ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Ε. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-11-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ν. A.S.G. SOLAR TECHNOLOGIES LIMITED, Ποινική Έφεση 147/2015, 28/11/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B426

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

28 Νοεμβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση 147/2015)

 

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείοντας,

ν.

 

A.S.G. SOLAR TECHNOLOGIES LIMITED,

 

Εφεσιβλήτων.

 

 

Ε. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

 

Π. Στασή (κα), για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε, στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης 1109/2013, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, τρεις κατηγορίες που είχαν ως βάση την πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής, χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση του άρθρου 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 54. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο και στις τρεις κατηγορίες και του επιβλήθηκε πρόστιμο €1.700 στη δεύτερη κατηγορία και καμία ποινή στις υπόλοιπες.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω καταδίκης, ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση με οχτώ λόγους έφεσης. Οι λόγοι μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής: Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αμφισβητούν την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου αναφορικά με διαπιστωθέν λάθος στο όνομα της παραπονουμένης, εφεσίβλητης εταιρείας. Η δεύτερη δέσμη λόγων έφεσης, ήτοι τέταρτος μέχρι και έβδομος, αμφισβητούν την ορθότητα της αξιολόγησης που έγινε από το δικαστήριο των μαρτύρων, τόσο της κατηγορίας, όσο και του εφεσείοντα, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως. Με το λόγο έφεσης 3 ο εφεσείων παραπονείται για την παράλειψη του δικαστηρίου να ασχοληθεί με μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2, υπαλλήλου της τράπεζας, αναφορικά με τη δυνατότητα να τιμηθούν οι εκδοθείσες επιταγές την επίδικη περίοδο. Τέλος, με τον όγδοο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο δεν κατέληξε σε συμπέρασμα ως προς το λόγο για τον οποίο οι εν λόγω επιταγές δεν έχουν πληρωθεί.

 

Για σκοπούς καλύτερης αντίκρισης των εγειρόμενων θεμάτων θεωρούμε σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε τα ευρήματα του δικαστηρίου, όπως καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

″Η παραπονούμενη και η εταιρεία Standway Holdings Ltd στις 5.4.12 υπέγραψαν συμφωνία με την οποία η πρώτη αναλάμβανε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να προμηθεύσει και να εγκαταστήσει έξι φωτοβολταϊκά συστήματα για λογαριασμό της δεύτερης έναντι του ποσού των €240.000 πλέον Φ.Π.Α. Η πρόνοια ωστόσο για πληρωμή Φ.Π.Α. ακυρώθηκε, καθώς στη συνέχεια διαφάνηκε ότι δεν υπήρχε εκ του νόμου υποχρέωση για καταβολή Φ.Π.Α. Στη συμφωνία ημερομηνίας 5.4.12 υπήρχε όρος (όρος 4.5) σύμφωνα με τον οποίο η εγκατάσταση και παράδοση των φωτοβολταϊκών συστημάτων θα έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός 60 ημερών από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας. Περαιτέρω, ο σχετικός όρος προνοούσε ότι η παραπονούμενη θα υποχρεούτο στην πληρωμή αποζημίωσης ύψους €100,000 ανά ημέρα καθυστέρησης νοουμένου ότι η καθυστέρηση θα οφείλεται στην παραπονούμενη.

 

Η εγκατάσταση και παράδοση των έξι φωτοβολταϊκών συστημάτων δεν ολοκληρώθηκε εντός των 60 ημερών από τις 5.4.12, ήτοι μέχρι τις 5.6.12, αλλά αργότερα. Περαιτέρω, μεταξύ των ημερομηνιών 29.10.12 - 9.11.12 υπογράφηκαν μεταξύ της Α.Η.Κ. και της Standway Holdings Ltd έξι συμβάσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σύμφωνα με τις οποίες η Α.Η.Κ. ανέλαβε την υποχρέωση αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από την εταιρεία Standway Holdings Ltd.

 

Στις 14.11.12 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του κατηγορούμενου, ο οποίος είναι διευθυντής της εταιρείας Standway Holdings Ltd, και του Αλέξη Ηροδότου εκ μέρους της παραπονούμενης. Κατά την εν λόγω συνάντηση ο κατηγορούμενος έναντι των οφειλών της Standway Holdings Ltd εξέδωσε τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές από προσωπικό του λογαριασμό για το συνολικό ποσό των €38.000 και τις παρέδωσε στον Αλέξη Ηροδότου προκειμένου η παραπονούμενη να στείλει στο Ίδρυμα Ενέργειας Κύπρου όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά για να τύχει η εταιρεία Standway Holdings Ltd της επιδότησης από το ειδικό ταμείο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος εξέδωσε τις πιο κάτω αναφερόμενες επιταγές της Τράπεζας Κύπρου:

 

·        Επιταγή με αρ. 04998452 ημερομηνίας 8.12.12 για το ποσό των €8.000.

·        Επιταγή με αρ. 04998453 ημερομηνίας 8.12.12 για το ποσό των €20.000.

·        Επιταγή με αρ. 04998454 ημερομηνίας 15.12.12 για το ποσό των €10.000.

 

Στις 7.12.12 η εταιρεία Standway Holdings Ltd με επιστολή της προς την παραπονούμενη πληροφόρησε την τελευταία ότι θα δίδονταν οδηγίες για ανάκληση της πληρωμής των επίδικων επιταγών διότι υπήρξε καθυστέρηση 169 τουλάχιστον ημερών στην ολοκλήρωση της εγκατάστασης και παράδοσης των συστημάτων, με αποτέλεσμα να έχει υποστεί ζημία που ξεπερνά το ποσό των €38.000.

 

Περαιτέρω, την ίδια ημερομηνία, δηλαδή στις 7.12.12, ο κατηγορούμενος με οδηγίες του προς την Τράπεζα Κύπρου ανακάλεσε την πληρωμή των επίδικων επιταγών επικαλούμενος ως λόγο ανάκλησης την αθέτηση συμφωνίας.

 

Η παραπονούμενη παρουσίασε προς πληρωμή τις επίδικες επιταγές. Συγκεκριμένα στις 12.12.12 παρουσίασε προς πληρωμή τις επιταγές ημερομηνίας 8.12.12 για τα ποσά των €8.000 και €20.000 αντίστοιχα και στις 7.12.12 την επιταγή ημερομηνίας 15.12.12 για το ποσό των €10.000. Οι πρώτες δύο επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες στις 13.12.12 και η τελευταία στις 18.12.12 λόγω ανάκλησης της πληρωμής τους από τον εκδότη τους. Το τραπεζικό ίδρυμα έθεσε και επί των τριών επίδικων επιταγών σφραγίδα στην οποία αναγράφεται ότι η πληρωμή έχει ανακληθεί από τον εκδότη της επιταγής.

 

Οι πιο πάνω αναφερόμενες επιταγές εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να παραμένουν απλήρωτες.

 

Στα πλαίσια αγωγής που καταχώρησε η παραπονούμενη εναντίον της Standway Holdings Ltd, η τελευταία καταχώρησε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση με την οποία αξιώνει ποσό €77.455,68.

 

Η ορθή επωνυμία της παραπονούμενης είναι A.S.G SOLAR TECHNOLOGIES LIMITED και όχι A.S.G. SOLAR TECHNOLOGIES LIMITED ως αναγράφεται επί του κατηγορητηρίου.″

 

 

Θα σχολιάσουμε αρχικώς το θέμα που προβάλλεται με τους λόγους έφεσης 1 και 2 οι οποίοι έχουν ως βάση, την κατ' ισχυρισμό, προώθηση και ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας επί άκυρου κατηγορητηρίου.

 

Όπως έχει διαφανεί και αποτελεί αποδεκτό γεγονός, το αναγραφόμενο επί του κατηγορητηρίου όνομα της εταιρείας -  παραπονουμένης, σε σύγκριση με το πραγματικό, διαφέρει καθότι προσετέθη μια τελεία. Στο κατηγορητήριο αναγράφεται το όνομα A.S.G. SOLAR TECHNOLOGIES LIMITED. Το όνομα που αναγράφεται στο Τεκμ. 8, βεβαίωση του Εφόρου Εταιρειών, είναι A.S.G SOLAR TECHNOLOGIES LIMITED.

 

Αυτό, κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα πλήττει καίρια την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου γιατί η υπόθεση αυτή καταχωρήθηκε, προωθήθηκε και εκδικάστηκε με αποτέλεσμα την καταδίκη του εφεσείοντα από ανύπαρκτο διάδικο.  Ο κ. Ερωτοκρίτου αναφέρθηκε σε νομολογία για να υποστηρίξει ότι η ιδιωτική ποινική δίωξη, όπως επί του προκειμένου, απαιτεί την ύπαρξη παραπονούμενου - ζημιωθέντα και κατηγόρου. Τέτοιο άτομο δεν υπήρχε στην παρούσα περίπτωση, κατέληξε. Ταυτοχρόνως, παραδέχθηκε ότι δεν υπάρχει επί του συγκεκριμένου θέματος νομολογία και παρέπεμψε σε μια πρωτόδικη απόφαση G. MOLESKIS AND SONS ENGINEERING LTD v. A & M SUN BLINDS SHADING SOLUTIONS LTD, Υπ. Αρ. 18133/2007, ημερ. 16 Μαρτίου 2009.

 

Το θέμα αυτό της διαφοροποίησης της επωνυμίας της εταιρείας είχε εγερθεί κατά το στάδιο της αντεξέτασης του Μ.Κ. 1, Αλέξη Ηροδότου, μέτοχου της εταιρείας των εφεσιβλήτων. Όταν διαπιστώθηκε, κατατέθηκε εκ συμφώνου ως παραδεκτό γεγονός το Τεκμ. 8 για επιβεβαίωση του θέματος. Στο σημείο εκείνο η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων ζήτησε προφορικά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Το δικαστήριο, υπαρχούσης ένστασης από την άλλη πλευρά, δεν διέκοψε τη διαδικασία και μετά από δήλωση της πλευράς του εφεσείοντα, ότι είναι σε θέση να προχωρήσει σε αντεξέταση του Μ.Κ. 1, ανεξαρτήτως του προβλήματος αυτού, η διαδικασία συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε η, για πολλές σελίδες των πρακτικών και συγκεκριμένα πέρα των 50, αντεξέταση του Μ.Κ. 1. Στη συνέχεια και πριν την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας, η πλευρά των εφεσιβλήτων υπέβαλε αίτημα για τροποποίηση. Μετά από ένσταση της άλλης πλευράς το δικαστήριο εξέδωσε την ενδιάμεση απόφαση του με την οποία αρνήθηκε την τροποποίηση, δηλώνοντας ότι το όνομα δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο και συνεπώς δεν υπάρχει διαδικασία τροποποίησης του ονόματος του κατηγόρου. Η διαδικασία προχώρησε, κατέθεσαν ακόμα τρεις μάρτυρες για τον κατήγορο και στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, εκ νέου, είχε τεθεί το θέμα της εγκυρότητας του κατηγορητηρίου. Το δικαστήριο, με την ενδιάμεση απόφαση του, σημείωσε ότι το θέμα αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης σε μεταγενέστερο στάδιο και ως εκ τούτου, κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία. Μετά την προσκόμιση μαρτυρίας και από τον εφεσείοντα ο συνήγορος του επανέφερε το θέμα της ακυρότητας και κατά την τελική του αγόρευση. Το δικαστήριο θεώρησε ότι, παρόλο που αυτό το θέμα υπάρχει, η απουσία εισήγησης από πλευράς εφεσείοντα, τότε κατηγορουμένου, ότι είχε, με οποιοδήποτε τρόπο, παραπλανηθεί, «ως προς το πρόσωπο του κατηγόρου ή ότι εν πάση περιπτώσει αδυνατούσε να αντιληφθεί ποιο είναι το πρόσωπο που τον κατηγορεί», δεν έχρηζε περαιτέρω ανάλυσης.

 

Συμφωνούμε απολύτως με την πρωτόδικη προσέγγιση. Κατ' αρχάς, η ύπαρξη ή όχι μιας εταιρείας και επί του προκειμένου δεν θεωρούμε ότι επειδή πρόκειται περί ιδιωτικής ποινικής δίωξης το θέμα είναι διαφορετικό, επιτυγχάνεται με μαρτυρία ότι αυτή λειτουργούσε. (Βλ. K.N.G. AUTOPARTS LTD v. IOANNOU (1996) 1(B) A.A.Δ. 689 και ΕΔΑΞΥΛ ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΛΤΔ κ.ά. ν. Αγαθοκλέους (1996) 2 Α.Α.Δ. 1337). Παράλληλα, στην υπόθεση ΝΑΚΟΚΑ LIMITED v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 471, κρίθηκε ότι το λανθασμένο όνομα της κατηγορούμενης στην υπόθεση εκείνη εταιρείας, όπου στο κατηγορητήριο υπήρχε το όνομα "Eταιρεία Νακόκα Λτδ», ουδόλως επηρέασε τη διαδικασία από τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι τα δικαιώματα της κατηγορούμενης εταιρείας δεν επηρεάστηκαν δυσμενώς και είχε τη δυνατότητα προώθησης της υπόθεσης της ενώπιον του δικαστηρίου.

 

Ανάλογο θέμα απασχόλησε προσφάτως το Εφετείο στην υπόθεση IACOVOU BROTHERS (CONCRETE) LTD v. ACTION CONSTRUCTION & DEVELOPMENT LTD κ.ά., Ποιν. Εφ. 184/2014, ημερ. 10 Φεβρουαρίου 2016, ECLI:CY:AD:2016:D77. Στην εν λόγω υπόθεση στις επιταγές οι οποίες είχαν κατατεθεί, αναφερόταν το όνομα των εφεσειόντων ως «Iacovou Brothers Ltd» και «Iacovou Brothers Ltd (CONCRETE)». Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε επιταγή καθότι δεν υπήρχαν εγγεγραμμένες νομικές οντότητες με τις πιο πάνω επωνυμίες. Το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση στη βάση της υπάρχουσας μαρτυρίας, η οποία συνέδεε την παραπονούμενη εταιρεία με τη συναλλαγή στη βάση της οποίας είχαν εκδοθεί οι εν λόγω επιταγές, τονίζοντας ότι η ύπαρξη ή όχι της εταιρείας των παραπονουμένων ήταν θέμα πραγματικών περιστατικών και ως εκ τούτου, διέταξε την επανεκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης.

 

Αν και εφόσον συνέτρεχε περίπτωση απουσίας άρθρου του νόμου που οδηγούσε σε παραπλάνηση, τότε θα ανέκυπτε θέμα εξέτασης τυχόν ακύρωσης της διαδικασίας. (Βλ. Μαρκίδης ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1999) 2 Α.Α.Δ. 598 και Ηλία κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 395).

 

Επί του προκειμένου, όπως ορθώς διαπιστώνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων όχι μόνο είχε αντιληφθεί πλήρως ποιος ήταν ο κατήγορος και για ποιο θέμα η συγκεκριμένη εταιρεία του είχε προσάψει κατηγορία, αντεξέτασε επί μακρόν επί όλων των πτυχών της υπόθεσης, ως να επρόκειτο περί αστικής δίκης, και επί αυτού θα επανέλθουμε αργότερα, αλλά και ο ίδιος είχε την αντίληψη, όπως καταφαίνεται, ότι η ύπαρξη ή όχι τελείας είναι ένα αμελητέο θέμα. Όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως, στην επιστολή με την οποία διαμαρτύρεται για καθυστέρηση στην παράδοση του έργου και γνωστοποιεί στην εταιρεία ότι δεν θα τιμηθούν οι επιταγές, ημερ. 7 Δεκεμβρίου 2012, αναγράφεται το όνομα της εταιρείας συμπεριλαμβανομένης και της τελείας μετά το γράμμα G.

 

Συνεπώς θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι ανυπόστατοι και απορρίπτονται. Επιπροσθέτως θα σημειώναμε ότι σε καμία στιγμή δεν εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ότι επηρεάστηκε η προβολή της υπεράσπισης, αντιθέτως, η υπόθεση προχώρησε και εκδικάστηκε χωρίς καμιά επιπλοκή. Συμφωνούμε με τον πρωτόδικο Δικαστή ότι η ύπαρξη της εταιρείας - κατηγόρου ήταν θέμα πραγματικό και έχει η τελευταία αποσείσει το βάρος που επί του προκειμένου είχε.

 

Όπως έχουμε σημειώσει, οι λόγοι έφεσης 4 μέχρι και 7 άπτονται της αξιολόγησης που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με τους Μ.Κ. 1 και 3, τον Αλέξη Ηροδότου, μέτοχο της εταιρείας και άμεσα εμπλεκόμενο στη συναλλαγή, όπως και το Γεώργιο Ιωσηφίδη, ο οποίος ήταν μηχανικός εργοδοτούμενος στην παραπονούμενη εταιρεία.

 

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, που έγινε πρωτοδίκως, καθότι η αμεσότητα που υπάρχει στην πρωτόδικη διαδικασία είναι η πλέον πρόσφορη για την αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας. Το Εφετείο θα επέμβει όταν και εφόσον διαπιστωθεί ότι αντιφάσεις, αν υπάρχουν, είναι τέτοιας έκτασης και εύρους, που οδηγούν σε παράλογα αποτελέσματα ή έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος έδωσε έμφαση αρχικώς στο γεγονός ότι η δομή αξιολόγησης που έγινε, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, εμπεριέχει το στοιχείο της ασάφειας και της απομόνωσης της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα, χωρίς συνδυασμό των διαφόρων εκδοχών που παρουσιάστηκαν αναφορικά με τα διάφορα θέματα της υπόθεσης. Η παρατήρηση αυτή είναι ορθή. Η δομή μιας απόφασης πρέπει να περιέχει αφενός μεν αναγκαία περίληψη της προσαχθείσας μαρτυρίας, αξιολόγηση, ευρήματα αξιοπιστίας και συμπεράσματα. Το ότι στη συγκεκριμένη απόφαση γίνεται αξιολόγηση εκάστου μάρτυρα μετά το πέρας της παράθεσης της μαρτυρίας, δεν είναι από μόνη της μεμπτή. Το τι θα πρέπει να εξεταστεί στο τέλος είναι, αν διαβάζοντας την απόφαση στο σύνολο της, καθίσταται εύκολα διακριτό πώς το δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα αξιοπιστίας, τα οποία το οδήγησαν στην τελική του κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα και κατ' επέκταση την ενοχή του εφεσείοντα. Αυτό έγινε επί του προκειμένου. Το δικαστήριο προχωρεί αμέσως μετά την παράθεση της μαρτυρίας του εφεσείοντα να επισημάνει και να προσδιορίσει ποια ήταν η υπερασπιστική γραμμή που ακολουθήθηκε και επ' αυτού το δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του, όπως ορθώς σημειώνουμε. Η υπεράσπιση που προωθήθηκε ήταν ότι ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων έδωσε οδηγίες στην τράπεζα να μην προχωρήσει σε εξόφληση των εκδοθέντων επιταγών, ήταν γιατί υπήρξε καθυστέρηση στην παράδοση του έργου, κατά παράβαση του άρθρου 4.5 της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, Τεκμ. 2. Αυτό εξάγεται επίσης από το περιεχόμενο της επιστολής ημερ.                7 Δεκεμβρίου 2012, Τεκμ. 6Α, που ο συνήγορος του εφεσιβλήτου απέστειλε προς την παραπονούμενη εταιρεία, γνωστοποιώντας την πρόθεση του πρώτου για μη εξόφληση των επιταγών.

 

Το δικαστήριο δίδει επαρκείς εξηγήσεις γιατί έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των Μ.Κ. 1 και 3 και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, θεωρώντας την ότι «σε αρκετά σημεία της χαρακτηριζόταν και από αντιφατικότητα». Επεξηγεί το δικαστήριο σε έκταση γιατί θεώρησε ότι ο εφεσείων είχε εκ των υστέρων επικαλεστεί την καθυστέρηση ως αιτία για τη μη πληρωμή, με σκοπό να τεκμηριώσει την εύλογη αιτία που επιβάλλει το άρθρο 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα. Σημειώνει περαιτέρω ότι στη δήλωση του εφεσείοντα, Τεκμ. 24, που αποτέλεσε την κυρίως εξέταση του, ουδέν αναφέρει περί διαμαρτυριών προς την παραπονούμενη εταιρεία σε σχέση με την προκληθείσα καθυστέρηση. Η πρώτη φορά που τίθεται είναι με την επιστολή, Τεκμ. 6Α, η οποία στάληκε 7 Δεκεμβρίου 2012, την προτεραία της υποχρέωσης πληρωμής των δύο εκ των τριών επιταγών, που ήταν η 8η Δεκεμβρίου 2012. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση ότι κακώς δεν έχει γίνει αποδεκτή η εκδοχή του εφεσείοντα αναφορικά με κατ' ισχυρισμό εκβιασμό που υπέστη από το Μ.Κ. 1, έτσι ώστε να εκδώσει και παραδώσει τις επίδικες επιταγές. Το δικαστήριο εξηγεί σε έκταση γιατί κάτι τέτοιο δεν γίνεται αποδεκτό, όπως επίσης και το θέμα της παράδοσης των φωτοβολταϊκών και των αιτήσεων που έπρεπε να υποβληθούν προς το Ι.Ε.Κ., προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η εκτελεσθείσα εργασία ήταν ορθή για να εγκριθεί η χορηγία στην οποία στόχευε η εταιρεία του εφεσιβλήτου. Επί του προκειμένου το δικαστήριο εξηγεί και παραθέτει τις αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις που έδωσε ο εφεσείων, που, κατά την εισήγηση του δικαστηρίου, αναιρεί το περιεχόμενο της επιστολής, Τεκμ. 6Α, όπου αναφέρεται ότι «τα συστήματα ολοκληρώθηκαν και παραδόθηκαν».

 

Στη βάση των πιο πάνω θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 6 δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.

 

Παραμένει προς συζήτηση ο λόγος έφεσης 7, όπου ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία που ο τελευταίος έδωσε ενώπιον του δικαστηρίου τεκμηρίωνε και απεδείκνυε την ύπαρξη ευλόγου αιτίας, όπως επιβάλλει το άρθρο 305(Α)(2).

 

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, του άρθρου 305Α (2) του Ποινικού Κώδικα είναι (α) η έκδοση επιταγής, κάτι το οποίο επί του προκειμένου δεν αμφισβητείται και (β) η πρόκληση μη εξόφλησης της επιταγής με οποιαδήποτε πράξη του εκδότη. Ούτε αυτό αμφισβητείται, καθότι κατατέθηκε η εντολή που ο εφεσείων έδωσε στην εκδότρια τράπεζα για ανάκληση της πληρωμής, ημερ.                        7 Δεκεμβρίου 2012, Τεκμ. 13 και (γ) τούτο έγινε πριν την ημερομηνία που η επιταγή είχε καταστεί πληρωτέα.

 

Μετά τη διαπίστωση των πιο πάνω, ενεργοποιείται η προσφερόμενη δυνατότητα υπεράσπισης, ήτοι της ανάκλησης των επιταγών λόγω εύλογης αιτίας. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση N.C. DIAMONDS CO. LTD v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ (2001) 2 Α.Α.Δ. 763, το βάρος απόδειξης ότι υπήρχε εύλογη αιτία για την ενέργεια του εφεσείοντος, δηλαδή της ανάκλησης πληρωμής των επιταγών, φέρει ο ίδιος. Το βάρος απόδειξης, μετατοπιζόμενο πλέον στους ώμους του εφεσείοντος, είναι εκείνο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Στην εν λόγω απόφαση υιοθετήθηκε το σκεπτικό της υπόθεσης Pitsillides & another v. Republic (1983) 2 C.L.R. 374, όπου η έννοια της εύλογης αιτίας συνδέθηκε με την έννοια της καλής πίστης, αναφέρθηκε δε στην υπόθεση N.C. DIAMONDS το εξής: «Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται στο αυστηρό πλαίσιο που θέτει το εδ. (2), χωρίς να επεκτείνεται σε άλλες έννομες σχέσεις .» και προστίθεται ότι η ενέργεια του εφεσείοντα θα πρέπει να ήταν «(1) ειλικρινής και (2) υπαγορεύθηκε από εύλογη αιτία». Το θέμα της ύπαρξης καλής πίστης εξετάστηκε και στην υπόθεση ΦΩΤΙΟΥ ν. EXANTAS MARINE ENTERPRISES LTD κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 704.

 

Επανερχόμενοι στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, που αποτέλεσε τη βάση για τη μη αποδοχή της προβολής της εύλογης αιτίας για ανάκληση πληρωμής, το δικαστήριο έδωσε επαρκείς λόγους και σε έκταση, γιατί θεώρησε ότι η στάση του εφεσείοντα δεν ήταν ειλικρινής ως προς το αίτιο για το οποίο προχώρησε και έδωσε οδηγίες ανάκλησης. Ως εκ τούτου, δεν θεωρούμε ότι και ο λόγος αυτός έχει οποιαδήποτε βάση και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποβλήθηκε παράπονο ότι το δικαστήριο, ενώ χαρακτήρισε τον υπάλληλο της εκδότριας τράπεζας, Νέαρχο Κόκκινο (Μ.Κ. 2) ως ειλικρινή μάρτυρα, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας ανέφερε ότι τη δεδομένη στιγμή υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του εφεσείοντα για να πληρωθεί μία εκ των τριών επιταγών, αποτελούμενη από €10.000. Επίσης, η αναφορά του μάρτυρα περί δυνατότητας συμπλήρωσης και του υπόλοιπου ποσού με ένα τηλεφώνημα από τον εφεσείοντα δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο, χαρακτηριζόμενο ως έκφραση γνώμης και όχι ως μαρτυρία γεγονότων.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η εισήγηση. Όπως ορθώς επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, η κατηγορία στηριζόταν στην παράγραφο (2) του άρθρου 305(Α) και η υπεράσπιση προς αυτή την κατεύθυνση έτεινε. Το αν υπήρχαν ή όχι διαθέσιμα κεφάλαια ήταν θέμα άσχετο με το επίδικο ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, όπως είναι η μαρτυρία, ούτε και αυτή η επιταγή των €10.000 θα μπορούσε να τιμηθεί, καθότι τη δεδομένη στιγμή, όπως ο ίδιος ο εφεσείων είχε παραδεχθεί, ο λογαριασμός ήταν χρεωστικός με όριο €10.000 και είχε ήδη χρησιμοποιηθεί ποσό €654. Αυτό θα είχε τη σημασία του αν η υπεράσπιση στηριζόταν στην παράγραφο (1) του άρθρου 305(Α). Συνεπώς, ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης έχει έρεισμα.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει τελικώς αποφανθεί ποιος είναι ο λόγος για τη μη πληρωμή των συγκεκριμένων επιταγών. Αυτό               δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στα ευρήματα του δικαστηρίου αναφέρεται σαφώς ότι «δηλαδή στις 7.12.12 ο κατηγορούμενος με οδηγίες του προς την Τράπεζα Κύπρου ανακάλεσε την πληρωμή των επίδικων επιταγών επικαλούμενος ως λόγο ανάκλησης την αθέτηση συμφωνίας». Στη βάση αυτού καταδεικνύεται, και ήταν άλλωστε αποδεκτό από τον εφεσείοντα, ότι οι επιταγές δεν έχουν τιμηθεί κατόπιν δικής του ενέργειας, ήτοι της εντολής που ο ίδιος έδωσε στην τράπεζα με το Τεκμ. 13. Συνεπώς και ο παρών λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο