ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σ. Αγγελίδης με Α. Καρεκλά, για τον Εφεσείοντα. Μ. Πασιαρδή (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. Σ. Αγγελίδης με Α. Καρεκλά, για τον εφεσείοντα. Α. Καρεκλάς με Σ. Αγγελίδη , για τον Εφεσείοντα. Μ. Πασιαρδή (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-09-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Δάφνη Αριστοδήμου ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση 121/17, 21/9/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D311

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση 121/17)

 

21 Σεπτεμβρίου, 2017

 

(ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές)

 

 

Δάφνη Αριστοδήμου,

 

Εφεσείοντα,

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

 

Εφεσίβλητης.

 

_ _ _ _ _ _

 

Σ. Αγγελίδης με Α. Καρεκλά, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Πασιαρδή (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

_ _ _ _ _ _

 

Δικαστήριο: Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με αποφάσεις των Οικονόμου, Δ. και Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.  Μειοψηφούσα απόφαση θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ψαρά-Μιλτιάδου,Δ.: Ο εφεσείων, Διευθυντής της ωτορυνολαρυγγολογικής κλινικής του Γ.Ν. Λάρνακας, κρίθηκε ένοχος στις 11 Μαΐου 2017 από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, κατόπιν παραδοχής σε 10 αδικήματα κατάχρησης εξουσίας και της δωροληψίας κατά παράβαση των άρθρων 105[1] και 102[2] του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Τα αδικήματα διαπράχθηκαν κατά τα έτη 2008 έως 2011. Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας του επέβαλε συντρέχουσες και άμεσες ποινές φυλάκισης από 8, 6 και 5 μηνών.

 

Με βάση δε τα ως άνω άρθρα 105 και 102, η προνοούμενη μέγιστη ποινή είναι 3 και 2 έτη αντίστοιχα.

 

Ανάμεσα στα καθήκοντα του εφεσείοντα ήταν η εξέταση ασθενών οι οποίοι αντιμετώπιζαν ακουολογκά προβλήματα και έχρηζαν τοποθέτησης ακουστικών. Μετά την εξέταση του ασθενή προέβαινε σε τυχόν διάγνωση του ακουολογικού προβλήματος και στη σύσταση προς τον ασθενή ότι χρειάζεται ακουστικά.  Ακολούθως ο εκάστοτε ασθενής είχε το δικαίωμα να επιλέξει εάν θα τοποθετούσε ακουστικά και σε ποιο ακουολογικό κέντρο θα απευθύνετο.

 

Ο Ζήνων Ευθυμιάδης (Μ.Κ.2) το 1950 δημιούργησε στη Λευκωσία το Ακουολογικό Κέντρο Ευθυμιάδης. Το Κέντρο ασχολείται μα ακουστικά βαρηκοΐας και κοχλιακά εμφυτεύματα. Στις 6 Μαΐου 2016 ο Ζήνων Ευθυμιάδης κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι κατά καιρούς έδωσε σε τρεις γιατρούς διάφορα ποσά ως δοσοληψία για μεταξύ τους συναλλαγές.  Η Αστυνομία προέβη άμεσα σε διερεύνηση τριών ξεχωριστών υποθέσεων και καταχωρίστηκαν ακολούθως τρεις υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.  Μια εκ των υποθέσεων αφορούσε τον εφεσείοντα, αφού μεταξύ του τελευταίου και του Ζήνωνα Ευθυμιάδη υπήρχε συνεννόηση ότι για κάθε ασθενή στον οποίο ο εφεσείων θα σύστηνε το ως άνω ακουολογικό κέντρο (και ο οποίος ασθενής πράγματι θα επισκέπτετο το Κέντρο για τοποθέτηση ακουστικών) ο εφεσείων θα λάμβανε προμήθεια.   Συγκεκριμένα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων (το 2008-2010 ως Βοηθός Διευθυντής της ωτορυνολαρυγγολογικής κλινικής του Γ.Ν. Λάρνακας, ενώ το 2011, ως Διευθυντής της ωτορυνολαρυγγολογικής κλινικής του Γ.Ν. Λάρνακας) εξέταζε ασθενείς και έκανε διάγνωση κατά πόσο αυτοί έχρηζαν τοποθέτησης και χρήσης ακουστικών βαρηκοΐας.  Σε αυτούς που έχρηζαν ακουστικών, ο εφεσείων έδινε πληροφορίες για Ιατρικά Κέντρα, συμπεριλαμβανομένου του Κέντρου Ευθυμιάδη, ενώ ο ίδιος δεν χρειαζόταν να δει ξανά τους ασθενείς. Όταν οι ασθενείς επισκέπτοντο το Κέντρο, ο Ευθυμιάδης διαπίστωνε μέσω του ακουογραφήματος από ποιον γιατρό είχαν παραπεμφθεί και αφού διατηρούσε κατάσταση, έστελνε κατά καιρούς, στον εφεσείοντα ταχυδρομικώς επιταγή με το ποσό που αναλογούσε στη συμφωνηθείσα «προμήθεια». Ο εφεσείων εξαργύρωνε την επιταγή και λάμβανε τα χρήματα.

 

Αυτό έγινε για 13 ασθενείς και ο εφεσείων έλαβε από το εν λόγω Κέντρο το ποσό των €2.685, το οποίο ποσό πρόσφατα «επέστρεψε» στη Δημοκρατία.

 

Το Κακουργιοδικείο καταγράφει με επιμέλεια τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και τα ελαφρυντικά που η Υπεράσπιση εξέθεσε αναλυτικώς, κυρίως το λευκό του μητρώο, την παραδοχή του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, την έμπρακτη μεταμέλεια του δια της παραδοχής και της απόδοσης του ποσού καθώς και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει.

 

Αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο την αναντίλεκτη θέση της Υπεράσπισης πως ο εφεσείων ουδέποτε σύστησε σε ασθενή τη χρήση ακουστικών χωρίς στην πραγματικότητα να τη χρειάζεται και πως πρωταρχικό του μέλημα ήταν η ορθή διάγνωση και συμβουλή για θεραπεία.  Ακόμα έκρινε ότι αποτελεί ελαφρυντικό ότι ο αριθμός των ασθενών που παραπέμφθηκαν στο Κέντρο από τον εφεσείοντα σε σύγκριση με το συνολικό αριθμό ασθενών που αυτός εξέταζε και έκρινε πως έχρηζαν ακουστικών, ήταν πολύ μικρός.  

 

Αναφορικά με τη θέση η οποία προβλήθηκε ως ελαφρυντικό «για πρακτική δωροληψίας», την οποία ο εφεσείων δεν μπόρεσε να αποφύγει, παραθέτω τις πιο κάτω επισημάνσεις του Κακουργιοδικείου, τις οποίες και επικροτώ:

 

«Δυστυχώς είναι ακριβώς τέτοια φαινόμενα ευνοϊκής μεταχείρισης για την εξασφάλιση κέρδους (από πλευράς του Ακουολογικού Κέντρου) με οικονομικό αντάλλαγμα σε αυτόν που τη στηρίζει και υιοθετεί (τον δημόσιο λειτουργό) που καθιερώνονται ως κανόνες στον κρατικό μηχανισμό και δημιουργούν ακριβώς τις ρωγμές στις αξίες και τους θεσμούς και πλήττουν καίρια την κοινωνία και την εμπιστοσύνη των πολιτών. Τέτοιες πρακτικές δεν είναι ανεκτές και αυτά τα φαινόμενα πρέπει να παταχθούν και εξαφανιστούν ούτω ώστε ο ρόλος του Δικαστηρίου στην επανόρθωση και διατήρηση της πλήρους νομιμότητας και διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των πολιτών να αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Αδυνατούμε επίσης να αντιληφθούμε την προβαλλόμενη αδυναμία του Κατηγορούμενου να αποφύγει την όποια εμπλοκή του σε τέτοια πρακτική.»

Το Κακουργιοδικείο για τους λόγους που καταγράφει θεώρησε την πιο πάνω ποινή φυλάκισης ενδεδειγμένο τιμωρητικό μέτρο. Επίσης για τους λόγους που αναλύει, έκρινε ότι δεν θα έπρεπε να ασκήσει την εξουσία του για αναστολή της ποινής φυλάκισης. 

 

Το τελευταίο αυτό σημείο - η μη αναστολή της επιβληθείσας ποινής -  αποτελεί και το μοναδικό λόγο έφεσης.

 

Ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι ο εφεσείων τιμωρήθηκε για άλλα αδικήματα απ΄ αυτά που αντιμετώπιζε και παραδέχθηκε.  Εστιάζεται η εισήγηση κυρίως στο συσχετισμό της παρούσης με νομολογία που αφορούσε διαφθορά και δεκασμό ως η Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271, Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 40/15, 25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534.  Με βάση τα πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος θεωρεί ότι κατά την άσκηση της εξουσίας του για αναστολή, αναφορικά με τον παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος έλαβε υπόψη λανθασμένα δεδομένα (νομολογία που αφορούσε το άρθρο 100 και 161 του Ποινικού Κώδικα ανωτέρω), αλλά και ότι φραστικά μόνο αποδόθηκε βαρύτητα στις περιστάσεις, τόσο του αδικήματος όσο και του δράστη.

 

Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβει σε επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή. Το είδος και το ύψος της αρμόζουσας ποινής αποτελεί ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το  Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική. 

 

Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ' όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Υπό το κράτος των πιο πάνω αρχών εξετάζεται ο τρόπος που άσκησε την πιο πάνω εξουσία του το Κακουργιοδικείο με το να μη διατάξει αναστολή.  Ορθά οριοθετώντας το Κακουργιοδικείο τη σοβαρότητα των υπό αναφορά αδικημάτων όταν μάλιστα ο διαπράξας είναι λειτουργός σε υψηλή διευθυντική θέση στο δημόσιο και μάλιστα ιατρός εμπιστευμένος στη δημόσια υγεία, κατέληξε με αιτιολογημένη κρίση ότι προέχει η αρχή της αποτρεπτικότητας.  Η ειδική αποτροπή, εστιαζόμενη στο γεγονός ότι ο εφεσείων από το 2011 ενώ είχε τη δυνατότητα, δεν διέπραξε άλλα αδικήματα, αποτέλεσε τη βάση της εισήγησης του κ. Αγγελίδη για να καταδειχθεί το λανθασμένο της κρίσης του Κακουργιοδικείου.  Με όλο το σεβασμό, η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνη.  Η αρχή της αποτρεπτικότητας, ως παράγοντας που αφορά την ποινή, έχει ευρύτερη υπόσταση της ειδικής αποτροπής και έχει σκοπό να αποτρέψει άλλους επίδοξους δράστες από τη διάπραξη των επιδίκων αδικημάτων (βλ. Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).  Εν πάση περιπτώσει, για όσο αξίζει, πρέπει να σημειώσω ότι ειδικά για επαγγελματίες η ειδική αποτροπή δεν έχει την ίδια σημασία ως προς την ποινή (βλ. Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252).

 

Με αυτές τις σκέψεις βεβαίως ομοίως προκύπτει ότι ούτε το μικρό ποσό κέρδους έχει την αποδιδόμενη από την Υπεράσπιση σημασία, ούτε ο χρόνος που πέρασε από τότε μέχρι σήμερα, ούτε οι άλλοι παράγοντες που ο ευπαίδευτος συνήγορος ανάφερε.

 

Προέχει - όπως ορθά αξιολογήθηκε το θέμα από το Κακουργιοδικείο - η αρχή της αποτρεπτικότητας και φυσικά η αναστολή της ποινής φυλάκισης θα εξουδετέρωνε σημαντικά την απαξία τέτοιων συμπεριφορών.

 

Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

/ΜΑ

 

 

 

 

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 121/2017)

 

21 Σεπτεμβρίου 2017

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]

 

ΔΑΦΝΗΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

----------------

 

Σ. Αγγελίδης με Α. Καρεκλά, για τον εφεσείοντα.

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Έχοντας την ευκαιρία να διαβάσω την απόφαση που ετοίμασε η αδελφή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. και συμφωνώντας με αυτή, επιθυμώ να προσθέσω τα ακόλουθα σε σχέση με τις αποφάσεις Αργυρίδης και Γεωργίου, στις οποίες παραπεμφθήκαμε:

 

Στην υπόθεση Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449, στην οποία ιδιαίτερα παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα σε συνδυασμό με την υπόθεση Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 27/16, ημερ. 19.7.2016, το σφάλμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, όπως προσδιορίστηκε κατ΄έφεσιν, έγκειτο στο ότι το Δικαστήριο εξετάζοντας τη δυνατότητα αναστολής, περιόρισε εαυτόν στο αποτρεπτικό της ποινής.  Τούτο διότι θεώρησε πως οι ελαφρυντικοί παράγοντες είχαν σημασία ως προς την έκταση της ποινής φυλάκισης, αλλά δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα σε ότι αφορά τη δυνατότητα ή μη της αναστολής.  Είναι σε αυτά τα πλαίσια που το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι «το θέμα δεν είναι πλέον το αποτρεπτικό της ποινής, που αφορά το είδος και το ύψος της ποινής που επεβλήθη, αλλά το ίδιο το ερώτημα κατά πόσο δοθείσας της επιβληθείσας ποινής, η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή.»  Τέτοια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Γεωργίου όπου εν τέλει υποδείχθηκε ότι η ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή εξετάζεται μέσα από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών δεδομένων κάθε κατηγορουμένου.

 

Όντως, όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά και η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής.  Υποδείχθηκε όμως παράλληλα ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

Το ερώτημα που τώρα τίθεται είναι κατά πόσο, υπό το φως των παραπάνω κατευθυντήριων αρχών, το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε αντικειμενικό σφάλμα αρχής ή κατά πόσο η ποινή, κρινόμενη εξ αντικειμένου, ήταν, ως προς τον τρόπο εκτέλεσης της, υπερβολική.

 

Εν προκειμένω, σε αντίθεση με την περίπτωση της υπόθεσης Αργυρίδης, το Κακουργιοδικείο δεν περιορίστηκε στο τέλος στο να λάβει υπόψη μόνο τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που δεδηλωμένα επεδίωξε να προσδώσει στην ποινή, παραβλέποντας τους ελαφρυντικούς παράγοντες, ως παράγοντες, σ΄αυτό το στάδιο, υπέρ τυχόν αναστολής.  Όπως προκύπτει από το σύνολο της απόφασης, προχώρησε σε προσεκτικό αντιστάθμισμα χωρίς να εκφύγει από τα πλαίσια που έχουν θέσει οι παραπάνω κατευθυντήριες αρχές περί επιμέτρησης της ποινής και τρόπου εκτέλεσής της.  Το έργο δε του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται σε περίπτωση που διαπιστώνονται σφάλματα αρχής και δεν είναι ο ρόλος του να υποκαταστήσει την κρίση του αρμοδίου Δικαστηρίου επί υποκειμενικής αντίληψης.

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση αρ. 121/2017)

 

21 Σεπτεμβρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΔΑΦΝΗ  ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ

Εφεσείοντα

και

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

-----------------------

Α. Καρεκλάς με Σ. Αγγελίδη , για τον Εφεσείοντα.

Μ. Πασιαρδή (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Ο κατηγορούμενος-εφεσείων κατόπιν παραδοχής του κρίθηκε ένοχος σε συνολικά 10 κατηγορίες για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και της δωροληψίας για επίδειξη εύνοιας από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση του άρθρου 102 του Κεφ. 154.   

 

Ο εφεσείων είναι γιατρός Ωτορινολαρυγγολόγος και κατά τον χρόνο της σύλληψης του κατείχε τη θέση του Διευθυντή της Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.

 

Η υπόθεση εναντίον του συνίστατο ουσιαστικά στα εξής γεγονότα: 

 

Σε συνεννόηση με τον Ζήνωνα Ευθυμιάδη, ιδιοκτήτη του Ακουολογικού Κέντρου Ευθυμιάδης στη Λευκωσία, ο εφεσείων θα λάμβανε προμήθεια από τον Ευθυμιάδη για κάθε ασθενή στον οποίο ο εφεσείων θα σύστηνε το Ακουολογικό Κέντρο Ευθυμιάδης και ο οποίος θα επισκεπτόταν το προαναφερόμενο Κέντρο για την τοποθέτηση ακουστικών.   Σύμφωνα με την προαναφερόμενη διευθέτηση ο εφεσείων έστειλε στο Ακουολογικό Κέντρο 13 ασθενείς μεταξύ 14.1.2008 και 24.1.2011 και έλαβε επιταγές συνολικού ύψους €2,685.-, τις οποίες και εξαργύρωσε.

 

Ο Ευθυμιάδης στις 6.5.2016 κατήγγειλε στην Αστυνομία, μεταξύ άλλων, και τον εφεσείοντα για την προαναφερόμενη δοσοληψία.  Ο εφεσείων δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες, παραδέχθηκε την ενοχή του ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατέβαλε στη Δημοκρατία ολόκληρο το προαναφερόμενο ποσό και, όπως δηλώθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, δεν συνέστησε σε οποιοδήποτε ασθενή τη χρήση ακουστικών εάν αυτό δεν ήταν απαραίτητο.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάπραξης των  προαναφερόμενων αδικημάτων, μεταξύ 2008 και 2010, ο εφεσείων ήταν Βοηθός Διευθυντής της Ωτορινολαρυγγικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας ενώ το 2011 ήταν Διευθυντής της Ωτορινολαρυγγικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας.

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα ουσιώδη γεγονότα, και αφού παρατήρησε ότι ο αριθμός των ασθενών που παραπέμφθηκαν από τον εφεσείοντα στο Κέντρο Ευθυμιάδη, σε σύγκριση με το συνολικό αριθμό ασθενών που αυτός εξέταζε και έκρινε πως έχρηζαν ακουστικών, ήταν πολύ μικρός και ότι το συνολικό ποσό της προμήθειας που έλαβε ήταν σχετικά μικρό, τόνισε, μνημονεύοντας και σχετική νομολογία, τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε και παραδέχθηκε ο εφεσείων.   Τόνισε, επίσης, την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής εξαιτίας της σοβαρότητας των αδικημάτων, λόγω της φύσης τους και της συνεχούς έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων, που αφορούν σε κατάχρηση εξουσίας και διαφθορά από δημόσιους λειτουργούς.  Αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, όμως, και στην ανάγκη εξατομίκευσης της ποινής και της αναμόρφωσης του κάθε παραβάτη.  Δεν παρέλειψε, επίσης, να επισημάνει ότι πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη του τελευταίου αδικήματος και την καταγγελία της υπόθεσης από τον Ευθυμιάδη ο οποίος, παρόλο που εμπλέκετο στην αξιόποινη συμπεριφορά, δεν διώχθηκε.

 

Σταθμίζοντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως η μόνη αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή για τον εφεσείοντα ήταν αυτή της φυλάκισης.  Επέβαλε στον εφεσείοντα ποινές φυλάκισης 8 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 21, 23 και 25, ποινή φυλάκισης 6 μηνών στην κατηγορία 27 και ποινή φυλάκισης 5 μηνών στην κατηγορία 29.    Δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή σε 5 κατηγορίες, τις κατηγορίες 22, 24, 26, 28 και 30, και διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης συντρέχουν.

 

Μετά την επιβολή της ποινής το Κακουργιοδικείο εξέτασε το κατά πόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την αναστολή της ποινής φυλάκισης που επέβαλε.  Αναφέρθηκε στον σχετικό Νόμο 95/72 και στον τροποποιητικό Νόμο 186(Ι)/2003, όπου το  νέο άρθρο 3(2) προνοεί τα ακόλουθα: 

 

«Το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».

 

Μετά από αναφορά σε σχετική νομολογία και ανάλυση των ενώπιον του στοιχείων, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείτο η αναστολή της έκτισης της ποινής φυλάκισης του εφεσείοντα, δεδομένης της φύσης των αδικημάτων και  των συνθηκών διάπραξης τους, εφόσον τα αδικήματα αφορούσαν σε δημόσιο λειτουργό στις ψηλότερες διευθυντικής θέσεις στα Κρατικά Νοσοκομεία και κυρίως στην επίδειξη ανεντιμότητας εκ μέρους του.  Όπως είπε το Κακουργιοδικείο, εν κατακλείδι:

 

«Καταληκτικά, η φύση και η σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε, η ανάγκη για αποτροπή και οι προσωπικές του συνθήκες δεν είναι τέτοιες που να συνηγορούν υπέρ της αναστολής έκτισης της ποινής».  

 

Στο προαναφερόμενο συμπέρασμα κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψιν του και την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων κρίνοντας ότι η απόδοση υπέρμετρης σημασίας στον παράγοντα χρόνο «θα εξουδετέρωνε ακριβώς την ανάγκη για αποτροπή και αποτελεσματικότητα των νόμων, δίδοντας λανθασμένα μηνύματα πως η επιτυχής ολιγοετής συγκάλυψη εξαλείφει την απαξία τέτοιων συμπεριφορών, οι οποίες κατά τα άλλα προκαλούν τόση δυσανάλογη βλάβη στην εικόνα ενός ευνομούμενου κράτους δικαίου».  

 

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται μόνον η πρωτόδικη απόφαση για μη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης στις κατηγορίες 21, 23, 25, 27 και 29.   Κατά τον εφεσείοντα, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέδωσε διπλή βαρύτητα στους παράγοντες που είχε ενώπιον του και εσφαλμένα οι μετριαστικοί και ελαφρυντικοί παράγοντες υπέρ του εφεσείοντα δεν λήφθηκαν, εκ νέου, υπόψιν για σκοπούς άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης.  Κατά τον ευπαίδετο συνήγορο του εφεσείοντα, στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου προσμέτρησε δυσανάλογα η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής και το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, θεώρησε ότι η ανάγκη επιβολής τέτοιας ποινής του αφαιρούσε, ουσιαστικά, την ευχέρεια να αναστείλει την ποινή.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης με το διάγραμμα και την αγόρευση της υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης σ΄ αυτή.   Η σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως είπε, και η ανάγκη για αποτροπή καθιστούσαν αναπόφευκτη την άμεση εκτέλεση των επιβληθεισών ποινών.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία μας το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν διαπιστωθεί ότι η πρωτόδικη ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική (Δέστε:  Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 930).

 

Στην απόφαση Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ, 249 το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο περιόρισε τον εαυτό του στο αποτρεπτικό σκέλος της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί, επεκτείνοντας το σκέλος αυτό όχι μόνο στο είδος και το ύψος της ποινής αλλά και στο γεγονός της αναστολής.  Όπως το Εφετείο έκρινε, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε λανθασμένη καθοδήγηση ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης.  Θεώρησε, δηλαδή, ότι οι ελαφρυντικοί παράγοντες ναι μεν είχαν σημασία ως προς τον καθορισμό της έκτασης της ποινής φυλάκισης, αλλά δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα της υπόθεσης στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος της αναστολής.   Στην υπόθεση εκείνη οι εφέσεις επιτράπηκαν και το υπόλοιπο όλων των ποινών φυλάκισης ανεστάλη για τρία έτη από την ημέρα έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 27/16 κ.α., Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, ημερ. 19.7.2016 και πάλι τέθηκε ζήτημα ως προς της ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης.   Το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη, αφού αναφέρθηκε στη διεύρυνση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, η οποία πραγματοποιήθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 186(Ι)/2003, με τον οποίο αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης μπορεί να διαταχθεί αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου, τόνισε ότι η σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος και η αποτρεπτικότητα της ποινής αφορούν στο είδος και το ύψος της ποινής που επιβάλλει το πρωτόδικο δικαστήριο.  Τα όρια όμως της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου αναφορικά με το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής, δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Το δικαστήριο έχει απεριόριστη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει αν η αναστολή δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά δεδομένα του κάθε κατηγορούμενου.

 

Στην προκείμενη περίπτωση εξέτασα με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία αναφορικά με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του συγκεκριμένου κατηγορούμενου-εφεσείοντα.   Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε, ουσιαστικά, τον εαυτό του δεσμευμένο, από τη σοβαρότητα και τη φύση των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων, να επιβάλει ποινή άμεσης φυλάκισης στον εφεσείοντα, για σκοπούς γενικής αποτροπής και μηνύματος προς τα έξω και επομένως εσφαλμένα καθοδηγήθηκε ως προς τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής.   Συμφωνώ με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η σοβαρότητα και η φύση των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων υπαγόρευαν την επιβολή ποινών φυλάκισης του ύψους που καθόρισε το Κακουργιοδικείο.  Δεν επέβαλλαν όμως και τη μή αναστολή των ποινών φυλάκισης η οποία, στην προκείμενη περίπτωση, θα ήταν ορθή και δίκαιη υπό τις ειδικές περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και υπό τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα.

 

Οι περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα συγκεκριμένα αδικήματα ήταν βέβαια μεμπτές, εφόσον υψηλόβαθμος δημόσιος λειτουργός εμπιστευμένος με την υγεία των ασθενών, παράνομα, εισέπραττε προμήθεια από συγκεκριμένο Ακουολογικό Κέντρο, το οποίο σύστηνε σε ασθενείς, όμως οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων δεν ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές για τον εφεσείοντα.  Τα αδικήματα συνέβησαν σε 13 μόνον περιπτώσεις ασθενών μέσα στον μεγάλο αριθμό ασθενών που εξέτασε κατά τα έτη 2008-2011 ο εφεσείων, σε καμιά περίπτωση η σύσταση του εφεσείοντα προς τους ασθενείς δεν ήταν επιζήμια για την υγεία των ασθενών, ο εφεσείων, οικειοθελώς, διέκοψε την προαναφερόμενη μεμπτή συνεργασία του με τον Ευθυμιάδη, έξι χρόνια περίπου πριν την καταγγελία εναντίον του και ο Ευθυμιάδης δεν διώχθηκε για τις παράνομες του ενέργειες.

 

Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ήταν επίσης ελαφρυντικές για τον ίδιο.   Ήταν 61 ετών κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, με λευκό ποινικό μητρώο, παραδέχθηκε τις προαναφερόμενες κατηγορίες, κατέβαλε στη Δημοκρατία ολόκληρο το ποσό της προμήθειας που έλαβε και μεταμελήθηκε έμπρακτα για τις ενέργειες του.    Είναι επιστήμονας με καλό όνομα στην κοινωνία, οικογενειάρχης και προέρχεται από οικογένεια που χαίρει εκτιμήσεως όπως και ο ίδιος προσωπικά.

 

Υπό τις προαναφερόμενες ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και τις προαναφερόμενες προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα, θεωρώ ότι η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα θα ήταν ορθή και δίκαιη. Το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αρχής θεωρώντας τον εαυτό του δεσμευμένο, ουσιαστικά, από τη σοβαρότητα και τη φύση των αδικημάτων και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής, να μην αναστείλει την εκτέλεση της ποινής, ασκώντας λανθασμένα την απεριόριστη διακριτική του ευχέρεια, την οποία αυτοπεριόρισε.

 

Ενόψει των προαναφερομένων, κρίνω ότι  η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει, η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί και να διαταχθεί η αναστολή του υπολοίπου της οκτάμηνης ποινής φυλάκισης που συνολικά επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, για τρία χρόνια από την ημέρα έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, δηλαδή την 11.5.2017.

 

 

                                                          Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

 

 



[1] «105. Δημόσιος λειτουργός, ο οποίος κατά κατάχρηση εξουσίας που ανάγεται στα καθήκοντα του, ενεργεί ή διατάσσει την ενέργεια οποιασδήποτε αυθαίρετης πράξης που παραβλάπτει τα δικαιώματα άλλου, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Αν ο υπαίτιος απέβλεπε με τέτοια πράξη σε κέρδος, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»

 

[2] «102. Δημόσιος λειτουργός, που παίρνει περιουσία ή ωφέλημα πάσης φύσης υπό το ρητό ή σιωπηρό όρο, ότι αυτός θα ευνοήσει εκείνο που προσφέρει ή δίνει την περιουσία ή οποιοδήποτε άλλο, για τον οποίο ενδιαφέρεται εκείνος που προσφέρει, σε εκκρεμή συναλλαγή ή σε συναλλαγή η οποία ενδέχεται να προκύψει μεταξύ εκείνου που προσφέρει ή άλλου, για τον οποίο αυτός ενδιαφέρεται και οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων και σε χρηματική ποινή.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο