκε εκ νέου αναβολή της ακρόασης: υπήρχε και πάλι πρόβλημα στην παρουσία μάρτυρα εκ μέρους της Τράπεζας.  Το Δικαστήριο με μεγάλο προβληματισμό, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ενέκρινε το αίτημα, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκατάθεση της υπεράσπισης, υπογραμμίζοντας όμως την αποφασιστικότητα του να ολοκληρωθεί η υπόθεση κατά τη νέα ημερομηνία.  Την 22.1.2015 οι εφεσείοντες παρουσίασαν στο Δικαστήριο υπάλληλο της Τράπεζας, ΜΚ2, η οποία, όπως κατάθεσε, δεν ήταν γνώστης της υπόθεσης.  Μετά την εξέλιξη αυτή ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε εκ νέου αίτημα για αναβολή: με δεδομένο ότι η ΜΚ2 κατονόμασε συγκεκριμένο πρόσωπο, υπάλληλο της Τράπεζας, το οποίο είχε το χειρισμό των σχετικών φακέλων και των λογαριασμών της εφεσίβλητης 1, ζήτησε να δοθεί περαιτέρω χρόνος ώστε να προχωρήσει στην έκδοση ονομαστικής κλήσης.  Προς ενίσχυση του αιτήματος οι εφεσείοντες παρέδωσαν στο Δικαστήριο τη μαρτυρική κλήση που είχαν εκδώσει, «προς τον αρμόδιο υπάλληλο», καθώς και ηλεκτρονικό μήνυμα του δικηγόρου των εφεσειόντων, που απέστειλε δύο ημέρες προ της δικασίμου, προς την υπεύθυνη της Τράπεζας, με την οποία η τελευταία καλείτο να δηλώσει το όνομα του αρμόδιου υπαλλήλου, επεξηγώντας και το επείγον της κατάστασης. 

 

Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με αναφορά στις ανωτέρω ημερομηνίες και τα υποβληθέντα αιτήματα, καταλήγοντας ότι πλέον υπό τις περιστάσεις υπερτερούσε το δικαίωμα για εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου: υπήρχε, έκρινε, αρκετός χρόνος στη διάθεση των εφεσειόντων, ώστε να προβούν σε όλες εκείνες τις ενέργειες που απαιτούνταν για να ξεκαθαρίσουν ποιος ήταν ο αρμόδιος υπάλληλος, του οποίου επιθυμούσαν την κλήτευση, ώστε να προωθήσει κατά τη δικάσιμο την αναγκαία μαρτυρία προς απόδειξη της υπόθεσης της.

 

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε το αίτημα για αναβολή της ακρόασης, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να παρουσιάσουν το σύνολο της μαρτυρίας που απαιτείτο ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να αποδείξουν την υπόθεση τους και κατ΄ ακολουθίαν τούτου, λανθασμένα να οδηγηθεί σε απαλλαγή και αθώωση όλων των εφεσιβλήτων κατά το στάδιο εκ πρώτης όψεως.  Οι εφεσείοντες ορίζουν το ζήτημα στη λανθασμένη και πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου και της νομολογίας, που οδήγησε το Δικαστήριο στη λανθασμένη και πεπλανημένη άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, στερώντας από τους εφεσείοντες το δικαίωμα να προωθήσουν την υπόθεση τους και τη δυνατότητα να ακουστούν, κατά παράβαση των δικαιωμάτων τους, Άρθρο 30 του Συντάγματος.  Ιδιαιτέρως, ότι δεν έλαβε υπόψη του ότι επρόκειτο για ιδιωτική ποινική υπόθεση όπου δεν προηγείται ανακριτική έργο και ότι το μόνο εργαλείο που παρέχεται στην Κατηγορούσα Αρχή ώστε να προσκομίσει μαρτυρία ή να εξαναγκάσει μάρτυρα να προσέλθει, είναι η κλήτευση.  Ιδιαιτέρως, ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης που δικαιολογούσαν υπό τις περιστάσεις την παραχώρηση της αιτούμενης αναβολής.  Παρέπεμψε ο συνήγορος σε αριθμό υποθέσεων προς υποστήριξη του αιτήματος του, στις οποίες θα αναφερθούμε κατωτέρω.  Οι ίδιες ενέργειες του Δικαστηρίου που προηγήθηκαν, θεωρούν οι εφεσείοντες, συνέτειναν κατ΄ ουσίαν στο πρόωρο αθωωτικό αποτέλεσμα. 

 

Το άρθρο 48(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, (ο Νόμος) εναποθέτει τη διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να αναβάλει την ακρόαση της υπόθεσης, εξουσία που ασκείται με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. 

 

Το άρθρο 49 του Νόμου, προνοεί για την έκδοση και επίδοση κλήσεως στους μάρτυρες, διατάσσοντας μάρτυρα να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρόνο και τόπο που αναφέρεται σε αυτήν, για να καταθέσει.  Τα Δικαστήρια έχουν καθήκον να εφαρμόσουν το Νόμο και να χρησιμοποιούν τον μηχανισμό τον οποίο ο νομοθέτης πρόβλεψε για την  εφαρμογή της ποινικής δικαιοσύνης. 

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης, όπως διατυπώνεται στο εφετήριο, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.  Αντιθέτως, η επιδειχθείσα από τους εφεσείοντες συμπεριφορά φανερώνει ότι αντιθέτως με τα όσα προώθησε ενώπιον μας ο συνήγορος, δεν κατέβαλαν τις απαραίτητες εκείνες προσπάθειες ώστε να εντοπίσουν εγκαίρως το πρόσωπο που χειριζόταν, κατά τον επίδικο χρόνο, το λογαριασμό και ότι οι ίδιες οι ενέργειες των εφεσειόντων, σπασμωδικές και ατελείς, οδήγησαν στις επανειλημμένες αναβολές.  Δόθηκαν πολλές ευκαιρίες στους εφεσείοντες και εγκρίθηκαν επανειλημμένες αναβολές στη βάση του ιδίου κωλύματος: της απουσίας μάρτυρα υπαλλήλου της Τράπεζας, ώστε είχε στη διάθεση της ικανό χρόνο να διαλευκάνει το ζήτημα. Κατά συνέπεια, αδυνατώντας το Δικαστήριο να εκδώσει ένταλμα σύλληψης  μάρτυρα ώστε να τον υποχρεώσει να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, όπως παρέχεται από το άρθρο 50 του Νόμου - δεν είχε εκδοθεί ονομαστική κλήση - ορθά το Δικαστήριο εξήσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.  Η απουσία μάρτυρα κατηγορίας αφ΄ εαυτής δεν δικαιολογεί την απόρριψη της ποινικής υπόθεσης.  Ζήτημα όμως που κρίνεται κάτω από τις ειδικές περιστάσεις και τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και δεν προδιαγράφει γενικό κανόνα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπανιά (1993) 2 Α.Α.Δ. 384 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Καλογήρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 6, που διαφοροποιούνται από την παρούσα εφόσον στις εν λόγω υποθέσεις  είχε εκδοθεί ονομαστική κλήση σε μάρτυρα και το Δικαστήριο είχε εξουσία να προχωρήσει με έκδοση εντάλματος σύλληψης και να παραχωρήσει την αιτούμενη αναβολή).

 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι επειδή επρόκειτο για ιδιωτική ποινική υπόθεση, όπου η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει στη διάθεση της τους απαραίτητους μηχανισμούς, θα έπρεπε να τύχει διαφορετικής αντίκρισης.  Το δικαίωμα πολίτη όπως διατυπώθηκε στην Gourer v. Union of Post Office Workers and others (1977) 3 All E.R. 90, 97, και Ttofinis ν. Theocharides and another (1983) 2 C.L.R. 363, να καταχωρίσει ποινική δίωξη, όπως επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από την πλειοψηφία στη Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, ενυπάρχει όπου διαπιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος από ποινική δίωξη και ορίζεται ως κοινό συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους.  Το γεγονός αυτό δεν διακρίνει τον ιδιώτη παραπονούμενο από άλλη δημόσια Κατηγορούσα Αρχή ώστε να αντικριστεί το ζήτημα διαφορετικά.  Κάτι τέτοιο θα επέφερε βλάβη προς το δικαίωμα κατηγορουμένου ο οποίος αντιμετωπίζει ιδιωτική ποινική δίωξη και άνιση εφαρμογή του Νόμου.  Αντιθέτως, θεωρούμε, ότι τόσο οι πρόνοιες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όσο και οι γενικές αρχές δικαίου, τυγχάνουν ενιαίας εφαρμογής σε κάθε περίπτωση. 

 

Η αναβολή της ακρόασης είναι ιδιαίτερη ανεπιθύμητη, οι αναβολές θα πρέπει να αποφεύγονται κατά το δυνατό και μόνο σε ασυνήθιστες περιπτώσεις να εγκρίνονται (Γενικός Εισαγγελέας ν. Aboul Kareem Ban Othan (2001) 2 Α.Α.Δ. 777).    Η πάροδος δύο και πλέον χρόνων, τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 22.12.2012, ενώ η υπόθεση απορρίφθηκε στις 22.1.2015, όταν η εφεσείουσα υπέβαλε αίτημα αναβολής για τρίτη συνεχή φορά, χωρίς να αχθεί σε πέρας η υπόθεση και ο περαιτέρω χρόνος που θα απαιτείτο ένεκα της αιτούμενης αναβολής, αν αυτή παραχωρείτο θα: «άγγιζε τα όρια που το Σύνταγμα και η νομολογία οριοθέτησε ως τον εύλογο χρόνο εκδίκασης μιας, κατά τα άλλα προσθέτουμε, απλής ποινικής υπόθεσης, Othan (ανωτέρω).  Η αδυναμία των εφεσειόντων να προχωρήσουν στην απόδειξη της υπόθεσης τους εξαιτίας της απουσίας μαρτύρων κατηγορίας, ήταν απότοκο των δικών τους παραλείψεων.

 

Το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διασφαλίζουν το δικαίωμα διαδίκου να δικαστεί η υπόθεση του εντός ευλόγου χρόνου (Σπανιά (ανωτέρω)). Η νομολογία των Δικαστηρίων είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223).  Οι καθυστερήσεις θέτουν σε κίνδυνο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και πλήττουν την αποτελεσματικότητα της.  Ιδιαιτέρως σε ποινικές υποθέσεις, όπου παράλληλα με το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, συμπορεύεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί εντός ευλόγου χρόνου και να προστατευθεί από μακρά κατάσταση αβεβαιότητας (Stogmuller v. Austria (1979-80) 1 E.H.R.R. 155).  To εύλογο του χρονικού διαστήματος εκδίκασης μιας υπόθεσης εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη της γενικότερης συμπεριφοράς του αιτούντος, τις τυχόν επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου του και εν γένει τη στάση των διωκτικών αρχών (Μενελάου (ανωτέρω)). 

 

Εν όψει των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης και των λόγων αναβολής, εύλογη ήταν η ανησυχία του Δικαστηρίου αναφορικά με την καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου και απολύτως δικαιολογημένη η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, εντός του πλαισίου που παρέχεται από το Νόμο, χωρίς την εμφιλοχώρηση εξωγενών παραγόντων. Άσκηση η οποία αναθεωρείται μόνο στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων και όχι με γνώμονα την υποκειμενική κρίση του Εφετείου (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984). 

 

Η μαρτυρία η οποία είχε τεθεί εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ορθά, υπό τις περιστάσεις, κρίθηκε ότι δεν ικανοποιούσε τα κριτήρια της νομολογίας κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ορθά οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν και αθωώθηκαν από το Δικαστήριο.

 

Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε ότι δεν παρέχεται δυνατότητα παρέμβασης του Εφετείου.  Δεν συντρέχει κανένας από τους ανωτέρω λόγους.  Το κριτήριο της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης ορθά κυριάρχησε στο μυαλό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων. 

 

                                                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                                                  

Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

                                                                  

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο