ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B457
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 102/16, 103/16, 106/16
13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ.]
Ποινική Έφεση Αρ. 102/2016
(σχ. Με 103/106 και 106/16)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΠΑΝΙΚΚΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Εφεσείοντα
- και -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Ποινική Έφεση Αρ. 103/2016
(σχ. Με 102/106 και 106/16)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΑΡΙΒΑΛΔΙΝΟΥ
Εφεσείοντα
- και -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Ποινική Έφεση Αρ. 106/2016
(σχ. Με 102/106 και 103/16)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΩΣΤΑ ΖΑΛΟΥΜΗ
Εφεσείοντα
- και -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-------------------------
Ν. Νικηφόρου, για τον Εφεσείοντα στην 102/16
Θ. Θωμά, για τους Εφεσείοντες στην 103/16 και 106/16
Ελ. Γιακουμεττή (κα), για την Εφεσίβλητη
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Οι Εφεσείοντες, μαζί με άλλα έξι φυσικά πρόσωπα και ένα νομικό πρόσωπο, αντιμετώπισαν σωρεία κατηγοριών ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην ποινική υπόθεση αρ. 16188/2011. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 21.4.2016 έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 102/2016, στις κατηγορίες 1, 1α, 8, 9, 13, 15, 17, 19, 21, 22, 24, 26, 28, 30, 32, 34, 38, 44, 46, 48, 50 και 151-154 επί του κατηγορητηρίου οι οποίες αφορούσαν κατοχή αδασμολόγητων εμπορευμάτων, δόλιας αποφυγής καταβολής δασμού και φόρων, κατοχής αφορολόγητων εμπορευμάτων, αναληθούς δήλωσης, εξασφάλισης άδειας με ψευδείς παραστάσεις, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και συνομωσίας προς καταδολίευση κατά παράβαση προνοιών του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154, του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν.94(Ι)/2004 και του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2017 Ν.188(Ι)/2007. Στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 επεβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως 20 μηνών για τις κατηγορίες 1, 1α και 21 και ποινές φυλακίσεως 24 μηνών για τις υπόλοιπες κατηγορίες.
Ο Εφεσείοντας στην Έφεση Αρ. 103/2016 κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες αρ. 68, 71 και 154 επί του κατηγορητηρίου και οι οποίες αφορούν δεκασμό Δημόσιου Λειτουργού, παραμέληση καθήκοντος και συνομωσίας για καταδολίευση κατά παράβαση των προνοιών του Ποινικού Κώδικα.
Τέλος, ο Εφεσείοντας στην Έφεση αρ. 106/2016 κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 83, 86, 92, 95, 98, 101, 107, 110, 113, 119, 122, 125, 128, 134, 137, 140, 143, 146 και 154 επί του κατηγορητηρίου, οι οποίες όλες αφορούν Δεκασμό Δημόσιου Λειτουργού και Κατάχρηση Εξουσίας από Δημόσιο Λειτουργό κατά παράβαση προνοιών του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154.
Στους πιο πάνω Εφεσείοντες/Κατηγορούμενους 6 και 9 αντίστοιχα επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 μηνών στις κατηγορίες στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι. Να σημειωθεί ότι όλοι οι Εφεσείοντες αθωώθησαν και απηλλάγησαν από αριθμό άλλων κατηγοριών που αντιμετώπιζαν πρωτόδικα.
Το όλο σκηνικό της εγκληματικής δραστηριότητας των τριών Εφεσειόντων/Κατηγορουμένων 1, 6 και 9 όπως καταγράφεται στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 27.5.2016, όταν επέβαλλε σ' αυτούς ποινή έχει ως ακολούθως: (Το κείμενο παρατίθεται αυτούσιο)
«Οι κατηγορούμενοι έχουν βρεθεί ένοχοι σε μεγάλο αριθμό κατηγοριών αλλά η ουσία είναι ότι ο κατηγορουμενος 1 με την βοήθεια των κατηγορούμενων 6 , 9 και άλλων όπως τον πρώην κατηγορούμενο 4 και ΜΚ4 έστησε κύκλωμα εξαπάτησης του δημοσίου διά της εισαγωγής καπνικών ειδών με πλαστά έγγραφα. ......... ............ Το τμήμα τελωνείου έχει στελεχωθεί ειδικά ώστε να υπάρχει αυστηρή εποπτεία στις εισαγωγές και να εισπράττονται οι ανάλογοι φόροι και δασμοί σε σχέση με τα φορτία των εισαγωγών. Το δημόσιο έχει επενδύσει χρήματα για να αποκτήσει το σύστημα Θησέας και να εκπαιδεύσει λειτουργούς να διεξάγουν τους ελέγχους και εποπτεία σε φορτία ώστε σημαντική πηγή εισοδημάτων του κράτους να διασφαλίζεται. Ο κατηγορούμενος 1 με το μεγαλεπήβολο του σχέδιο και την βοήθεια συνεργατών, και συνεργατών που ήταν τελωνειακοί λειτουργοί, αλλά και από το εξωτερικό κατόρθωσε να διαφύγει των ελέγχων του μηχανισμού που έχει στηθεί από το κράτος γι'αυτόν τον σκοπό. Το οργανωμένο έγκλημα είναι απειλή για το κράτος δικαίου διότι διαβρώνει τα θεσμικά όργανα του κράτους . Αυτή η δραστηριότητα προάγει την διαφθορά και δημιουργεί εγκληματικά στοιχεία που υποσκάπτουν την δυνατότητα του κράτους να εφαρμόσει τον νόμο.
Ο κατηγορούμενος 1 μέσα σε διάστημα μηνών και κατά πάσα πιθανότητα ετών κατόρθωσε να εισάγει χιλιάδες κιλά παράνομα τσιγάρα. Ανενόχλητα και κάτω από την μύτη των τελωνειακών αρχών διεξήγαγε επιχείρηση εξαγωγής και εισαγωγής παράνομων καπνικών ειδών. Βρήκε το αδύνατο σημείο του κρατικού μηχανισμού που έχει τεθεί σε εφαρμογή για να εμποδίσει την παρανομία, ήτοι διεφθαρμένους τελωνειακούς λειτουργούς, και έκανε παρέα μαζί τους και τους έδινε αθέμιτα ανταλλάγματα για να μην κάνουν ορθά την δουλεία τους. Ο κατηγορούμενος 1 δεν είχε καν άδεια εκτελωνιστή εντούτοις αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στην εγκληματική του δραστηριότητα. Παρουσίαζε πλαστά στοιχεία στις αρχές για το πραγματικό περιεχόμενο των φορτίων, απέκτησε δίκτυο προμηθευτών και πελατών ώστε να έχει συνεχή ροή τσιγάρων για να τους προμηθεύει και για να τους πωλεί τα παράνομα τσιγάρα. Ο κατηγορούμενος 1 προσέλαβε τον ΜΚ4 ώστε να τον χρησιμοποιήσει ως παραλήπτη των παράνομων φορτίων και ως κάλυψη για τον ίδιο εάν ήθελε ανακαλυφθεί ότι στην πραγματικότητα τα φορτία περιείχαν τσιγάρα και όχι έπιπλα. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποίησε και άλλους πελάτες που δεν είχαν ιδέα ότι μαζί με το δικό τους νόμιμο φορτίο ο κατηγορούμενος 1 έκανε εισαγωγή τσιγάρων και δήλωνε τα φορτία μαζί ως "consolidated" για να μην ανιχνευθεί το φορτίο με τα τσιγάρα. Ταξίδευσε στο εξωτερικό και βρήκε συνεργάτη που τον βοηθούσε να αλλοιώνει και να συγκαλύπτει τα πραγματικά στοιχεία των φορτίων ώστε να παρουσιάζονται ότι τα εμπορεύματα στα φορτία ήταν κοινοτικής προέλευσης για τα οποία δεν υπήρχαν οφειλόμενοι φόροι και δασμοί. Δεν άφησε τίποτε στην τύχη καθότι στις 9.4.2008 όταν πληροφορήθηκε ότι το φορτίο που είχε εισαχθεί από το Λίβανο επρόκειτο να ελεχθεί ενημέρωσε και χρημάτισε τον συνεργάτη του κατηγορούμενου 6 ώστε να αποφευχθεί ο έλεγχος. Στις 3.5.2008 όταν πλέον υπήρχε ως δεδομένο ότι το φορτίο τσιγάρων είχε ελεχθεί με αποτέλεσμα οι τελωνειακές αρχές να ανακαλύψουν 30 κιβώτια τσιγάρα που είχαν μεταφερθεί αεροπορικώς από Τουρκία μέσω Γαλλίας με τελικό προορισμό την Λάρνακα και πάλι ενεργοποίησε το μηχανισμό του κυκλώματος του και παρουσίασε εικονική επιστολή ότι κατά λάθος ήρθε το φορτίο στην Κύπρο. Μονάχα το φορτίο στις 3.5.2008 ήταν 30 κιβώτια βάρους εκατοντάδες κιλά. Αυτό το φορτίο κατασχέθηκε και έγινε τεκμήριο που έπρεπε να φυλάγεται στο τελωνείο λόγου έλλειψης χώρου στον χώρο του Δικαστηρίου. Χρειάστηκε ολόκληρο φορτηγό μαζί με προσωπικό ασφαλείας για να μεταφερθεί το φορτίο στον χώρο του Δικαστηρίου ώστε να γίνει επιθεώρηση στην αυλή του Δικαστηρίου. Σημειώνω ότι αυτό το φορτίο ήταν μόνο ένα από τα πολλά που ο κατηγορούμενος 1 κατόρθωσε να εισάγει παράνομα στην Κύπρο. Ήταν ένα φορτίο από τα πολλά κιλά των φορτίων για τα οποία με ενημέρωσαν οι ΜΚ4 και ΜΚ5 ότι αφορούσε την επιχείρηση εισαγωγής παράνομων καπνικών ειδών. Από τα πιο πάνω είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι η παράνομη επιχείρηση ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρα για τον κατηγορούμενο 1 και τους συνεργάτες του.
............................ .....
Αναφορικά με τους κατηγορούμενους 6 και 9 θεωρώ ότι ήταν διεφθαρμένοι υπαλλήλοι του δημοσίου που χρησιμοποιούσαν την θέση τους για να πλουτίσουν και/ή να επωφεληθούν προσωπικά εις βάρος του δημοσίου. Ο ένας έκανε πλημμελή ελέγχους εν γνώσει του ότι γίνονταν παρανομίες και ο άλλος διέγραφε τα στοιχεία από το σύστημα για να συγκαλύπτει τα εγκληματικά ίχνη των κατηγορούμενων 1 και 6. Φαίνεται ότι έχασαν τελείως την αίσθηση του καθήκοντος τους και τον προσανατολισμό τους ως λειτουργοί του δημοσίου, προστατευμένοι και κατοχυρωμένοι από ειδικό νόμο που τους εγγυάται μόνιμη εργοδότηση σε όλη τους την ζωή νοουμένου ότι εκτελούν τα καθήκοντα τους με επάρκεια, ήθος και σθένος ώστε να υπηρετούν τους συμπολίτες τους. Δεν είχαν επίγνωση του καθήκοντος τους επειδή επανειλημμένα διέπραξαν αυτές τις παρανομίες.»
Οι Εφεσείοντες και στις τρεις Εφέσεις προσβάλλουν με μεγάλο αριθμό λόγων Έφεσης (23 στην 102/2016, 19 στην 103/2016 και 17 στην 106/2016) την πρωτόδικη απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν, ως εσφαλμένη. Επίσης, προσβάλλονται με πρόσθετους λόγους Έφεσης και οι επιβληθείσες ποινές σε αυτούς ως υπερβολικές. Αρκετοί λόγοι Έφεσης και στις τρεις Εφέσεις παρουσιάζονται κοινοί και καλύπτουν κρίσιμα ζητήματα, με αποτέλεσμα προτού υπεισέλθουμε στην επιμέρους εξέτασης των άλλων ιδιαίτερων λόγων έκαστης Έφεσης να καθίσταται επιβεβλημένο η προηγούμενη εξέταση τους. Οι λόγοι αυτοί είναι:
1. Αρμόδιος να προωθήσει την ποινική δίωξη εναντίον των Εφεσειόντων είναι ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων και όχι η Αστυνομία (λόγοι Έφεσης αρ. 2 στην Έφεση αρ. 102/2016, λόγος Έφεσης αρ. 10 στην Έφεση 103/2016 και 15 στην Έφεση αρ. 106/2016).
2. Λανθασμένη εφαρμογή υπό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου των Αρχών που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας συναυτουργού, λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του συναυτουργού Μ.Κ.4 Παντελή Παντελή (Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 5, 6, 11 στην Έφεση αρ. 102/2016, λόγοι Έφεσης αρ. 2, 3, 18, 19 στην Έφεση αρ. 103/2016).
3. Οι Εφεσείοντες δεν έτυχαν δίκαιης δίκης λόγω ενδιάμεσων αποφάσεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί δικονομικών και ουσιαστικών ζητημάτων αλλά και λόγω της παρατηρηθείσης μεγάλης καθυστέρησης στη διακρίβωση της ποινικής υπόθεσης των Εφεσειόντων (λόγοι Έφεσης αρ. 22 και 23 στην Έφεση 102/2016, λόγοι Έφεσης αρ. 5 και 14 στην Έφεση 103/2016, λόγος Έφεσης αρ. 3 στην Έφεση αρ. 106/2016).
1. Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, είναι η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων ότι σύμφωνα με το Νόμο Άρθρο 87(2) του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν. 94(Ι)/2004 εξουσία για καταχώρηση ποινικών διώξεων εναντίον προσώπων για τελωνειακά αδικήματα έχει μόνο ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων και όχι η Αστυνομία. Η παρούσα υπόθεση αφορά ποινική δίωξη επτά τελωνειακών αδικημάτων και συνεπώς θα έπρεπε να καταχωρηθεί επ΄ ονόματι του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων. Συνεπακόλουθα η προώθηση τους από την Αστυνομία είναι εξ΄ υπαρχής άκυρη, παράτυπη και αντινομική.
Αντίθετη είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσίβλητη. Σύμφωνα με αυτή, το Άρθρο 113(2) του Συντάγματος ορίζει ότι εξουσία για άσκηση ποινικής δίωξης έχει μόνο ο Γενικός Εισαγγελέας, η οποία (εξουσία) μεταβιβάζεται σε υπαλλήλους, υπαγομένων εις αυτόν και ενεργούντων για αυτόν, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα ως ακολούθως:
«Δεν ευσταθεί η θέση των κατηγορούμενων 1, 6, 7, 8 και 9 ότι όλη η υπόθεση θα πρέπει να απορριφθεί ως άκυρη επειδή η δίωξη έχει γίνει με τίτλο κατηγορητηρίου επ΄ ονόματι του Αστυνομικού Διευθυντή Λάρνακας. Η δίωξη έχει γίνει με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως το μόνο αρμόδιο πρόσωπο βάση του Συντάγματος να ασκήσει δίωξη κατά προσώπων που υπόκεινται σε δίωξη. Στις 8 Σεπτεμβρίου 2011 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υπέγραφε συγκατάθεση όπως καταχωριστεί η παρούσα δίωξη κατά των κατηγορούμενων. Το άρθρο 87(1) του περί Τελωνείου Νόμου 94(1)/ 2004 προνοεί ότι διώξεις γίνονται πάντοτε με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα (βλ. Γ.Ε ν. Γεωργίου Ιωαννίδη`). Το άρθρο 87(2) δίδει την δυνατότητα στην περίπτωση που η δίωξη αφορά αποκλειστικά τελωνειακά αδικήματα του Διευθυντή του Τελωνείου να γίνει η δίωξη επ' ονόματι του. Ο Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας δεν είναι αναρμόδιο πρόσωπο ώστε δίωξη που έχει καταχωρηθεί επ' ονόματι του να Θεωρείται άκυρη και οι κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί κατά των κατηγορούμενων έγιναν στον προβλεπόμενο από τους διαδικαστικούς Θεσμούς τύπο. (βλ. Περί Ποινικής Δικονομίας Κανόνες Δευτερογενής Νομοθεσίας Τόμος 2 -Τύπος 7). Η δίωξη αφορά αδικήματα που προβλέπονται στις διατάξεις του περί Τελωνείου Νόμου αλλά και αδικήματα που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα συνεπώς πρόκειται για μία έγκυρη διαδικασία και το επιχείρημα των κατηγορούμενων περί ακυρότητας της διαδικασίας είναι αβάσιμο.»
Το Άρθρο 87(Ι) του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, Ν.94(Ι)/2004, προβλέπει:
«87.-(1) Οι ποινικές διώξεις για αδικήματα κατά παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας ή της άλλης νομοθεσίας, καθώς και οποιαδήποτε διαδικασία για είσπραξη των δασμών, φόρων, ή χρηματικών ποινών ή για την κήρυξη εις δήμευση σκαφών ή άλλων μεταφορικών μέσων ή εμπορευμάτων, αναφέρονται στον παρόντα Νόμο ως «τελωνειακές διώξεις» και ασκούνται, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(2) Η τελωνειακή δίωξη ασκείται στο όνομα του Διευθυντή σε όλα τα Δικαστήρια.»
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2, του ίδιου Νόμου "άλλη νομοθεσία" σημαίνει:
"την Κυπριακή ή Κοινοτική Νομοθεσία που εκάστοτε τελεί σε ισχύ και για την οποία το Τμήμα Τελωνείων έχει εξουσιοδότηση ή και ευθύνη εφαρμογής των διατάξεων της και περιλαμβάνει αρμοδιότητα που παραχωρήθηκε, εξαιρουμένης της τελωνειακής νομοθεσίας."
Από τον συνδυασμό των πιο πάνω Άρθρων φαίνεται ότι η δίωξη στο όνομα του Διευθυντή ασκείται μόνο όταν αφορά διώξεις καθοριζομένες ως "τελωνειακές διώξεις" σύμφωνα με το Άρθρο 87(ι). Εδώ η υπόθεση αφορούσε κατηγορίες που στηρίζονται αποκλειστικά στον ποινικό κώδικα ΚΕΦ. 154 (βλ. Κατηγορίες 7, 10, 12, 14, 16, 18, 20, 23, 25, 27, 29, 31, 33, 35, 37, 39, 41 και πολλές άλλες) και όλες οι υπόλοιπες στον Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου και στον Ποινικό Κώδικα. Συνεπώς πολύ ορθά κατεχωρήθη με τον τρόπο που κατεχωρήθη.
Επίσης στην Χαράλαμπου Γιάγκου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265 εξετάστηκε κατά πόσο ήταν άκυρο κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε στο Κακουργιοδικείο και δεν έφερε την υπογραφή του Γενικού Εισαγγελέα όπως ρητά προβλέπει το Άρθρο 109 της Ποινικής Δικονομίας ΚΕΦ. 155[1] αλλά έφερε την υπογραφή δικηγόρου της Δημοκρατίας. Κρίθηκε ότι:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το άρθρο 109 του Κεφ. 155 επιβάλλει την ύπαρξη της υπογραφής του Γενικού Εισαγγελέα σε κάθε κατηγορητήριο που καταχωρείται στο Κακουργιοδικείο. Η ικανοποίηση της προϋπόθεσης αυτής εξαρτάται από τις πρόνοιες του άρθρου 113.2 του Συντάγματος που καθορίζει τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα. Το άρθρο αυτό παρέχει στο Γενικό Εισαγγελέα ευρείες εξουσίες αναφορικά με την καταχώριση, συνέχιση και διακοπή οποιασδήποτε διαδικασίας, είτε πολιτικής είτε ποινικής. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας παρέχεται η ευχέρεια στο Γενικό Εισαγγελέα να ενεργεί προσωπικά ή μέσω υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν και που ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του.»
Ομοίως εις την παρούσα υπόθεση οι πρόνοιες του Άρθρου 87 θα πρέπει να εξετάζονται μέσα στα ευρεία πλαίσια που καθορίζει το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος που παρέχουν στο Γενικό Εισαγγελέα την ευχέρεια να ενεργεί μέσω υπαλλήλων που υπάγονται σ' αυτόν και ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ενεργούσε στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα.
Ο λόγος αυτός έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί και γι' ακόμη ένα λόγο. Σύμφωνα με το Άρθρο 66 της Ποινικής Δικονομίας ΚΕΦ. 155, ένσταση σε τυπικό ελάττωμα εμφανές στο κατηγορητήριο πρέπει να εγείρεται πριν την απάντηση στην κατηγορία και όχι αργότερα (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Γ.Μ. Πική, σελ. 145, Begonia Fashions Ltd v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 451). Παρόλα ταύτα ο Κατηγορούμενος δύναται να εγείρει την ένσταση του ως άνω, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας μόνο εάν η ατέλεια ανάγεται στο θεμέλιο της κατηγορίας. Η ατέλεια ανάγεται στο θεμέλιο της κατηγορίας στις περιπτώσεις που επιφέρουν βλάβη στον Κατηγορούμενο (prejudice) και μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλάνηση του. Τότε μόνο μπορεί να επηρεάσουν την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου (βλ. Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R 337, Fourri and others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, Ξυδιάς κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 225).
Εις την παρούσα υπόθεση παρατηρούμε ότι οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να εγείρουν σχετική ένσταση ως προς την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 66 του ΚΕΦ. 155 και πολύ περισσότερο δεν εισηγήθησαν ότι υπέστησαν οιανδήποτε βλάβη ή παραπλανήθησαν με οιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία. Η παράλειψη τους να εγείρουν ένσταση στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας τους αποστερεί το δικαίωμα να εγείρουν το θέμα στο παρόν στάδιο.
Οι λόγοι 2, 10 και 15 στις Εφέσεις αρ. 102/16, 103/16 και 106/16 αντίστοιχα απορρίπτονται.
2. Με το ζήτημα της όλης προσέγγισης και αξιολόγησης του Μ.Κ.4 Παντελή Παντελή εγείρονται, από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων στις Εφέσεις αρ. 102/16 και 103/16, θέματα μη ορθής εφαρμογής των αρχών που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας συναυτουργού. Σύμφωνα με αυτόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του εξάγει ευρήματα ενοχής των Εφεσειόντων αλλά και αποδέχεται ανεπιφύλακτα τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 προτού προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του και προτού διερευνήσει κατά πόσο υπήρχε ή όχι ενισχυτική μαρτυρία και αν θα ήταν διατεθειμένο να βασιστεί αποκλειστικά τη μαρτυρία του και καταδικάσει. Παρόλα ταύτα, εξειδικεύοντας περαιτέρω το θέμα, ο ευπαίδευτος συνήγορος αποδέχεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του συναυτουργού (Μ.Κ.4) σε κατοπινό στάδιο της απόφασης του αφού «στα αρχικά στάδια της απόφασης του» καταδικάζει τους Εφεσείοντες βασιζόμενο στη μαρτυρία του συναυτουργού. Περαιτέρω, είναι η εισήγηση του, ότι παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται σε ύπαρξη περιστατικής μαρτυρίας η οποία αποδεικνύει την ενοχή των Εφεσειόντων, εντούτοις, παρέλειψε να την προσδιορίσει και να τη συνδέσει με την υπόλοιπη μαρτυρία ως ορίζει η νομολογία προκειμένου να καταδειχθεί η ενοχή των Εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα πάντοτε με τον ευπαίδευτο συνήγορο, τελούσε σε σύγχυση αναφορικά με το διαχωρισμό της έννοιας της ενισχυτικής μαρτυρίας από την περιστατική μαρτυρία. Τέλος, είναι η εισήγηση του, ότι δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ίχνος ενισχυτικής μαρτυρίας του συναυτουργού Μ.Κ.4 αλλά ούτε και οποιαδήποτε περιστατική μαρτυρία.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή τα όσα μας έχουν τεθεί και ανατρέξαμε προς τούτο, όπου ήταν αναγκαίο, στην πρωτόδικα δοθείσα μαρτυρία μέσω των πρακτικών.
Στην πρόσφατη απόφαση μας Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12/2015, 13/2015, 14/2015, 15/2015, 16/2015 και 17/2015 ημερ. 4.7.2017 (υπόθεση Δρομολαξιάς) είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε παρόμοιο ζήτημα και με αναφορά στη νομολογία αναφέραμε τα ακόλουθα:
«Η αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού λαμβάνει χώραν, κατά πάγια νομολογία, με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Μολονότι δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής, από τον δικαστικό λόγο της απόφασης Zacharia v. The Republic 1962) CLR 52, συνάγονται τα ακόλουθα:
Το δικαστήριο, κατά πρώτον, αξιολογώντας την αξιοπιστία συνεργού, οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο είναι ή όχι διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Υπό τα δεδομένα αυτά, έχει νομική υποχρέωση να αυτοϋπενθυμίζεται ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, δεδομένου ότι η όποια ουσιαστική μαρτυρία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από τη δική του εμπλοκή στα γεγονότα που καθορίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Εάν, υπό το φως τέτοιας αυτοπροειδοποίησης το δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να δεχθεί τη μαρτυρία του εν λόγω συνεργού και αισθάνεται ότι μπορεί με σιγουριά να βασισθεί σε αυτή, χωρίς ενίσχυση, και να προχωρήσει σε έκδοση καταδικαστικής απόφασης, είναι ελεύθερο να το πράξει νόμιμα. Αν το δικαστήριο αισθάνεται ότι δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία συνεργού, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, τότε προχωρεί στην αναζήτηση ενίσχυσης από ανεξάρτητη μαρτυρία, τέτοιας μορφής που όχι μόνο να υποστυλώνει την εκδοχή του συνεργού σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος αλλά και να συνδέει ή να τείνει να συνδέσει τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο με το αδίκημα αυτό.
Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, 657-659, το ζήτημα της αντιμετώπισης μαρτυρίας συνεργού αντικρίσθηκε ως εξής:
«Η θεώρηση από το δικαστήριο μάρτυρα ως συνεργού και οι αρχές που διέπουν την αντιμετώπισή του ως τέτοιου και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πηγάζουν από τη νομολογία, αγγλική, κατ' αρχήν, και κυπριακή, στη συνέχεια. Συνοψίζονται ως ακολούθως:-
(α) Εφόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ' αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του, τότε πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.
(β) Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε το έγκλημα, στο οποίο αναφέρεται ο συνεργός, και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος.
(γ) Το δικαστήριο, αφού προσεγγίσει τη μαρτυρία του συνεργού με τον τρόπο που έχουμε διαγράψει, μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία.
Η κυπριακή όσο και η αγγλική νομολογία, από την οποία αντλήθηκε καθοδήγηση, υποστηρίζει ότι τίθεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος. Στην απόφαση του Privy Council - Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping [1987] 2 All E.R. 488 - ως επισημάναμε στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266, αποφασίστηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού διενεργείται ενιαία. Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Μάρτυρας, εμφανώς αναξιόπιστος, δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης, εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης, το, κατ' αρχήν, παραδεκτό της εκδοχής του. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού, λόγω της συμμετοχής ή σύμπραξής του στο έγκλημα. Είναι προς άρση αυτών των αμφιβολιών, που αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία για την ανάμειξη του κατηγορουμένου στο έγκλημα. Παραμένει, όμως, το δικάζον δικαστήριο κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας, που αποδίδεται στη μαρτυρία συνεργού και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Η απουσία της δεν αναιρεί το δικαίωμα του δικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχτεί ως βάσιμη τη μαρτυρία συνεργού.
Τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία και ποια μορφή μπορεί να πάρει, εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω). Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, η οποία έχει, ως αναφέρεται:- (σελ. 265)
«... προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη δικαστική απόφαση Turner v. Blunden* δεν απαιτείται όπως η ενισχυτική μαρτυρία αποδεικνύει αφ' εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγονότα ή τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Ό,τι απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το συνένοχο (accomplice) και να τείνει να καταδείξει σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος* .»
Παρόλο που το Κακουργιοδικείο εκδήλωσε την ετοιμότητά του να βασιστεί στη μαρτυρία του Ηρακλέους και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, δε διαπίστωσε κατά πόσο υπήρχε ή όχι ενισχυτική μαρτυρία. Ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει όπως πρώτα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικάζον δικαστήριο χωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού. Τονίζουμε τον όρο "ορθολογιστική", για να υπογραμμίσουμε ότι δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας συνεργού, αφού, βέβαια, δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην παρούσα υπόθεση, έκρινε ότι ο Μ.Κ.4 Π. Παντελή θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως μάρτυρας-συνεργός. Στην σελ. 3 της απόφασης αναφέρεται περαιτέρω ότι «η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται και σε περιστατική μαρτυρία .....» και ότι «...η όλη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής περιστρέφεται γύρω από τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 ο οποίος έχει με τη δική του μαρτυρία συνδέσει όλα τα κομμάτια της μαρτυρίας ώστε να αποκαλύπτεται στο Δικαστήριο μια εικόνα συνοχής για τα διαδραματισθέντα και για την εμπλοκή στο αδίκημα άλλων κατηγορουμένων».
Εν συνεχεία στη σελ. 17 ανέφερε:
«Ο ΜΚ4 είναι και ήταν συναυτουργός σε σχέση με την διάπραξη των αδικημάτων. Όμως η κατηγορούσα αρχή επέλεξε να τον χρησιμοποιήσει ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον των υπολοίπων.
Αυτή είναι μία Θεμιτή πρακτική και δεν υπάρχει κανένας αποδεικτικός κανόνας που να αποκλείει την χρήση τέτοιας μαρτυρίας. Όμως οφείλω να επισημάνω όλους τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην στήριξη τέτοιας μαρτυρίας επειδή ο ΜΚ2 είναι συναυτουργός που δεν αντιμετωπίζει πλέον τον κίνδυνο δίωξης για τα αδικήματα που έχει διαπράξει. Το Εφετείο επεξήγησε με ποιο τρόπο Θα πρέπει να προσεγγίζεται η, μαρτυρία του συνεργού στην υπόθεση Μάνος Τεβλετιαν ν. Αστυνομίας επειδή αυτή η μαρτυρία είναι ύποπτη ελατηρίου. Όμως ακόμη και σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ο συνεργός έχει προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις δεν κρίνεται η μαρτυρία αυτή ως εκ προοιμίου αναξιόπιστη. Η μαρτυρία πρέπει να αξιολογείται με κάθε επιφύλαξη αλλά η αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας Θα πρέπει να διενεργείται ενιαία και όχι αποσπασματικά. Στην περίπτωση που αυτή η μαρτυρία κριθεί ότι είναι αξιόπιστη δύναται το Δικαστήριο να αναζητήσει και ενισχυτική μαρτυρία ώστε να εκλείψουν εγγενείς αμφιβολίες που ελλοχεύουν σε σχέση μ' αυτού του τύπου μαρτυρίας που είναι ύποπτη λόγω συμμετοχής του συνεργού στην διάπραξη του αδικήματος.»
Και καταλήγει στη σελ. 18:
«Παρόλο τούτο η μαρτυρία του ΜΚ4 συμπίπτει, ταιριάζει και συμπληρώνει τους υπόλοιπους μάρτυρες και την υπόλοιπη πραγματική μαρτυρία της υπόθεσης. Αυτό δεν Θα ήταν εφικτό σε μία τέτοια περίπλοκη υπόθεση όπου όλα τα λεπτομερή γεγονότα διασταυρώνονται εκτός και εάν κάποιος έλεγε την αλήθεια και είναι γνώστης των γεγονότων Ο ΜΚ4 ανέφερε επί παραδείγματι ότι ο κατηγορούμενους 6 τους αποδέσμευε τα εμπορεύματα χωρίς να κάνει έλεγχο αλλά και χωρίς να πληρωθούν οι οποιοιδήποτε δασμοί και φόροι. Από ανάλυση των εγγράφων προκύπτει ότι πολλές φορές εκδοθήκαν διατάγματα παράδοσης που ενέκρινε ο κατηγορούμενος 6 προτού εκδοθεί η απόδειξη πληρωμής φόρων και δασμών για τα συγκεκριμένα φορτία. Τα όσα είπε ο ΜΚ4 σε σχέση με έλεγχο τον ημερομηνίας 9.4.2008 επιβεβαιώνονται από την καταγραφή της κάμερας που δεν θα μπορούσε ο ΜΚ4 να έχει υπόψη του όταν έδιδε την κατάθεση τον ή ακόμη κατά την ένορκη του μαρτυρία. Υπήρχε μεγάλο ενδεχόμενο σ' αυτή την περίπλοκη υπόθεση ο ΜΚ4 να περιπέσει σε αντιφάσεις και ανακρίβειες κατά την μαρτυρία του εάν δεν έλεγε την αλήθεια. Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του διασταυρώνεται από πολλές πηγές είναι ακόμη μία απτή απόδειξη ότι είπε την αλήθεια.»
Όφειλε συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποτέλεσμα της κρίσης του ότι ο Μ.Κ.4 θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως μάρτυρας-συνεργός να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρχές που η νομολογία μας που έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Αντ' αυτού προχώρησε στις σελ. 18-27 της απόφασης του, σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του ως να επρόκειτο για ένα απλό μάρτυρα παρόλο που αναφέρει ότι πρόκειται για συνεργό και καταλήγει ως ακολούθως στις σελ. 27-28:
«Ο ΜΚ4 αντεξετάσθηκε επίμονα και εξαντλητικά για μέρες από όλους του δικηγόρους των κατηγορούμενων. Παρόλο τούτο διατήρησε την ψυχραιμία του και δεν περιέπεσε σε σημαντικές αντιφάσεις και αντιθέτως, τα όσα ανέφερε είχε συνοχή και ταιριάζει σε εκπληκτικό βαθμό με δεδομένα που προκύπτουν από τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του. Αυτά τα έγγραφα τα γνώριζε καλά και ήταν σε Θέση σε αρκετές περιπτώσεις να εντοπίσει τα σχετικά έγγραφα για να τεκμηριώσει τις Θέσεις του. Η μαρτυρία του συγκλίνει με την μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας και την συμπληρώνει ως και επίσης συγκλίνει με πραγματική μαρτυρία της υπόθεσης και την συμπληρώνει όπως επί παραδείγματι την καταγραφή από κάμερα του ελέγχου που έγινε στις 9.4.2008 σε σχέση με την ακτινοδιαγνωστική μηχανή.
Έλαβα υπόψη μου ότι πρόκειται για άτομο συνεργό και έλαβα υπόψη μου ότι σταδιακά απεκάλυψε την αλήθεια στην αστυνομία. Όμως παρά τους εμφανής κινδύνους να στηριχτεί το Δικαστήριο στη μαρτυρία του για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων τον κρίνω για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω ότι πρόκειται για αξιόπιστο μάρτυρα. Παρόλο που δεν είμαι υπόχρεα να αναζητήσω ενισχυτική μαρτυρία για την μαρτυρία του ΜΚ4 ως συνεργού του κατηγορούμενου 1 σημειώνω ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 ως Θα φανεί στην συνέχεια επιβεβαιώνεται στα πλείστα σημεία από άλλους αξιόπιστους μάρτυρες κατηγορίας αλλά και από την πραγματική μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου.»
Παρατηρούμε συναφώς μία ταλάντευση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εφαρμογή των πιο πάνω αρχών και από την κατάληξη ως ανωτέρω φαίνεται ότι αυτό τελούσε υπό σύγχυση αναφορικά με τις εφαρμοζόμενες αρχές επί του εξεταζόμενου ζητήματος. Παρόλο που κρίνει τον Μ.Κ.4 ως αξιόπιστο, δεν αναφέρει στην απόφαση του τυχόν ετοιμότητα του να βασισθεί στη μαρτυρία του Μ.Κ.4 στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας για σκοπούς καταδίκης ή στην αντίθετη περίπτωση ότι θα προχωρούσε σε αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και να προσδιορίσει ποια είναι αυτή. Ως γνωστό, τα στοιχεία που συνθέτουν την ενισχυτική μαρτυρία είναι τ' ακόλουθα: Πρέπει να έχει προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο Κατηγορούμενος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο Κατηγορούμενος (βλ. Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελώντας σε πλήρη σύγχυση αναφορικά με τον τρόπο που θα έπρεπε να κρίνει και ενεργήσει με βάση τη μαρτυρία του Μ.Κ.4, προχώρησε σποραδικά στην απόφαση του και στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων όπως αυτή των Μ.Κ.5 και Μ.Κ.22 στις σελ. 44 και 62 της πρωτόδικης απόφασης του να αναφέρει ότι πρόκειται περί ενισχυτικής μαρτυρίας της αξιοπιστίας του Μ.Κ.4 (σελ. 62).
Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ 628, αναφέρθηκε ότι «ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλει όπως πρώτα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικάζον δικαστήριο προχωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού. Τονίζουμε τον όρο «ορθολογιστική» για να υπογραμμίσουμε ότι δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης μαρτυρίας συνεργού, αφού βέβαια, δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση.»
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέγγισε τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 με ορθολογιστικό τρόπο. Παρά τη διαπίστωση του ότι ο Μ.Κ.4 είναι συναυτουργός δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές που διέπουν τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας της φύσης αυτής. Ακόμη και εκεί όπου αναφέρεται σε βεβαιωτική μαρτυρία δεν ασχολήθηκε με την υφή της και κατά πόσο αυτή είναι ενισχυτική της μαρτυρίας του συνεργού, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τη νομολογία πριν καταλήξει να βασιστεί στην μαρτυρία του. Αυτά αποτελούν νομικά σφάλματα του Δικαστηρίου.
Εξετάζοντας την πιθανή επίδραση των σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ετυμηγορία του, εξ αντικειμένου, κρινόμενη δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως ήσσονος σημασίας. Δεν προκάλεσε πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης και κυρίως δεν απέληξε σε πλημμελή απονομή της.
Η επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155, επιβάλλει την απόρριψη της έφεσης, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την δίκη, δεν προκάλεσαν πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Ρόπας (άνω)).
Το κριτήριο για την εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του Νόμου, καθώς προκύπτει, είναι η βέβαιη διαπίστωση ότι καταδικαστική θα ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έστω και αν δεν υπέπιπτε στα σφάλματα, στα οποία υπέπεσε (βλ. Ρόπας (άνω)).
Το σχετικό κείμενο της υπόθεσης Ρόπας (Αρ. 2) (άνω) έχει ως ακολούθως:
"Η επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, (ο «Νόμος»), επιβάλλει την απόρριψη της έφεσης, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι τα σφάλματα, στα οποία υπέπεσε το πρωτόδικο δικαστήριο κατά τη δίκη, δεν προκάλεσαν την πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης. Η επιφύλαξη στην ελληνική μετάφραση προβλέπει:-
«Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης.»
Το αγγλικό κείμενο, του οποίου το ελληνικό αποτελεί μετάφραση, έχει ως ακολούθως:-
"Provided that the Supreme Court, notwithstanding that it is of opinion that the point raised in the appeal might be decided in favour of the appellant, shall dismiss the appeal if it considers that no substantial miscarriage of justice has actually occurred;"
Αντιπαραβολή του ελληνικού με το αγγλικό κείμενο αποκαλύπτει ότι η φράση "shall dismiss" μεταφράστηκε «δυνατό να απορρίψει». Πρόκειται για σφάλμα στη μετάφραση, εφόσον η φράση "shall dismiss" μεταδίδει «θα απορρίψει», όχι «δυνατό να απορρίψει», και καθιστά επιτακτική και όχι πράξη δυνητική την απόρριψη της έφεσης.
Διατηρεί το αρχικό (αγγλικό) κείμενο της νομοθεσίας την αυθεντικότητά του και υπερισχύει της μετάφρασης, οποτεδήποτε αυτή δεν αποδίδει την πραγματική του σημασία - (βλ. εδάφιο (5) του Άρθρου 4 του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου του 1988, (Ν. 67/88), όπως διαμορφώθηκε με τον Τροποποιητικό Νόμο Ν. 79(Ι)/97, και Roula Bajbouj Mohamed (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1304).
Η προσφυγή στην επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του Νόμου είναι παραδεκτή, μόνο εφόσον παρέχεται «... η δυνατότητα επικύρωσης της κατηγορίας στην οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων.», όπως υποδεικνύεται στην Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, σελ. 164. Η δυνατότητα αυτή υφίσταται στην προκείμενη υπόθεση.
Η επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) αποτέλεσε το αντικείμενο ερμηνείας και εφαρμογής σε πολλές δικαστικές αποφάσεις στην Αγγλία και στην Κύπρο. Ο όρος «ουσιώδης», στα αγγλικά "substantial", προσδιοριστικός της φύσης της απόκλισης από τη δικαιοσύνη, αντιδιαστέλλεται προς τον όρο «επουσιώδης» ή «ασήμαντος».
Η αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι η αποδοχή, από το πρωτόδικο δικαστήριο, απαράδεκτης, κατά το δίκαιο της απόδειξης, μαρτυρίας, δεν ανατρέπει την ετυμηγορία του δικαστηρίου, εφόσον το Εφετείο κρίνει ότι και χωρίς αυτή το δικάσαν δικαστήριο θα κατέληγε, αναπόφευκτα, στην καταδίκη του εφεσείοντος. Και η κακή ή ατελής καθοδήγηση του δικαστηρίου, σε σχέση με νομικές αρχές που διέπουν ένα ή περισσότερα θέματα, εφόσον κρίνεται ότι δεν επέφερε τον εκτροχιασμό της δικαιοσύνης, αφήνει την ετυμηγορία του δικαστηρίου ανέπαφη - (βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Beecham [1921] 3 K.B. 464· 16 Cr.App.R. 26· R. v. Fisher [1910] 1 K.B. 149· 3 Cr.App.R. 176· R. v. Ellis [1910] 2 K.B. 746· 5 Cr.App.R. 41· R. v. Cohen, 26 Cr.App.R. 190· R. v. Day, 27 Cr.App.R. 168· R. v. Browne, 29 Cr.App.R. 106).
Δικαιολογείται η απόρριψη της έφεσης, εφόσον το Εφετείο ικανοποιείται ότι, και με σωστή καθοδήγηση, η ετυμηγορία του δικαστηρίου θα ήταν καταδικαστική. Δε δικαιολογείται η εφαρμογή της επιφύλαξης, όταν, ως αποτέλεσμα λάθους, κακής καθοδήγησης και αντικανονικότητας στη διαδικασία, κρίνεται ότι ο καταδικασθείς έχασε την ευκαιρία να αθωωθεί, η οποία ήταν εύλογα διαφαινόμενη. (Βλ. R. v. Haddy [1944] K.B. 442· 29 Cr.App.R. 182· Stirland v. Director of Public Prosecutions [1944] A.C. 315· 30 Cr.App.R. 40· Comrs. of Customs and Excise v. Harz [1967] 1 All E.R. 177, (H.L.)· R. v. Farid, 30 Cr.App.R. 168.)
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στη Yiangos Pilavakis and Another v. The Queen 19 C.L.R. 163, στην οποία εξηγείται πότε δικαιολογείται η εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του ΚΕΦ. 155.
Η αγγλική νομολογία, σχετική με τις αρχές και τις παραμέτρους εφαρμογής της επιφύλαξης, εξετάστηκε, σε κάποια έκταση, στη Nicos Antoni Polycarpou and Another v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 198, όπου η γενική προσέγγιση των αγγλικών δικαστηρίων στην εφαρμογή της έτυχε επιδοκιμασίας. Στην ίδια την υπόθεση Polycarpou, το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε την επιφύλαξη, παρά τη διαφωνία του με την αποδοχή από το Κακουργιοδικείο, ως βάσιμης, μαρτυρίας η οποία αφορούσε την αναγνώριση του αυτοκινήτου στο οποίο ταξίδευαν οι δράστες, με το δικαιολογητικό ότι, λαμβανομένης υπόψη της υπόλοιπης μαρτυρίας στην υπόθεση, τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο που θα δίκαζε τους εφεσείοντες, ερχόμενο αντιμέτωπο με τα αναπόφευκτα συμπεράσματα τα οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν από την υπόλοιπη μαρτυρία, θα αγόταν σε καταδικαστική απόφαση.
Στην Ali Izzet Mavrali v. The Republic (1963) 1 C.L.R. 4, (απόφαση πλειοψηφίας), σε υπόθεση φόνου εκ προμελέτης, το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα θεώρησε ως αποδειχθείσα δήλωση του εφεσείοντος περί της προθέσεώς του να σκοτώσει τον υιό και τη νύμφη του. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στη δίκη για το φόνο της νύμφης του, εφάρμοσε την επιφύλαξη και επικύρωσε την καταδίκη, με το δικαιολογητικό ότι, με βάση το υπόλοιπο της μαρτυρίας, το Δικαστήριο δε θα μπορούσε να αχθεί σε άλλη ετυμηγορία εκτός από καταδικαστική.
Το κριτήριο για την εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του Νόμου, καθώς προκύπτει, είναι η βέβαιη διαπίστωση ότι καταδικαστική θα ήταν η απόφαση του δικάσαντος δικαστηρίου και αν δεν υπέπιπτε στα σφάλματα, στα οποία υπέπεσε."
Στην υπό εξέταση υπόθεση, έχουμε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ήταν έτοιμο, αντιμετωπίζοντας το Μ.Κ.4 ως συνεργό, να αποδεκτεί τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη και ότι η μαρτυρία επιβεβαιώνεται και από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία προφορική και πραγματική. Ως τέτοια, αναφέρεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ψεύδος του Εφεσείοντα 1 προς την Μ.Κ.5 αναφορικά με το μέρος που ευρίσκετο ο Μ.Κ.4 κατά το χρόνο εκείνο, ήτοι όταν η τελευταία προέβαινε σε έλεγχο στα γραφεία της εταιρείας του Κατηγορουμένου 1 (βλ. σελ. 44 της πρωτόδικης απόφασης), η μαρτυρία της Μ.Κ.16 ότι ο Εφεσείων 1/Κατηγορούμενος 1 συνεφώνησε με τον φίλο του που ευρίσκετο στη Γαλλία (Abderahim) για να εισάγει παράνομα τσιγάρα από το Παρίσι (βλ. σελ. 55). Επίσης στη σελ. 62 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρεται ότι «ενισχύεται η αξιοπιστία» του Μ.Κ.4 με το ότι κατονόμασε ως τελικούς παραλήπτες των παράνομων εισαχθέντων καπνικών προϊόντων τους συγκατηγορούμενους 7 και 8 και ότι βρέθηκαν στην κατοχή τους 472 τεμάχια πούρων για τα οποία δεν είχαν πληρωθεί οι ανάλογοι φόροι και δασμοί (βλ. σελ. 62). Περαιτέρω ως ενισχυτική κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η μαρτυρία του εισαγωγέα Μ.Κ. 13 και της Μ.Κ. 5 αναφορικά με την παράνομη εισαγωγή πούρων που προέβησαν οι Κατηγορούμενοι 7 και 8 μέσω του Εφεσείοντα/Κατηγορουμένου 1 (βλ. σελ. 63 και 64) όπως και τα Διατακτικά Παράδοσης Τεκμ. 16.43.1 τα οποία επιβεβαιώνουν τη μαρτυρία ότι ο Εφεσείων/Κατηγορούμενος 6 παρέδιδε τα εμπορεύματα στον Μ.Κ.4 χωρίς να προηγηθεί υπ΄ αυτού έλεγχος τους (βλ. σελ. 90).
Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία ενώπιον μας και ιδιαίτερα της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξαιρουμένων των σφαλμάτων που έχουν επισημανθεί νωρίτερα στην απόφαση μας, δεν μας αφήνει καμία αμφιβολία ποια θα ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.4 ως αξιόπιστης και το συμπέρασμα ότι μπορούσε να βασιστεί σ' αυτή για εξαγωγή συμπερασμάτων, είναι καθοριστικά. Το παράπονο των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που αναφέρεται σε περιστατική μαρτυρία η οποία αποδεικνύει την ενοχή των Εφεσειόντων, εντούτοις, δεν αναφέρει τα στοιχεία της, αλλά ούτε τα συνδέει μεταξύ τους ως όφειλε με βάση τη νομολογία για να καταδείξει την ενοχή τους πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ότι δεν υπάρχει άλλη πιθανή επεξήγηση των μερών εκείνων της μαρτυρίας τα οποία εμπίπτουν στην έννοια της περιστατικής μαρτυρίας, δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά προς όφελος των Εφεσειόντων. Είναι γεγονός ότι η πρωτόδικος Δικαστής, ατυχώς, στο αρχικό στάδιο της απόφασης της (σελ.2) αναφέρεται σε "περιστατική μαρτυρία" πλην όμως στη συνέχεια δεν αναφέρει οτιδήποτε σχετικό στην απόφαση της η οποία να σημειωθεί ότι αποτελείται από 132 σελίδες, ούτε και βασίζεται σε περιστατική μαρτυρία. Εκείνο που προφανώς ήθελε να πει το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι η ύπαρξη άλλων μαρτύρων κατηγορίας και άλλης αξιόπιστης μαρτυρίας η οποία σε συνάρτηση με την αξιόπιστη μαρτυρία του συναυτουργού, Μ.Κ.4, αποδείκνυε την εμπλοκή των Εφεσειόντων και όλων των Κατηγορουμένων στις κατηγορίες που τελικά καταδικάστηκαν. Αυτό ρητά το λέει στη σελ. 102 της απόφασης όπου παραθέτει και 17 περιπτώσεις μαρτυρίας άλλης σχετικής μαρτυρίας που προέρχεται από άλλους Μάρτυρες Κατηγορίας αλλά και παραδοχές από τους ίδιους τους κατηγορουμένους. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:
"Έχω εξηγήσει αναλυτικά πιο πάνω γιατί Θεωρώ ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 είναι αξιόπιστη και Θεμέλιο για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την υπόθεση όμως κρίνω σκόπιμο εν συντομία να απαριθμήσω και τα υπόλοιπα κομμάτια μαρτυρίας που εάν συνδυαστούν με την μαρτυρία του ΜΚ4 καταδεικνύουν την εμπλοκή των κατηγορούμενων στο παράνομο κύκλωμα εισαγωγής καπνικών ειδών χωρίς την πληρωμή δασμών και φόρων."
Εν συνεχεία αναφέρονται, στην πρωτόδικη απόφαση, οι 17 περιπτώσεις τέτοιας μαρτυρίας.
Αβάσιμο κρίνεται και το παράπονο περί αποδοχής "κακής ποιότητας εξ ακοής μαρτυρίας" ήτοι ότι αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του Μ.Κ.4 που αφορούσε τη συμφωνία του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου με το Γάλλο συνεργό του εις τη Γαλλία ονόματι Abderahim για αλλαγή του καθεστώτος τσιγάρων τα οποία έρχονταν από τη Τουρκία σε status C, κοινοτικό, ώστε να μην γίνεται έλεγχος σ' αυτά κατά την εισαγωγή τους στην Κύπρο. Σύμφωνα με τον Μ.Κ.4 η συμφωνία με τον πιο πάνω έγινε με τον ίδιο τον Μ.Κ.4, τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 και τον Abderahm σε εστιατόριο του Παρισιού, αρχές Ιανουαρίου 2008. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εξ ακοής μαρτυρίας.
Οι λόγοι έφεσης αρ. 1, 5, 6 και 11 στην έφεση αρ. 102/2016 όπως και οι λόγοι έφεσης αρ. 2, 3, 18, 19 στην Έφεση αρ. 103/2016 απορρίπτονται.
3. Με την τρίτη ενότητα κοινών λόγων Έφεσης προβάλλεται από τους Εφεσείοντες ότι δεν έτυχαν δίκαιης δίκης διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) με ενδιάμεσες αποφάσεις του επηρέασε τα δικαιώματα τους και (β) επήλθε μεγάλη καθυστέρηση στην διακρίβωση της ποινικής ευθύνης των Εφεσειόντων.
Ο Εφεσείων στην υπ' αρ. 102/2016 Έφεση περιόρισε το παράπονο του αναφορικά με το υπό (α) ανωτέρω προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέκκλινε από τον διαιτητικό του ρόλο, και διαδραμάτισε ρόλο στη διαδικασία προς όφελος του Εφεσίβλητου. Προς τούτο, αναφέρθηκε στην αντεξέταση του Μ.Κ.4 Παντελή Παντελή προβάλλοντας ότι δεν επετράπησαν ερωτήσεις του κατά την αντεξέταση του με δικαιολογία ότι είχαν απαντηθεί, ενώ δεν είχαν καν υποβληθεί. Αντίθετα, στον Εφεσίβλητο επέτρεψε να υποβάλει 5 φορές την ίδια ερώτηση αναφορικά "προς το ρόλο της εταιρείας του (Κατηγορουμένου 1) στις εισαγωγές αλλά και ως προς το συμβάν αναφορικά με το φορτίο το οποίο έφθασε στις 3.5.2008 για το οποίο ο Εφεσείοντας παρέδωσε σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον Αντώνη Γεωργίου". Επίσης το παράπονο του εστιάστηκε περαιτέρω στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως τα κιβώτια, τα οποία κατ' ισχυρισμό της Κατηγορούσας Αρχής περιείχαν τσιγάρα, αντί να φυλαχθούν από το Πρωτοκολλητή, να παραμείνουν στη φύλαξη του Εφεσίβλητου και/ή των Τελωνειακών Αρχών.
Εξετάσαμε τα πρακτικά, τα οποία να σημειωθεί ότι είναι αρκετές εκατοντάδες σελίδες (συνολικά 1370) και ειδικά αυτά που καλύπτουν την μαρτυρία του Μ.Κ.4, Π. Παντελή τα οποία είναι πέραν των 110 σελίδων (319-429) και είναι η διαπίστωση μας ότι αυτά δεν υποστηρίζουν τα όσα εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος. Απεναντίας, εκείνο που διαπιστώσαμε είναι ότι δόθηκε υπεραρκετός χρόνος αντεξέτασης του Μ.Κ.4. Η αντεξέταση του διήρκησε τρεις ημέρες και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ρώτησε τον Μ.Κ.4 σχετικά για όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης, χαρακτηριστικά ακόμα και κατά πόσο ήταν παντρεμένος και πόσα παιδιά είχε, λεπτομέρειες που δεν είχαν καμία σημασία στην όλη υπόθεση.
Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση του Εφεσείοντα και πάλι παρατηρούμε ότι και αυτή είναι άνευ στέρεης βάσης. Τα κιβώτια με τα τσιγάρα μάρκας Gauloises κατατέθησαν ως τεκμ. 41 και τελούσαν υπό τη φύλαξη του Πρωτοκολλητή ο οποίος, έκρινε ορθό όπως και δικαιούτο, για λόγους ασφαλείας αυτά να φυλαχθούν στο δωμάτιο ασφαλείας (strong-room) του Τελωνείου. Τα κιβώτια τέθησαν στην διάθεση των συνηγόρων των Εφεσειόντων οι οποίοι τα επιθεώρησαν σε χρόνο που συνεφώνησαν και πήραν όλα συνεπώς τα στοιχεία που τους ενδιέφεραν. Με δεδομένα αυτά, είναι διαπίστωση μας ότι όλα έγιναν νομότυπα και ουδεμία αδικία προκλήθηκε στους Εφεσείοντες.
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος ως άνω υπό (β), ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, στην Έφεση υπ' αρ. 102/2016 εισηγήθηκε ότι θα πρέπει να ανατραπεί η πρωτόδικη απόφαση λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης. Επίσης, ήταν η θέση του ότι λόγω της παρέλευσης τόσο μεγάλου χρόνου, πέραν των 8 ετών αφότου έλαβαν χώρα τα γεγονότα της υπόθεσης, οι μάρτυρες κατηγορίας δεν θυμόντουσαν αυτά ή απαντούσαν επιλεκτικά. Επίσης ήταν η θέση του ότι παραβιάστηκαν, λόγω της καθυστέρησης, τα συνταγματικά δικαιώματα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, έγκαιρη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης όπως και παρουσίασης και προώθησης της υπεράσπισης του.
Στις ίδιες παραμέτρους κατευθύνθηκαν και οι άλλοι δύο συνήγοροι στη γενικότερη έκφανση της εισηγήσεως αυτής, πλην ενός ζητήματος που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 6. Σύμφωνα με αυτόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 21.4.2016 αναφέρει ότι η παρούσα υπόθεση καταχωρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 5.10.2010 με αριθμό 16722/10, ενώ όταν επέβαλε ποινή στις 27.5.2016 αναφέρει ότι αυτή καταχωρίστηκε στις 12.1.2011 και με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ευρίσκετο σε σύγχυση. Δεν θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα τα θέματα αυτά. Στη σελ. 127 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρονται με σαφήνεια οι ορθές ημερομηνίες καταχώρησης της υπόθεσης. Η ημερομηνία καταχώρισης της υπόθεσης φαίνεται και από το κατηγορητήριο ενώπιον μας που είναι η 13.9.2011. Η κάποια διαφοροποίηση που παρατηρείται στα κείμενα της καταδικαστικής Απόφασης και Ποινής αναφορικά με τις ημερομηνίες διακοπής της δίωξης των Εφεσειόντων ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ουδόλως επηρεάζει την όλη εικόνα της χρονικής διαδρομής αυτής της υπόθεσης, αλλά ούτε την αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης. Συνεπώς, κρίνουμε ότι δεν πρέπει να αποδοθεί οποιαδήποτε σημασία σ' αυτό το ζήτημα.
Όσον αφορά την ουσία του ζητήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας αλλά και αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) καταλήγει ως ακολούθως στις σελ. 130-132:
"Οι κατηγορούμενοι έχουν διαπράξει σοβαρά αδικήματα με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία να απωλέσει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε δασμούς και φορολογίες. Ο κατηγορούμενος 1 είχε στήσει ολόκληρο κύκλωμα παράνομης εισαγωγής καπνικών προϊόντων διά να πλουτίσει άδικα εις βάρος των εσόδων του δημοσίου. Η δραστηριότητα αυτή υπήρξε συστηματική και υπήρχαν πολλά εμπλεκόμενα πρόσωπα που επωφελήθηκαν με διάφορους τρόπους από τις δραστηριότητες αυτού του κυκλώματος. Μόνο μία ματιά στην κατατεθείσα μαρτυρική ύλη καταδεικνύει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης δεν ήταν απλή. Προκύπτει από την πορεία των ερευνών ότι οι τελωνειακές αρχές εξαιτίας και του γεγονότος ότι εμπλεκόμενοι ήταν μεταξύ άλλων και λειτουργοί του τελωνείου αδυνατούσαν να συμπληρώσουν τις έρευνες με αποτέλεσμα η έρευνα να ανατεθεί στην αστυνομία. Πολλά ζητήματα ήθελαν ειδικές γνώσεις για ζητήματα και διαδικασίες του τελωνείου για τα οποία έπρεπε να ενημερωθούν οι ανακριτές αστυνομικοί. Ακόμη η περισυλλογή και η διακίνηση του ογκώδης έγγραφου μαρτυρικού υλικού ήθελε οργάνωση και χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες όπως π.χ. Ετοιμασία τεράστιου καταλόγου τεκμήριων, απαρίθμηση τεκμηρίων, αποθήκευση τεκμηρίων κτλ. Κρίνω ότι η διερεύνηση της υπόθεσης Θα μπορούσε να γίνει με περισσότερη σπουδή όμως δεν παραγνωρίζω ότι η υπόθεση αυτή αφορά ογκώδης μαρτυρικό υλικό το οποίο χρήζει προσεκτικής μελέτης για να αξιολογηθεί στο σύνολο της. Επειτα φαίνεται ότι η κατηγορούσα αρχή έπρεπε να καταπιαστεί με το ζήτημα της χρήσης του ΜΚ4 ως μάρτυρα κατηγορίας πράγμα που φαίνεται να αποφασίσθηκε στην συνέχεια αφού αρχικά ο ΜΚ4 ήταν κατηγορούμενος στην υπόθεση. Ακόμη και το κατηγορητήριο αυτής της υπόθεσης υπήρξε ογκώδης τόσο για να αξιολογηθεί αλλά και για να το διεξέλθει κανείς με σκοπό την διαπίστωση της ποινικής ευθηνής των κατηγορούμενων. Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι παράγοντες για τους οποίους θα ασχοληθώ σε κατοπινό στάδιο υπήρξαν αιτία για καθυστέρηση στην διαπίστωση της ποινικής ευθύνης των κατηγορούμενων.
To ίδιο ισχύει για την εκδίκαση της υπόθεσης. Αναγνωρίζω ότι κάποια καθυστέρηση είναι αδικαιολόγητη επειδή η υπόθεση καταχωρήθηκε το 2011 ενώ η εκδίκαση της άρχισε το τέλος του 2013. Οι περισσότερες αναβολές οφείλονται στην υπεράσπιση ενώ πολύ μικρότερος αριθμός στην κατηγορούσα αρχή. Επίσης, δεν υπήρχε δυνατότητα ορισμού αυτής της υπόθεσης μόνο επί καθημερινής βάσεως εις βάρους άλλων υποθέσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με αποτέλεσμα να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο η εκδίκαση αυτής της υπόθεσης.
Συμφωνώ, παρά την ύπαρξη των πιο πάνω προβλημάτων ότι υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ποινική ευθύνη των κατηγορούμενων. Όμως η καθυστέρηση δεν είναι κατά την άποψη μου ικανή για δικαιολογήσει την διακοπή της δίκης και την απαλλαγή των κατηγορούμενων από μόνη της με δεδομένο ότι οι κατηγορούμενοι έχουν βρεθεί ένοχοι σοβαρών κατηγοριών που αφορούν καταδολίευση εις βάρος του δημοσίου αξίας πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Αυτός ο παράγοντας μπορεί να ληφθεί υπόψη στο επόμενο στάδιο αυτής της διαδικασίας αλλά όχι ως απαλλαγή από τα σοβαρά αδικήματα που έχουν διαπράξει."
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλες τις παραμέτρους που άπτονται του ζητήματος υπό εξέταση λόγω και της σοβαρότητας του.
Η καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης Κατηγορουμένου είναι εντελώς και καθόλα ανεπιθύμητη. Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος θέτει τις αρχές για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης και καθιστά την τήρησης τους καθήκον της Πολιτείας και συγχρόνως δικαίωμα του κάθε ατόμου που προσφεύγει στα Δικαστήρια για να διαπιστωθούν τα αστικά του δικαιώματα και υποχρεώσεις μέσα στα συνταγματικά πλαίσια. Επίσης, η διάγνωση της ποινικής ευθύνης του Κατηγορουμένου πρέπει να συντελείται μέσα σε εύλογο χρόνο. (βλ. Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512) Τι συνιστά εύλογο χρόνο για την αποπεράτωση της δίκης, με την έκδοση της δικαστικής απόφασης για τον καθορισμό ποινικής ευθύνης Κατηγορουμένου, εξαρτάται από τις συνθήκες και τα γεγονότα της υπόθεσης και την συμπεριφορά των διαδίκων (βλ. Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294). Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ηλία Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορουμένου τερμάτισε την δικαστική διαδικασία και απάλλαξε τον Κατηγορούμενο λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από την ημερομηνία καταχώρισης του κατηγορητηρίου μέχρι την πρωτόδικη απόφαση που ήταν 5 έτη και 3 μήνες. Θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η υπέρμετρη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης οδηγούσε, άνευ ετέρου, σε παράβαση συνταγματικού δικαιώματος του Κατηγορουμένου για εκδίκαση και καθορισμό της ποινικής του ευθύνης εντός εύλογου χρόνου. Το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι η καθυστέρηση από μόνη της, χωρίς την συνύπαρξη άλλων παραμέτρων, που να καθιστούν τη δίκη που διεξήχθη μη δίκαιη, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε τερματισμό της δικαστικής διαδικασίας και συνακόλουθα στην απαλλαγή του Κατηγορουμένου. Η διαπίστωση της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός Κατηγορουμένου για δίκη εντός εύλογου χρόνου, δεν εξετάζεται αόριστα (in abstracto). Θα πρέπει να συνυπολογίζεται με την τυχόν ύπαρξη και άλλων παραμέτρων που να φανερώνουν ότι, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις παραβιάζεται το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Στην Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 που προηγήθηκε και από την οποία άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο λέχθηκε ότι:
"Ως γενική αρχή δεν Θα πρέπει να διατάσσεται η αναστολή της δίκης εκτός εάν δεν είναι πλέον δυνατόν η διεξαγωγή της δίκαιας δίκης ή κάποιου άλλου πειστικού λόγου που καθιστά Την διεξαγωγή Της δίκης άδικη για Τον κατηγορούμενο υπό τις περιστάσεις. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην οποία στηρίζεται η δική μας επί του Θέματος νομολογία, προκύπτει ότι η συνέπεια της παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο δεν είναι τόσο αυστηρή όπως διατυπώθηκε στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) και υποθέσεις που ακολούθησαν την ίδια γραμμή. Προκύπτει ότι το Θέμα πρέπει να εξετάζεται ανάλογα με την έκταση της παραβίασης και κατά πόσο ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε στην υπεράσπιση του. Εκεί δε που διαπιστώνεται τέτοια παραβίαση αυτή λαμβάνεται υπόψη σοβαρά ως μετριαστικός παράγοντας. Αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων και από την υπόθεση Beck v. Norway, Application No. 26390/9, ημερ. 26/9/01 (Final) στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε κατηγορίες για σοβαρά αδικήματα απάτης, παράνομη έκδοση επιταγών εκ μέρους αναξιόχρεης εταιρείας και κατηγορίες σχετικά με Φ.Π.Α. (V.Α. Τ.)."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι η διερεύνηση της υπόθεσης άρχισε το Μάϊο του 2008 αρχικά από Λειτουργούς του Τελωνείου και εν συνεχεία από την Αστυνομία. Στις 5.10.2010 καταχωρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και διακόπηκε με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα στις 12.01.2011. Καταχωρήθηκε εκ νέου στις 13.9.2011 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και στις 13.12.2013 άρχισε η ακροαματική διαδικασία με 10 Κατηγορούμενους. Δόθηκε απόφαση στις 21.4.2016 και επιβλήθηκε ποινή στους 6 Κατηγορούμενους (Κατηγορούμενους 1, 5-9) που κρίθηκαν ένοχοι στις 27.5.2016, ήτοι 8 έτη μετά την έναρξη των ερευνών και 2½ έτη μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά την ακρόαση κατάθεσαν 21 Μάρτυρες Κατηγορίας. Με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 17.6.2015 το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τους Κατηγορούμενους 2, 3, 4 και 10. Οι Εφεσείοντες/Κατηγορούμενοι 1, 5, 6, 7 και 9 κατάθεσαν ενόρκως, όπως ήταν δικαίωμα τους, και οι Κατηγορούμενοι 5, 6-7 κάλεσαν και 3 μάρτυρες υπεράσπισης.
Επίσης παρατηρούμε ότι χρησιμοποιήθηκαν και οι υπηρεσίες μεταφραστών για την Κατηγορούμενη 2 (ρωσσικά) και τους Κατηγορούμενους 4 και 8 (Αραβικά). Ο Κατηγορούμενος 5 αρχικά χειρίζετο από μόνος του την υπεράσπιση του χωρίς τις υπηρεσίες δικηγόρου. Διόρισε δικηγόρο στις 21.4.2016. Περαιτέρω παρατηρούμε ότι ζητήθηκαν σε αρκετές περιπτώσεις αναβολές από όλους τους Κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένων και των Εφεσειόντων για διάφορους λόγους που είχαν ως αποτέλεσμα τη διακοπή της διαδικασίας και τον ορισμό της σε άλλες ημερομηνίες.
Έχοντας υπόψιν ότι η υπόθεση αφορούσε σε 10 Κατηγορούμενους μέχρι το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και 6 Κατηγορούμενους μέχρι το πέρας της διαδικασίας, ότι κάλυπτε 154 κατηγορίες, εκ των οποίων μερικές είναι αρκετά σοβαρές, τον αριθμό των Μαρτύρων Κατηγορίας που κατάθεσαν, (σύνολο 21), ότι κατέθεσαν 5 Κατηγορούμενοι και 3 Μάρτυρες Υπεράσπισης, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των προσώπων που κατάθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου σε 29, τον όγκο του μαρτυρικού υλικού, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου αριθμού τεκμηρίων, την πολυπλοκότητα των γεγονότων της υπόθεσης, τον μεγάλο αριθμό αναβολών που ζητήθηκαν από πλευράς Υπεράσπισης, το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε κάθε ευκαιρία στους Κατηγορούμενους να κλητεύσεουν οιονδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης επιθυμούσαν όπως και κάθε νόμιμη και δικαιολογημένη ευκαιρία προκειμένου να παρουσιάσουν την Υπεράσπιση τους αλλά να έχουν και τις υπηρεσίες δικηγορικής αντιπροσώπευσης, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν παραβιάστηκε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Εφεσειόντων να τύχουν δίκαιης δίκης λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε. Οι γενικοί ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τους συνήγορους δεν μπορούν να έχουν οιανδήποτε αξία λαμβάνοντας υπόψιν τα συγκεκριμένα γεγονότα και διαπιστώσεις στα δεδομένα της υπόθεσης.
Αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω είναι η απόρριψη των αιτιάσεων των Εφεσειόντων που καλύπτουν την ενότητα αυτή και αναπόδραστα και των λόγων Έφεσης αρ. 22 και 23 στην Έφεση αρ. 102/2016, 5 και 14 στην Έφεση αρ 103/2016 και 3 στην Έφεση αρ. 106/2016.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε τους εναπομείναντες λόγους ανά Έφεση ξεχωριστά.
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 102/2016 - Εφεσείοντας/Κατηγορούμενος 1
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 3, 9, 14, 16 και 27
Θα εξετάσουμε τους πιο πάνω λόγους μαζί ως μια ενότητα, όπως και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1 προώθησε ενώπιον μας και αφορούν κυρίως την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ιδιαίτερα του Μ.Κ.4 Π. Παντελή, συναυτουργού. Παρ΄ όλο που το θέμα αυτό έχει ουσιαστικά κριθεί νωρίτερα όταν εξετάζαμε τους λόγους έφεσης 1, 5, 6 και 11 της Έφεσης 102/16 και τους λόγους Έφεσης αρ. 2, 3, 18 και 19 της Έφεσης αρ. 103/16, εντούτοις λόγω της σπουδαιότητας τους θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα παράπονα του Εφεσείοντα που προβάλλονται ειδικά για το ζήτημα αυτό.
Είναι η εισήγηση του συνήγορου του Εφεσείοντα/Κατηγορουμένου 1 ότι ο Μ.Κ.4 περιέπεσε στην μαρτυρία του σε ουσιώδεις αντιφάσεις οι οποίες θα έπρεπε να την καταστήσουν αναξιόπιστη μαρτυρία. Η μαρτυρία του, επίσης, είναι σε πλήρη αντίφαση με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι γεγονός το οποίο θα έπρεπε να είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψιν της μαρτυρίας του από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Περαιτέρω ήταν η θέση του ότι κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.4 δεν λήφθηκε υπόψιν η παραδοχή του για προηγούμενη καταδίκη του σε κατηγορία κλοπής υπό υπαλλήλου. Ομοίως δεν λήφθηκε υπόψιν ότι αυτός έδωσε τρεις καταθέσεις, δύο στις Τελωνειακές Αρχές και μία στην Αστυνομία. Στην πρώτη δεν ενοχοποίησε καθόλου τον Εφεσείοντα, στη δεύτερη τον αναφέρει απλά, ενώ στην τρίτη εμπλέκει και ενοχοποιεί όλους τους Εφεσείοντες. Έτερο σημείο το οποίο πρόβαλε, προκειμένου να πλήξει την αξιοπιστία του Μ.Κ.4 είναι η αντίθεση της μαρτυρία του με αυτήν του Μ.Κ.3 Ανδρέα Μιχαήλ, ο οποίος, επίσης, κρίθηκε ως αξιόπιστος μάρτυρας. Σύμφωνα με το συνήγορο η αντίφαση συνίσταται στο ότι, κατά την εξέταση από την ακτινοδιαγνωστική μηχανή με Χ-Ray του Τελωνείου στις 9.4.2008 των κιβωτίων που περιείχαν τσιγάρα, κατά τον Μ.Κ.4 παρών ήταν και ο Ανδρέας (Μ.Κ. 3) και αυτός ανέφερε ότι επρόκειτο για τσιγάρα. Αντίθετα, ο Μ.Κ.3, στη δική του μαρτυρία αρνήθηκε οιανδήποτε επαλήθευση περί τσιγάρων από τον ίδιο ή κατά το χρόνο που χειριστής της άνω μηχανής ήταν ο Εφεσείων/Κατηγορούμενος 6. Επίσης, κατά το συνήγορο, προκύπτει και αντίθεση με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.6 ο οποίος δήλωσε ότι ειδήμων για να εκφέρει άποψη για το περιεχόμενο των κιβωτίων ήταν ο χειριστής της μηχανής. Περαιτέρω για τον μάρτυρα (Μ.Κ.6) ήταν η θέση του ότι η μαρτυρία του για τη διαγραφή των εγγράφων από τον υπολογιστή και το σύστημα "ΘΗΣΕΑΣ" ήταν δευτερεύουσας σημασία για την εκτελώνιση εμπορευμάτων και ότι σημασία είχαν οι εγγραφές. Ακόμη ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι αναίτια το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Κ.7 ως αναξιόπιστη και ότι αξιολόγησε τις μαρτυρίες του Μ.Κ.4 και του Εφεσείοντα όχι με τα ίδια κριτήρια. Ειδικότερα παραπονέθηκε ότι δεν επέτρεψε στον Εφεσείοντα να παρουσιάσει έγγραφο, φορτωτική ημερ. 7.5.2008, κατά την αντεξέταση του. Τέλος, αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, σε άλλα μέρη της μαρτυρίας των Μ.Κ.4/Εφεσείοντα και με επιχειρήματα προσπάθησε να καταδείξει ότι είναι λανθασμένη η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αντίθετη, ήταν η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου για την Εφεσίβλητη η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και η οποία εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.4 συνάδει πλήρως με την υπόλοιπη μαρτυρία και τεκμήρια.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα πιο πάνω και ανατρέξαμε, μέσα στα πλαίσια αυτά, στα πρακτικά της υπόθεσης. Στην Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 166/15, ημερ. 8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας:
"Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα του Δικαστηρίου παρακολούθησε τους μάρτυρες και συνεπώς είναι σε καλύτερη θέση να σταθμίσει και να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και πράττει αυτό μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822).
Το Εφετείο δύναται βέβαια πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ., 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705). Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Ανδρέας Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220) (βλ. Θεόδωρος Κώστας Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 215/12 ημερ. 6.4.15)."
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα δεν συμφωνούμε με όσα ανέφερε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιέρωσε πέραν των 10 σελίδων από την απόφαση του για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.4. Η μαρτυρία του συνάδει και αλληλοκαλύπτεται σε αρκετά σημεία από τη μαρτυρία των άλλων μαρτύρων κατηγορίας. Το γεγονός ότι ο Μ.Κ.4 έδωσε 3 καταθέσεις στην Αστυνομία επεξηγείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο διαπίστωσε, όπως και εμείς, ότι δεν υπήρχαν ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ των αλλά, αντίθετα, σημειώνεται η εξελικτική πορεία των αποκαλύψεων του με ταυτόχρονη αποκάλυψη των δικών του εγκληματικών δραστηριοτήτων. Επεξήγησε με ικανή λεπτομέρεια το περιεχόμενο των 3 καταθέσεων κατά το μέρος που αφορούσαν τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 όπως και το χρόνο που αυτές δόθησαν με την ιδιαίτερη σημασία που είχε αυτός. Επίσης αναφέρεται στην προηγούμενη καταδίκη του Μ.Κ.4 με την παρατήρηση ότι αυτός ήταν πολύ ειλικρινής με το παρελθόν του. Περαιτέρω, και πάλι με αναφορά στην μαρτυρία των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.3 το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει στη διαπίστωση ότι αυτή ενισχύει η μια την άλλη, όπως και εμείς διαπιστώνουμε, αφού εξετάσαμε τις μαρτυρίες στο σύνολο τους και όχι αποσπασματικά όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα. Από τα σχετικά πρακτικά φαίνεται ότι ο Μ.Κ.3 αρκετές φορές, κατά τη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου, ανάφερε ότι κατά τον έλεγχο των κιβωτίων με τη χρήση διαγνωστικής μηχανής στις 9.4.2008 αναφώνησε μεγαλοφώνως ότι επρόκειτο για τσιγάρα. Η μαρτυρία του Μ.Κ.4 αυτό ακριβώς εισηγείται συνεπώς, ουδεμία αντίφαση παρατηρείται στη μαρτυρία τους. Όσον αφορά την εισήγηση ότι από τη στιγμή που αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.6 Αντώνη Γεωργίου ως αξιόπιστη (η οποία εισηγείται ότι ο χειριστής της διαγνωστικής μηχανής είναι εκείνος που έχει την ευθύνη να δει κάτι το μεμπτό), τότε θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να δώσει την ανάλογη βαρύτητα και να εξετάσει τα όσα σχετικά ανάφεραν οι Μ.Κ.3 και Μ.Κ.6. Υπενθυμίζεται ότι χειριστής της διαγνωστικής μηχανής κατά τον ουσιώδη χρόνο του επεισοδίου που επεσυνέβη στις 9.4.2008 ήταν ο Κατηγορούμενος 6, ο οποίος δήλωσε κατά την εξέταση του ότι ήταν κάλτσες εντός του ελεγχόμενου φορτίου και όχι τσιγάρα. Όπως αποδείχθηκε τελικά αυτά περιείχαν τσιγάρα και όχι ρούχα. Συνεπώς, δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο παρά ότι ναι μεν η μαρτυρία του Μ.Κ.6 κρινόμενη αντικειμενικά και απομονωμένη από τα άλλα γεγονότα είναι ορθή, πλην όμως, στα αληθή γεγονότα της υπόθεση όπως αυτά έγιναν αποδεκτά δεν μπορεί να έχει οιανδήποτε αξία για το συγκεκριμένο θέμα.
Όσον αφορά το παράπονο του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1, ότι δεν του επετράπη κατά το χρόνο που αντεξετάζετο να παρουσιάσει ένα έγγραφο κρίνουμε ως ορθό να μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Ε. Αναφέρεσαι στην κατάθεση σου, το Τεκμήριο 76, σε ένα delivery order, το οποίο κατέθεσες στο Δικαστήριο την προηγούμενη φορά. Το Τεκμήριο 77 είναι το delivery order. Στην παράγραφο 19. Ποιος ήταν ο παραλήπτης αυτής της φορτωτικής;
Α. Η P.V. Avraam, κατά το οποίο υπάρχει και υποπαραλήπτης, δηλαδή ο εισαγωγέας.
Ε. Έχει πουθενά το όνομα σε αυτή την φορτωτική, το Τεκμήριο 77, έχει πουθενά το όνομα του Παντελή;
Α. Όχι, αλλά υπάρχει στην επόμενη φορτωτική που έφθασε 7.5.2008, το οποίο παρέλαβαν τα έγγραφα από το γραφείο μου, όταν εγώ ήμουν υπό κράτηση και υπάρχουν όλα τα επισυναπτόμενα έγγραφα που ο παραλήπτης είναι ο Παντελής Παντελή. Παρακαλώ εάν μπορεί να κατατεθεί ως Τεκμήριο.
Ε. Κύριε, απαντάς όπου σου συμφέρει. Εγώ σε ρώτησα για τη συγκεκριμένη φορτωτική, το Τεκμήριο 77 και μου λέεις για άλλες φορτωτικές που σε συμφέρουν εσένα και μου λέεις για τον Παντελή. Εγώ δεν σε ρώτησα για καμιά άλλη φορτωτική πλην αυτής που είσαι εσύ παραλήπτης.
Α. Είναι το γραφείο μου, όπως σας έχω ήδη προαναφέρει, ως παραλήπτης και δεν απαντάω όπως μου συμφέρει απλά τυγχάνει να έχω μαζί μου και το επόμενο φορτίο από τον συγκεκριμένο φορτωτή και το οποίο αφορά τον Παντελή Παντελή, πράγμα το οποίο από το 2008 εξαφανίστηκε, δεν είχε επαφή μαζί μου για να έρθει να εκτελωνίσει τα δικά του εμπορεύματα."
Όπως φαίνεται από τα πιο πάνω, ο Εφεσείων ερωτήθηκε για συγκεκριμένο θέμα αναφορικά με το Τεκμήριο 77 και ο Εφεσείων μετά που απάντησε αρνητικά συνέχισε από μόνος του να καταθέτει για άλλο θέμα και μόνος του ζήτησε να καταθέσει το έγγραφο που είχε στα χέρια του ως Τεκμήριο. Πιστεύουμε ότι το Δικαστήριο πολύ ορθά ενήργησε αφήνοντας το όλο θέμα χωρίς παρατήρηση, ενόψει του ότι είναι ανεπίτρεπτο μάρτυρας χωρίς να του ζητηθεί, να παρουσιάζει, από μόνος του, έγγραφο και να ζητά να κατατεθεί ως Τεκμήριο.
Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω, αλλά και γενικά εξετάζοντας τα όσα μας τέθησαν για το θέμα της αξιοπιστίας του Μ.Κ.4 κρίνουμε ότι το παράπονο δεν έχει έρεισμα.
Όσον αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Κ.7, με σαφήνεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εξηγεί στην απόφαση του τους λόγους απόρριψης της. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, αυτή ευρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 τον οποίο αποδέκτηκε ως ειλικρινή και αξιόπιστο μάρτυρα. Επίσης ο Μ.Κ.7 ως εξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την μαρτυρία του, κατά το χρόνο που έδιδε την ανακριτική του κατάθεση ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν οτιδήποτε ενώ κατά το χρόνο που κατέθετε ενόρκως ενώπιον του, κατέθετε συμπερασματικά και όχι επί γεγονότων. Συνεπώς ορθά απέρριψε την μαρτυρία του.
Περαιτέρω και για τις πληρωμές που έγιναν από τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 6, όπως πολύ ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο στη σελ. 21 της απόφαση του, ο Μ.Κ.4 αναφέρθηκε σε δύο πληρωμές προς τον τελευταίο. Η μια πληρωμή ήταν στις 9.4.2008 η οποία έγινε στην παρουσία του, από τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 και η άλλη σε άλλη ημερομηνία από τον ίδιο (Μ.Κ.4) παρουσία της συζύγου του χωρίς να καθορίσει ημερομηνία. Συνεπώς ουδεμία αντίφαση παρουσιάζεται ούτε για το θέμα αυτό ούτε και για οποιοδήποτε άλλο θέμα.
Κρίνουμε, αφού εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα μας τέθησαν για το ζήτημα υπό εξέταση, ότι δεν υπάρχει θέμα πλημμελούς αξιολόγησης των Μαρτύρων Κατηγορίας στην παρούσα υπόθεση. Το ίδιο μπορούμε να πούμε σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε 15 σελίδες της απόφασης του ασχολείται με τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και αναφέρει τους λόγους ένα προς ένα γιατί δεν την δέχεται. Διεξήλθαμε την αξιολόγηση αυτή και είμαστε της γνώμης ότι δεν υπάρχει λόγος να επέμβουμε. Οι εξηγήσεις που δίδονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόρριψη της είναι σύμφωνες με την αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του και δεν παρουσιάζεται καμία ανακολουθία ή πλημμελή αξιολόγηση των δεδομένων. Ορθά, κατά την κρίση μας, προχώρησε στην απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1 ως αναξιόπιστης για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση του. Ειδικά για το Τεκμήριο 77 που αφορά Delivery Order για φορτίο ημερ. 5.5.2008 για το οποίο προσπάθησε ο Εφεσείων να καταδείξει ότι ο Μ.Κ.4 ενεργούσε από μόνος του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό και ανέφερε τ' ακόλουθα στη σελ. 75 της απόφασης του:
"Αναφορικά με το τεκμήριο 77 που κατέθεσε δεν έπεισε ότι ο ΜΚ4 ενεργούσε μόνος του όταν πλήρωσε για φορτίο ημερομηνίας 5.5.2008 και όχι κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου 1. Στις 5.5.2008 ήταν ημέρα και ώρα κατά την οποία ήταν παρούσα η ΜΚ5 στα γραφεία της PV Avraam και διεξήγαγε έρευνα. Το τεκμήριο 77 είναι delivery order με παραλήπτη την ΡV Avraam και όχι τον ΜΚ4. Συνεπώς, ο ΜΚ4 δεν είχε κανένα συμφέρον να πληρώσει και να παραλάβει το φορτίο για να γλιτώσει το τομάρι του αφού αυτό είχε έρθει στο όνομα της Ρν Avraam. Εάν αυτή ήταν πρόθεση του ΜΚ4 ήταν πολύ πιο εύκολο να μεταβεί στα γραφεία της εταιρείας και να επικαλεσθεί το όνομα της εταιρείας ως πραγματικός παραλήπτης και όχι τον ίδιο. Επίσης ο κατηγορούμενος i παραδέχτηκε ότι αυτός κατασκεύασε το τιμολόγιο που αφορά το τεκμήριο 77 όπου φαίνεται παραλήπτης ο ΜΚ4 και όχι η ΡV Avraam (Βλ. Τεκμήριο 16.41.2). Η εκδοχή του κατηγορουμένου 1 καταρρίπτεται ως μη αληθής και παράλογη και η πραγματικότητα συνάδει με εκείνα που είπε ο ΜΚ4 δηλαδή, ότι ενεργούσε καθ' υπόδειξη του κατηγορούμενού και έσπευσε να πληρώσει και να παραλάβει το συσκευασμένο φορτίο με πληρωμή για να μην χειροτερεύσουν τα πράγματα για τον κατηγορούμενο 1 ο οποίος εκείνη την ώρα βρισκόταν υπό έρευνα των τελωνειακών στο γραφείο του.".
Να σημειωθεί ότι οι λόγοι Έφεσης αρ. 9 και 27 δεν προωθήθηκαν ούτε με το γραπτό Διάγραμμα αλλά ούτε και ενώπιον μας.
Οι λόγοι Έφεσης 3, 9, 14, 16 και 27 απορρίπτονται.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 10, 12, 15, 17, 18 ΚΑΙ 19
Mε τους λόγους Έφεσης αρ. 10 και 15 ο Εφεσείων παραπονείται ότι επηρεάστηκε η υπεράσπιση του διότι δεν του παραδόθηκε το σύνολο του μαρτυρικού υλικού και συγκεκριμένα ορισμένα έγγραφα ήτοι μετέλεγχοι φορτωτικών και αποδείξεις πληρωμής του Μ.Κ.4 προς τον Κατηγορούμενο 2 για τις μεταφορές των εισαγωγών τους. Τα έγγραφα αυτά, κατά τον Εφεσείοντα, κατασχέθηκαν από το γραφείο του Εφεσείοντα από τις διωκτικές αρχές κατά το στάδιο της διερεύνησης τω αδικημάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις άνω αιτιάσεις του Εφεσείοντα και δεν διαπίστωσε ουσιώδεις παραβάσεις της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποκαλύψει μαρτυρία. Όπως έκρινε δεν έγινε αναφορά σε συγκεκριμένο μαρτυρικό υλικό το οποίο δεν είχε τεθεί υπόψιν της Υπεράσπισης και περαιτέρω έκρινε ότι δεν επηρεάστηκε το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1 στήριξε όλο το οικοδόμημα του παραπόνου του στο ότι τα έγγραφα για τα οποία κάνει αναφορά, καθορίστηκαν από τον ίδιο τον Εφεσείοντα στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου και μας παρέπεμψε σε σχετικό μέρος των πρακτικών.
Η άνω εισήγηση δεν μπορεί να έχει οιανδήποτε επιτυχία καθότι παραγνωρίζει ότι ο Εφεσείων κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο "ως πλήρως αναξιόπιστος" και ότι "όσα είπε ήταν αναλήθειες". Συνεπώς, οι οποιοιδήποτε ισχυρισμοί του που διαμορφώνουν το παράπονο του παραμένουν μετέωροι χωρίς υπόβαθρο και αξία.
Οι λόγοι Έφεσης αρ. 10 και 15 απορρίπτονται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 12
Με τον πιο πάνω λόγο, ο Εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τον καταδίκασε δύο φορές δια την ίδια κατηγορία κατά παράβαση του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος καθότι η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος της 21ης κατηγορίας, περιλαμβάνεται στα γεγονότα της 1ης κατηγορίας.
Κρίνουμε το λόγο Έφεσης εντελώς αβάσιμο. Οι δύο κατηγορίες έχουν ως ακολούθως:
"Αρ. Κατηγορίας 1.
Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, κατά παράβαση των άρθρων 372 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 και άρθρο 93 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι) του 2004.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο 1ος, 4ος, 5ος και 10ος κατηγορούμενος σε άγνωστη ημερομηνία κατά τον Ιανουάριο του 2008 στην Επαρχία Λάρνακας συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν πλημμέλημα ήτοι κατοχή Αδασμολόγητων καπνικών προϊόντων.
Αρ. κατηγορίας 21.
Κατοχή αδασμολόγητων εμπορευμάτων κατά παράβαση του άρθρου 93 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004 και άρθρο 20 του Κεφ. 154.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο 1ος, 2ος και 10ος κατηγορούμενος στις 22.3.2008 στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας είχαν στην κατοχή τους αδασμολόγητα καπνικά προϊόντα για τα οποία είχαν λόγους να πιστεύουν ότι αποφεύχθηκε η καταβολή του αναλογούντος σ' αυτά δασμού ύψους 30,131,60 Ευρώ."
Όπως γίνεται αντιληπτό πρόκειται για δύο ξεχωριστά αδικήματα (Συνωμοσία και Κατοχή) με διαφορετικά συστατικά που εδράζονται σε διαφορετικά άρθρα των σχετικών νομοθετημάτων και αναφέρονται σε διαφορετικό χρόνο διάπραξης τους. Ακόμη και αν ο χρόνος διάπραξης τους ήταν ο ίδιος, που δεν είναι, και πάλι δεν θα είχε το αποτέλεσμα που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, εφόσον πρόκειται για εντελώς διαφορετικά αδικήματα.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 12 απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 17
Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη αιτήματος του Εφεσείοντα για διεξαγωγή δίκης εντός δίκης αναφορικά με την νομιμότητα της κατάσχεσης των Τεκμηρίων 61 και 62 που αποτελούνται από δύο Box-files και τα οποία κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας του Τελωνείου στα γραφεία της εταιρείας του Εφεσείοντα και εν συνεχεία επεκτείνεται το παράπονο και σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές που κατασχέθηκαν από το γραφείο της εταιρείας του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1.
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, υπάρχει διάσταση μεταξύ του λόγου Έφεσης και της αιτιολογίας του όπως διατυπώνονται στην Έφεση και σ' αυτά που αναφέρονται στο Διάγραμμα του. Ο 17ος λόγος Έφεσης γενικά αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε αίτημα της Υπεράσπισης για διεξαγωγή δίκης εντός δίκης αναφορικά με τεκμήρια τα οποία κατασχέθηκαν από τις Τελωνειακές Αρχές.
Στην αιτιολογία του λόγου καταγράφονται τα ακόλουθα:
"Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και ενώ υπήρχε η σύμφωνος γνώμη της κατηγορούσας αρχής για διεξαγωγή δίκης εντός δίκης ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες τα Τεκμήρια κατασχέθηκαν από τα γραφεία της εταιρείας του Εφεσείοντα απέρριψε το αίτημα και διέταξε την κατάθεση των Τεκμηρίων ως Τεκμήρια προς αναγνώριση χωρίς σχετικό αίτημα από την κατηγορούσα αρχή."
Όλα τα πιο πάνω, απ' ότι φαίνεται από τα πρακτικά, έλαβαν χώρα στις 23.9.2014 και σχετικές είναι οι σελ. 533-543.
Με το Διάγραμμα του ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρεται σ' αυτά που έλαβαν χώρα κατά τη δικάσιμο στις 8.4.2015 σελ. 948-972.
Τα δύο ζητήματα είναι διαφορετικά και ο Εφεσείων δεν μπορεί να αναφέρεται σ' οτιδήποτε άλλο παρά στο ζήτημα που εγείρει με το λόγο Έφεσης του και αυτό ακριβώς θα εξετάσουμε και εδώ.
Εκείνο, λοιπόν, που παρατηρούμε από τα πρακτικά είναι ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που κατασχέθηκαν από τα γραφεία της Κατηγορουμένης 3 κατατέθησαν ως Τεκμήρια 5, 12, 13 και 15, χωρίς ένσταση, σε προηγούμενη δικάσιμο και επομένως δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα προς εξέταση. Όσον αφορά τα δύο Box-files που να σημειωθεί περιείχαν έγγραφα από υλικό το οποίο παρήχθη από τους άνω ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στα πρακτικά αναφέρονται ως "5 έγγραφα", ζητήθηκε αρχικώς από την κατήγορο να κατατεθούν ως τεκμήρια αλλά συνάντησε την ένσταση της άλλης πλευράς. Στην αρχή αυτή συνίστατο σε ισχυρισμό για παρανομία κατάσχεσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών (βλ. σελ. 538), ακολούθως η ένσταση βασίστηκε στο ότι αυτοί κατακρατήθηκαν και εξετάστηκαν παράνομα (βλ. σελ. 539). Ακολούθως προστέθηκε και η διακίνηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και "αναπαραγωγή" από αυτούς των 5 εγγράφων (βλ. σελ. 540). Επίσης η Κατήγορος ενώ αρχικά ζήτησε να κατατεθούν τα 5 Έγγραφα ως τεκμήριο και ακολούθησε η ένσταση της άλλης πλευράς, εν συνεχεία ζήτησε όπως αυτά κατατεθούν ως "Τεκμήρια για αναγνώριση" και ακολούθως εκ νέου ζήτησε όπως αυτά κατατεθούν ως κανονικά Τεκμήρια αφού πρώτα γίνει δίκη εντός δίκης, διαδικασία με την οποία συμφώνησε και η πλευρά του Εφεσείοντα. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με το δικαιολογητικό ότι δεν ήταν το κατάλληλο στάδιο και δέκτηκε κατάθεση των εγγράφων ως Τεκμηρίων για Αναγνώριση, με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα να εγείρει τις ενστάσεις όταν ζητηθεί και πάλι από την Κατηγορούσα Αρχή να τα καταθέσει ως κανονικά Τεκμήρια.
Πολύ ορθά, κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στο στάδιο εκείνο σε διεξαγωγή Δίκης εντός Δίκης. Η ένσταση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα συνίσταται σε παράνομη κατάσχεση, κατακράτηση, εξέταση και διακίνηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και αναπαραγωγή εγγράφων από αυτούς χωρίς να προσβάλλεται το κατά πόσο τα 5 Έγγραφα περιείχαν ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον του Εφεσείοντα. (βλ. Αχιλλέως και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 632.) Υπενθυμίζεται ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές κατατέθησαν στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια χωρίς ένσταση. Επίσης, σύμφωνα με το Άρθρο 2(β) του Περί Απόδειξης Νόμου, ΚΕΦ. 9, δήλωση που προέρχεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή περιλαμβάνεται στον ορισμό του "εγγράφου" και είναι αποδεκτή ως μαρτυρία σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του ίδιου Νόμου, νοουμένου βέβαια, ότι αποδειχθεί με μαρτυρία η ομαλή λειτουργία του ηλεκτρονικού υπολογιστή και η διαδρομή του εγγράφου.
Ο 17ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 4 ΚΑΙ 7
Με τους πιο πάνω λόγους Έφεσης οι οποίοι προωθήθηκαν στο διάγραμμα του Εφεσείοντα ενιαία, ο Εφεσείων παραπονείται ότι είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση σ' όλες τις κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε και φέρουν ως συστατικό στοιχείο την κατοχή καπνικών προϊόντων.
Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορό του, το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το περιεχόμενο των κιβωτίων και των κούτων ήταν τσιγάρα εν τη εννοία του Άρθρου 81(Ι) του Ν.91(Ι)/2004 εν τη απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, και αυτό διότι σύμφωνα με την εισήγηση του, η Υπεράσπιση αμφισβήτησε ότι εντός των κιβωτίων και κούτων υπήρχαν καπνικά προϊόντα και παρέπεμψε περί τούτου στα πρακτικά σελ. 815-816.
Αμφότεροι οι λόγοι δεν μπορούν να επιτύχουν. Θα πρέπει εξ' αρχής να λεχθεί ότι εκείνο που αμφισβήτησε ο ευπαίδευτος συνήγορος, όπως φαίνεται στις σελ. 815-816 στις οποίες παρέπεμψε, ήταν το περιεχόμενο των κιβωτίων του Τεκμηρίου 41, ήτοι φορτίο που παραλήφθηκε στις 3.5.2008. Όλη η υπόλοιπη διαδικασία και αντεξέταση, διεξήχθη πάντα επί τη βάσει ότι όλες οι εισαγωγές αφορούσαν καπνικά προϊόντα ήτοι τσιγάρα ή πούρα. Ουδέποτε αμφισβητήθηκε τούτο, πλην του περιεχομένου του Τεκμηρίου 41. Έχοντας υπόψιν αυτά, παρατηρούμε ότι τα 30 κιβώτια με τα τσιγάρα κατατέθηκαν ως Τεκμ. 41 αφού όλοι οι συντελεστές της δίκης τα είδαν επί αυτοκινήτου της Αστυνομίας στην αυλή του Δικαστηρίου στις 9.1.2015. Εκεί ανοίχτηκε ένα κιβώτιο και μέσα ευρίσκοντο μικρά κουτιά κόκκινου χρώματος και έφεραν την επιγραφή Gauloises. Τέθησαν δε στη διάθεση του συνηγόρου του Εφεσείοντα ώστε εάν επιθυμούσε να τα ανοίξει όλα και τα 30 κιβώτια και να εξετάσει το περιεχόμενο τους. Περαιτέρω, κατόπιν αιτήματος της Υπεράσπισης και έγκρισης του από το Δικαστήριο, ορίστηκε η 13.1.2015 για να τα επιθεωρήσει ο συνήγορος του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1, στο χώρο που φυλάγονταν στο χώρο του παλαιού αεροδρομίου, όπως και έγινε. Ουδέποτε μετά αμφισβήτησε το περιεχόμενο του Τεκμ. 41. Εκείνο που αμφισβήτησε, με παραπομπή στη σελ. 815-816 των πρακτικών, αντεξετάζοντας τον Μ.Κ.6 είναι όπως προαναφέραμε ότι τα κιβώτια που παρέλαβε στις 3.5.2008 δεν είχαν τσιγάρα μέσα. Η υποβολή όμως αυτή και γενικά η κατεύθυνση αυτή της αντεξέτασης παραγνώριζε, στο χρόνο που εγένετο, ένα ουσιαστικό παράγοντα που είναι η παραδοχή του Εφεσείοντα ότι το περιεχόμενο των κιβωτίων που παρελήφθηκαν στις 3.5.2008 ήταν τσιγάρα και ότι ήλθαν στην Κύπρο συνεπεία λάθους. Συνεπώς, η γραμμή της πιο πάνω αντεξέτασης δεν εξυπηρετούσε οτιδήποτε, ούτε και οι λόγοι Έφεσης 4 και 7 μπορούν να επιτύχουν.
Οι λόγοι Έφεσης 4 και 7 απορρίπτονται.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 8 ΚΑΙ 13
Η βάση της εισηγήσεως αναφορικά με τον λόγο Έφεσης 8 είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη καθότι στηρίχθηκε στη μαρτυρία της Μ.Κ.5, Αντρούλλας Χριστοδουλίδου, εξετάστριας της υπόθεσης για το Τελωνείο, η οποία κατάθεσε ότι υπολόγισε τους πληρωτέους φόρους κατά προσέγγιση. Εφόσον, λοιπόν, είναι κατά προσέγγιση τότε, κατά το συνήγορο, δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο του αδικήματος εφόσον το βάρος απόδειξης σε ποινικές υποθέσεις είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Όσον αφορά την Κατηγορία 8 που αφορά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από τον Εφεσείοντα, σύμφωνα με τον συνήγορο, συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η ύπαρξη περιουσίας των εσόδων τα οποία προέκυψαν από τη διάπραξη του "γενεσιουργού" αδικήματος. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαφαίνεται πουθενά από την προσαχθείσα μαρτυρία συγκεκριμένο ποσό ως έσοδο από παράνομη δραστηριότητα.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος παρατηρούμε ότι ο λόγος Έφεσης προβάλλεται αόριστα χωρίς σύνδεση με οιανδήποτε κατηγορία και με πλήρη παραγνώριση της δοθείσας μαρτυρίας από την Μ.Κ.5 η οποία έγινε αποδεκτή και ήταν και αποτέλεσμα της αντεξέτασης από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κατηγορουμένου. Τίθεται το σχετικό απόσπασμα.
"Ε. Τεκμήριο 29. Έχετε ετοιμάσει εσείς αυτό τον κατάλογο πείτε μας λίγο πώς τον ετοιμάσατε.
Α. Με βάση ότι όλα τα εμπορεύματα που παραλαμβάνονταν από την P.V. Aβραάμ σαν consolidation και με την έκδοση διατακτικού προς τον Παντελή Παντελή, ότι επρόκειτο για τσιγάρα και άλλα καπνικά προϊόντα. Ετοίμασα με βάση τη νομοθεσία των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων και τον κώδικα του τελωνείου, το νόμο περί τελωνειακού κώδικα, ετοίμασα καταστάσεις που αφορούν όλες τις εισαγωγές με το βάρος της φορτωτικής και όλα τα σχετικά στοιχεία. Με τον τρόπο έτσι ώστε να υπολογιστούν οι αναλογούντες δασμοί και φόροι και οφείλονταν στο Τελωνείο ή θα έπρεπε να καταβληθούν στο Τελωνείο.
Ε. Και καταλήξετε στα ποσά που αναφέρονται;
Α. Επειδή αυτά τα έγγραφα έχουν γίνει στην excel η μορφή τους είναι..κατά την εκτύπωση είναι 3 σελίδες το κάθε έγγραφο δεν μπορούσαν να τυπωθούν διαφορετικά σε πιο μεγάλο χαρτί και έχω καταλήξει σε κάποια ποσά υπολογισμό των ποσών που θα έπρεπε να καταβληθούν σαν φόροι κατανάλωσης και εισαγωγικοί δασμοί και ΦΠΑ.
Ε. Ποια σελίδα είναι αυτή η σελίδα του Τεκμηρίου;
Α. Είναι η σελίδα 2, σύνολο ποσού που οφείλεται, στην στήλη παράρτημα ένα.
Ε. Η δεύτερη σελίδα του Τεκμηρίου 29, η τελευταία στήλη είναι σύνολο ποσού που οφείλει σωστά;
Α. Μάλιστα.
Δικαστήριο (προς μάρτυρα) Ποιο είναι το συνολικό ποσό;
Μάρτυρας Είναι €369.796,93"
Συνεπώς ο υπολογισμός των δασμών και φόρων έγινε σύμφωνα με τα στοιχεία που λήφθηκαν από τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 και Κατηγορούμενη 3 και όχι με τον τρόπο που εισηγείται ο Εφεσείων.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος και αφορά την κατηγορία 8 επί του κατηγορητηρίου κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε την κατηγορία και τις λεπτομέρειες της.
"Αρ. Κατηγορία 8
Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(ΙΙ) και 5 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες Νόμου του 2007 με αριθμό 188(Ι)/2007 και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Λεπτομέρεια Αδικήματος
Ο 1ος, 2ος και 10ος κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 12.12.07 - 5.5.08 στη Λάρνακα της επαρχίας Λάρνακας συγκάλυψαν κέρδη ύψους 635.944,76 ευρώ τα οποία προήλθαν από την εμπορία αδασμοαφορολόγητων καπνικών προϊόντων."
Το Άρθρο 4(1)(ιι) επί του οποίου στηρίζεται η κατηγορία προνοεί:
"4. Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:
(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, προβαίνει σε οποιασδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες:
(i) .......................
(ii) αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αληθή φύση, την πηγή, τον τόπο, τη διάθεση, την κίνηση, τα δικαιώματα σε σχέση με περιουσία ή με την κυριότητα αυτή"
Επίσης, "έσοδο" και "περιουσία" σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του ίδιου Νόμου είναι:
«έσοδο» σημαίνει οποιασδήποτε μορφής περιουσία ή οικονομικό όφελος, που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επανεπένδυση ή μετατροπή άμεσων προϊόντων και κάθε σημαντικό όφελος·
"περιουσία" σημαίνει κινητή και ακίνητη περιουσία, είτε αυτή βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε βρίσκεται στο εξωτερικό καθώς και νομικά έγγραφα που πιστοποιούν τίτλο ή δικαίωμα επί της εν λόγω περιουσίας˙"
Τέλος, γενεσιουργό αδίκημα σύμφωνα με το Άρθρο 5 του ίδιου Νόμου είναι:
"5. Γενεσιουργά αδικήματα είναι:
(α) Τα ποινικά αδικήματα τα τιμωρούμενα με ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει το ένα έτος, ως αποτέλεσμα των οποίων προήλθαν έσοδα, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όπως ορίζεται στο άρθρο 4."
Σημειώνεται για σκοπούς πληρότητας ότι εδώ το εξεταζόμενο αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση άνω του ενός έτους (βλ. Άρθρο 4(ι)).
Αναμφίβολα στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, η μη πληρωμή υπό του Εφεσείοντα/Κατηγορουμένου 1 των ποσών των διαφόρων φόρων, δασμών και Φ.Π.Α για τις παράνομες εισαγωγές, αποτελούν οικονομικό όφελος και συνεπώς "έσοδο" εν τη εννοία του Νόμου Άρθρα 2 και 4(ι) του Ν.188(Ι)/2007. Τα ποσά των φόρων, δασμών και Φ.Π.Α τα οποία υπολόγισε η Μ.Κ.5 και τα οποία αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ορθά, συμποσούνται αθροιστικά σε ποσό πέραν των €635.944,76 και συγκεκριμένα σε €666.212,8 (βλ. Τεκμήριο 29 Παράρτημα 1-8). Ούτε ασφαλώς ευρίσκεται σε "πλήρη αντίθεση και αντίφαση" με τις κατηγορίες στις οποίες καταδίκασε τον Εφεσείοντα αναφορικά με την κατοχή καπνικών προϊόντων και όχι την εμπορία τους ως είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα. Το οικονομικό όφελος, που ισοδυναμεί με έσοδο, σύμφωνα με το Νόμο, είναι το κυρίαρχο στοιχείο στη διαπίστωση της διάπραξης του αδικήματος και το οποίο ενυπάρχει και στην κατοχή του περιουσιακού στοιχείου χωρίς την αναγκαιότητα της εμπορίας του.
Οι λόγοι Έφεσης 8 και 13 απορρίπτονται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 18
Με τον πιο πάνω λόγο ο Εφεσείων παραπονείται ότι κατά την ακρόαση της υπόθεσης στις 27.10.2014, ζητήθηκε από την Μ.Κ.5 όπως κατατεθεί ως Τεκμήριο ο Νόμος 94(Ι)/2004 και ο οποίος τελικά εσφαλμένα κατατέθηκε ως Τεκμήριο 34.
Το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου στις σελ. 712-713 έχει ως ακολούθως. Να σημειωθεί ότι είναι μέρος από την αντεξέταση της Μ.Κ.5.
"Ε. Συμφωνείς μαζί μου ότι μόλις έφτασες στα γραφεία της P.V. AVRAAM εξήγησες τους λόγους που ήσουν εκεί στον Πανίκο Αβραάμ που ήταν παρών και από εκείνη τη χρονική στιγμή του απαγόρευσες να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με άλλα πρόσωπα, συμφωνείς;
Α. Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. Εν τω μεταξύ να καταθέσω τη νομοθεσία που ζητήσετε προηγουμένως.
Δικαστήριο Να το κάνουμε από κοινού τεκμήριο.
Μάρτυρας Είναι η νομοθεσία που αφορά τις εξουσίες του Τελωνείου και είναι ο Νόμος 94(Ι)/2004.
Δικαστήριο Τεκμήριο 34."
Το Δικαστήριο, κατά τεκμήριο, γνωρίζει το Νόμο και συνεπώς δεν κατατίθεται ως Τεκμήριο. Αναμφίβολα η άνω ενέργεια του Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη. Παρόλα ταύτα αυτή δε συνδέεται με οιανδήποτε αδικία εις βάρος του Εφεσείοντα ή άλλη διαδικασία απολήγουσα εις βάρος του Εφεσείοντα και συνεπώς ο λόγος Έφεσης δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε τύχη. Ούτε μπορεί να συνδεθεί με την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως ήταν η προσπάθεια του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα να καταδείξει.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 18 απορρίπτεται όπως και η Έφεση εναντίον της καταδίκης.
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ - ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 24, 25, 26
Με τους πιο πάνω λόγους Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά το χρόνο επιβολής της ποινής δεν έλαβε υπόψιν του τους προβληθέντες μετριαστικούς παράγοντες με αποτέλεσμα η επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή να είναι έκδηλα υπερβολική. Επίσης, παραπονείται ότι ενώ υπήρχαν οι προϋποθέσεις ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή, εντούτοις δεν το έπραξε και τέλος ότι επέβαλε ποινές φυλάκισης σε κατηγορίες για τις οποίες δεν προβλέπεται τέτοια ποινή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Κατηγορούμενο 1, στις κατηγορίες 1, 1(α) και 21 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 μηνών. Οι κατηγορίες αφορούσαν συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος και κατοχή αδασμολόγητων εμπορευμάτων (Κατηγορίες 1(α) και 21).
Για όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 24 μηνών σ' έκαστη εξ αυτών. Οι κατηγορίες αυτές αφορούσαν Νομιμοποίηση Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (κατηγορία 8), αναληθή δήλωση (κατηγορίες 9, 13, 15, 17, 19, 22, 24, 26, 28, 30, 32, 34, 38, 44, 46, 48, 50) και συνομωσία προς καταδολίευση (κατηγορίες 151, 152, 153 και 154).
Θα εξετάσουμε πρώτα το λόγο Έφεσης αρ. 26. Σύμφωνα με αυτόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 24 μηνών στις κατηγορίες 9, 13, 15, 17, 19, 22, 24, 26, 28, 30, 32, 34, 38, 44, 46, 48, 50 οι οποίες αφορούν το αδίκημα της αναληθούς δήλωσης κατά παράβαση των Άρθρων 92(4) και 115(Ι) του Ν.94(Ι)/2004 το οποίο προβλέπει ποινή προστίμου μέχρι €854 (£500) και όχι ποινή φυλάκισης.
Ο λόγος Έφεσης ευσταθεί. Όλες οι πιο πάνω κατηγορίες στηρίζονται στα Άρθρα 92(4) και 115(Ι) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν.94(Ι)/2004 και Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. Η ποινή που προβλέπεται από το Άρθρο 92(4) είναι αυτή της χρηματικής ποινής μέχρι €854 (£500). Είναι άξιο απορίας γιατί η πρωτόδικος Δικαστής επέβαλε ποινή φυλάκισης 24 μηνών ενώ τέτοια ποινή δεν προβλέπεται από το Νόμο και που εύκολα μπορούσε να διαπιστωθεί από απλή ανάγνωση του Άρθρου επί του οποίου στηρίζοντο οι κατηγορίες.
Επίσης παρατηρούμε ότι λανθασμένα επέβαλε ποινή και στην Κατηγορία αρ. 24 στην οποία αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1.
Η πρωτόδικη απόφαση επιβολής ποινής φυλάκισης 24 μηνών για τις πιο πάνω κατηγορίες παραμερίζεται.
Περαιτέρω κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις και ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Εφεσείων έχει εκτίσει την ποινή του, ότι δεν θα πρέπει να επιβληθεί οιαδήποτε ποινή στον παρόντα χρόνο. Ούτε και ασφαλώς στην Κατηγορία αρ. 24.
Οι λόγοι Έφεσης αρ. 24 και 25 προσβάλλουν, ως λέχθηκε νωρίτερα, την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι οι εναπομείνασες επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές και παρόλο που συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, αυτές δεν αναστάλησαν.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε την δέουσα βαρύτητα στην πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία επιβολής των ποινών που ήταν 8 έτη σε συνδυασμό με τη διαφοροποίηση των προσωπικών του περιστάσεων, οι οποίες συνηγορούσαν στην αναστολή των επιβληθεισών ποινών. Επίσης δεν έλαβε υπόψιν του μετριαστικούς παράγοντες και τέλος στην απόφαση του αναδεικνύει ως ιδιαίτερα επιβαρυντικό παράγοντα την εμπορία καπνικών προϊόντων υπό του Εφεσείοντα ενώ δεν είχε καταδικαστεί ο Εφεσείων σε τέτοια κατηγορία.
Εξετάσαμε με προσοχή όσα μας έχουν αναφερθεί, όπως και την πρωτόδικη απόφαση στην οποία διαπιστώνουμε σοβαρά λάθη αρχής.
Το πρώτο λάθος το οποίο διαπιστώνουμε από την πρωτόδικη απόφαση είναι ότι η πρωτόδικος Δικαστής αρχίζει την απόφαση της αναφέροντας, λανθασμένα, πέραν των αδικημάτων στα οποία βρήκε ένοχο τον Εφεσείοντα ότι αυτός βρέθηκε ένοχος και στα αδικήματα (α) κατηγοριών δόλιας αποφυγής καταβολής δασμού και φόρων κατά παράβαση των Άρθρο 91(Ι) και 114 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου , Ν.94(Ι)/2004 και Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154, (β) κατηγορίας κατοχής αφορολόγητων εμπορευμάτων κατά παράβαση του Άρθρου 46(7) του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν.95(Ι)/2000, (γ) 31 κατηγοριών εξασφάλισης άδειας με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του Άρθρου 20 και 305 του ΚΕΦ. 154. Ο Εφεσείων όμως αθωώθηκε και απαλλάγηκε από τις πιο πάνω κατηγορίες, με ενδιάμεση απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, στις 17.6.2015.
Δεύτερο λάθος είναι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ. 9 της απόφασης του ότι "ο Κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει σε αριθμό κατηγοριών και την κατηγορία της υποβολής αναληθών δηλώσεων κατά παράβαση του Τελωνειαικού Κώδικα" όπου προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη.
Όπως αναφέραμε νωρίτερα όταν εξετάζαμε τον 27ον λόγο Έφεσης αυτή η κατηγορία η οποία στηρίζεται στο Άρθρο 92(4) του Ν.94(Ι)/2004 προβλέπει μόνο χρηματική ποινή ύψους μέχρι €754 (£500).
Τρίτο λάθος. Στη σελ. 16 της απόφασης του αναφέρει ότι ο Εφεσείων "έκανε παράνομη εισαγωγή καπνικών ειδών εμπόρευμα που αποδεδειγμένα είναι βλαβερό για την υγεία και τα κυκλοφόρησε χωρίς τις κατάλληλες σημάνσεις .."
Ο Εφεσείων ουδέποτε κατηγορήθηκε και ουδέποτε βρέθηκε ένοχος για εισαγωγή βλαβερών εμπορευμάτων για την υγεία, αλλά ούτε ότι κυκλοφόρησε αυτά χωρίς τις κατάλληλες σημάνσεις.
Τέταρτο λάθος. Στην απόφαση του ημερ. 21.4.2016 με την οποία καταδίκασε τον Εφεσείοντα στις κατηγορίες που έχουμε αναφέρει, ρητά, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαγνώσκει στη σελ. 132 ότι "υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ποινική ευθύνη των Κατηγορουμένων" και μάλιστα ότι αυτός ο παράγοντας μπορεί να ληφθεί υπόψιν στο επόμενο στάδιο της διαδικασία αλλά όχι ως απαλλαγή από το σοβαρό αδίκημα που έχει διαπράξει. Αντίθετα, στην απόφαση του ημερ. 27.5.2016 όταν επέβαλλε ποινή, άλλαξε στάση αναφέροντας ότι δεν μπορεί ν' αποδοθεί στις διωκτικές αρχές ότι σκόπιμα δεν προώθησαν τις έρευνες ή ότι ήταν τόσο αμελείς στην προώθηση της εξιχνίασης της υπόθεσης (βλ. σελ. 19) και στη σελ. 20 αναφέρει ότι η καθυστέρηση είναι μεγάλη, όμως, συνυπολογίζοντας όλες τις περιστάσεις που οδήγησαν σ' αυτές τις καθυστερήσεις έκρινε ότι ο παράγοντας αυτός δεν επιδρά καταλυτικά, τουλάχιστον, σε σχέση με το είδος της ποινής που θα πρέπει να επιβληθεί.
Παρατηρείται, συνεπώς, μια μετάλλαξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την αρχική του διαπίστωση ότι υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης των Κατηγορουμένων και δυνατότητα αυτό το γεγονός να ληφθεί υπόψιν κατά το χρόνο επιβολής της ποινής και όχι να διακόψει τη διαδικασία. Όταν επήλθε ο χρόνος αυτός, το πρωτόδικο Δικαστήριο άλλαξε στάση ώστε η "αδικαιολόγητη καθυστέρηση" που αρχικά διαπίστωσε να μετατραπεί σε καθυστέρηση για την οποία ευθύνονται και οι Κατηγορούμενοι.
Στη Sofrone κ.α. v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 102, 109, το Εφετείο αντιμετωπίζοντας παρόμοια κατάσταση πραγμάτων είπε τ' ακόλουθα:
"Η επιβολή ποινών στους εφεσείοντες σε κατηγορίες στις οποίες είχαν προηγουμένως απαλλαγεί συνιστά σοβαρό σφάλμα. Σφάλμα επίσης αποτελεί και το γεγονός ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη κατά τρόπο επιβαρυντικό γεγονότα άσχετα προς τις κατηγορίες στις οποίες οι εφεσείοντες δήλωσαν παραδοχή (χρήση βίας και πρόκληση σωματικής βλάβης). Αισθανόμαστε την ανάγκη να υπενθυμίσουμε το καθήκον που σε κάθε περίπτωση βαρύνει τους δικαστές να παρακολουθούν και ελέγχουν σχολαστικά και με κάθε δυνατή προσοχή τη διαδικασία. Σοβαρά λάθη όπως αυτά που έχουν γίνει στην υπό κρίση υπόθεση δεν επιτρέπονται. Περιοριζόμαστε εδώ χωρίς να χρειάζεται να πούμε οτιδήποτε άλλο για πράγματα ευχερώς αυτονόητα. Αναμφίβολα οι ποινές που έχουν επιβληθεί στους εφεσείοντες είναι μολυσμένες με τα σφάλματα που έχουν ήδη επισημανθεί και που είναι κυρίως σφάλματα αρχής."
(βλ. Νικόλαος Γιαννάκη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 177/2015 ημερ. 21.4.2016)
Τα πιο πάνω εφαρμόζονται πλήρως στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και ενώ τα αδικήματα για τα οποία ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος είναι αρκετά σοβαρά και τα γεγονότα και οι περιστάσεις της υπόθεσης είναι τέτοια που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναστολή της επιβληθείσας ποινής, εντούτοις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι επιβληθείσες ποινές θα πρέπει να διαφοροποιηθούν. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Οι επιβληθείσες ποινές στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 στις Κατηγορίες 1, 1α, 21, 151, 152, 153, 154 μειώνονται κατά το ήμισυ ήτοι στις Κατηγορίες 1, 1α και 21 από 20 μήνες σε 10 μήνες φυλάκιση και στις Κατηγορίες 151-154 από 24 μήνες σε 12 μήνες φυλάκιση.
Η Έφεση για τις ποινές, επιτρέπεται ως ανωτέρω.
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103/16
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 1 ΚΑΙ 4
Με τους πιο πάνω λόγους ο Εφεσείοντας/Κατηγορούμενος 6 παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο στις Κατηγορίες 68, 71 και 154 διότι δεν στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 6, η ορθή αξιολόγηση της οποίας θα οδηγούσε σε ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα ότι δηλαδή ο Εφεσείοντας ουδέποτε γνώριζε την εισαγωγή καπνικών προϊόντων. Όπως εισηγείται, το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο χωρίς καμία εξήγηση.
Εξετάσαμε με προσοχή τα πιο πάνω και την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τα όσα προβάλλει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιέρωσε 9 σελίδες από την απόφαση του, αξιολογώντας τη μαρτυρία του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 6 με αναφορές σ' άλλη αποδεκτή μαρτυρία (Μ.Κ.4), πραγματική μαρτυρία, Τεκμήρια 78.1 και 78.2 κ.α. αλλά και παραδοχές του ιδίου όπως ότι παρέλαβε χρήματα εντός φακέλου από τον Μ.Κ.4. Είναι η διαπίστωση μας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 6 συνάδει πλήρως με τις ορθές κατευθυντήριες γραμμές αξιολόγησης μαρτυρίας και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρινόμενες εξ αντικειμένου, δεν καταφαίνονται ανυπόστατες, δεν αντιστρέφονται την κοινή λογική και δεν είναι χωρίς έρεισμα στην αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία. (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220). Τα δύο λάθη που εντόπισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα στις σελ. 3 και 48 της απόφασης δεν μπορούν να έχουν καμία σοβαρή επίδραση στο όλο θέμα. Η αναφορά στη σελ. 3 της απόφασης στην κατηγορία 72 ως εκκρεμούσα εναντίον του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 6, ενώ αυτός είχε αθωωθεί και απαλλαγεί από αυτή στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως στις 17.6.2015, δεν φαίνεται να είχε οιανδήποτε επίδραση στην μετέπειτα κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί οποιουδήποτε θέματος και ούτε αναφέρθηκε, σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο, για οποιοδήποτε λόγο. Ούτε μας υποδείχθηκε από τον Εφεσείοντα οιαδήποτε επίδραση αυτού του γεγονότος στην κρίση του Δικαστηρίου επί των άλλων θεμάτων που αφορούσαν τον Εφεσείοντα.
Το έτερο σημείο που γίνεται αναφορά στη σελ. 48 της απόφασης σε ημερομηνία 9.4.2016 είναι διαπίστωση μας ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Όπως ξεκάθαρα φαίνεται, η αναφορά είναι σε σχέση με τον ακτινοδιαγνωστικό έλεγχο των φορτίων που έγινε στις 9.4.2008 και όχι ασφαλώς την 9.4.2016. Εξάλλου αυτό αναφέρεται και λίγες γραμμές πιο πάνω στην ίδια σελίδα της απόφασης. Επίσης δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η φράση στη σελ. 19 "Τα όσα είπε ο Μ.Κ.4 σε σχέση με έλεγχο του ημερομηνίας 9.4.2008 επιβεβαιώνονται .." προκαλεί σύγχυση. Είναι ξεκάθαρο το νόημα της φράσης και ουδεμία σύγχυση προκαλείται.
Τέλος, ούτε αυτά που επικαλείται ο Εφεσείων από τη σελ. 25 της απόφασης ότι δήθεν "τον ξενίζουν αναφορικά με το κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόταν στην παρούσα υπόθεση" μας βρίσκει σύμφωνους. Το σχετικό ολόκληρο απόσπασμα έχει ως εξής:
"Για την περίπτωση που επισυνέβη στις 9 Απριλίου 2008 με φορτίο παράνομων τσιγάρων από Λίβανο ήταν παρών στο αεροδρόμιο όταν αναγκάσθηκε ο κατηγορούμενος 1 να ενημερώσει τον κατηγορούμενο 6 για το πραγματικό περιεχόμενο των κιβωτίων. Επομένως, αυτό επιβεβαιώνει τα λεχθέντα του ΜΚ3 και ενισχύει την αξιοπιστία του ΜΚ4 ότι αυτά που είδε στην μηχανή x-raγ να περνούν από τον έλεγχο ήταν τσιγάρα και ότι ο ΜΚ6 το γνώριζε επειδή είχε συζητήσει με τον κατηγορούμενο 1 για το θέμα προηγουμένως."
Η απομόνωση από τον Ενάγοντα της φράσης "... αυτά που είδε στη μηχανή x-ray να περνούν από τον έλεγχο ήταν τσιγάρα και ότι ο Μ.Κ.6 το γνώριζε" δεν είχε νόημα. Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για τυπογραφικά λάθη και εκεί που αναφέρεται σε Μ.Κ.6, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εννοεί τον Κατηγορούμενο 6. Σχετικά είναι και τα όσα ακολουθούν το πιο πάνω κείμενο όπου φαίνεται ότι πρόκειται για αναφορά στον Κατηγορούμενο 6 και όχι στο Μ.Κ.6.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω αλλά και ότι δεν μας υπεδείχθη άλλως ούτε διαπιστώσαμε ότι από τα πιο πάνω υπέστη οιανδήποτε βλάβη ο Εφεσείων και ούτε ασφαλώς η αξιολόγηση του Εφεσείοντα είναι λανθασμένη συνεπεία αυτών, είναι η κατάληξη μας ότι οι λόγοι Έφεσης αρ. 1 και 4 είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 6
Προσβάλλεται με το λόγο αυτό η πρωτόδικη απόφαση καταδίκης του Εφεσείοντα στις Κατηγορίες 68, 71 και 154 ως εσφαλμένη καθ' όσον αυτή στηρίχθηκε στο συνεργάτη του Κατηγορούμενου 1 στη Γαλλία ονόματι Abderahim, ο οποίος ουδέποτε κατάθεσε στο Δικαστήριο. Επίσης ότι παραγνώρισε ότι τα εμπορεύματα προέρχοντο από τη Γαλλία, η οποία είναι Ευρωπαϊκή χώρα. Αναφορικά με το τελευταίο, εισηγείται ότι, εφόσον έρχονταν αυτά από τη Γαλλία, δεν υπόκειντο σε τελωνειακό έλεγχο και φορολόγηση. Εν πάση περιπτώσει αυτά θα φορολογούντο στη Γαλλία και δεν θα φορολογούντο εκ νέου στην Κύπρο.
Αμφότερες οι εισηγήσεις δεν είναι ορθές. Το Δικαστήριο ουδέποτε στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Abderahim. Το πρόσωπο αυτό αναφέρθηκε από τον Μ.Κ.4 και είναι η μαρτυρία του τελευταίου που κρίθηκε αξιόπιστη και αποδεκτή, όχι του Abderahim.
Όσον αφορά τα "εμπορεύματα από Γαλλία", όπως αναφέρονται στο λόγο Έφεσης, χωρίς καμία άλλη επεξήγηση αλλά πιστεύουμε ότι είναι αυτά της 9.4.2008 καθότι τα συνδέει ο Εφεσείων με τον Abderahim και πάλι ο Εφεσείων παραγνωρίζει την ουσία του πράγματος. Σύμφωνα με την αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία, αυτά τα εμπορεύματα ήταν "τσιγάρα" με προέλευση την κατεχόμενη περιοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας και εισήχθησαν στην Κύπρο από την Τουρκία μέσω Γαλλίας. Η τελευταία χρησιμοποιήθηκε ως διαμετακομιστικός σταθμός ενώ ο συνεργός του Κατηγορουμένου 1 στη Γαλλία, Abderahim, άλλαξε το status των εμπορευμάτων από Χ σε C. Το εμπόρευμα με status Χ είναι μη ευρωπαϊκό, εισαγόμενο μέσω ευρωπαϊκής χώρας ως ενδιάμεσος σταθμός και είναι φορολογητέο σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία. Όλα τα πιο πάνω αποτελούν ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με τα οποια συμφωνούμε ως ορθά στηριγμένα στην αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 6 απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 7
Με το λόγο αυτό ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ένοχος στις Κατηγορίες 68 και 71 εφόσον κατά την εκτελώνιση της 9.4.2008 παρίσταντο ανώτεροι υπαλλήλοι του Τελωνείου οι οποίοι είχαν και την πλήρη ευθύνη ενώ η κατηγορία 71 αφορά εκτελώνιση στις 16.4.2008 όπου, σύμφωνα με την μαρτυρία, ο Εφεσείων έπραξε ως οι οδηγίες του συστήματος Θησέας ήτοι να γίνει έλεγχος εγγράφων (documentary control).
Η άνω θεώρηση των πραγμάτων είναι πολύ απλοποιημένη. Η Κατηγορία 68 αφορούσε δεκασμό δημόσιου λειτουργού κατά παράβαση του Άρθρου 100(α) του Ποινικού Κώδικα 154. Σύμφωνα δε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Εφεσείων κατά την εκτελώνιση στις 9.4.2008 ήταν ο χειριστής της ακτινοδιαγνωστικής μηχανής. Επίσης, ότι έλαβε το ποσό των €1000 από τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το εξεταζόμενο φορτίο ήταν τσιγάρα. Περαιτέρω, κατά την εξέταση της 9.4.2008 όταν ο Μ.Κ.3 ανεφώνησε ότι πρόκειται περί τσιγάρων εντός του εξεταζόμενου φορτίου ο Εφεσείων, προκειμένου να συγκαλύψει το γεγονός, έστειλε τον Μ.Κ.3 στο γραφείο του για "να φέρει τα τσιγάρα του" ενώ για το φορτίο δήλωσε ότι επρόκειτο για κάλτσες και όχι τσιγάρα. Εσκεμμένα δε, δεν έκανε φυσικό έλεγχο ως είχε υποχρέωση προκειμένου να τα αποδεσμεύσει. Με αυτά τα δεδομένα η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και δεν τίθεται θέμα ότι ευρίσκονταν εκεί οι ανώτεροι του στους οποίους, εν πάση περιπτώσει, απέκρυψε την αλήθεια.
Η Κατηγορία 71 αφορά παραμέληση εκτέλεσης Υπηρεσιακών Καθηκόντων κατά παράβαση των Άρθρων 35 και 134 του ΚΕΦ. 154 οι λεπτομέρειες του αδικήματος έχουν ως ακολούθως:
"Λεπτομέρειες Αδικήματος
Ο 6ος κατηγορούμενος στις 16.4.2008 στην Επαρχία Λάρνακας ενώ ήταν Δημόσιος Λειτουργός δηλαδή Τελωνειακός Λειτουργός εσκεμμένα παραμέλησε να εκτελέσει το υπηρεσιακό του καθήκον που είχε σύμφωνα με το Νόμο υποχρέωση να εκτελέσει δηλαδή εσκεμμένα αποδέσμευσε τα εμπορεύματα της φορτωτικής 020-1274-3286 δηλώνοντας ότι προέβηκε σε φυσικό έλεγχο ενώ τα εμπορεύματα ήταν καπνικά προϊόντα τα είχαν δηλώσει ως έπιπλα με αποτέλεσμα να μην καταβληθούν οι ανάλογοι δασμοί και φόροι που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 17,773, 95 ευρώ."
Ο Εφεσείων, σύμφωνα και πάλι με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου γνώριζε εκ των προτέρων την παράνομη δραστηριότητα του φίλου του Κατηγορούμενου 1 όπως και τον τρόπο λειτουργίας της, συνεπώς η εισήγηση ότι ενήργησε στην συγκεκριμένη περίπτωση, στις 16.4.2008, ως οι οδηγίες του συστήματος Θησέας ήτοι να διενεργήσει μόνο έλεγχο εγγράφων ενώ γνώριζε το πραγματικό περιεχόμενο του φορτίου, με όλο το σεβασμό, δεν είναι σοβαρή.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 7 απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 8
Με το λόγο αυτό ο Εφεσείων προβάλλει ότι υπήρξε δυσμενής επηρεασμός του αφού η Μ.Κ.5 έδωσε δύο καταθέσεις, Τεκμήρια 25 και 33, πλην όμως στον ίδιο δόθηκε μόνο το Τεκμήριο 33.
Εξετάσαμε με προσοχή το εγειρόμενο θέμα λόγω της σοβαρότητας του.
Όπως φαίνεται από τα πρακτικά, στους συνηγόρους Υπεράσπισης δόθηκε το Τεκμήριο 33,το οποίο φέρεται να είναι "κατάθεση" της Μ.Κ.5. Κατά το χρόνο αντεξέτασης της Μ.Κ.5 από το συνήγορο του Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 102/16, Κατηγορουμένου 1, διεφάνη ότι στο Δικαστήριο κατετέθη κατάθεση της Μ.Κ.5 ως Τεκμήριο 25. Αφού αυτό διαπιστώθηκε από όλους τους παράγοντες της Δίκης δόθησαν οδηγίες από το Δικαστήριο ώστε να δοθεί στο συνήγορο και το Τεκμήριο 25 όπως και έγινε. Το Τεκμήριο 33 κατετέθη κατά παράδοξο τρόπο, ήτοι ενώ η Μ.Κ.5 δεν το αναγνώρισε και το ίδιο δεν έφερε καμία υπογραφή είτε από την ίδια είτε από το αστυνομικό όργανο που φέρεται ότι λήφθηκε, εντούτοις κατατέθηκε απλά διότι το ζήτησε ο συνήγορος του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα στην παρούσα Έφεση (103/16), κατά το χρόνο που αντεξέταζε την Μ.Κ.5, αρκετές ημέρες μετά που είχε στην κατοχή του αμφότερα τα Τεκμήρια 25 και 33, έθεσε σωρεία ερωτήσεων στην Μ.Κ.5 περί του Τεκμήριου 33 και η απάντηση της ήταν πάντοτε σταθερή και η ίδια. Δεν έφερε υπογραφή της, ούτε μονογραφή της στις σελίδες της και δεν το αναγνώριζε ως κατάθεση της.
Με τα δεδομένα ως ανωτέρω, δεν μπορεί ο Εφεσείων να ισχυρίζεται ότι επηρεάσθη δυσμενώς στην Υπεράσπιση του εφόσον είχε στη διάθεση του αμφότερα τα έγγραφα, αντεξέτασε επ' αυτών, αλλά πολύ περισσότερο δεν μας υπέδειξε πώς επηρεάστηκε στην προώθηση της Υπεράσπισης του. Η εισήγηση του παρέμεινε αόριστη χωρίς καμία αξία.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 8 απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 9
Με τον 9ο λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι, σύμφωνα με την εισήγηση του, δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, αναφορικά με τις κατηγορίες 68, 71 και 154 στις οποίες βρέθηκε ένοχος, τεκμήρια ήτοι τσιγάρα για την Κατηγορία 68 και πούρα για την Κατηγορία 71.
Το θέμα έχει καλυφθεί κατά την εξέταση των λόγων Έφεσης αρ. 4 και 7 της Έφεσης 102/16 και δεν παρίσταται ανάγκη να λεχθεί οτιδήποτε άλλο.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 9 απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 11
Με το λόγο αυτό ο Εφεσείων προβάλλει ότι η πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε ένοχος στις Κατηγορίες 68, 71 και 154 πάσχει καθότι προσεβλήθηκαν τα δικαιώματά του διότι κατά το χρόνο που αντεξέταζε ο συνήγορος του τον Μ.Κ.4 το Δικαστήριο επενέβαινε και τον διέκοπτε ειδοποιώντας τον ότι είχε πέντε λεπτά για να ολοκληρώσει. Επίσης, στις 27.10.2015 όταν ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους του λόγω ασθενείας του Εφεσείοντα και το Δικαστήριο αρνήθηκε να εγκρίνει το αίτημα.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα μας τέθησαν και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Εφεσείοντα. Από τα πρακτικά φαίνεται ότι δόθηκε στο συνήγορο του Εφεσείοντα αρκετός χρόνος για αντεξέταση του Μ.Κ.4 και συγκεκριμένα 3 δικάσιμοι (17, 21, 24.7.2014). Η αντεξέταση αποπερατώθηκε με δήλωση του συνηγόρου ότι δεν θα ρωτούσε τίποτε άλλο. Η αντεξέταση του Μ.Κ.4 από τον συνήγορο του Εφεσείοντα καλύπτει 51 σελίδες των πρακτικών και η παρέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι περιορισμένη και δικαιολογημένη. Και όταν το Δικαστήριο αντελήφθηκε ότι η αντεξέταση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί έδωσε στο συνήγορο περαιτέρω 5 λεπτά προκειμένου να "ολοκληρώσει" την αντεξέταση του. Η απάντηση του συνήγορου ήταν ότι θα τελειώσει σε 3 λεπτά. Ευρίσκουμε το παράπονο εντελώς αβάσιμο.
Όσον αφορά το δεύτερο παράπονο του Εφεσείοντα, διερωτούμαστε τι σχέση έχει η απόρριψη αιτήματος του "για λίγο χρόνο" διακοπής της διαδικασίας με την κρίση του πρωτόδικου περί αποδείξεως των Κατηγοριών. Περαιτέρω δεν μας υπεδείχθη πώς επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του Εφεσείοντα με την απόρριψη του αιτήματος αυτού. Ούτε αυτό το παράπονο μπορεί να ευσταθήσει.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 11 απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 12
Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία βρέθηκε ένοχος στις κατηγορίες 68, 71-154 καθότι δεν έχει αποδειχθεί οποιοδήποτε όφελος του Εφεσείοντα.
Ο λόγος αυτός εξετάστηκε και απορρίφθηκε, όταν εξετάζονταν οι λόγοι Έφεσης αρ. 3, 9, 14, 16 και 27 στην Έφεση αρ. 102/16 και δεν παρίσταται ανάγκη να ειπωθεί οτιδήποτε άλλο πέραν του ότι σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία ο Εφεσείων χρηματίστηκε από τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 12 απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 13
Με το λόγο αυτό ο Εφεσείοντας προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη διότι δεν έχει απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη αναφορικά με όλους τους Κατηγορούμενους ενόψει του ότι ο Κατηγορούμενος 4 επί των Κατηγορητηρίων δεν αντιμετώπισε τις ποινικές του ευθύνες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:
"..... Ο κατηγορούμενος 4 ήταν σύμφωνα με την μαρτυρία του ΜΚ4 κύριος προμηθευτής καπνικών ειδών του κατηγορούμενου 1 για την διενέργεια παράνομων εξαγωγών. Η κατηγορουσα αρχή ανέφερε ότι ο λόγος διακοπής της δίωξης είναι επειδή εναντίον του εκκρεμούσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από αρμόδιο Δικαστικό όργανο της Ρουμανίας σε σχέση με διερευνώμενη υπόθεση πλαστογραφίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφαση του ικανοποίησε το αίτημα της Ρουμανίας και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα εκτελέστηκε με αποτέλεσμα ο πρώην κατηγορούμενος 4 να παραδοθεί στις αρχές της Ρουμανίας. Η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης, που ως έχω εξηγήσει πιο πάνω καθυστέρησε πολύ η έναρξη της, είχε ξεκινήσει και έτσι ενόψει της εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος κρίθηκε ορθό από τον Γενικό Εισαγγελέα να ανασταλεί η δίωξη ώστε να συνεχίσει η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Η κα Γιακουμεττή πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος 4 επέστρεψε στην Κύπρο ελεύθερος, τον Αύγουστο 2014 από την Ρουμανία αλλά εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία ώστε να γίνει εισήγηση για δίωξη εκ νέου του κατηγορούμενου 4. Λαμβάνω υπόψη μου ότι προς το παρών ο κατηγορούμενος 4 έχει αποφύγει την ποινική του ευθύνη για τα σοβαρά αδικήματα που αντιμετώπιζε αλλά δεν θεωρώ ότι οι λόγοι της αναστολής, ενόψη και της εξήγησης της κατηγορούσας αρχής, χαρακτηρίζονται από αυθαιρεσία και έλλειψη διαφάνειας. Η υπόθεση Νικήτας ν Αστυνομίας διαφέρει από τα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης επειδή σε εκείνη την υπόθεση η κατηγορούσα αρχή δεν έδωσε καμία εξήγηση για την αναστολή συγκατηγορούμενων του εφεσείοντα με αποτέλεσμα το εφετείο να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του το γεγονός της αναστολής αφού αναγνώρισε ότι τα Δικαστήρια έχουν πάντοτε το καθήκον για την αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμπεριλαμβανομένου και το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση που προβλέπεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος. Οπότε αναγνωρίζω ότι προς το παρών ο κατηγορούμενος 4 διαφεύγει τιμωρίας για τις δικές του πράξεις αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπολοιποι κατηγορούμενοι δεν πρέπει να τιμωρηθούν για τις δικές τους αξιόμεμπτες πράξεις ενόψει και του γεγονότος ότι η κατηγορούσα αρχή δεν ενέργησε αυθαίρετα και χωρίς καλό λόγο στην διακοπή της δίκης εναντίον του. "
Συμφωνούμε πλήρως με την ως άνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα προσθέταμε στα πιο πάνω και τα όσα λέχθηκαν στην Κάττου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, 513 ότι:
"Εφ΄ όσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός απ' αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος της αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος."
Τονίζεται ότι η μη δίωξη συγκατηγορούμενου δεν μπορεί να έχει επίδραση στην διαπίστωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου. Λαμβάνεται, όμως, υπόψιν ως μετριαστικός παράγοντας για σκοπούς επιβολής ποινής.
Ο 13ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 15 ΚΑΙ 16
Οι λόγοι αυτοί αφορούν την αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4 όπως και την κατάθεση νομοθεσίας ως Τεκμήριο, ζητήματα τα οποία έχουν εξεταστεί νωρίτερα όταν εξετάζετο η Έφεση αρ. 102/16, απορρίφθησαν και δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.
Οι λόγοι Έφεσης αρ. 15 και 16 απορρίπτονται.
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Αμφότεροι οι λόγοι Έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση επιβολής ποινής 20 μηνών άμεσης φυλάκισης στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 6 ως υπερβολική και δυσανάλογη σε σχέση με την από το Νόμο προβλεπόμενη ανώτατη ποινή.
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψιν και/ή δεν προσδόθηκε η δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες που τέθησαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο που αφορούσαν στο πρόσωπο του Εφεσείοντα, αλλά και στις συνέπειες που θα είχε η ποινή σ' αυτόν.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα τέθησαν ενώπιον μας, έχοντας βεβαίως υπόψιν όλα όσα περιβάλλουν τα τρία αδικήματα στα οποία βρέθηκε ένοχος ο Εφεσείων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια επιμέτρησης της ποινής, συνεκτίμησε όλους τους σχετικούς παράγοντες ήτοι τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα όσο και το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που τέθησαν ενώπιον του. Αναφέρθηκε στον τρόπο που λειτούργησε ο Εφεσείων ακόμη και στις ενέργειες κάλυψης κάθε πιθανότητας αποκάλυψης των άνομων ενεργειών του. Ο Εφεσείων, ως Τελωνειακός Λειτουργός, εκμεταλλεύτηκε τη θέση του και την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλλε η Πολιτεία, χρηματίστηκε και λειτούργησε τοιουτοτρόπως προς ίδιο όφελος και προς όφελος των συγκατηγορουμένων του, Κατηγορουμένων 1 και 9.
Έχουμε καταλήξει, έχοντας υπόψιν μας όλα τα πιο πάνω, ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή της άμεσης φυλάκισης ήταν επιβεβλημένη. Αδικήματα αυτής της μορφής θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.
Όμως θα πρέπει, όπως και στην περίπτωση του Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 102/16, να παρατηρήσουμε την σημειωθείσα διαφοροποίηση κατά το χρόνο επιβολής της ποινής από την αρχική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης των Κατηγορουμένων.
Η συνέπεια της προαναφερθείσας καθυστέρησης είναι η επιβολή σημαντικά μειωμένης ποινής σε σύγκριση με την μέγιστη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή (βλ. Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22).
Οι προβλεπόμενες ανώτατες ποινές αναφορικά με τα αδικήματα στα οποία βρέθηκε ένοχος ο Εφεσείων είναι:
Ø Κατηγορία 68. Σύμφωνα με το Άρθρο 100 του ΚΕΦ. 154 επί του οποίου στηρίζεται η Κατηγορία, η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση μέχρι 7 ετών και σε χρηματική ποινή μέχρι €100.000 ή και στις δύο ποινές, η δε περιουσία του δεκασμού υπόκειται σε δέσμευση.
Ø Κατηγορία 71. Σύμφωνα με τα Άρθρα 134 και 35 του ΚΕΦ. 154 η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €754 ή και στις δύο ποινές και
Ø Κατηγορία 154. Σύμφωνα με το Άρθρο 302 του ΚΕΦ. 154 η προβλεπόμενη ποινή είναι μέχρι 5 έτη φυλάκισης.
Σημειώνεται, βεβαίως, ότι στα πλαίσια εκδίκασης των αδικημάτων από Επαρχιακό Δικαστή, συνοπτικά η αρμοδιότητα επιβολής ποινής περιορίζεται στην 5ετή φυλάκιση. (βλ. Άρθρο 24 του Ν.14/60).
Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενήργησε αναφορικά με τα αδικήματα των Κατηγοριών 68 και 154 ενόψει των υπό του Νόμου προβλεπόμενων ποινών όχι όμως σε σχέση με τα αδικήματα της Κατηγορίας 71 στην οποία μειώνουμε την ποινή φυλάκισης από 20 μήνες σε 10 μήνες.
Η Έφεση κατά της ποινής επιτυγχάνει μερικώς ως ανωτέρω.
Ε Φ Ε Σ Η ΑΡ. 106/16
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 1
Με τον πρώτο λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση καθότι δεν αποδέκτηκε την μαρτυρία του αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης. Η αποδοχή της μαρτυρίας του θα οδηγούσε στο ένα και μόνο συμπέρασμα ότι δηλαδή ο Εφεσείων ενεργούσε πάντα στα πλαίσια των καθηκόντων του.
Σύμφωνα με την αιτιολόγηση του λόγου αυτού αλλά και της εισήγησης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του ενώπιον μας, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 και απέρριψε αυτή του Εφεσείοντα. Στηρίζεται δε η εισήγηση αυτή στο ότι, η διαγραφή των διασαφήσεων των φορτωτικών που αφορούν τις Κατηγορίες ήταν εντός των καθηκόντων του και δεν χρηματίστηκε για το σκοπό αυτό. Επίσης, ότι κατά το χρόνο που κατέθετε ήταν σταθερός μάρτυρας, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο χωρίς να δώσει καμία εξήγηση.
Εξετάσαμε τα πιο πάνω και είναι η διαπίστωση μας ότι δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε όλες τις πτυχές της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, τις διαφορετικές εκδοχές που αυτός προέβαλε, τις παραδοχές του για λήψη χρημάτων από τον Κατηγορούμενο 6 (Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 103/16) για να κάνει διαγραφές εισαγωγών και φορτωτικών από το σύστημα ΘΗΣΕΑΣ. Τελικά το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του και συνεπακόλουθα η απόρριψη της, κρίνεται καθόλα ορθή και δεν χωράει λόγος επέμβασης μας, δεδομένης και της αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ.4, η οποία εμπλέκει τον Εφεσείοντα στη διάπραξη των υπό εξέταση αδικημάτων.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 1 απορρίπτεται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 2
Ο λόγος αυτός ως αποκαλύπτεται από την παράγρ. 1 των "λεπτομερειών" αφορά στην επιβληθείσα ποινή και συνεπώς θα εξεταστεί στο μέρος που αφορά την Έφεση κατά της ποινής ενώ τα υπόλοιπα μέρη των λόγων Έφεσης ως οι παραγρ. 2-5 της αιτιολόγησης εξετάστηκαν με τους λόγους Έφεσης αρ. 1 και 4 στην Έφεση αρ. 103/16 και απερρίφθηκαν. Ως εξ τούτου δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.
ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 4, 5, 6, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16 ΚΑΙ 17
Όλοι οι πιο πάνω λόγοι Έφεσης εγείρουν ζητήματα τα οποία εγέρθηκαν σε λόγους των Εφέσεων 102/16 και 103/16 και ενδεικτικά των λόγων 6, 18, 19, 22, 23 της Έφεσης 102/16 και των λόγων 4, 5, 6 8, 9, 12, 14, 15, 16 της Έφεσης 103/16. Εξετάστηκαν και απερρίφθηκαν με αποτέλεσμα να μην παρίσταται ανάγκη επανεξέτασης τους ή επανάληψης των όσων λέχθηκαν νωρίτερα όταν εξετάζονταν προηγουμένως οι προαναφερόμενοι λόγοι στις Εφέσεις 102/16 - 103/16.
Όλοι οι πιο πάνω λόγοι Έφεσης απορρίπτονται.
ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 7
Σύμφωνα με αυτόν η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη καθότι τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο αναφορικά με τη διαγραφή των διασαφήσεων και τους αριθμούς των φορτωτικών των εμπορευμάτων αυτών δεν συμπίπτουν με τους αριθμούς των φορτωτικών του Κατηγορητηρίου στις Κατηγορίες 83, 86, 92, 95, 98, 101, 107, 110, 113, 119, 122, 125, 128, 134, 137, 140, 143 και 146 γεγονός που καθιστά ελαττωματικό το κατηγορητήριο. Ειδικότερα παραπονείται, ο Εφεσείων, ότι βρέθηκε ένοχος στην Κατηγορία 86 που αναφέρεται σε διαγραφή της φορτωτικής με αριθμό 176-0434-0103, ενώ τέτοιο τεκμήριο δεν παρουσιάστηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το όλο θέμα ως ακολούθως:
Σημειώνω ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο αριθμός της φορτωτικής έχει αναγραφεί λάθος στις λεπτομέρειες του αδικήματος όμως υπάρχει ικανοποιητική περιγραφή των κατηγοριών ως προς την ημερομηνία εισαγωγής του φορτίου ως και επίσης την περιγραφή του φορτίου ώστε να είναι αντιληπτό ότι οι διαγραφές που περιγράφονται αφορούν αυτές που ο κατηγορούμενος 9 διέγραψε κατόπιν παραδοχής του στην γραπτή αστυνομική του κατάθεση. Συνεπώς, και αυτές οι κατηγορίες αποδεικνύονται παρά την ύπαρξη τυπογραφικών λαθών στην διατύπωση λεπτομερειών του αδικήματος. Υπήρξε κατά την άποψη μου σαφήνεια στην διατύπωση των κατηγοριών ώστε να αντιληφθεί ο κατηγορούμενος ότι καταλογίζεται ποινική ευθύνη για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προέβη σε διαγραφές των εγγράφων των εισαγωγών του συστήματος Θησέως ως αυτά καταγράφονται αναλυτικά στις παραδοχές του κατά την αστυνομική του κατάθεση. (βλ. ΣίμοςΑντωνίου ν. Αστυνομία). κατηγορούμενος δεν ζήτησε να του δοθούν περαιτέρω λεπτομέρειες αυτών των αδικημάτων προφανώς επειδή γνώριζε οτι οι συγκεκριμένες κατηγορίες αφορούν τις περιπτώσεις όπου προέβη σε διαγραφές και αναγνώρισε ότι είχε κάνει ο ίδιος τις διαγραφές. Κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 83, 86, 92, 95, 98, 101, 107, 110, 113, 119, 122, 125, 128, 134, 137, 140, 143 και 146."
Η κατάθεση του Εφεσείοντα είναι το Τεκμήριο 10 και τα έγγραφα-φορτωτικές στις οποίες αναφέρεται ότι διέγραψε είναι, μεταξύ άλλων, τα Τεκμήρια 16.19-16.38, 16.40, 16.41, 16.42.2. Εξετάσαμε με προσοχή τα Τεκμήρια σε αντιδιαστολή με τις Κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο Εφεσείων και δεν συμφωνούμε με τα παράπονα του Εφεσείοντα. Ειδικά για τη φορτωτική με αριθμό 176-0434-0103 για την οποία παραπονείται ότι δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στο Τεκμήριο 16.23 που είναι η φορτωτική που αναφέρεται στην κατηγορία 83.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 7 απορρίπτεται.
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Με δύο λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή φυλάκισης των 20 μηνών ως έκδηλα υπερβολική και δυσανάλογη σε σχέση με την ανώτατη προβλεπόμενη για τέτοια αδικήματα ποινή και τα περιστατικά της υπόθεσης αλλά και διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντας την ποινή ανέφερε ότι η μέγιστη προβλεπόμενη υπό του Νόμου ποινή για το συγκεκριμένο αδίκημα είναι 3 έτη.
Το αδίκημα του Δεκασμού Δημοσίου Λειτουργού τιμωρείται, σύμφωνα με το Άρθρο 10(α) (άρθρο επί του οποίου στηρίζετο η κατηγορία) με ποινή μέχρι 7 χρόνια φυλάκισης και σε χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο ποινές η δε περιουσία, αντικείμενο του δεκασμού, υπόκειται σε δήμευση. Λαμβάνοντας όμως υπόψιν ότι η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε από Επαρχιακό Δικαστή η μέγιστη ποινή που δυνατό να επιβάλει είναι μέχρι 5 έτη φυλάκισης και/ή πρόστιμο μη υπερβαίνον τις €85.000 (£50.000) ή αμφότερες τις ποινές. Η αναφορά της πρωτόδικης Δικαστού σε ποινή φυλάκισης 3 ετών ως προνοούμενη ποινή για το αδίκημα, πιστεύουμε ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος ή αβλεψία που εν πάση περιπτώσει λογικά, ήταν προς όφελος του Εφεσείοντα.
Αναφορικά με την σοβαρότητα των αδικημάτων υπό εξέταση αναφερθήκαμε προηγουμένως όταν εξετάζαμε την Έφεση κατά της ποινής του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 6 στην Έφεση 103/16 και συνεπώς δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψιν όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, αλλά ιδιαίτερα τα περιστατικά της υπόθεσης απ΄ όπου φαίνεται ο περιορισμένος, συγκριτικά με τους υπόλοιπους, ρόλος του και ότι η αποκόμιση κέρδους αφορούσε μικροποσά των €10 και €20 κρίνουμε ότι θα πρέπει η ποινή να μειωθεί σε 10 μήνες άμεσης φυλάκισης την οποία κρίνουμε ως αρμόζουσα ποινή υπό τις περιστάσεις.
Περαιτέρω οι επιβληθείσες ποινές στις κατηγορίες 89 και 104 παραμερίζονται εφόσον αυτός, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, αθωώθηκε απ΄ αυτές.
Η έφεση επιτρέπεται ως ανωτέρω.
Προτού τελειώσουμε θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η πλήρης περιγραφή των Τεκμηρίων που κατατίθενται στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο, ο καθορισμός τους στην απόφαση του Δικαστηρίου και ο κατάλογος Τεκμηρίων, είναι απαραίτητα στοιχεία της Δικαστικής Διαδικασίας ώστε να είναι δυνατή η διακρίβωση τους αλλά παράλληλα και ο έλεγχος, δια μέσω τους, της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε αντίθετη περίπτωση δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα και καθυστέρηση κατά την εξέταση Εφέσεων υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/γκ
[1] Άρθρο 109 «Παν Κατηγορητήριο καταχωρηθέν εις Κακουργιοδικείον δέον να είναι συμφώνως προς τον καθορισμένον τύπον και υπογράφεται από του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.»