ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B291
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11/2015
11 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.Δ.
ΜΕΤΑΞΥ:
Μ.Α.Ν.Ι. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΛΤΔ
Εφεσείουσας
και
1. PLYNTEX PUBLIC LIMITED
2. ΡΕΝΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ
Εφεσίβλητων
--------------------
Ρ. Καραμανή, (κα) για την Εφεσείουσα
Στ. Βασιλακκάς με Ν. Αλεξάνδρου (κα), για τους Εφεσίβλητους
-------------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας οι Εφεσίβλητοι/Κατηγορούμενοι 1 και 3, όπως και ακόμη ένας συγκατηγορούμενος (Κατηγορούμενος 2), αντιμετώπιζαν συνολικά 16 κατηγορίες. Ειδικότερα, η Εφεσίβλητη 1 αντιμετώπιζε έξι κατηγορίες έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση του Άρθρου 305(Α)(Ι) του Ποινικού Κώδικα ως τροποποιήθηκε και δύο κατηγορίες για απόσπαση αγαθών διά ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. Ο Εφεσίβλητος 2 ομού μετά του έτερου συγκατηγορούμενου (κατηγορούμενου 2) αντιμετώπιζαν οκτώ κατηγορίες ως συνεργοί κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα.
Όλες οι κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν τον κατηγορούμενο 2 αποσύρθησαν στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας με αποτέλεσμα την απόρριψη τους και απαλλαγή του κατηγορουμένου 2 απ' αυτές. Ως αποτέλεσμα η διαδικασία προχώρησε μόνο αναφορικά με τους Εφεσίβλητους/Κατηγορούμενους 1 και 3.
Μετά το πέρας της μαρτυρίας για την Κατήγορο (Παραπονούμενη), πρόκειται περί ιδιωτικής ποινικής, και αφού το Δικαστήριο άκουσε σχετικά τους συνηγόρους, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία απέρριψε το κατηγορητήριο λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Αναπόφευκτα, απάλλαξε και αθώωσε τους Εφεσίβλητους από το στάδιο εκείνο της διαδικασίας. Το ακόλουθο καταληκτικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση συμπυκνώνει το όλο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο και συνιστά το στίγμα της ετυμηγορίας του.
«Εξέταση των ρητών και απερίφραστων αυτών απαντήσεων του διευθυντή των παραπονουμένων Ανδρέα Παναγιώτου (Μ.Κ.1) αποκαλύπτει πώς αυτοί προσφεύγουν στην ποινική δικαιοσύνη αποκλειστικώς και μόνον για να ικανοποιήσουν τις οικονομικές απαιτήσεις τους αστικής φύσης. Ως οι ίδιοι οι παραπονούμενοι ομολογούν, δια του εκπροσώπου τους Ανδρέα Παναγιώτου (Μ.Κ.1), δεν ενδιαφέρονται για τον ποινικό κολασμό των κατ' ισχυρισμόν αδικοπραγήσαντων κατηγορουμένων αρ. 1 και 3 και ούτε ενδιαφέρονται για την απόδοση ποινικής δικαιοσύνης. Αποκλειστικός σκοπός της προσφυγής τους στην ποινική δικαιοσύνη είναι η ανάκτηση των χρημάτων τα οποία θεωρούν ότι τους οφείλονται. Στην πραγματικότητα οι παραπονούμενοι προσφεύουν στην ποινική δικαιοσύνη έχοντας αλλότριους σκοπούς. Συνεπώς, αυτοί καταχρώνται των δικαστικών διαδικασιών και θα πρέπει να παρεμποδισθούν. Αυτό επιτυγχάνεται με την απόρριψη του κατηγορητηρίου.»
Η Εφεσείουσα προσβάλλει με πέντε λόγους Έφεσης την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Οι λόγοι Έφεσης είναι αλληλένδετοι, με κεντρικό πυρήνα τον πρώτο λόγο Έφεσης. Οι υπόλοιποι αφορούν επιμέρους θέματα συμπληρωματικά του πρώτου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον πρώτο λόγο Έφεσης είναι εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου να αθωώσει τους Εφεσίβλητους λόγω κατάχρησης της διαδικασίας. Σύμφωνα με την αιτιολογία του λόγου αλλά και την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την ισχύουσα νομολογία και τις νομολογιακές αρχές που ισχύουν σε υποθέσεις της φύσεως όπως η παρούσα. Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση η οποία ως εισηγήθηκε είναι απόλυτα ορθή. Με αναφορά δε στη μαρτυρία και ειδικά του Διευθυντή της Εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι απ' αυτήν αναδεικνύεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας της διαδικασίας η οποία ήταν το αποτέλεσμα συντονισμένης και καθοδηγούμενης νομικής συμβουλής με σκοπό τον εξαναγκασμό του Εφεσίβλητου 2 να πληρώσει τις οφειλές της Εφεσίβλητης 1, υπό την δαμόκλειο σπάθη της ποινικής καταδίκης.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλα όσα τέθησαν ενώπιον μας και ανατρέξαμε όπου χρειάστηκε στα πρακτικά της υπόθεσης.
Στην Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 το ζήτημα που εξετάστηκε, κεφαλαιώδους σημασίας όπως χαρακτηρίστηκε, αφορούσε τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να αναστέλλει, διακόπτει και απορρίπτει δικαστική διαδικασία όταν διάδικος την χρησιμοποιεί για να καταπιέσει τον αντίδικο του ή για σκοπούς αλλότριους προς εκείνο του δικαίου. Τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης όπως εκτίθενται στην απόφαση της πλειοψηφίας ήταν τ' ακόλουθα:
«Ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος εξέδωσε προς όφελος του εφεσείοντα-κατήγορου επιταγή επί της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Μέσα Γειτονιάς με αριθ. 56131654 για το ποσό των ΛΚ6.000. Έφερε ημερομηνία 27.3.98. Η επιταγή κατατέθηκε αυθημερόν σε λογαριασμό, που διατηρούσε ο εφεσείων, σε τραπεζικό κατάστημα στη Λεμεσό. Επιστράφηκε όμως, όπως φαίνεται, στις 30.3.98, απλήρωτη, με τη στερεότυπη τραπεζική σημείωση, να αποταθεί ο εφεσείων για τους λόγους στον εκδότη της. Ο εφεσείων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ζήτησε επανειλημμένα εξόφληση της επιταγής, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, στις 21.5.98, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την ιδιωτική ποινική δίωξη με αριθμ. 10811/98 κατά του εφεσίβλητου. Αντικείμενο της κατηγορίας ήταν η διάπραξη από τον τελευταίο του αδικήματος του άρθρ. 305Α. Ας σημειωθεί ότι η κρινόμενη έφεση καταχωρήθηκε, αφού ο εφεσείων εξασφάλισε την απαιτούμενη από το Γενικό Εισαγγελέα άδεια.
Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε τον Οκτώβριο του 1999. Ο εφεσείων κάλεσε 16 μάρτυρες. Όταν περατώθηκε η υπόθεσή του, ο εφεσίβλητος υπέβαλε, όπως είχε δικαίωμα, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Τα επιχειρήματα του αντέκρουσε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, κατά την καθιερωμένη διαδικασία. Ο πρωτόδικος δικαστής δεν καταπιάστηκε με ό,τι έθεσαν οι δικηγόροι. Τον απασχόλησε το ζήτημα κατά πόσο υπήρξε κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και το εξέτασε αυτεπάγγελτα, δοθέντος ότι ο εφεσείων είχε, στις 3.6.98, κινήσει την πολιτική αγωγή στο ίδιο Δικαστήριο με αριθμ. 4323/98 εναντίον του εφεσίβλητου για ανάκτηση του ποσού της επιταγής. Λήφθηκε απόφαση κατά του εφεσίβλητου για το ποσό αυτό στις 15.9.98. Ωστόσο, το ένταλμα εκποίησης κινητής περιουσίας επιστράφηκε, το Δεκέμβριο του 1998, ανεκτέλεστο. Υπήρχε σε ισχύ από 9.4.98 διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου (εκδόθηκε στην αίτηση αρ. 284/97).
Παραθέτοντας εκτεταμένα αποσπάσματα από την απόφαση στην Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ.133 και μνημονεύοντας επίσης την M. & M. Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717, που υιοθέτησε τη Βασιλείου και τις αιτιολογικές της σκέψεις, ο πρωτόδικος δικαστής, τερμάτισε τη δίωξη και απέρριψε την υπόθεση με τον ακόλουθο συλλογισμό:
« ................... η παρούσα δίωξη έχει κινηθεί παράλληλα με αστική διαδικασία, διαπνέεται από αλλότριο και καταπιεστικό σκοπό και συνιστά κατάχρηση της ποινικής δίωξης καθότι σκοπός της είναι η είσπραξη της ισχυριζόμενης οφειλής και το Δικαστήριο έχει καθήκον να προστατεύσει τη διαδικασία για την οποία είναι ταγμένη η ποινική δίωξη και να ανακόψει την ποινική διαδικασία στο στάδιο αυτό.»
Σχολιάζοντας το διάταγμα παραλαβής, ο πρωτόδικος δικαστής είπε ότι η πολιτική αγωγή καταχωρήθηκε παρά την ύπαρξη τέτοιου διατάγματος από 9.4.98. Αν ακόμη υποτεθεί, συνέχισε, ότι ο εφεσείων δεν ήταν ενήμερος γιαυτό, εντούτοις ο ίδιος δεν προέβη στη διαδικασία επαλήθευσης στο γραφείο της Επίσημης Παραλήπτριας όταν πληροφορήθηκε το Δεκέμβριο του 1998 ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν ευοδώθηκε το μέσο εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο επέλεξε.
Θεώρησε ο πρωτόδικος δικαστής ότι ο εφεσείων αποσκοπούσε με τη δίωξη να εξαναγκάσει τον κατηγορούμενο να τον πληρώσει, φοβούμενος πιθανή καταδίκη του. Περαιτέρω δεν κατάγγειλε την υπόθεση στις Αστυνομικές Αρχές έτσι ώστε να δικαιολογείται η πρωτοβουλία του. Τη σκέψη του αυτή στήριξε πάλιν στη Βασιλείου, που επικαλείται την Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363 και τη ρήση του Λόρδου Diplock που, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα ιδιωτικής δίωξης, είπε ότι «it exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law». Τέλος, ο πρωτόδικος δικαστής χαρακτήρισε τη δίωξη ως μοχλό πίεσης παρομοιάζοντάς τη με δαμόκλεια σπάθη. Θεώρησε ότι το ελατήριο του εφεσείοντα δεν ήταν η εφαρμογή του ποινικού δικαίου με την τιμωρία του παρανομούντος. Προς τούτου ανέφερε:
«Η φραστική δήλωση στο Δικαστήριο ότι επιθυμεί (ο εφεσείων) την τιμωρία του κατηγορούμενου και αυτό θα έπραττε και εάν ακόμη επληρώνετο την επιταγή, αυτή παραμένει κενό γράμμα και δεν συνάδει τόσο με τις ίδιες τις προθέσεις του κατηγόρου όσο και με τη μαρτυρία που παρουσίασε.»
Παρενθετικά αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην απόφαση του, στηρίχθηκε σε υποθέσεις που αναφέρονται στο ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας, αλλά δεν αφορούν επιταγές όπως η Beogradska DD (1996) 1 C.L.R. 911, Mollis v. Cooper (1967) 2 All E.R. 100, 104, Διευθυντής Φυλακών ν. Παρέλλα Τζεννάρο (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Goldsmith v. Sperrings Ltd (1977) 2 All Ε.R. 566 (C.A), αλλά και υποθέσεις που αφορούσαν ακάλυπτες επιταγές, όπως η Χαραλαμπίδης (άνω), Μεταφορές Γερολέμου Ν. Γερολέμου Λτδ ν. Αδελφοί Σ. Πεκρής (Γενικές Επιχειρήσεις) Λτδ κ.α. (2013) 2 Α.Α.Δ. 591, Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133, 150 και obiter dictum στην Αντρέας Αντρέου ν. Vangel Art Ltd κ.α. (2012) 2 Α.Α.Δ. 7. Θα πρέπει, βεβαίως, να πούμε εξ' αρχής ότι το obiter dictum στην Αντρέου (άνω), το οποίο επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός του ότι αποτελεί obiter και συνεπώς χωρίς καμία δεσμευτική αξία, παρατηρούμε περαιτέρω ότι ουδεμία σχέση έχει με το εξεταζόμενο ζήτημα. Το παραθέτουμε:
«Έχουμε όμως και μια άλλη ευρύτερη παρατήρηση. Εδώ και τρία χρόνια ο Εφεσείων ακολούθησε πεισματικά την προσφυγή στη διαδικασία της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης με την αδιέξοδη κατάληξη που προκύπτει και χωρίς να έχει προσφύγει στην αστική διαδικασία προς πλήρη και οριστική επίλυση της διαφοράς του με τους Εφεσίβλητους, προφανώς θεωρώντας ότι η ποινική δίωξη θα ενεργούσε ως μοχλός πίεσης υπέρ του. Αυτό δεν είναι επιθυμητό σε ένα σύστημα δικαίου στο οποίο οι ουσιαστικά αστικές διαφορές επιλύονται σε καλά θεσμοθετημένα πλαίσια που διασφαλίζουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης σε συνάρτηση με τα υπό του νόμου καθοριζόμενα ως προς δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής μορφής.»
Επανερχόμαστε στην Χαραλαμπίδης (άνω) η οποία είναι απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας και είναι δεσμευτική. Εις αυτήν, αρχικά γίνεται αναφορά στην αγγλική νομολογία και εν συνεχεία αναλύεται η κυπριακή νομολογία επί του εξεταζόμενου ζητήματος με ιδιαίτερη αναφορά στην υφιστάμενη μέχρι τότε διιστάμενη νομολογιακή αντιμετώπιση του θέματος που ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο απεφασίσθη η διεύρυνση του Εφετείου που θα δίκαζε την υπόθεση, έτσι ώστε να της επιληφθεί η πλήρης Ολομέλεια (βλ. απόφαση Εφετείου ημερ. 11.12.2001). Θα περιοριστούμε στο μέρος της απόφασης που πιστεύουμε ότι επιλύει και το εξεταζόμενο με την παρούσα Έφεση ζήτημα. Αναφέρεται στη σελ. 535:-
"Υπέβοσκε πράγματι, όπως επισημάνθηκε, μια διαφορετική αντίληψη (από διαφορετικές συνθέσεις του Εφετείου) αναφορικά με περιπτώσεις επιταγών που ήταν αντικείμενο αγωγής και, παράλληλα, ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Στη Νεοφύτου (ημερ. 4.6.99) αντιμετωπίστηκε απευθείας το ερώτημα που αφορά κατάχρηση της διαδικασίας. Το επιχείρημα ωστόσο για μια τέτοια διαπίστωση δεν κατίσχυσε. Το δικαστήριο το απέρριψε γιατί, όπως στην ουσία έκρινε, στην ποινική διαδικασία βρίσκεται στην πλάστιγγα το θέμα ενοχής ή αθωότητας. Και σε περίπτωση καταδίκης το θέμα τιμωρίας. Κρίθηκε ότι το ελατήριο του κατήγορου ήταν στοιχείο άσχετο, αφού αυτό «δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του (κατηγόρου)». Είναι πιστεύουμε αυτό το πνεύμα της απόφασης. Στη μεταγενέστερη υπόθεση Ταμείο Πρόνοιας Σ.Ε.Κ., επιβάλλοντας ποινή στον εφεσίβλητο, αφού ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, το Εφετείο δεν έλαβε καθόλου υπόψη το γεγονός πως υπήρχε παράλληλη αστική διαδικασία. Είναι όμως σωστό να λεχθεί ότι δεν υπήρξε συζήτηση επί του θέματος.
Οι υποθέσεις Βασιλείου και Μ. & Μ. Λοΐζου Λτδ., ήταν μεταγενέστερες (εκδόθηκαν στις 24.2.00 και 29.12.00 αντίστοιχα). Η Νεοφύτου, που σχολιάστηκε και στις δύο, δεν ακολουθήθηκε. Για το λόγο ότι η υπόθεση εκείνη δεν εξετάστηκε, υπό το πρίσμα της προηγούμενης νομολογίας μας, με την οποία, όπως ελέχθη, συγκρούεται. Στη Βασιλείου παρατίθεται και απόσπασμα από την αντεξέταση του κατηγόρου στην οποία ρητά παραδέχεται ότι σκοπός και των δύο διαδικασιών που κίνησε κατά του εκδότη των επιταγών ήταν η είσπραξη της οφειλής. Αφού αναλύθηκε η νομολογία αποφασίστηκε ότι:
«Η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται ήταν εμφανής τόσο από τη σύζευξή της με την πολιτική αγωγή, όσο και από την ίδια την κατάθεση του εφεσίβλητου ο οποίος ευθέως είπε στη μαρτυρία του ότι η ποινική διαδικασία απέβλεπε στην ανάκτηση του χρέους που διεκδικούσε από την εφεσείουσα.»
Είναι φανερό πως έπαιξε καταλυτική επίδραση η δήλωση του κατηγόρου αναφορικά με τα ελατήρια του. Όμως, κατά τη γνώμη μας, το πώς εκείνος βλέπει το σκοπό της διαδικασίας δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία. Σημασία έχει, όπως διευκρινίζει η Ttofinis και η παραπάνω αγγλική νομολογία, ότι ο παθών μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του, άσχετα από οποιαδήποτε ελατήρια του που δεν λείπουν και από άλλης φύσεως διώξεις. Η αντίδραση του κατηγόρου στη Βασιλείου βρίσκεται μέσα στο συνηθισμένο ανθρώπινο μέτρο, αλλά αυτό δεν προσδιορίζει το δικαίωμα ούτε αλλοιώνει το σκοπό της διαδικασίας. Αυτή καθαυτή η δίωξη δεν υποβοηθά ούτε σκοπεί στην είσπραξη της απαίτησης. Άλλωστε στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων είπε ουσιαστικά ότι επιδίωκε την τιμωρία του εφεσιβλήτου και όχι την ικανοποίηση της απαίτησης. Διερωτόμαστε αν μια τέτοια απάντηση, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή, θα διέσωζε τη διαδικασία. Θα καθιερώναμε όμως τότε ένα πλασματικό κριτήριο. Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι ένα από τα κύρια αιτιολογικά στηρίγματα της Βασιλείου είναι η αγγλική νομολογία, η οποία αφορά σε πτωχευτικές και άλλες διαδικασίες στις οποίες κατεστάλη η έκδηλη επιδίωξη παράλληλου ωφελήματος, παντελούς ξένου και ανεξάρτητου από τη φύση ή το σκοπό ή τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η διάκριση με την προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής.
Προλογίζουμε τη συνέχεια με ό,τι ανέφερε ο Λόρδος Denning στην Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 1 W.L.R. 478, μιλώντας για τη δικαστική διαδικασία στη σελίδα 489:
«It is abused when it is diverted from its true cause so as to serve extortion or oppression; or to exert pressure so as to achieve an improper end.»
Την επίσης σχετική υπόθεση D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994, παραθέτει και σχολιάζει ως εξής ο Archbold στη σελίδα 1/439:
«In D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994, the Divisional Court reiterated the exceptional nature of an order staying proceedings on the ground of abuse of process and stated that such an order should never be made where there were other ways of achieving a fair hearing of the case, still less where there was no evidence of prejudice to the defendant.»
Κατά ποίον τρόπον εδώ, φαίνεται τόσο έντονα ώστε να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της καταστολής, η προκατάληψη σε βάρος του εφεσίβλητου ή κατά μείζονα λόγο αποτελεί εκβιαστικό μέτρο η ποινική δίωξη. Δεν βλέπουμε πώς πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να αφεθεί ατιμώρητος ο παραβάτης (δεν αναφερόμαστε σ' αυτή την περίπτωση για την οποία δεν εκφράζουμε άποψη) επειδή λήφθηκε προηγουμένως απόφαση εναντίον του, η οποία δεν εκτελέστηκε. Έχοντας μάλιστα υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στο εμπόριο σχετικά με τις ακάλυπτες επιταγές, που περιγράψαμε στην αρχή. Φυσικά ο φόβος της τιμωρίας είναι συνυφασμένος με τη σωφρονιστική πολιτική του ποινικού δικαίου. Δε συνιστά όμως κατάχρηση. Δε συμφωνούμε, με κάθε σεβασμό προς τους συναδέλφους μας με τις υποθέσεις Βασιλείου και Λοΐζου Λτδ. Η προσέγγιση υπήρξε, κατά τη γνώμη μας, λανθασμένη."
Όπως ξεκάθαρα φαίνεται από το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας στη Χαραλαμπίδης (άνω), το ελατήριο του Κατήγορου/Παραπονούμενου είναι άσχετο λαμβάνοντας υπόψιν ότι η «καθ' αυτή δίωξη δεν υποβοηθά ούτε σκοπεί στην είσπραξη της απαίτησης». (Βλ. επίσης Μεταφορές Γερολέμου ν. Γερολέμου Λτδ (άνω) και Charilaou Bros Ltd v. Magnor Ltd κ.α. Ποιν. Εφ. 70/2014 ημερ. 20.5.2015.)
Παρατηρούμε, συνεπώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και είχε υπόψιν του και αναφέρθηκε στο ισχύον νομολογιακό πλαίσιο, εντούτοις παραδόξως εσφαλμένα εφάρμοσε τις πιο πάνω αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το θέμα της κατάχρησης κρίνεται εσφαλμένη, δεν αντανακλά την ισχύουσα και δεσμευτική νομολογία και συνεπώς η αθωωτική απόφαση ακυρώνεται. Περαιτέρω, αποτέλεσμα αυτού είναι ότι δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε οποιοδήποτε άλλο λόγο Έφεσης.
Η Έφεση επιτρέπεται. Η εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 29.12.2014 ακυρώνεται. Η υπόθεση επαναπέμπεται στην ίδια πρωτόδικο Δικαστή για να αποφασίσει κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και να πράξει ανάλογα με το αποτέλεσμα.
Τα έξοδα της Έφεσης επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/γκ