ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B427
28 Νοεμβρίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ
Εφεσείουσας
και
ΔΕΣΠΩΣ ΠΑΡΔΑΛΗ
Εφεσίβλητης
-----------------------
Ν. Γεωργίου για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Π. Χαραλάμπους (κα.) για Ε. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση, ως εσφαλμένη, καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο, δηλαδή το άρθρο 3(1) (γ), σε συνάρτηση με το άρθρο 3(4), του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικών Αποφάσεων Πιστωτών Νόμου του 2008 (Ν 60(Ι)/2008), επί των πραγματικών γεγονότων.
Η κατηγορούμενη-εφεσίβλητη αντιμετώπισε 7 συνολικά κατηγορίες για παραβάσεις του προαναφερόμενου άρθρου, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Συγκεκριμένα ήταν η θέση της κατηγόρου-εφεσείουσας ότι ενώ η εφεσίβλητη ήταν εξ αποφάσεως οφειλέτιδα χρέους δυνάμει αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και ενώ την 1.12.2011 διατάχθηκε από το ίδιο δικαστήριο να καταβάλει στην εφεσείουσα, εξ αποφάσεως πιστωτή, το ποσό των €100.- μηνιαίως από 1.3.2012, παράλειψε να καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις των μηνών Απριλίου του 2014 μέχρι και Οκτωβρίου του 2014.
Προς απόδειξη της υπόθεσης της κατηγόρου-εφεσείουσας, έδωσε μαρτυρία μόνον ένας μάρτυρας ενώ η κατηγορούμενη-εφεσίβλητη, αφού κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να μην προσφέρει μαρτυρία, να μη δηλώσει οτιδήποτε και να μην καλέσει μάρτυρες.
Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου έγιναν παραδεκτά τα εξής γεγονότα:
Από 9.11.2009, μεταβιβάστηκαν στην εφεσείουσα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Ιδιωτικών Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου Λτδ και η εφεσείουσα έχει υποκαταστήσει το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Ιδιωτικών Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου Λτδ. Υπέρ του προαναφερόμενου Ταμιευτηρίου και εις βάρος της εφεσίβλητης ως εγγυήτριας, δύο άλλων εγγυητών και του πρωτοφειλέτη, εκδόθηκε διαιτητική απόφαση για ποσό €10.479,15.- με τόκο 8% ετησίως από 16.7.2008 μέχρις εξοφλήσεως και ο πρωτοφειλέτης και οι τρεις εγγυητές ήταν αλληλεγγύως υπόλογοι για την πληρωμή του χρέους. Επιπρόσθετα επιδικάστηκαν και €170.- ως έξοδα της διαιτητικής απόφασης. Η διαιτητική απόφαση ενεγράφη, για σκοπούς εκτελέσεως της, σύμφωνα με το Νόμο, στις 11.2.2010. Στα πλαίσια της απόφασης εγγραφής της διαιτητικής απόφασης επιδικάστηκαν περαιτέρω €542.- πλέον Φ.Π.Α., πλέον €33.-, έξοδα. Την 1.12.2011 εκδόθηκε, στα πλαίσια σχετικής αίτησης, διάταγμα μηνιαίων δόσεων εναντίον της εφεσίβλητης και των άλλων δύο εγγυητών, Σάββα Ματθαίου και Νεόφυτου Πρωτοπαπά, διάταγμα πληρωμής του προαναφερόμενου, εξ αποφάσεως, χρέους των και των εξόδων, με μηνιαίες δόσεις ύψους €100.- η κάθε μία (για τον κάθε εγγυητή), αρχίζοντας από την 1.3.2012. Οι μηνιαίες δόσεις θα συνεχίζονταν μέχρι την τελική εξόφληση.
Ο Μ.Κ.1, Χρυσοβαλάντης Κασιώνης, ο οποίος, όπως ανέφερε, εργάζεται στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών της εφεσείουσας, παρουσίασε κατάσταση λογαριασμού ημερ. 30.4.2015, ως τεκμήριο 5, στην οποίαν εμφαίνεται ότι το υπόλοιπον του σχετικού λογαριασμού, την 30.4.2015, ήταν €23.480,77.-, περιλαμβανομένων και των δικηγορικών εξόδων για τις διαδικασίες που είχαν γίνει μέχρι τότε. Στην κατάσταση λογαριασμού φαινόταν ότι η εφεσίβλητη δεν είχε πληρώσει τις επίδικες δόσεις και τούτο παρά το ότι δεν είχε μεταβληθεί η οικονομική της κατάσταση, από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος, ούτε και είχε υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση στο δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, εξ όσων γνώριζε.
Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι εφόσον δεν είχε υποβληθεί στον Μ.Κ.1 ότι είχε εξοφληθεί το εξ αποφάσεως χρέος, ούτε και είχε υποβληθεί ότι καταβλήθηκαν οι επίδικες μηνιαίες δόσεις, και δεδομένου ότι το εξ αποφάσεως χρέος ήταν παραδεκτό γεγονός, η απλή αμφισβήτηση της κατάστασης λογαριασμού, κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.1, δεν αναιρούσε την ύπαρξη του εξ αποφάσεως χρέους.
Αντίθετα, ήταν η θέση της εφεσίβλητης, ότι δεν είχε αποδειχθεί, από την εφεσείουσα, το αναγκαίο συστατικό στοιχείο του αδικήματος που αφορούσε στη μη καταβολή των δόσεων, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκαμε αξιολόγηση της μαρτυρίας και ευρήματα, αναφέρθηκε στη νομική πτυχή και ειδικά στο άρθρο 3(1) (γ) και 3(4) του προαναφερόμενου νόμου. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 3(1) (γ) είναι τα ακόλουθα:
1. Ότι ο κατηγορούμενος είναι εκ δικαστικής αποφάσεως χρεώστης.
2. Ότι το εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος δεν έχει εξοφληθεί.
3. Ότι υπάρχει διάταγμα πληρωμής του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους, με δόσεις και
4. Ότι ο κατηγορούμενος παρέλειψε να καταβάλει τις δόσεις που είχε διαταχθεί να καταβάλει όταν αυτές κατέστησαν πληρωτέες.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε τις υπερασπίσεις του άρθρου 3(4) του νόμου και είπε ότι αυτές είναι οι εξής:
1. Ότι ο κατηγορούμενος έχει συμμορφωθεί με το διάταγμα πληρωμής του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους του, με δόσεις.
2. Ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος, και
3. Ότι έχει υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος, την οποία έχει επιδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, πριν από την επίδοση του κατηγορητηρίου σ΄ αυτόν (τον κατηγορούμενο).
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού αποφάσισε πως το βάρος της απόδειξης ότι η παράλειψη καταβολής των οφειλόμενων δόσεων έγινε «για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία», όπως προνοείται στο προαναφερόμενο άρθρο 3(1) (γ), το έχει ο ίδιος ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τη νομολογία, προχώρησε σε σχόλια αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Κ.1. Ανέφερε, συναφώς, ότι η γενική εικόνα που άφησε ο μάρτυρας στο δικαστήριο δεν ήταν θετική, ότι η κατάσταση λογαριασμού, που παρουσίασε ως τεκμήριο 5, αμφισβητήθηκε έντονα κατά την αντεξέταση του μάρτυρα και συνεπώς «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ύπαρξη του κατ΄ ισχυρισμό ύψους του οφειλόμενου ποσού, από την κατηγορούμενη προς την παραπονούμενη. Δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό ότι το ποσό που αναφέρεται στο τεκμ. 5 καταδεικνύει το ύψος του κατ΄ ισχυρισμό εξ αποφάσεως χρέους, κατά την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, και τούτο διότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 έχει δημιουργήσει ερωτηματικά και εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με την ορθότητα των ισχυρισμών του εν λόγω μάρτυρα αλλά και του περιεχομένου του τεκμ. 5». Εξηγώντας τη θέση της περαιτέρω, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αναφέρθηκε στην αρχική οφειλή των €10.479,15.-, με τόκο 8% ετησίως, από 16.7.2008 μέχρις εξοφλήσεως, πλέον €170.- έξοδα, την προσθήκη €542.- πλέον Φ.Π.Α., πλέον €33.-, έξοδα εγγραφής της διαιτητικής απόφασης την 11.2.2010, και σε χρεώσεις που έγιναν την 31.12.2014, δηλαδή σε ημερομηνία μεταγενέστερη της 16.7.2008 (ημερομηνία της αρχικής απόφασης).
Παρατήρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο Μ.Κ.1 δεν επεξήγησε επαρκώς την κατάσταση λογαριασμού που παρουσίασε και συγκεκριμένες χρεώσεις που έγιναν, και κατέληξε ως εξής: «Ό,τι σημειώνεται στο σημείο αυτό είναι ότι οι δηλώσεις και η έλλειψη επεξήγησης του τεκμ. 5 από το μάρτυρα, δεν θεωρώ ότι μπορούν να θεμελιώσουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το ύψος του οφειλομένου ποσού κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων».
Άλλες παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αφορούν στη μή παραγνώριση, από αυτό, της ύπαρξης εξ αποφάσεως χρέους και της ύπαρξης διατάγματος καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις. Όμως, ενόψει της αμφισβήτησης του περιεχόμενου της κατάστασης λογαριασμού, το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε ότι «ενδεχομένως να υφίσταται εξ αποφάσεως χρέος» και είπε ότι θεωρεί «ότι υπάρχει κάποιο χρέος» το οποίον όμως δεν έχει αποκρυσταλλωθεί. Δεδομένου ότι, εκτός από την εφεσίβλητη, αλληλέγγυα υπόλογοι για την εξόφληση του χρέους ήταν και ο πρωτοφειλέτης και άλλοι δύο εγγυητές, δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ότι το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος του άρθρου 3(1) (γ), ανωτέρω, ότι δηλαδή το, εκ δικαστικής αποφάσεως, χρέος δεν είχε εξοφληθεί, αποδείχθηκε, στη προκείμενη περίπτωση. Ενόψει, λοιπόν, της αμφιβολίας που υπήρχε στο μυαλό του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το ακριβές υπόλοιπο του εξ αποφάσεως χρέους, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και τις 7 κατηγορίες εναντίον της εφεσίβλητης, την οποίαν αθώωσε και απάλλαξε.
Μελετήσαμε όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Είχαμε την ευκαιρία επίσης να ανατρέξομε σε δύο πρόσφατες σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες έκαναν αναφορά και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, τις υποθέσεις Νικολάου ν. City Principal Investments Ltd, Ποινική ΄Εφεση αρ. 160/14, ημερ. 20.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:B558 και Προδρόμου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Ποινική Έφεση αρ. 25/12, ημερ. 20.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:B126.
Στην υπόθεση Προδρόμου (ανωτέρω), η οποία αφορούσε σε κατηγορίες δυνάμει του Ν 60(Ι)/2008, παρόμοιες με τις παρούσες, το Εφετείο τόνισε ότι το ζητούμενο δεν ήταν το συνολικό ποσό του χρέους, κατά την ημέρα της ακρόασης, αλλά το κατά πόσον οι επίδικες δόσεις είχαν ή όχι καταβληθεί. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι η διαπίστωση της παράλειψης καταβολής των δόσεων και το γεγονός ότι ακόμα δεν είχαν πληρωθεί, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και όχι το υπόλοιπο του εξ αποφάσεως χρέους. Στις περιπτώσεις αυτές το ουσιώδες δεν είναι η διακρίβωση του χρέους, εφόσον αυτό προκύπτει από δικαστική απόφαση. Στην υπόθεση εκείνη τέθηκε και θέμα πιθανής πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους ή μέρους του, από άλλο εναγόμενο ή άλλο πρόσωπο. Το Εφετείο παρατήρησε ότι ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα που να δείχνει ότι το ζήτημα της αποπληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους, ήταν επίδικο θέμα.
Στη Νικολάου (ανωτέρω) διατυπώθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 3(1) (γ) και έγινε ανάλυση του βάρους της απόδειξης που έχει η Κατηγορούσα Αρχή και η Υπεράσπιση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το γεγονός ότι υπήρχε εξ αποφάσεως χρέος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν αμφισβητούμενο. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ρητώς, ανέφερε ότι ενδεχομένως να υφίσταται εξ αποφάσεως χρέος και ότι θεωρούσε ότι υπάρχει κάποιο χρέος (σελ. 17 της απόφασης). Εκείνο που αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.1 ήταν το ακριβές ύψος του εξ αποφάσεως χρέους και κάποιες χρεώσεις. Δεν υπήρχε όμως ίχνος μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το εξ αποφάσεως χρέος είχε εξοφληθεί από οποιονδήποτε και επομένως, εσφαλμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ικανοποιείτο το δεύτερο αναγκαίο συστατικό στοιχείο του αδικήματος του άρθρου 3(1) (γ) (ανωτέρω). Εφόσον, επομένως, η εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους δεν ήταν επίδικο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου (και ήταν ευθύνη της εφεσίβλητης να το θέσει), εσφαλμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε σ΄ αυτό το ζήτημα τόσο μεγάλη σημασία και τελικά κατέληξε σε εσφαλμένο αθωωτικό αποτέλεσμα για την εφεσίβλητη.
Δεδομένης της ύπαρξης εξ αποφάσεως χρέους, δεδομένης της ιδιότητας της εφεσίβλητης ως εξ αποφάσεως χρεώτιδος και δεδομένης της έκδοσης διατάγματος μηνιαίων δόσεων, εναντίον της το μόνο, ουσιαστικά, θέμα προς απόφανση ήταν το κατά πόσον εξοφλήθησαν οι οφειλόμενες μηνιαίες δόσεις, πράγμα όμως το οποίο ουδέποτε ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη και επομένως θα έπρεπε να είχε αποφασιστεί υπέρ της εφεσείουσας.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η εφεσίβλητη καταδικάζεται και στις 7 κατηγορίες, τις οποίες αντιμετώπισε.
Π.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.