ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B285
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
7 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 318/2015)
ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Π. Αριστοτέλους, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: O εφεσείων είχε, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που του απαγγέλθηκε, καταρτίσει πλαστό έγγραφο, συγκεκριμένα το Πωλητήριο Έγγραφο (ΠΩΕ 1805/08), και το οποίο έθεσε σε κυκλοφορία, καθώς επίσης ότι με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό την καταδολίευση, υποκίνησε τους Μ.Κ. 5 και 6 να υπογράψουν το πλαστό έγγραφο, για αγορά μιας μεζονέτας, ενώ αυτός γνώριζε ότι ήδη ανήκε σε άλλο πρόσωπο. Τέλος ότι, με σκοπό καταδολίευσης συναλλάχθηκε σε ακίνητη περιουσία που ανήκε σε άλλο πρόσωπο.
Μετά από τη διεξαγωγή ακρόασης, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για τα αδικήματα της πλαστογραφίας επίσημου εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(δ), 334 και 337 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 333(δ), 337, 339 του Κεφ. 154, της εξασφάλισης εκτέλεσης αξιογράφου με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 299 του Κεφ. 154 και των δόλιων συναλλαγών σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο, κατά παράβαση των άρθρων 303Α(1)(2)(α)(γ) του Κεφ. 154. Του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 10, 12 και 18 μηνών, αντιστοίχως.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται τόσο η ορθότητα της καταδίκης, όσο και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.
Τα γεγονότα, όπως αυτά αποτελούν τη βάση της καταδίκης, συνοψίζονται ως ακολούθως:
Κατά το 2006, ο εφεσείων είχε καταλήξει σε συμφωνία με το Μ.Κ. 4, διευθυντή και μέτοχο της εταιρείας Leoroof, για την πώληση της μεζονέτας αρ. 6, στο συγκρότημα κατοικιών Varosia Gardens 5 στο Παραλίμνι της επαρχίας Αμμοχώστου. Ο εφεσείων είχε παρουσιαστεί στο Μ.Κ. 4 ως μέτοχος και διευθυντής των εταιρειών Varosia (ιδιοκτήτριας του εν λόγω κτιριακού συγκροτήματος) και της συνδεδεμένης με αυτή εταιρείας K & M Famagusta Developers. Το τίμημα πώλησης συμφωνήθηκε ότι θα εξοφλείτο από εργασίες, που θα προσέφερε η εταιρεία Leoroof, στις προαναφερόμενες εταιρείες. Η γραπτή, επί τούτου συμφωνία (Τεκμ. 14), κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου το Δεκέμβριο του 2006.
Αρχές του 2008, ο εφεσείων προχώρησε σε τερματισμό της πιο πάνω συμφωνίας, αποστέλλοντας σχετική επιστολή στην εταιρεία Leoroof. Δεν είχαν, όμως, ληφθεί οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα για ακύρωση του συμβολαίου, το οποίο παραμένει κατατεθειμένο στο Κτηματολόγιο.
Την ίδια, περίπου, περίοδο ο εφεσείων προχώρησε σε σύναψη συμφωνίας με τους Μ.Κ. 5 και Μ.Κ. 6 για την αγορά από τους τελευταίους, της μεζονέτας αρ. 6 στο κτιριακό συγκρότημα Varosia Gardens. Η υπογραφή της συμφωνίας έγινε στις 2 Οκτωβρίου 2008, και στη συνέχεια ο εφεσείων τους παρέδωσε τα κλειδιά της μεζονέτας. Μετά την πάροδο 4-5 ημερών, ο εφεσείων επικοινώνησε με το Μ.Κ. 5 και τον πληροφόρησε ότι, λόγω κάποιου λάθους, τα έγγραφα θα έπρεπε να υπογραφούν ξανά, πράγμα το οποίο και έγινε.
Περί το Νοέμβριο του 2008, ο εφεσείων παρέδωσε στους Μ.Κ. 5 και 6 φωτοαντίγραφο του πωλητηρίου εγγράφου (Τεκμ. 20) στο οποίο καταγράφεται ότι, η πιο πάνω αναφερόμενη μεζονέτα αρ. 6, πωλήθηκε σε αυτούς έναντι του ποσού των 213,575.
Οι Μ.Κ. 5 και 6 άρχισαν να χρησιμοποιούν και να διαμένουν στη μεζονέτα, από το καλοκαίρι του 2009. Περί τα μέσα Αυγούστου 2009, σε επίσκεψη του Μ.Κ. 4 στο πιο πάνω κτιριακό συγκρότημα Varosia Gardens, διαπίστωσε ότι στη συγκεκριμένη μεζονέτα αρ. 6. διέμεναν οι Μ.Κ. 5 και 6, τους οποίους και ενημέρωσε ότι είχε ο ίδιος προβεί στην αγορά της συγκεκριμένης μεζονέτας από το 2006. Στη συνέχεια ο Μ.Κ. 5 επικοινώνησε με τον εφεσείοντα, ο οποίος τους καθησύχασε. Σε μεταγενέστερο χρόνο ο Μ.Κ. 5 πληροφορήθηκε από κάποιο δικηγόρο, ότι στη βάση του πωλητηρίου εγγράφου, το οποίο είναι κατατεθειμένο στο Κτηματολόγιο (Τεκμ. 3), φαίνεται ως ιδιοκτήτης της μεζονέτας αρ. 2 και όχι της μεζονέτας αρ. 6.
Από την επιστημονική μαρτυρία, έχει καταφανεί ότι οι μονογραφές των Μ.Κ. 5 και 6 στις σελίδες 1 και 2 του κατατεθέντος πωλητηρίου εγγράφου Τεκμ. 3, δεν ήταν γνήσιες, ενώ η μονογραφή και η υπογραφή τους στις σελίδες 3 και 4 είναι γνήσιες. Οι Μ.Κ. 5 και 6 επιβεβαίωσαν ότι οι μονογραφές τους στις σελίδες 1 και 2 του Τεκμ. 3, δεν ήταν δικές τους.
Ως προεξάρχον θέμα, με βάση τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3, ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη και κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Υπήρξε, όπως προτάθηκε, ανισότητα όπλων σε βαθμό που τούτο επηρέασε την τελική κατάληξη του δικαστηρίου περί της ενοχής του.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι, υπήρχε μαρτυρικό υλικό το οποίο δεν παραδόθηκε στον εφεσείοντα, πριν την έναρξη της δίκης.
Ο εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα δεν έδωσε άδεια ή δεν εξέδωσε διάταγμα, ώστε να δυνηθεί να μεταβεί στα γραφεία της εταιρείας για να συλλέξει έγγραφα και μαρτυρικό υλικό για την υπεράσπιση του (2ος λόγος). Με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε να χρησιμοποιηθούν, από την Κατηγορούσα Αρχή, καταθέσεις και μαρτυρικό υλικό ενώ ο ίδιος αδυνατούσε να χρησιμοποιήσει το μαρτυρικό υλικό που είχε παραδώσει, για την παρούσα υπόθεση στην Αστυνομία.
Πριν την έναρξη της διαδικασίας ακρόασης υπέβαλε παράπονο, εισηγήθηκε ο εφεσείων, αναφορικά με τη μη παράδοση ολόκληρου του μαρτυρικού υλικού. Του παραδόθηκε, συνέχισε, μαρτυρικό υλικό μετά την ολοκλήρωση της αντεξέτασης των μαρτύρων και αφού στο μεταξύ είχε κληθεί σε απολογία. Το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος αφορά την παράλειψη του δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα για μετάβαση στα γραφεία της εταιρείας του, έτσι ώστε να συγκεντρώσει στοιχεία, για την υπεράσπιση του, όπως προβλήθηκε.
Σύμφωνα με το άρθρο 7(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155:
«Όταν κλήση ή ένταλ΅α που εκδόθηκε δυνά΅ει του άρθρου 44 του παρόντος Νό΅ου επιδοθεί στον κατηγορού΅ενο, αυτός δικαιούται ΅ε γραπτό αίτη΅ά του προς την κατηγορούσα αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά ΅ε το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκη΅α, προκει΅ένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοι΅ασία της υπεράσπισης του κατηγορου΅ένου.»
Στην υπόθεση Εστιατόριο Χρύσανθος Παφίτης Λτδ ν. Εφόρου ΦΠΑ, Ποιν. Έφ. Αρ. 184/2013, ημερ. 24 Μαΐου 2016, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η υποχρέωση παράδοσης έγγραφου μαρτυρικού υλικού από την κατηγορούσα αρχή εκ του άρθρου 7 της Ποινικής Δικονομίας, εναρμονίζεται πλήρως με τη συνταγματική επιταγή εκ του ’ρθρου 12.5 του Συντάγματος το οποίο επιτάσσει ότι πρέπει να γνωστοποιούνται στον κατηγορούμενο λεπτομερώς μεταξύ άλλων το μαρτυρικό υλικό στο οποίο θεμελιώνεται η κατηγορία. Συμβαδίζει δε απόλυτα η αρχή αυτή με τις νομολογιακές κατευθύνσεις από τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ.»
Eξετάζοντας τα πρακτικά, διαπιστώνουμε ότι, ο εφεσείοντας είχε, όντως προβάλει, πρωτοδίκως, τον ισχυρισμό περί μη παράδοσης όλου του μαρτυρικού υλικού. Σημειώνουμε, όμως, ότι στην πρώτη συνεδρία του δικαστηρίου όταν είχε εγερθεί το θέμα, ο εφεσείων ανέφερε ότι του δόθηκε μέρος των καταθέσεων και δεν του είχαν δοθεί τα τεκμήρια. Στην ίδια συνεδρία, κατά το στάδιο της κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα δόθηκε, στον εφεσείοντα, δέσμη αντιγράφων των πωλητηρίων εγγράφων, τα οποία σχετίζονταν με τις γραφολογικές εξετάσεις (σελ. 13). Το δικαστήριο στο τέλος της συνεδρίας έδωσε οδηγίες όπως δοθούν τα αντίγραφα των συμβολαίων. Ο εφεσείων είχε εφοδιασθεί με όλα τα αντίγραφα των γραφολογικών εξετάσεων και των συμβολαίων και είχε στην κατοχή του όλα τα έγγραφα που αφορούσαν το Μ.Κ. 1 εμπειρογνώμονα, πριν την έναρξη της αντεξέτασης του και επομένως δεν μπορεί να προβληθεί επιχείρημα επηρεασμού της υπεράσπισης του. Αντιθέτως, ο ίδιος ο εφεσείων, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του Μ.Κ. 1, σχετικά με την υπογραφή της Μ.Κ. 10, ανέφερε ότι έχει στη κατοχή του «σωρεία εγγράφων και επιταγών που πάντα υπογράφει με εκατό τρόπους διαφορετικούς».
Σε μεταγενέστερες συνεδρίες ο εφεσείων υπέβαλλε και πάλι το ίδιο αίτημα χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιεί ποια έγγραφα δεν του είχαν δοθεί. Όπως καταγράφεται στα πρακτικά, έγγραφα και τεκμήρια δίδονταν στον κατηγορούμενο πριν την ολοκλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής (σελίδες 4, 26, 27, 44, 54).
Ταυτοχρόνως, του είχε δοθεί η ευχέρεια να συγκεκριμενοποιήσει τα έγγραφα τα οποία ήταν, όπως ανέφερε, σημαντικά για την υπεράσπιση του, κάτι το οποίο όμως δεν έκανε επαρκώς (σελ. 144, 174, 175, 210, 211). Περαιτέρω, διαπιστώνουμε ότι τα έγγραφα που ζητούσε είχαν ληφθεί στα πλαίσια εξέτασης άλλης υπόθεσης.
Όπως, αβίαστα, προκύπτει από τα πρακτικά, ο εφεσείων είχε γνώση και ταυτοχρόνως, τα τεκμήρια που ζητούσε ήταν στην κατοχή του. Ενώ, πρόβαλλε συνεχώς, ότι δεν του είχαν δοθεί όλες οι καταθέσεις (ζητώντας επίσης και καταθέσεις που αφορούσαν άλλη υπόθεση και συγκεκριμένα την 1944/14), παρατηρούμε ότι, κατά την αντεξέταση του Μ.Κ. 2 αναφέρεται σε κατάθεση που λήφθηκε από το μάρτυρα και δεν είχε κατατεθεί (σελ. 66). Κατά την αντεξέταση του Μ.Κ. 4, κατέθεσε ως τεκμήριο 26 τα αρχιτεκτονικά σχέδια, περιλαμβανομένων και των αρχιτεκτονικών σχεδίων της επίδικης κατοικίας (σελ. 118). Είχε συνεπώς ο εφεσείων όλο το υλικό το οποίο ήταν απαραίτητο για την υπεράσπιση του, προβαίνοντας σε εκτεταμένη αντεξέταση των μαρτύρων, πάντοτε κάνοντας αναφορά σε έγγραφα. Κατά την αντεξέταση του Μ.Κ. 8 ο εφεσείων αναφέρθηκε στη συμπληρωματική κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα την οποία και κατέθεσε ως τεκμήριο 34 (σελ. 238). Επίσης ζήτησε και κατατέθηκε ως τεκμήριο 35 και πάλι κατά την αντεξέταση του Μ.Κ. 8, επιστολή της εταιρείας Varosia (σελ. 256), ως τεκμήριο 36, απόφαση του διοικητικού συμβουλίου για εξουσιοδότηση της Μ.Κ. 10 (σελ. 258).
Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της μακράς αντεξέτασης της Μ.Κ. 10, ο εφεσείων ζήτησε και κατατέθηκε ως τεκμήριο 42, η κατάθεση της μάρτυρος η οποία δόθηκε στα πλαίσια άλλης υπόθεσης (σελ. 306). Επίσης παρουσίασε και κατέθεσε ως τεκμήριο 43 έγγραφη συμφωνία μεταβίβασης μετοχών και ως τεκμήριο 44 πληρεξούσιο έγγραφο.
Με βάση τη μακροσκελή μας αναφορά στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, καταδεικνύεται ότι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του, όλα, τα αναγκαία για σκοπούς της ετοιμασίας της υπεράσπισης του, έγγραφα, συνεπώς το επιχείρημα περί παραβίασης της δίκαιης δίκης δεν ευσταθεί.
Δόθηκε έμφαση από πλευράς του εφεσείοντα ότι το δικαστήριο εσφαλμένα, όπως ισχυρίστηκε, δεν εξέδωσε διάταγμα, παρόλο που ζητήθηκε, για μεταφορά του στα γραφεία της εταιρείας του για συλλογή εγγράφων για ετοιμασία της υπεράσπισης του. Το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εκδώσει τέτοιο διάταγμα. Ο εφεσείων βρισκόταν υπό κράτηση στις κεντρικές φυλακές και τέτοιο αίτημα θα έπρεπε να υποβαλλόταν στις αρμόδιες αρχές. Ανεξαρτήτως τούτου, όμως, όπως αναφέρεται στα πρακτικά στις σελίδες 215, 226 και 227, τελικώς ο εφεσείων είχε μεταφερθεί στα γραφεία του και επομένως του είχε παρασχεθεί η δυνατότητα να μαζέψει όλα τα έγγραφα που, κατά τον ισχυρισμό του, χρειαζόταν.
Αναφορικά με τον προβληθέντα ισχυρισμό ότι ο ίδιος ο εφεσείων είχε παραδώσει αριθμό τεκμηρίων, στον εξεταστή της υπόθεσης, σημειώνουμε ότι, με βάση τη νομολογία, θα μπορούσε ο ίδιος να καλέσει ως μάρτυρα το συγκεκριμένο εξεταστή για να παρουσιάσει τα έγγραφα που ζητούσε (σελ. 232) κάτι το οποίο έπραξε (Μ.Υ. 3).
Στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204 αναφέρεται ότι:
″Σε κάθε ποινική υπόθεση η κατηγορούσα αρχή έχει στη διάθεσή της τα αποτελέσματα της διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία. Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της Συνθήκης είναι να επιτύχει ισότητα των όπλων μεταξύ της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης, με το να απαιτεί την παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας εξοικείωσής του, για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισής του, με τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν στη διαδικασία (Jespers v. Belgium, No 8403/78, 27 DR 61 at 87 [1981] Com Rep.). Παρ' όλα αυτά, όπως σε όλες τις περιπτώσεις παράβασης του δικαιώματος παροχής διευκολύνσεων (Koplinger v. Austria, No 1850/63, 12 ΥΒ 438 [1968], και F v. UK, No 11058/84, 47 DR 230 [1986]), για να ευσταθήσει ισχυρισμός για παράβαση του άρθρου 6(3) είναι απαραίτητο να αποδειχθεί πραγματικός δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.″
Στην υπόθεση MS v Finland, Αpp. No 46601/99, ημερ. 22 Μαρτίου 2005, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε ότι:
″No infringement of equality of arms has been established as none of the parties was placed at a disadvantage vis-à-vis the opposing party.″
Στη βάση των όσων έχουμε αναλύσει πιο πάνω, ο εφεσείων δεν έχει καταδείξει ότι τα δικαιώματα του έχουν επηρεαστεί δυσμενώς. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143: «Δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το «δίκαιο της δίκης». Δυσμενής επηρεασμός υπάρχει όταν δημιουργούνται συνθήκες μη δίκαιης δίκης.»
Επίσης στην Ποιν. Έφ. Αρ. 72/2012, Yacoob ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19 Μαρτίου 2014, επαναλήφθηκε ότι:
″. ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Είναι επίσης απόλυτα ορθή η παρατήρηση ότι για να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ο Εφεσείων είχε επηρεαστεί δυσμενώς.″
Όπως έχουμε αναφέρει στην πρόσφατη απόφαση μας στην Ποιν. Έφ. Αρ. 50/2016, Κυπριανού ν. Αστυνομίας, ημερ. 19 Ιουλίου 2017, όπου ήταν ο ίδιος εφεσείοντας:
″Θα πρέπει οι δικηγόροι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διατυπώνουν παράπονα αυτού του τύπου, που άπτονται της δίκαιης δίκης και έχουν την καταλυτική τους σημασία σε μια ποινική διαδικασία. Η ατεκμηρίωτη προβολή εισηγήσεων περί παραβίασης των θεσμών της δίκαιης δίκης πλήττουν το σύστημα δικαιοσύνης και ουσιαστικώς, θα πρέπει να αποφεύγονται όταν τελικώς δεν έχουν οποιαδήποτε στέρεη βάση, όπως εν προκειμένω.″
Ως αποτέλεσμα της απόφανσης μας ότι, δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της δίκαιης δίκης και ούτε ο εφεσείων έχει επηρεασθεί δυσμενώς στην προβολή της υπεράσπισης του, οι λόγοι εφέσεως 1, 2 και 3 απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως ορθή τη διαδικασία των γραφολογικών εξετάσεων επί φωτοαντιγράφων, καθώς και την κατάθεση τους ως τεκμηρίων. ΄Οπως προβάλλεται, δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα από γραφολογικές εξετάσεις επί φωτοτυπιών και συνεπώς το δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεχθεί ως ορθή τη διενέργεια γραφολογικών εξετάσεων επί των τεκμηρίων 3 και 5. Τέλος, εισηγείται επί του προκειμένου, ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε σχέση με τις αμφισβητούμενες μονογραφές στις σελίδες 1 και 2 του τεκμηρίου 3.
Κατ' αρχάς σημειώνουμε ότι το Τεκμ. 3, δεν ήταν φωτοαντίγραφο. Επί τούτου o εμπειρογνώμονας κατέληξε σε συμπεράσματα ως προς τη γνησιότητα των υπογραφών. Στη δε έκθεση του (Τεκμ. 2), αναφέρει ότι: «Εξέτασε τη δέσμη πρωτότυπου πωλητηρίου εγγράφου». Σχετικά με το Τεκμ. 5 προσδιόρισε ότι εφόσον επρόκειτο περί φωτοαντιγράφου, μπορούσε να εκφράσει μόνο υποψία ή ισχυρή πεποίθηση ως προς τις υπογραφές. Οι κατηγορίες αφορούν το Τεκμ. 3, το οποίο ήταν το πρωτότυπο και επομένως μπορούσε να γίνει γραφολογικός έλεγχος. Περαιτέρω, οι Μ.Κ. 5 και Μ.Κ. 6 αναγνώρισαν τις υπογραφές τους επί του Τεκμ. 5.
Το δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Μ.Κ. 1 εμπειρογνώμονα, υιοθέτησε τα συμπεράσματα του ήτοι ότι, οι μονογραφές στις σελίδες 1 και 2 του Τεκμ. 3 δεν αποδίδονται στους Μ.Κ. 5 και 6. Στη βάση του συμπεράσματος αυτού κατέληξε ότι αποδείχτηκε η πλαστογράφηση των σελίδων 1 και 2 του Τεκμ. 3.
Το δικαστήριο στήριξε το εύρημα του περί ενοχής του εφεσείοντα στην περιστατική μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί, καθότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία επί τούτου.
Στην υπόθεση Γιαννίδη (ανωτέρω) αναφέρεται ότι: «Η μαρτυρία μπορεί να είναι άμεση ή και περιστατική».
Στην υπόθεση Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104 σημειώθηκε ότι:
″Η φύση και σημασία της περιστατικής μαρτυρίας έχουν αναλυθεί από τη νομολογία. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 55, οι διαζευκτικές πιθανότητες κατά την προσέγγιση της περιστατικής μαρτυρίας, θα πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλιώς τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες ως προς συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το υλικό ενώπιόν τους, κάτι που δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου.
Έργο της κατηγορούσας αρχής παραμένει βέβαια πάντοτε η απόδειξη της ενοχής κάθε κατηγορούμενου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η βασική αρχή, όπως εξάγεται από τη νομολογία, είναι ότι σε ποινικές υποθέσεις στις οποίες η ενοχή του κατηγορούμενου στηρίζεται καθ' ολοκληρίαν ή ουσιαστικά πάνω σε περιστατική μαρτυρία, το Δικαστήριο πρέπει σαν θέμα νομικό να αποφασίσει, όχι μόνο κατά πόσο τα γεγονότα αυτά συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορούμενου, αλλά ακόμα ότι δεν συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα, από το ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι με το να δίδονται από τον κατηγορούμενο λογικοφανείς, έστω, εξηγήσεις, οι οποίες δεν κρίνονται πειστικές και απορρίπτονται από το Δικαστήριο ως αναληθείς, αδυνατίζει το τελικό συμπέρασμα της ενοχής του.
Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορούμενου μόνο όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του (Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, 120).
Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε τρωτό στη συλλογιστική που ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η μαρτυρία την οποία αποδέκτηκε δεν μπορούσε να οδηγήσει σε οποιαδήποτε άλλη λογική εξήγηση πλην της ενοχής του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, η εκδοχή που έδωσε ο εφεσείων απορρίφθηκε ως αντιφατική και μη αληθής. Ακόμα μπορεί να σημειωθεί πως, η μαρτυρία του αφήνει πολλά ερωτηματικά, σε ορισμένα μάλιστα σημεία, τείνει σε απόδειξη της γνώσης και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος.″
Στην υπόθεση Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 505, ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε την κατηγορία της πλαστογραφίας και η μαρτυρία που είχε δοθεί ήταν περιστατική αφού η αμφισβητούμενη υπογραφή δεν μπορούσε να συνδεθεί επιστημονικά και γραφολογικά με τον εφεσείοντα, όπως και στην παρούσα έφεση. Τονίστηκε δε στην εν λόγω υπόθεση ότι η περιστατική μαρτυρία: «.. ποιοτικά δεν υπολείπεται, ούτε είναι υποδεέστερης αξίας από την άμεση μαρτυρία, η μαρτυρία αυτή όχι μόνο θα πρέπει να συμβιβάζεται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά και δεν θα πρέπει να συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα».
Επί του προκειμένου, η περιστατική μαρτυρία, επί της οποίας στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ως επίκεντρο τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του εφεσείοντα. Η μαρτυρία αυτή, όπως ορθώς αποφασίστηκε πρωτοδίκως, δεν άφηνε περιθώρια για άλλο λογικό συμπέρασμα, παρά το ότι ήταν ο εφεσείων που είχε πλαστογραφήσει το πωλητήριο έγγραφο. Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016, στην παράγραφο F 1.18, σελ. 2393, αναφέρεται ότι: «Circumstantial evidence is evidence of relevant facts i.e. facts from which the existence or non-existence of facts in issue may be inferred».
Στη βάση των ανωτέρω καταλήγουμε ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε βάσιμο επιχείρημα το οποίο θα μπορούσε να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και επομένως και αυτός ο λόγος εφέσεως απορρίπτεται.
Το παράπονο του εφεσείοντα, όπως τούτο εξάγεται από το περιεχόμενο των λόγων έφεσης 5 και 6, εδράζεται στη λανθασμένη, όπως χαρακτηρίζεται, ενέργεια του δικαστηρίου να μην λάβει υπόψη του, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων δεν ήταν διευθυντής ή μέτοχος της εταιρείας F. K. & S. (Varosia) Properties Ltd. Ελλειπούσης αυτής της ιδιότητας δεν θα μπορούσε να υπογράφει συμβόλαια εκ μέρους της εταιρείας. Περαιτέρω, υποστήριξε ο εφεσείων, οι διευθυντές της εν λόγω εταιρείας στη μαρτυρία τους παραδέχθηκαν ότι είναι οι δικές τους υπογραφές στα συμβόλαια. Τούτο, κατέληξε, έπρεπε να προβληματίσει το δικαστήριο προτού καταλήξει στα συμπεράσματά του.
Η μη ιδιότητα του εφεσείοντα ως διευθυντή ουδόλως επηρεάζει την ποινική του ευθύνη. Εν πάση περιπτώσει, αυτός παρουσιαζόταν στους τρίτους ως διευθυντής της εταιρείας και με αυτή την ψευδή παράσταση είχε προβεί στη σύναψη των συμφωνιών, τόσο με το Μ.Κ. 4, όσο και με τους Μ.Κ. 5 και 6. Οι διευθυντές της εταιρείας Μ.Κ. 7, 8 και 10, στη δική τους μαρτυρία, παραδέχθηκαν ότι υπέγραψαν τα συμβόλαια πώλησης που αφορούσαν τη μεζονέτα αρ. 6, πλην, όμως, οι υπογραφές που φαίνονται στις σελίδες 1 και 2 του Τεκμ. 3 δεν ήταν δικές τους. Ο Μ.Κ. 7 ανέφερε ότι υπέγραφαν συμβόλαια που τους παρουσίαζε ο εφεσείων, τα οποία, όμως, δεν έφεραν την υπογραφή του αγοραστή. Ξεγελάστηκαν προς τούτο από τον εφεσείοντα και υπέγραψαν το Τεκμ. 5. Η Μ.Κ. 10 ανέφερε ότι ο εφεσείοντας συμφωνούσε με τους πελάτες και έφερνε τα συμβόλαια για υπογραφή. Το δικαστήριο στη βάση αυτής της μαρτυρίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Τεκμ. 3 είχε πλαστογραφηθεί από τον εφεσείοντα και επομένως το ποιος είχε αρμοδιότητα να υπογράφει συμβόλαια είναι άνευ σημασίας ως προς την ευθύνη του.
Οι λόγοι εφέσεως 5 και 6 απορρίπτονται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι το εύρημα του δικαστηρίου αναφορικά με την εγκυρότητα της συμφωνίας (Τεκμ. 14) με την εταιρεία Leoroof, ήταν λανθασμένο. Όπως προβλήθηκε, η συμφωνία είχε ακυρωθεί και επομένως δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της δόλιας συναλλαγής που αφορούσε ακίνητη περιουσία που ανήκε σε άλλο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του τα εξής σε συνάρτηση με το θέμα:
″Ο κατηγορούμενος ενώ γνώριζε ότι η μεζονέτα με αρ. 6 είχε πωληθεί στην εταιρεία Leoroof από το 2006... το 2008 πώλησε εκ μέρους της εταιρείας Varosia την ίδια μεζονέτα στο ζεύγος Νησιώτη, χωρίς να ακυρωθεί νόμιμα η συμφωνία με την εταιρεία Leoroof και να έχει αποσυρθεί προηγουμένως το ΠΩΕ 2095/2006.″
Ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Μέχρι την ημερομηνία πώλησης της μεζονέτας αρ. 6 στους Μ.Κ. 5 και 6 ιδιοκτήτης της εν λόγω μεζονέτας, σύμφωνα με τα βιβλία του Κτηματολογίου, ήταν η εταιρεία Leoroof. Όπως ανέφερε ο Μ.Κ. 3 (Λειτουργός του Κτηματολογίου), το καταχωρημένο αγοραπωλητήριο έγγραφο, που παρουσίαζε ως αγοραστές της εν λόγω μεζονέτας την εταιρεία Leoroof, δεν έχει αποσυρθεί. Το θέμα της ακύρωσης της συμφωνίας, όπως έχει τεθεί με την επιστολή της εταιρείας Varosia (Τεκμ. 17), δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την ποινική διαδικασία εφόσον, στο μεταξύ δεν είχαν ληφθεί οποιαδήποτε περαιτέρω νομικά μέτρα για ακύρωση της συμφωνίας. Η εν λόγω ακύρωση, εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε αποδεκτή από την εταιρεία Leoroof, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στο δικαστήριο ο Μ.Κ. 4.
Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο εφεσείων πλαστογράφησε το Τεκμ. 3 παρουσιάζοντας ότι η πώληση αφορούσε τη μεζονέτα αρ. 2 και όχι την 6, με σκοπό να κατατεθεί και να γίνει αποδεκτό από το Κτηματολόγιο, καταδεικνύει ότι ήταν σε πλήρη γνώση του ότι η συμφωνία με την εταιρεία Leoroof δεν είχε ακυρωθεί.
Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 8 και 9 ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι το εύρημα του δικαστηρίου με το οποίο κατέληξε πως ο ίδιος είχε προβεί στην πώληση της μεζονέτας στους Μ.Κ. 5 και 6, είναι εσφαλμένο καθότι από τα έγγραφα και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν στο δικαστήριο προκύπτει ότι οι διευθυντές της εταιρείας Varosia είχαν προβεί στην εν λόγω πώληση. Περαιτέρω προβλήθηκε ότι ο ίδιος δεν αποκόμισε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από την πώληση της μεζονέτας. Με την αγόρευση του ισχυρίστηκε ότι δεν αποδείχτηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος των δόλιων συναλλαγών σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο, κατά παράβαση του άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα.
Απαιτείται, πρόσθεσε, η στοιχειοθέτηση με μαρτυρία ότι υπήρξε σύμβαση πώλησης, η οποία έγινε με σκοπό καταδολίευσης και ότι από αυτή προέκυψε οικονομικό όφελος. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, πρόσθεσε ο εφεσείων, και ούτε είχε ο ίδιος οικονομικό όφελος αφού δεν εισέπραξε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό αλλά ότι το χρηματικό ποσό από την πώληση κατατέθηκε στο λογαριασμό της εταιρείας Varosia. Πρόσθεσε δε ότι, από τη στιγμή που η μεζονέτα δεν ανήκε στην εταιρεία Leoroof δεν υπήρξε καταδολίευση.
Το άρθρο 303Α προβλέπει ότι:
″(1) Πρόσωπο το οποίο, ΅ε σκοπό καταδολίευσης, συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο είναι ένοχο κακουργή΅ατος και υπόκειται σε φυλάκιση εφτά χρόνων.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου πρόσωπο συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία όπου -
(α) Πωλεί σε άλλο, ή ενοικιάζει σε άλλο, ή υποθηκεύει σε άλλο ή επιβαρύνει ΅ε οποιοδήποτε τρόπο, ή διαθέτει προς χρήση σε άλλο ακίνητη περιουσία, ή
(β) διαφη΅ίζει ή άλλως πως προωθεί τη σε άλλο πώληση ή ενοικίαση ή υποθήκευση ή επιβάρυνση ΅ε οποιοδήποτε τρόπο ή την από άλλο χρήση ακίνητης περιουσίας, ή
(γ) συνάπτει συ΅φωνία για την πώληση σε άλλο, ή την ενοικίαση σε άλλο, ή την υποθήκευση σε άλλο, ή την επιβάρυνση ΅ε οποιοδήποτε τρόπο προς όφελος άλλου, ή τη χρήση από άλλον ακίνητης περιουσίας, ή
(δ) αποδέχεται την ακίνητη περιουσία η οποία αποτελεί το αντικεί΅ενο της συναλλαγής όπως αυτή ορίζεται στο παρόν εδάφιο.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πρόσωπο ενεργεί ΅ε σκοπό καταδολίευσης εάν προβεί σε οποιαδήποτε από τις πράξεις που καθορίζονται στο εδάφιο (2) ενώ γνωρίζει ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει, ότι δεν έχει τη συγκατάθεση του εγγεγρα΅΅ένου ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που έχει νό΅ι΅η εξουσία παροχής τέτοιας συγκατάθεσης.
(4) H απόπειρα διάπραξης του αδική΅ατος που ορίζεται στo εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου συνιστά κακούργη΅α και τι΅ωρείται ΅ε ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων.
(5) Το παρόν άρθρο ουδόλως επηρεάζει το δικαίω΅α ιδιοκτήτη ΅εριδίου ή άλλου νο΅ικού συ΅φέροντος σε ακίνητη περιουσία όπως συναλλάττεται σε σχέση ΅ε αυτό ως ο νό΅ος επιτρέπει.
(6) Οι διατάξεις του άρθρου 8 δεν εφαρ΅όζονται σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε δυνά΅ει του άρθρου αυτού.″
Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, κατά την εξέταση των λόγων εφέσεως 5 και 6, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθώς στήριξε την ενοχή του εφεσείοντα στην περιστατική μαρτυρία που είχε δοθεί. Με την όλη συμπεριφορά και τον τρόπο ενέργειας του εφεσείοντα καταδείχθηκε ότι σκοπός του ήταν η καταδολίευση. Η ενέργεια του εφεσείοντα να πλαστογραφήσει το Τεκμ. 3 έτσι ώστε τούτο να γίνει αποδεκτό από το Κτηματολόγιο, δεικνύει ότι ο ίδιος γνώριζε ότι η συγκεκριμένη μεζονέτα ανήκε σε άλλο, και με σκοπό την καταδολίευση προέβηκε στην πώληση της στους Μ.Κ. 5 και 6. Το γεγονός ότι πωλητής φαίνεται η εταιρεία Varosia δεν απαλλάσσει τον εφεσείοντα από την ποινική ευθύνη καθότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία των Μ.Κ. 5 και 6, αυτοί είχαν επαφή, και προχώρησαν στη συγκεκριμένη αγορά της μεζονέτας, μόνο με τον εφεσείοντα. Οι δε Μ.Κ. 7, 8 και 10 ανέφεραν ότι είχαν υπογράψει τα συμβόλαια τα οποία τους είχε παρουσιάσει ο εφεσείων. O Μ.Κ. 7 ανέφερε περαιτέρω ότι ο εφεσείων δεν είχε ζητήσει από την εταιρεία να ακυρώσουν την πώληση προς την εταιρεία Leoroof. Ως προς τον ισχυρισμό του ότι δεν είχε αποκομίσει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, σημειώνουμε ότι ο εφεσείων ήταν μέτοχος της εταιρείας K. & M. Famagusta Developer Ltd, η οποία ήταν μέτοχος της εταιρείας Varosia.
Στην υπόθεση Ευθυμίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 αναφέρονται τα εξής:
″Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση.″
Στην υπόθεση Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 65 στις σελίδες 94-95 γίνεται ανάλυση της έννοιας καταδολίευσης, με παραπομπή σε αγγλική νομολογία:
″Guided by the exposition of the law on the requisites of "intent to defraud", made by the House of Lords in Welham v. D.P.P. [1960] 1 All E.R. 805, the Assize Covet held that "intent to defraud", in the context of s.331, does not entail the existence of an intent to injure at specific person. Moreover, injury is not confined to a financial one. The crime of forgery is proved if the deception practised by means of the false document, is capable of inducing anyone person, not a specific person, to act to his detriment, not necessarily of a financial kind. In Welham, supra, the House debated at length the implications of "intent to defraud" and laid emphasis on the distinction between "intent to deceive" and "intent to defraud". As explained by Lord Denning in particular, neither at common law nor under the Forgery Act was "intent to defraud" associated with the causation of financial injury, by means of the deception practised, to any particular person. As the learned Justice put it, "someone in general will suffice" (see, p. 815, H-I). Again, injury is not confined to economic loss "not to the idea of depriving someone of something of value.″
Σχετική επίσης είναι και η υπόθεση Ioannou v Police (1985) 2 C.L.R. 14.
Συνεπώς οι λόγοι εφέσεως 8 και 9 κρίνονται απαράδεχτοι και απορρίπτονται.
Οι λόγοι εφέσεως 10 και 11 στρέφονται εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Κατηγορούσα αρχή απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, ότι δηλαδή ο εφεσείων πλαστογράφησε και κυκλοφόρησε το Τεκμ. 3. Με τους πιο πάνω λόγους εφέσεως ουσιαστικώς επαναλαμβάνονται όσα είχαν προβληθεί και αναλυθεί κατά τους προηγούμενους λόγους εφέσεως, με ιδιαίτερη αναφορά στην έλλειψη μαρτυρίας αν ο ίδιος υπέγραψε και κυκλοφόρησε το Τεκμ. 3. Γίνεται αναφορά στη μαρτυρία του γραφολόγου Μ.Κ. 1 και ότι δεν συνδεόταν με βάση τις επιστημονικές εξετάσεις με το Τεκμ. 3, στο γεγονός ότι δεν ήταν διευθυντής της εταιρείας Varosia, ότι δεν κατέθεσε ο ίδιος το Τεκμ. 3 στο Κτηματολόγιο, ούτε το Τεκμ. 5 στην τράπεζα.
Για το θέμα της πλαστογραφίας του Τεκμ. 3 και ότι τούτο έγινε από τον εφεσείοντα, έχουμε ασχοληθεί εκτενώς με το λόγο εφέσεως 4.
Αναφορικά με την κυκλοφορία του πλαστού εγγράφου το δικαστήριο, έχοντας αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία, αποδέχτηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα που θα επέβαλλε την επέμβαση μας. Η αξιολόγηση που έγινε πρωτοδίκως ήταν μέσα στα σωστά πλαίσια. Σημείωσε δε το δικαστήριο επί του προκειμένου:
″Προσπάθησε (ο εφεσείων) επίσης να παρουσιάσει και να πείσει το Δικαστήριο πως το αγοραπωλητήριο έγγραφο του ζεύγους Νησιώτης (Τεκμήριο 3), το «κυκλοφόρησε» στο κτηματολόγιο ο Φαίδωνας Βαλιαντής. Και αυτή του η προσπάθεια έπεσε στο κενό, αφού σύμφωνα με τα όσα αδιαμφισβήτητα κατέθεσε ο κτηματολογικός λειτουργός Παναγιώτης Στυλιανού (Μ.Κ.3), η αίτηση «δεν υπογράφεται στην παρουσία μας, είναι ήδη υπογεγραμμένο από πριν, μπορεί να είναι ο ίδιος ο αγοραστής ή κάποιος δικηγόρος ή κάποιος τρίτος». Σ΄ όση έκταση η μαρτυρία του κατηγορούμενου έρχεται σε αντίθεση με την ήδη αποδειχθείσα μαρτυρία, την απορρίπτω.″
Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175).
Συνεπώς και οι λόγοι εφέσεως 10 και 11 απορρίπτονται.
Τέλος, με το δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι δεν αποδείχτηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αφορούν τις κατηγορίες 3 και 4, και αφορούν τα αδικήματα της εξασφάλισης εκτέλεσης αξιογράφου με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 299 του Ποινικού Κώδικα. Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ψευδής παράσταση κατά την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου. Το πωλητήριο έγγραφο, πρόβαλε, περιείχε όρο για μεταβίβαση της μεζονέτας αρ. 6 επ' ονόματι των Μ.Κ. 5 και 6 σε μελλοντικό χρόνο, συνεπώς επρόκειτο για υπόσχεση και όχι παράσταση.
Το άρθρο 297 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθορίζει ως ψευδή παράσταση, «οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται ΅ε λόγια, ΅ε έγγραφο ή ΅ε συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή».
Το άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ 154, προβλέπει ότι:
"Όποιος, ΅ε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και ΅ε σκοπό καταδολίευσης, υποκινεί άλλο να εκτελέσει, εκδώσει, αποδεχτεί, οπισθογραφήσει, μεταβάλει ή καταστρέψει ολόκληρο ή ΅έρος, αξιόγραφο ή να γράψει, αποτυπώσει ή να επιθέσει όνομα ή σφραγίδα σε χαρτί ή περγαμηνή, ΅ε σκοπό όπως ΅ετά από αυτό να καταστεί αυτό ή να ΅ετατραπεί σε αξιόγραφο ή να τύχει της χρήσης ή της μεταχείρισης αξιογράφου, είναι ένοχος κακουργή΅ατος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων."
Στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 861 αναφέρθηκε ότι:
″Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.″
Παρατηρούμε συναφώς ότι, μια παράσταση είναι ψευδής, όταν η παρουσίαση γεγονότος του παρελθόντος ή του παρόντος γίνεται με σκοπό την παράσταση του ως υπαρκτού, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Η έκφραση γνώμης ή υπόσχεση ή παράσταση ως προς την εκπλήρωση μια πράξης στο μέλλον, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της ψευδούς παράστασης. Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής.
Στον Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2015, αναφέρεται στη σελίδα 2313: «The representation must be untrue or misleading. There is no express requirement of materiality in this respect in which it is untrue or misleading, either objectively or subjectively to the defendant». Και στη σελίδα 2314: «The definition of "false" incorporated the requirement that the person making the representation knows that the representation is, or might be untrue or misleading. It is the defendant's actual knowledge that matters, not what he ought to have known, or what a reasonable person would have known».
Επί του προκειμένου ο εφεσείων είχε προβεί σε ψευδή παράσταση προς τους Μ.Κ. 5 και 6, ότι η μεζονέτα αρ. 6 ήταν ελεύθερη προς πώληση, συνεπώς υποκείμενη προς αγορά και σύναψη αγοραπωλητηρίου, με σκοπό να τους πείσει να προβούν στην εν λόγω πράξη, ενώ ο ίδιος γνώριζε ότι αυτή του η παράσταση ήταν ψευδής, καθότι η συγκεκριμένη μεζονέτα ανήκε ήδη σε άλλο πρόσωπο.
Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται.
Έφεση εναντίον της ποινής.
Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 12 μηνών, στην τρίτη και τέταρτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών και στην πέμπτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Το δικαστήριο διέταξε όπως, η έκτιση των πιο πάνω ποινών, είναι διαδοχική προς άλλες ποινές που είχαν ήδη επιβληθεί στον εφεσείοντα και αφορούσαν άλλες ποινικές υποθέσεις.
Το δικαστήριο ανέφερε επί τούτου:
«Αναφορικά με τις ποινές που θα επιβληθούν στον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση, έχοντας κατά νου ότι πρόκειται για κατηγορίες της ίδιας φύσης, οι οποίες κατ' ουσία στρέφονται εναντίον των ιδίων παραπονουμένων, θεωρώ ως δικαιότερο όπως αυτές συντρέχουν μεταξύ τους. Όμως, είμαι της άποψης ότι θα πρέπει να είναι διαδοχικές με τις ποινές οι οποίες του έχουν επιβληθεί στις υποθέσεις που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, για το λόγο ότι τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης βασίστηκαν σε παντελώς διαφορετικά γεγονότα, οι δε παραπονούμενοι είναι διαφορετικά πρόσωπα από τους παραπονούμενους των υποθέσεων εκείνων.»
Ο εφεσείων πρόβαλε, με τους λόγους έφεσης 1 έως 3 ότι, η απόφαση του δικαστηρίου, όπως οι επιβληθείσες ποινές εκτελεστούν διαδοχικά των άλλων ποινών, που ήδη του επιβλήθηκαν, είχε ως αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή της συνολικότητας της ποινής. Όπως ισχυρίζεται, η απόφαση αυτή απολήγει να είναι δυσανάλογη με τη συνολική ποινική ευθύνη του και είναι εξουθενωτική. Με τους λόγους έφεσης 4 και 5 προσβάλλεται ως υπερβολική η ποινή.
Οι προβλεπόμενες μέγιστες ποινές για τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν από 5 μέχρι 10 έτη. Δεδομένου όμως ότι η υπόθεση δικάστηκε συνοπτικά, η ανώτατη ποινή φυλάκισης ήταν 5 έτη.
Ανάλυση του θέματος της συνολικότητας της ποινής έγινε στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
"Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.
Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:
"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."
Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:
"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."
Και πάλι δε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Holderness, July 15, 1974 (αναφερόμενος στην ως άνω Encyclopaedia, section Α5-3Β):
"... the step which this Court on numerous occasions has said should be taken, namely of standing back and looking at the overall effect of the sentences which had been passed."»
Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 762.
Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ο εφεσείων, κατά την ημερομηνία επιβολής της υπό έφεση ποινής (22/10/2015) τελούσε υπό περιορισμό, ως συνέπεια εκτέλεσης προηγούμενων ποινών, ήτοι:
Α. Στο πλαίσιο της ποινικής υπ'. αρ. 2001/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, καταδικάστηκε για το αδίκημα της απάτης, σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, της ποινής αρχομένης στις 7 Μαρτίου 2014.
Β. Στο πλαίσιο της ποινικής υπ'. αρ. 1890/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, καταδικάστηκε για τα αδικήματα της πλαστογραφίας, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και δόλιων συναλλαγών σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο, σε διαδοχικές ποινές συνολικής διάρκειας 5 ετών, της ποινής αρχομένης στις 18 Μαρτίου 2014.
Γ. Στο πλαίσιο της ποινικής υπ'. αρ. 1420/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, καταδικάστηκε, για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα και δεκαπέντε μηνών. Το δικαστήριο είχε διατάξει όπως οι εν λόγω ποινές εκτελεστούν διαδοχικά των δύο προηγουμένων.
Τα αδικήματα της πρώτης υπόθεσης έχουν διαπραχθεί στις 23 Νοεμβρίου 2006, της δεύτερης μεταξύ της περιόδου 6 Μαρτίου 2006 μέχρι 18 Αυγούστου 2009 και της υπό εξέταση μεταξύ της περιόδου 1ης Μαΐου 2008 και 30 Οκτωβρίου 2008.
Τούτων δοθέντων δεν θα μπορούσε να τεκμηριωθεί επιχείρημα για παραβίαση της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Ο εφεσείων ενήργησε κατά τρόπο που έπληξε καίρια τις συναλλαγές, ιδιαιτέρως όταν αυτές στηρίζονται στην εμπιστοσύνη που ένα καλόπιστος αγοραστής γης εναποθέτει στον πωλητή. Αυτή την εμπιστοσύνη που του έδειξαν οι Μ.Κ. 5 και 6 ο εφεσείων την εκμεταλλεύτηκε εξαπατώντας τους ως προς τη διαθεσιμότητα της μεζονέτας αρ. 6. Περαιτέρω, υλοποιώντας το σχέδιο του, εξαπάτησε το ζεύγος Νησιώτη καταθέτοντας στο Κτηματολόγιο αγοραπωλητήριο έγγραφο για μεζονέτα άλλη από εκείνη που αγόρασαν, πλήττοντας καίρια τα δικαιώματα τους, και στη συνέχεια τους παρέδωσε φωτοαντίγραφο συμβολαίου στο οποίο αναγραφόταν ο αριθμός της μεζονέτας που υποτίθεται ότι αγόρασαν, με σκοπό να τελούν υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Αυτή του η ενέργεια υποδηλεί προσχεδιασμό και ορθώς, κατά την κρίση μας, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν θα μπορούσαν οι επιβληθείσες, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, ποινές να ήταν συντρέχουσες στις άλλες που ήδη επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Έχουμε εξετάσει και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, και σε συνάρτηση με τα τεθέντα ενώπιον του δικαστηρίου γεγονότα κρίνονται αβάσιμοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε προβεί σε ενδελεχή εξέταση όλων των ενώπιον του στοιχείων και γεγονότων που αφορούν τη διάπραξη των αδικημάτων. Επίσης, και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που έχουν εκτεθεί. Έλαβε υπόψη, κατά την επιβολή της ποινής τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, όπως αυτές έχουν εκτεθεί με λεπτομέρεια και στην Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας και κρίνουμε ότι δεν χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση μας καθότι η επιβληθείσα ποινή, στο σύνολο της, δεν κρίνεται υπερβολική.
Πότε μια ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου αναλύεται στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525:
″Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος, έννοιας που είναι συνυφασμένη και με το άτομο και τις συνθήκες του παραβάτη (Βλ. Nicosia Police and Djemal Ahmed, 3 R.S.C.C. 50) αφενός, και της ποινής η οποία επιβάλλεται, αφετέρου, όπως ορίζει η νομολογία.
Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, να είναι δηλαδή φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου τη σοβαρότητα του εγκλήματος, με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο.″
Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ