ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B428
28 Νοεμβρίου 2017
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
VBH (CYPRUS) LTD
Εφεσειόντων
ν.
2. ΜΗΝΑ Ν. ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
3. ΧΑΡΗ Ν. ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσιβλήτων
-------------
Έλλη Μιχαηλίδου (κα) για Τσαγγαρίδη, για τους εφεσείοντες.
Νίκος Ροτσίδης για τους εφεσίβλητους.
----------
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η σειρά κατηγοριών που αντιμετώπισαν η εφεσίβλητη 1 εταιρεία και ο εφεσίβλητος 2, διευθυντής της, περιστρέφονταν γύρω από το βασικό αδίκημα της έκδοσης επιταγών οι οποίες κατά την παρουσίασή τους για πληρωμή δεν εξοφλήθηκαν, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων (Άρθρα 305Α και 20 του Ποινικού Κώδικα).
Θεμελιακό ζήτημα, όπως εξελίχθηκε η υπόθεση, αποτέλεσε εκείνο της πατρότητας των επιδίκων επιταγών. Στο τέλος της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε δεν στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση θεωρώντας ότι δεν υπήρχε καθόλου μαρτυρία που να συνδέει την έκδοση των επιταγών με τους εφεσίβλητους.
Γενικά ομιλούντες, μαρτυρία για αναγνώριση υπογραφής, αν δεν πιστοποιείται από το ίδιο το πρόσωπο που υπέγραψε, μπορεί να προέρχεται από πρόσωπο που ήταν παρόν και επιμαρτυρεί το γεγονός της υπογραφής, ή από πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει την υπογραφή ή από συγκριτική διεργασία πραγματογνώμονα. Η γνησιότητα δε ενός εγγράφου μπορεί να προκύπτει και από περιστατική μαρτυρία (Phipson on Evidence, 18th Ed., 41-07).
Εν προκειμένω δεν ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουδεμία μαρτυρία υπήρξε που να συνδέει τις επιταγές με τους εφεσίβλητους ή που να μπορούσε ενδεχομένως να στοιχειοθετήσει την πατρότητά τους.
Υπήρχε μαρτυρία από το διευθυντή της παραπονούμενης εταιρείας ότι αυτές είχαν εκδοθεί από την εφεσίβλητη έναντι υπολοίπου οφειλής που προέκυψε από παραγγελίες. Υπήρχε μαρτυρία από υπάλληλο της τράπεζας στην οποία η εφεσίβλητη 1 διατηρούσε τον επίδικο λογαριασμό ότι, σύμφωνα με επιστολή του εφεσίβλητου 2 προς την τράπεζα ημερομηνίας 6.5.2009, εξουσιοδοτημένος να υπογράφει επιταγές ήταν μόνο ο διευθυντής της, εφεσίβλητος 2. Ο ίδιος υπάλληλος αναγνώρισε την υπογραφή στις επιταγές-τεκμήρια ως συνάδουσες με το δείγμα υπογραφής του εφεσίβλητου 2 που τηρούσε η τράπεζα. Σημειώνουμε ότι δεν απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης να εξετάσουμε και πολύ περισσότερο ν΄αποφανθούμε κατά πόσο τέτοια μαρτυρία συνιστά αναγνώριση από πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει την υπογραφή, ή κατά πόσο πρόκειται για σύγκριση που προϋποθέτει εμπειρογνωμοσύνη. Απλώς υποδεικνύουμε την υπάρχουσα μαρτυρία η οποία και θα έπρεπε, στο βαθμό που έγινε αποδεκτή, να εκτιμηθεί στο τέλος ως προς την αξία και την αποδεικτική της δύναμη, όπως θα είναι παρακάτω η απόφασή μας.
Υπήρχε επίσης μαρτυρία του υπαλλήλου της τράπεζας ότι η τράπεζα διαθέτει ειδική υπηρεσία που χειρίζεται και ελέγχει τις επιταγές και ότι από τη στιγμή που οι επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες με την ένδειξη «αποταθείτε στον εκδότη» εξυπακούεται ότι ελέγχθηκε η υπογραφή με βάση το δείγμα που τηρείται στην τράπεζα.
Το τελευταίο δεν αποτελούσε εικασία του μάρτυρα, αλλά θα μπορούσε να προκύπτει ως λογικό συμπέρασμα από το μαχητό τεκμήριο που έχει θεσπιστεί στο Άρθρο 305Α(3) του Ποινικού Κώδικα, ως προς την αλήθεια της νενομισμένης αναφοράς από το πιστωτικό ίδρυμα (σημείωσης ή σφραγίδας) του λόγου για τον οποίο δεν πληρώθηκε μια επιταγή (έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής). Η ρύθμιση αυτή του Νόμου που επήλθε με τροποποίηση, έχει ως αποτέλεσμα την καθιέρωση μαχητού τεκμηρίου κανονικότητας ως προς τη εσωτερική διαδικασία μιας τράπεζας η οποία απολήγει, σε περίπτωση μη πληρωμής, στη συγκεκριμένη κάθε φορά αναφορά επί της επιταγής.
Εν προκειμένω, με το να επιστραφούν οι επιταγές (4 φορές η μία και από 2 φορές οι άλλες δύο) με την ένδειξη «αποταθείτε στον εκδότη», υποδηλώνεται ότι το πρόβλημα για την τράπεζα δεν ήταν μη η αναγνώριση του εκδότη (της υπογραφής του), αλλά η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων.
Υπήρχε και άλλο ένα στοιχείο: Υποβλήθηκε σε μάρτυρες της εφεσείουσας κατά την αντεξέτασή τους ότι η μία εκ των τριών επιταγών έχει εξοφληθεί. Εισηγείται η εφεσείουσα ότι τέτοια γραμμή υπεράσπισης δεν συνάδει με αποποίηση της πατρότητας των επιταγών και αποσύνδεσή τους από την εφεσίβλητη εταιρεία, αλλ΄αντίθετα υποδηλώνει αναγνώριση της μίας τουλάχιστον επιταγής.
Όλα αυτά τα στοιχεία μηδενίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο αρκέστηκε σε ταύτιση της παρούσας με την υπόθεση Βούρας ν. Ανδρέα, Λουκά, Ματθαίου (Α.Λ.Μ.) Γενικές Μεταφορές Λτδ (2003) 2 ΑΑΔ 135. Στην υπόθεση όμως εκείνη, είχε απλώς αναφερθεί από την υπάλληλο της τράπεζας, στη μαρτυρία της για τον παραπονούμενο/ εφεσείοντα, ότι τα άτομα που υπέγραψαν την επιταγή ήταν οι κατηγορούμενοι 2 και 3. Τίποτε άλλο. Γι΄αυτό και το Εφετείο έκρινε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καλέσει σε απολογία τους κατηγορούμενους (εταιρεία και 3 διευθυντές της) για τον ένα μάλιστα εκ των οποίων δεν έγινε ούτε καν η ονομαστική αναφορά που, ως άνω, έγινε για τους άλλους δύο. Όπως τέθηκε:
«Δεν υπήρχαν τα μαρτυρικά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συναχθεί ότι η εφεσίβλητη εταιρεία υπέγραψε την επιταγή.»
Εν προκειμένω, μαρτυρικό υλικό και άλλα στοιχεία υπάρχουν ώστε να εδικαιολογείτο η κλήση των κατηγορουμένων σε απολογία μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης «εκ πρώτης όψεως», όπως ο όρος αυτός αντιδιαστέλλεται από την τελική θεώρηση της με κριτήριο πλέον την απόδειξη πέραν λογικής αμφιβολίας (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133).
Σ΄εκείνο το τελικό στάδιο είναι που το δικαστήριο θα κληθεί να θεωρήσει την υπόθεση στην ολότητά της, να αξιολογήσει τη μαρτυρία, να εκτιμήσει την αξία και τη δύναμή της, να συνεκτιμήσει κάθε σχετικό παράγοντα και ν΄αποφασίσει επί του ορθού τότε κριτηρίου. Το οποίο όπως προκύπτει εσφαλμένα είχε σ΄αυτό το πρόωρο στάδιο κατά νου ο πρωτόδικος Δικαστής, εφόσον θεώρησε ότι επειδή «αμφισβητήθηκε έντονα το γεγονός ότι πρόκειται για την υπογραφή του κατηγορούμενου 2, η κατηγορούσα αρχή όφειλε να αποδείξει, έξω από κάθε λογική αμφιβολία την πατρότητα της υπογραφής», παρερμηνεύοντας σχετική αναφορά από την υπόθεση Χατζηιωάννου ν. Δημητρίου (2000) 2 ΑΑΔ 62.
Υπό το φως της μαρτυρίας η οποία προσήχθη, θεμελιώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων. H περί αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνιστούσε «πλημμελή εφαρμογή του νόμου» εν τη εννοία του άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου έτσι ώστε η έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης να είναι επιτρεπτή (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοφή (2010) 2 ΑΑΔ 172, Iacovou Brothers (Concrete) Ltd v. Action Construction & Development Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 184/2014, ημερ. 10.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:D77, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου, ανωτ). Ως εκ τούτου η αθωωτική απόφαση και η απαλλαγή των εφεσιβλήτων παραμερίζεται.
Καθοδηγούμενοι από την επί τούτου κατάληξη της υπόθεσης Ch. Zakakiotis (Disco) Ltd v. Kalavas & Associates Ltd κ.α. (1999) 2 ΑΑΔ 523 και τη νομολογία που εκεί αναφέρεται ως προς τις αρχές που διέπουν την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης, κρίνουμε ότι τέτοια διαταγή δικαιολογείται εν προκειμένω. Όπως αποφασίστηκε στην Charilaou Bros Ltd v. Magnior Ltd κ.α., Ποινική Έφεση αρ. 70/2014, ημερ. 20.5.2015, η επανεκδίκαση μπορεί να λάβει τη μορφή της πλήρους αναδίκασης ή να έχει την έννοια της συνέχισης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου με την ίδια σύνθεση. Όπως δε στην υπόθεση Charilaou, έτσι και εν προκειμένω, επειδή ο πρωτόδικος Δικαστής δεν προχώρησε σ΄αυτό το στάδιο σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, ούτε διατύπωσε οποιοδήποτε εύρημα, παρά μόνο θεώρησε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία, θεωρούμε ορθό προς εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων η ακρόαση της υπόθεσης να συνεχίσει από το σημείο που σταμάτησε από τον ίδιο Δικαστή (βλ. Charilaou Bros Ltd, ανωτέρω).
Η έφεση επιτρέπεται. Η αθωωτική απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η συνέχιση της ακρόασης της ποινικής υπόθεσης αρ. 14290/2012, Ε.Δ. Λεμεσού, ενώπιον του ιδίου Δικαστή με κλήση των εφεσιβλήτων σε απολογία.
Έξοδα υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων αλληλέγγυα και κεχωρισμένα €2000 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π