ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B238
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 291/2015)
3 Ιουλίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μ. AND A. CHRISTAKI CHRISTODOULOU LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
διά των Εκκαθαριστών της, εκ Σωφρονίου Χριστοδούλου 14, Λάρνακα,
2. ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΡΦΑΝΙΔΗ,
3. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑΣ (ΛΙΑΣ) ΟΡΦΑΝΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Ρ. Καραμανή (κα), για τους Εφεσείοντες.
Ν. Τσαρδελής, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, ως παραπονούμενοι, είχαν καταχωρήσει ιδιωτική ποινική υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, υπ΄ αριθμό 5017/2013, προσάπτοντας εναντίον της εταιρείας Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ - Εφεσίβλητης 1, και των Εφεσιβλήτων 2 και 3, κατηγορίες για έκδοση δύο ακάλυπτων μεταχρονολογημένων επιταγών. Η μία επιταγή αφορούσε στο ποσό των €1.025.53 και η άλλη στο ποσό των €2.000. Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 διώχθηκαν ουσιαστικά ως οι συνεργοί.
Σύμφωνα με το καταχωρηθέν κατηγορητήριο, που κάλυπτε συνολικά 16 κατηγορίες, η Εφεσίβλητη 1 διώχθηκε για τα αδικήματα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, της πρόκλησης μη εξόφλησης, άρθρο 305Α(2) και της εξασφάλισης αγαθών διά ψευδών παραστάσεων, άρθρα 297 και 298 του πιο πάνω κεφαλαίου. Όπως ήδη λέχθηκε, και στη βάση των καταγεγραμμένων στο κατηγορητήριο νομοθετικών διατάξεων και λεπτομερειών, οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 διώχθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του Κεφαλαίου 154 ως οι συνεργοί στη διάπραξη των αδικημάτων.
Μετά από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο δικαστήριο, αναλύοντας την ενώπιόν του μαρτυρία υπό το φως της νομικής διάστασης του όλου θέματος, έκρινε ότι δεν είχαν στοιχειοθετηθεί τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών και δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η υπόθεση εναντίον όλων των κατηγορουμένων. Κατ΄ ακολουθία, οι κατηγορούμενοι - Εφεσίβλητοι, αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν.
Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με σειρά λόγων έφεσης, συνολικά με οκτώ λόγους έφεσης. Με τον πρώτο, τίθεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε πως δεν αποδείχθηκε ο ακριβής χρόνος έκδοσης των επίδικων επιταγών, με τον δεύτερο, ότι πεπλανημένα έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη ένοχης διάνοιας και/ή συμμετοχής των Εφεσιβλήτων στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, με τον τρίτο, πλήττεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μη προσκόμιση μαρτυρίας αναφορικά με την καθημερινή λειτουργία του επίδικου λογαριασμού κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε ως επακόλουθο τη μη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων, με τον τέταρτο, αποδίδεται εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ4 σε σχέση με τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού, με τον πέμπτο, προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα ότι ο επίδικος λογαριασμός της εταιρείας λειτουργούσε με παρατράβηγμα ύψους εκατομμυρίων ακόμα και μετά την ημερομηνία λήξης του προσωρινού ορίου του εν λόγω λογαριασμού, με τον έκτο, αποδίδεται στο πρωτόδικο δικαστήριο μεμπτή αξιολόγηση της μαρτυρίας του διευθυντή των Εφεσειόντων, ΜΚ1, με τον έβδομο, τίθεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε το αδίκημα της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις σε σχέση με την Εφεσίβλητη 3 και με τον όγδοο λόγο έφεσης, προωθείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν άσκησε την εξουσία που του παρέχεται από το άρθρο 85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφάλαιο 155, ώστε να προχωρήσει στην καταδίκη των Εφεσιβλήτων σε σχέση με αδίκημα εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του άρθρου 301 του Ποινικού Κώδικα.
Η πλευρά των Εφεσιβλήτων προέβαλε, αρχικά τέσσερις προδικαστικές ενστάσεις, αποσύροντας, τελικά, κατά τη συζήτηση της έφεσης τις δύο πρώτες. Ως εκ τούτου, προέχει η εξέταση των δύο προδικαστικών ενστάσεων που εκκρεμούν προτού υπεισέλθουμε στην ουσία των ενώπιόν μας λόγων έφεσης.
Η πρώτη προδικαστική ένσταση στηρίζεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες 1, 2, 3, 5, 6 και 7 διότι κατέληξε πως η επιταγή που αφορούσαν δεν αποτελούσε επιταγή εν τη εννοία του Νόμου, αφού δεν εκδόθηκε έγκυρα και νομότυπα. Ηταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσιβλήτων, ότι δεδομένης της απουσίας λόγου έφεσης που να προσβάλλει την εν λόγω κατάληξη, έστω και αν γίνουν αποδεκτοί οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων δεν θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Για να γίνει κατανοητή η βάση της υπό εξέταση προδικαστικής ένστασης είναι χρήσιμο να παραθέσουμε ευρήματα και το ανάλογο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου:
Συνιστούσε παραδεκτό γεγονός ότι η μία εκ των επιταγών (τεκμήριο 2), την οποία αφορούσαν οι πιο πάνω κατηγορίες, έφερε την υπογραφή της Εφεσίβλητης 3. Η επιταγή αυτή δεν τιμήθηκε, κατά ή μετά την 31.12.2012 που κατέστη πληρωτέα, καθότι μετά την 28.11.2012 η Εφεσίβλητη 3 δεν είχε δικαίωμα υπογραφής επιταγών εκ μέρους των Εφεσιβλήτων 1, οι οποίες εκδίδονταν από τον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό. Ως εκ τούτου, η τραπεζική σφραγίδα επί της επιταγής ανέφερε: «Η υπογραφή του εκδότη της επιταγής διαφέρει από το δείγμα στην κατοχή μας.» Ηταν, συναφώς, η προέκταση των θέσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η πλευρά των Εφεσειόντων δεν είχε προσφέρει θετική μαρτυρία περί της υπογραφής στην εν λόγω επιταγή καθ΄ οιανδήποτε συγκεκριμένη ημερομηνία πριν από τις 28.11.2012. Με αυτά ως δεδομένα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η επιταγή - τεκμήριο 2, δεν αποτελούσε «επιταγή» εν τη εννοία του νόμου «εφ΄ όσον αυτή δεν εξεδόθηκε ως οι κατηγορούμενοι αρ. 1, ένα νομικό πρόσωπο το οποίο εκδίδει επιταγές διά των νόμιμων αντιπροσώπων του, απεφάσισαν . οι κατηγορούμενοι αρ. 1 απεφάσισαν όπως από τις 28.11.2012 ενεργούν διά της υπογραφής αποκλειστικώς του κατηγορούμενου αρ. 2.» . Ηταν, συνακόλουθα, η τελική κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η υπογραφή επί της επίδικης επιταγής από πρόσωπο που δεν ήταν εξουσιοδοτημένο από τον δικαιούχο του τραπεζικού λογαριασμού δεν αντικατόπτριζε την υπογραφή του εντολέα και, άρα, δεν αποτελούσε συναλλαγματική. Με αυτό το σκεπτικό κρίθηκε ότι δεν είχαν στοιχειοθετηθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων σε σχέση με το έγκυρο και νομότυπο της έκδοσης της επιταγής.
Όπως ήδη λέχθηκε, η υπό εξέταση προδικαστική ένσταση κινείται γύρω από τη θέση ότι το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν πλήττεται από ανάλογο λόγο έφεσης, γεγονός που θα καθιστούσε χωρίς σημασία τυχόν επιτυχία των υπολοίπων λόγων έφεσης που αφορούν τις κατηγορίες 1, 2, 3, 5, 6 και 7.
Η πιο πάνω προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσιβλήτων στερείται ερείσματος. Το όλο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου στηρίχθηκε στο εύρημά του ότι δεν προσφέρθηκε θετική μαρτυρία ως προς τον χρόνο έκδοσης της επίδικης επιταγής, έχοντας ως ουσιαστικό χρονικό δεδομένο την ημερομηνία 28.11.2012, για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί. Το ζήτημα όμως της απόδειξης του συγκεκριμένου χρόνου έκδοσης των επιταγών που καλύπτουν την υπό κρίση υπόθεση βρίσκεται στον πυρήνα του πρώτου λόγου έφεσης και ως εκ τούτου η παρούσα προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση κινείται γύρω από τη θέση ότι η έφεση είναι παράτυπη ή και δεν είναι παραδεκτή ή και δεν μπορεί να προχωρήσει καθότι προσκρούει στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155. Είναι η νομοθετική διάταξη που καλύπτει τη δυνατότητα και τα όρια άσκησης έφεσης από αθωωτική απόφαση κακουργιοδικείου ή επαρχιακού δικαστηρίου.
Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α) έχει συζητηθεί και αποφασισθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πιο πρόσφατες αυτές της Πλήρους Ολομέλειας, στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 ΑΑΔ 94 και Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 145/2013 κ.α., ημερ. 19.12.2014. Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης. Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, στοιχείο που κινείται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α).
Προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων ότι καθίσταται σαφές από το λεκτικό των λόγων έφεσης ή και από την αιτιολογία τους, ότι αυτοί αφορούν είτε την αξιολόγηση της μαρτυρίας είτε τη διαπίστωση των ευρημάτων επί πραγματικών γεγονότων στα οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο. Αντιθέτως, ήταν η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, ότι η υπό εξέταση έφεση δεν στρέφεται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσάχθηκε ενώπιόν του, αλλά κατά των συμπερασμάτων του σε σχέση με νομικά σημεία και ζητήματα που ηγέρθηκαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι αυτό το οποίο ουσιαστικά ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι ο ενδελεχής έλεγχος της δικανικής κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου επί αμιγώς νομικών ζητημάτων.
Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό. Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιές του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ΄Αρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152).
Στην υπό κρίση περίπτωση εντοπίζουμε ότι όντως οι Εφεσείοντες δεν ξεπέρασαν το νομικό εμπόδιο του άρθρου 137. Στον πυρήνα τους οι καθοριστικοί λόγοι έφεσης 1, 2, 4 και 5, συνιστούν συγκαλυμμένη επιδίωξη αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, γεγονός που αποτελεί εκτροπή από τα διαλαμβανόμενα στην πιο πάνω νομοθετική διάταξη. Αποδίδουν, κατ΄ ουσίαν, εσφαλμένη εκτίμηση εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του. Η εσφαλμένη όμως εκτίμηση μαρτυρίας, έστω και αν αυτό ίσχυε, δεν εξισώνεται με την ανεδαφική συμπερίληψη ή τον αποκλεισμό μαρτυρίας, ούτως ώστε να εμπίπτουν οι λόγοι έφεσης στα όρια εφαρμογής του άρθρου 137 (Δημοσθένους ανωτέρω). Προκύπτει από την όλη αιτιολογία και την όλη διατύπωση των λόγων έφεσης 1, 2, 4 και 5, ότι αυτοί στρέφονται εναντίον των ευρημάτων του δικαστηρίου, όπως αυτά αναδύονται μέσα από την αξιολόγηση μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του, γεγονός που αφαιρεί δικαίωμα άσκησης έφεσης κατ΄ ακολουθία του προαναφερθέντος άρθρου 137. Συγκεκριμένα, οι πιο πάνω λόγοι έφεσης - οι οποίοι και αφορούν τα κρίσιμα ζητήματα της απόδειξης του χρόνου υπογραφής και έκδοσης των επίδικων επιταγών και της απουσίας ένοχης διάνοιας - προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως αυτή προέκυψε μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και συνιστούν προσπάθεια ανατροπής του τρόπου με τον οποίο το δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία.
Συμπληρώνουμε, προς ολοκλήρωση, ότι θεμέλιο στήριξης του συνόλου των κατηγοριών συνιστούσε η απόδειξη του χρόνου υπογραφής των επίδικων επιταγών, στοιχείο άρρηκτα συνδεδεμένο με την κατάδειξη της απαραίτητης γνώσης των ουσιωδών γεγονότων και της ανάλογης πρόθεσης (Militos Trading Limited v. Malekkou (2012) 2 ΑΑΔ 609). Συνεπώς, η απόρριψη των αντίστοιχων λόγων έφεσης καθιστά, ούτως ή άλλως, άνευ αντικειμένου και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, έστω και αν αυτοί ενέπιπταν στα όρια εφαρμογής του άρθρου 137 του Κεφαλαίου 155.
Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, η έφεση κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.