ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΙΡΛΑΠΠΟΥ ν. ΑΝΤΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 32/2016, 24/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:B184
ΝΙΚΟΣ ΓΛΥΚΥΣ G.N.S. TelemaN LTD v. ΛΑΡΤΙΔΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 85/19, 30/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:B362
ECLI:CY:AD:2017:B292
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 65/2015)
11 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
Μεταξύ:
ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΔΟΥΝΑ
Εφεσείοντα,
-v-
ΘΩΜΑ Δ. ΚΩΣΤΑΠΠΗ
Εφεσίβλητου
_________________________
Ν. Νικολάου-Μετζίτικος για Κυριακίδου-Λαμάρη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα
Γ. Χ΄Παρασκευάς και Λ. Χαβιαράς για Κούσιος, Κορφιώτης και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ,
για τον Εφεσίβλητο
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Κατηγορούμενος - Εφεσίβλητος αντιμετώπισε δύο κατηγορίες για την έκδοση δύο επιταγών άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, ο Εφεσίβλητος, κατά ή περί την 31.12.2011, εξέδωσε και παρέδωσε στον παραπονούμενο Εφεσείοντα επιταγές της Νέας ΣΠΕ Γερίου, οι οποίες όταν παρουσιάστηκαν στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν, κατά ή μετά την ημερομηνία που κατέστησαν πληρωτέες, δεν εξοφλήθηκαν λόγω του ότι ο τραπεζικός λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός και/ή παγοποιημένος και οι επιταγές παρέμειναν απλήρωτες για περίοδο 15 ημερών από την παρουσίαση τους στην τράπεζα.
Για την Κατηγορούσα Αρχή - Εφεσείοντα, κατέθεσαν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δύο μάρτυρες και αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου, αυτός κατέθεσε ενόρκως.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκαν 32 τεκμήρια και έγιναν παραδεκτά κάποια γεγονότα. Μεταξύ των παραδεκτών γεγονότων ήταν ότι ο Εφεσίβλητος εξέδωσε και υπέγραψε προς όφελος του Εφεσείοντα τις προαναφερόμενες δύο επιταγές, οι οποίες είχαν ημερομηνία 31.12.2011, κατατέθηκαν την 9.1.2012 και επιστράφηκαν την 10.1.2012, με την ένδειξη ότι ο λογαριασμός παγοποιήθηκε. Οι δύο επιταγές δόθηκαν από τον Εφεσίβλητο στον Εφεσείοντα πριν την 31.12.2011.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και σε ευρήματα και, στη συνέχεια, ανέλυσε την νομική πτυχή και εφάρμοσε τον Νόμο επί των γεγονότων. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον ΜΚ2 - Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν έπεισε για τον χρόνο έκδοσης των επιταγών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οι επιταγές εκδόθηκαν και του παραδόθηκαν «τέλος Οκτωβρίου του 2011 με αρχές Νοεμβρίου του 2011».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη, τόσο τη μαρτυρία του Εφεσείοντα - Παραπονούμενου, όσο και εκείνη του Εφεσίβλητου - Κατηγορούμενου.
Αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη, μεταξύ άλλων, στα εξής ευρήματα, στη βάση των παραδεκτών γεγονότων και τη μαρτυρία της ΜΚ1, την οποία δέχτηκε ως αξιόπιστη:
Ο Κατηγορούμενος-Εφεσίβλητος εξέδωσε και υπέγραψε προς όφελος του Παραπονούμενου - Εφεσείοντα τις δύο συγκεκριμένες επιταγές που αναφέρονται στις δύο κατηγορίες, ημερομηνίας 31.12.2011, οι οποίες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρουσιάστηκαν στην αρμόδια τράπεζα και επιστράφηκαν λόγω του ότι ο λογαριασμός από τον οποίο εκδόθηκαν ήταν παγοποιημένος. Στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπάρχει πουθενά αναφορά στο χρόνο υπογραφής και έκδοσης των δύο επιταγών.
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε το άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αναφέρθηκε στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τα οποία, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή είναι: η έκδοση επιταγής, η παρουσίαση της στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίο εκδόθηκε κατά ή μετά την ημερομηνία που κατέστη πληρωτέα, η μη εξόφλησή της λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά τον χρόνο παρουσίασης της επιταγής και η μη πληρωμή της από τον εκδότη της εντός 15 ημερών από την παρουσίαση της.
Εκτός από τα προαναφερόμενα στοιχεία του αδικήματος, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, είναι απαραίτητη και η ύπαρξη πρόθεσης διάπραξης του αδικήματος από πλευράς Κατηγορούμενου. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Militos Trading Limited v. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609, παρατήρησε ότι, με δεδομένη την απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και μη έχοντας άλλη μαρτυρία για το ζήτημα του χρόνου υπογραφής και έκδοσης των επιταγών, ήταν αδύνατο να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσον, κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών, ο Εφεσίβλητος γνώριζε επ΄ακριβώς τα υπόλοιπα στο λογαριασμό του ή ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα υπόλοιπα ή ότι ο λογαριασμός είχε παγοποιηθεί, λόγω ΚΑΠ, από τις 25.2.2011, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία της αξιόπιστης ΜΚ1.
Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εκτός από την έλλειψη μαρτυρίας αναφορικά με το χρόνο έκδοσης των επιταγών και, κατά συνέπεια, τη μη απόδειξη της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων (mens rea) κατά τον κρίσιμο χρόνο της έκδοσης των επιταγών, απουσίαζε και το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της μη πληρωμής των επιταγών.
Με βάση τα προαναφερόμενα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος, τον οποίο απάλλαξε και αθώωσε και από τις δύο κατηγορίες.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ενώπιον μας, ως εσφαλμένη, με τέσσερις λόγους έφεσης.
Πρώτον, καθότι η πρωτόδικη κατάληξη περί μή απόδειξης του στοιχείου της έκδοσης των επιταγών είναι εσφαλμένη.
Δεύτερον, καθότι η πρωτόδικη κατάληξη ότι απουσίαζε και το αναγκαίο συστατικό στοιχείο της μη πληρωμής των επιταγών, είναι εσφαλμένη.
Τρίτον, καθότι το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Παραπονούμενου - Εφεσείοντα, ΜΚ2, ήταν αναξιόπιστη, είναι εσφαλμένο.
Τέταρτον, καθότι το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση το σκεπτικό της απόφασης Militos (ανωτέρω), αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος (mens rea), είναι εσφαλμένο.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Είναι ορθό ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι συνταγμένη η πρωτόδικη απόφαση μπορεί να οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε για το γεγονός της έκδοσης των δύο επίδικων επιταγών και τούτο, παρά το σαφές εύρημα του ότι ο Κατηγορούμενος εξέδωσε και υπέγραψε προς όφελος του Παραπονούμενου τις δύο συγκεκριμένες επίδικες επιταγές. Εκείνο, όμως, που, στην πραγματικότητα, αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του (σελ. 19 και 20) είναι ότι δεν αποδείχθηκε ο χρόνος έκδοσης των επιταγών, ο οποίος είναι ουσιώδης για την απόδειξη της διάπραξης του αδικήματος του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με τη Militos (ανωτέρω).
Κρίνουμε ότι, οι λόγοι έφεσης 1 και 4 είναι αβάσιμοι. Η απόφαση στην Militos (ανωτέρω) είναι απόλυτα σχετική με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ήταν δεσμευτική επί του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επομένως, ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, την εφάρμοσε επί των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και κατέληξε στο συμπέρασμα πως, εφόσον δεν αποδείχτηκε ο χρόνος υπογραφής και έκδοσης των επίδικων επιταγών, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφασίσει και το κατά πόσον, κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης των επιταγών, αποδείχθηκε η αναγκαία υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων (mens rea).
Είναι γεγονός ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε αναγκαία απόδειξη πρόθεσης διάπραξης των συγκεκριμένων αδικημάτων, εκ μέρους του Κατηγορούμενου, ενώ, σύμφωνα με την πολύ πρόσφατη απόφαση του παρόντος Εφετείου, στην Ποινική Έφεση 161/2014, Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης v. Gastop Boutique Ltd κ.α., ημερ. 30.6.2017, για τη διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 305Α, είναι αρκετή και η αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness), κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής, αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα τιμηθεί όταν θα παρουσιαστεί προς πληρωμή.
Για σκοπούς, όμως, της παρούσας υπόθεσης, θεωρούμε ορθή την πρωτόδικη κατάληξη ότι, δεδομένου πως ο χρόνος υπογραφής και έκδοσης των επίδικων επιταγών δεν αποδείχθηκε, δεν ήταν δυνατό να αποδειχθεί και η αναγκαία υποκειμενική υπόσταση (mens rea) των αδικημάτων, η οποία ανάγεται στο χρόνο υπογραφής και έκδοσης των επιταγών, σύμφωνα με την Militos (ανωτέρω).
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην πρωτόδικη κατάληξη για μη πληρωμή των επίδικων επιταγών. Στην πραγματικότητα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε επιστροφή των επίδικων επιταγών, με την ένδειξη ότι ο λογαριασμός παγοποιήθηκε - ΚΑΠ. Είναι γεγονός ότι, στη σελίδα 20 το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, παρεμφερώς, ότι ελλείπει και το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της μη πληρωμής των επιταγών, αυτό, όμως, φαίνεται να παρεισέφρησε εκ λάθους, εξού και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολείται με περαιτέρω ανάλυση του θέματος. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, η λανθασμένη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε μή πληρωμή των επιταγών δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον ο λόγος για τον οποίο δεν τιμήθηκαν οι δύο επίδικες επιταγές, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι, κατά την παρουσίαση των επιταγών στο αρμόδιο πιστωτικό ίδρυμα, ο λογαριασμός του εκδότη - Εφεσίβλητου ήταν κλειστός.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην, κατ΄ισχυρισμόν, εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Παραπονούμενου - Εφεσείοντα ως αναξιόπιστη. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί από το Εφετείο στην προκείμενη περίπτωση, καθότι η παρούσα Έφεση, από αθωωτική πρωτόδικη απόφαση, έγινε στη βάση του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σύμφωνα με το οποίο, αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να εφεσιβληθεί για λόγους ευρημάτων αξιοπιστίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον μας που να υποστηρίζει τη θέση ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για τον Εφεσείοντα, ήταν εσφαλμένα.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους.
Κατά συνέπεια, η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα και υπέρ του Εφεσίβλητου, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΣ