ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B407
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 340/2015)
18 Δεκεμβρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΑΒΒΑ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσίβλητου.
----------
Μ. Βορκάς, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Αργυρού, για τον Εφεσίβλητο.
----------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, μετά από ακροαματική διαδικασία, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο-κατηγορούμενο σε δύο κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της έκδοσης ισάριθμων επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας, ο εφεσίβλητος περί την 22.2.2011 εξέδωσε προς όφελος του εφεσείοντα την επιταγή υπ΄ αριθμό 90773088 της Ελληνικής Τράπεζας για το ποσό των €27.100, η οποία μετά την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέα και, συγκεκριμένα, περί την 14.4.2011, παρουσιάστηκε στην Τράπεζα, αλλά δεν εξοφλήθηκε, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της και λόγω παγοποίησης του λογαριασμού υπ΄ αριθμό 105-01-440940-01 και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από την εν λόγω παρουσίασή της.
Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε την έκδοση περί την 30.5.2011 της επιταγής υπ΄ αριθμό 90773089 προς όφελος του εφεσείοντα, η οποία μετά την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέα και περί την 30.5.2011 δεν εξοφλήθη, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της και λόγω παγοποίησης του ιδίου λογαριασμού, παραμένοντας απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από της παρουσίασής της.
Η εκδοχή που προωθήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα είναι ότι οι επίδικες επιταγές δόθηκαν από τον εφεσίβλητο προς εξόφληση αντίστοιχων ποσών τα οποία του δάνεισε, λόγω της φιλικής τους σχέσης. Σκοπός του δανεισμού ήταν να μπορέσει να εισάξει ο εφεσίβλητος κάποια φορτηγά MAN από την Αγγλία. Η πρώτη επιταγή του δόθηκε περί τα τέλη Ιανουαρίου του 2011 και ήταν πληρωτέα στις 22.2.2011. Μετά από πάροδο δύο εβδομάδων από τα τέλη Ιανουαρίου του ζήτησε ακόμη €25.000 για να μπορέσει να ολοκληρώσει τις πράξεις του με τα αυτοκίνητα και ο ίδιος του έδωσε το εν λόγω ποσό σε μετρητά και ο εφεσίβλητος του έδωσε τη δεύτερη επιταγή η οποία ήταν πληρωτέα 30.5.2011. Οι επιταγές αυτές κατατέθηκαν και επιστράφηκαν απλήρωτες και ουδέποτε εξοφλήθηκαν.
Από την άλλη, ο εφεσίβλητος, ενώ αποδέχτηκε ότι εξέδωσε τις επίδικες επιταγές και ότι αυτές δεν εξοφλήθηκαν για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτές, ισχυρίστηκε ότι δεν του δόθηκαν ποτέ χρήματα που να αντιστοιχούν στο ποσό των επιταγών. Αντίθετα, ο εφεσείων του είχε δανείσει το ποσό των ΛΚ2.000 από το 2007 με την προϋπόθεση ότι ο ίδιος θα του επέστρεφε ΛΚ2.500 σε ένα μήνα. Επειδή δεν μπόρεσε να επιστρέψει όλο το ποσό ο εφεσείων του είπε να του δώσει ΛΚ500 και ότι στο ποσό των ΛΚ2.500 θα πρόσθεταν ακόμα ΛΚ250 ως τόκο για τον επόμενο μήνα και με αυτό τον τρόπο ο εφεσείων τον φόρτωσε με τόκους. Σύμφωνα πάντοτε με τον εφεσίβλητο, παρόλο που έδιδε κάθε μήνα χρήματα, το χρέος του αυξανόταν. Ήταν, περαιτέρω, η θέση του ότι οι επίδικες επιταγές εξασφαλίστηκαν υπό το κράτος απειλών και ενώ ο εφεσείων γνώριζε ότι το όνομα του είχε τοποθετηθεί στο ΚΑΠ από το 2008 και αφού ο ίδιος ο εφεσείων τον διαβεβαίωνε ότι τις επιταγές τις ήθελε για εξασφάλιση και όχι προς κατάθεση. Αποτέλεσε θέση του εφεσίβλητου ότι κατέβαλε διάφορα ποσά τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ το αρχικό ποσό του δανείου και πως όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και ο εφεσίβλητος ανέφερε στον εφεσείοντα ότι δεν θα του έδινε άλλα χρήματα, τότε ο εφεσείων του είπε ότι κατέθεσε την επιταγή των €27.100 και ότι αν του έδινε €25.000 θα την απέσυρε, πράγμα που ο ίδιος δεν αποδέχθηκε. Μετά από λίγο καιρό κατατέθηκε και η δεύτερη επιταγή των €25.000 την οποία ο ίδιος νόμισε πως ο εφεσείων είχε σκίσει όταν του είχε δώσει άλλη επιταγή πάλι με μηνιαίο τόκο 10%. Ακόμη και μετά τη δίκη, δέχθηκε τηλεφωνήματα αρκετές φορές από τον εφεσείοντα για να του δώσει συγκεκριμένα χρηματικά ποσά με στόχο να κλείσει η υπόθεση.
Προς υποστήριξη της υπόθεσης της κατηγορίας έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο εφεσείων και ο Σ. Κωνσταντίνου, υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας, ενώ όταν κλήθηκε σε απολογία ο εφεσίβλητος έδωσε μαρτυρία ο ίδιος και κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης τη μητέρα του.
Περαιτέρω, καταχωρήθηκαν και εγκρίθηκαν τα ακόλουθα παραδεκτά γεγονότα:
«1. Το όνομα του κατηγορούμενου καταχωρήθηκε στο ΚΑΠ (Κέντρο Αρχείου Πληροφοριών για τους εκδότες ακάλυπτων επιταγών) στις 4/7/08 αναφορικά με την έκδοση τριών ακάλυπτων επιταγών συνολικού ποσού €1.101. Έκτοτε ο τραπεζικός λογαριασμός με αριθμό 1050144094001 που ο κατηγορούμενος τηρούσε στην Ελληνική Τράπεζα παγοποιήθηκε. Λόγω της εν λόγω παγοποίησης του ανωτέρω λογαριασμού όλες οι μετέπειτα παρουσιασθείσες για πληρωμή επιταγές που αφορούσαν αυτόν δεν τιμήθηκαν. Μεταξύ αυτών των επιταγών συγκαταλέγονται οι δυο επιταγές που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Το όνομα του κατηγορούμενου συνεχίζει να παραμένει στο ΚΑΠ.
2. Ο Γιώργος Παρασκευαΐδης απεβίωσε σε ιδιωτικό νοσοκομείο του Λονδίνου στις 5/12/2007.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε λεπτομερώς την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε ότι δεν έχει πεισθεί για τα όσα ανέφερε ο εφεσείων «σε σχέση με τις λεπτομέρειες της επίδικης συναλλαγής, ούτε ότι τα ποσά που αναφέρονται στις επιταγές δόθηκαν σε μετρητά από τον ίδιο για τους λόγους που ανέφερε .» και εν γένει έκρινε πως για τους λόγους που λεπτομερώς εξήγησε και με δεδομένο το άμεσο συμφέρον του παραπονούμενου από την έκβαση της υπόθεσης, δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του για την εξαγωγή ευρημάτων επί αμφισβητούμενων θεμάτων. Αποδέχθηκε το Δικαστήριο τη μαρτυρία του τραπεζικού υπαλλήλου, ενώ απέρριψε την εκδοχή που προώθησε ενώπιόν του ο εφεσίβλητος κρίνοντας ότι δεν μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του για να εξάξει ευρήματα επί των αμφισβητούμενων γεγονότων. Θεώρησε επίσης τη μαρτυρία της μητέρας του εφεσίβλητου πολύ συγκεχυμένη, ασαφή και σε κάποια σημεία αντιφατική, έτσι ώστε να μην αισθάνεται ότι μπορεί να στηριχθεί σε αυτή για την εξαγωγή ευρημάτων ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα.
Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, πέραν των παραδεκτών γεγονότων, και στα ακόλουθα ευρήματα:
«Ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε, υπόγραψε και παρέδωσε τα Τεκμήρια 2 και 3 στον ΜΚ1 ο οποίος αφότου τα παρουσίασε στην τράπεζα κατά τις ημερομηνίες που ανέφερε ο ΜΚ2 αυτά δεν εξοφλήθηκαν για τους λόγους που αναφέρθηκαν από τον ΜΚ2 και προκύπτουν και από το παραδεκτό γεγονός που εγκρίθηκε. Από την ημερομηνία που επεστράφησαν απλήρωτες οι εν λόγω επιταγές δεν καταβλήθηκε οποιοδήποτε ποσό στον παραπονούμενο. Ενόψει δε της ανωτέρω αξιολόγησης σημειώνω ότι δεν υπάρχει ενώπιον μου αξιόπιστη μαρτυρία από την οποία να μπορώ να καταλήξω σε εύρημα ως τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές ή και ως προς το ποια ήταν η αντιπαροχή για τις εν λόγω επιταγές.»
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και έκρινε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές, αφού τόσο ο εφεσείων, όσο και ο εφεσίβλητος και η μητέρα του, κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Δεν διέφυγε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου το άρθρο 30(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, το οποίο δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για ύπαρξη αντιπαροχής υπέρ του κατόχου της επιταγής και εφαρμόζεται στις επιταγές με βάση το άρθρο 73 του Νόμου. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητήθηκε ότι ο εφεσείων ήταν «κάτοχος» των επιταγών εν τη εννοία του Νόμου, αφού ήταν αδιαμφισβήτητα ο δικαιούχος αυτών. Θεώρησε, όμως, το Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής το εν λόγω μαχητό τεκμήριο, «και τούτο διότι ο παραπονούμενος ως προς το ζήτημα της αντιπαροχής επέλεξε να μην βασιστεί σε αυτό, αλλά στη δική του μαρτυρία η οποία όμως κρίθηκε αναξιόπιστη.» Παρέπεμψε δε σε απόσπασμα από την υπόθεση Παναγιώτου ν. Φουρνίδου (2012) 2 ΑΑΔ 916.
Ενόψει των σοβαρών αμφιβολιών που δημιουργήθηκαν στο Δικαστήριο αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές και κυρίως ως προς το αντάλλαγμα, με δεδομένο ότι απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη όλη η μαρτυρία που δόθηκε σε συνάρτηση με αυτά τα ζητήματα, το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου προβάλλοντας ένα μόνο λόγο έφεσης, ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων εισηγείται ότι σε κανένα στάδιο δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι αυτός ήταν «κάτοχος» των επίδικων επιταγών εν τη εννοία του Νόμου και θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 30(1) του Κεφ. 262. Οι νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η Υπεράσπιση είναι αυτή που έχει στους ώμους της το βάρος της ανατροπής του με την προσκόμιση μαρτυρίας. Αυτό το βάρος η υπεράσπιση δεν μπόρεσε να το αποσείσει σύμφωνα με την εισήγηση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα διαφοροποίησε την υπόθεση Παναγιώτου ν. Φουρνίδου (πιο πάνω) από την παρούσα ως προς τα γεγονότα.
Εξετάσαμε την εισήγηση του εφεσείοντα υπό το φως του άρθρου 30(1) του Κεφ. 262 και της νομολογίας και, με όλο το σεβασμό, κρίνουμε ότι αυτή δεν ευσταθεί.
Το άρθρο 30(1) προνοεί ως ακολούθως:
«Κάθε μέρος του οποίου η υπογραφή εμφανίζεται σε συναλλαγματική θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έχει καταστεί μέρος αυτής για αξία.»
Οι περιστάσεις έκδοσης των επιταγών υπήρξαν αντικείμενο αντιπαράθεσης. Ο εφεσείων δεν κατάφερε να πείσει το Δικαστήριο ότι τα ποσά των επιταγών δόθηκαν σε μετρητά για τους λόγους που ανέφερε ο ίδιος στη μαρτυρία του. Στηρίχθηκε δηλαδή ο εφεσείων στη δική του μαρτυρία ως προς το στοιχείο της αντιπαροχής και η εκδοχή του δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Δεν μπορεί να έχει δεύτερη ευκαιρία και να ζητήσει εκ των υστέρων ενεργοποίηση του μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 30(1). Αντίθετη κατάληξη θα σήμαινε ότι ο Νόμος αντιστρατεύεται και εξουδετερώνει την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το Δικαστήριο. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Παναγιώτου ν. Φουρνίδου:
«Στην παρούσα υπόθεση το κατά πόσο ο εφεσείων ήταν κάτοχος της επιταγής εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Νόμου, αποτέλεσε ένα από τα σημεία αντιπαράθεσης κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Στο πρωτόδικο δικαστήριο δημιουργήθηκαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η επιταγή περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντα, όπως και ως προς το αντάλλαγμα της. Υπενθυμίζουμε ότι τόσο η μαρτυρία του εφεσείοντα, όσο και η μαρτυρία της εφεσίβλητης και του μάρτυρα της, απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστες. Συνεπώς, το τεκμήριο της αντιπαροχής δεν δημιουργήθηκε εφόσον ο εφεσείων, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να αποδείξει ότι ήταν «κάτοχος» της επίδικης επιταγής.»
Δεν διαφωνούμε με τον κ. Βορκά ότι τα γεγονότα στην πιο πάνω υπόθεση είναι διαφορετικά από την παρούσα. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι ήταν «κάτοχος» της επίδικης επιταγής, ενώ στην παρούσα το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε. Όμως, στην προκείμενη περίπτωση, δημιουργήθηκαν σοβαρές αμφιβολίες στο Δικαστήριο ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές και κυρίως ως προς το αντάλλαγμα αυτών, λόγω της απόρριψης της μαρτυρίας που δόθηκε σε συνάρτηση με αυτά τα ζητήματα. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι το τεκμήριο της αντιπαροχής δεν δημιουργήθηκε ούτε στην παρούσα περίπτωση.
Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται. Ενόψει του γεγονότος ότι πρόκειται περί ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, επιδικάζονται €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ