ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Α. Νικολάου για Γ. Χαραλαμπίδη, για την Εφεσείουσα. Γ. Ιωαννίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-07-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΩΝΙΑ ΠΟΠΠΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 142/2015, 7/7/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B247

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 142/2015)

 

7 Ιουλίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,  ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΤΩΝΙΑ ΠΟΠΠΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Νικολάου για Γ. Χαραλαμπίδη, για την Εφεσείουσα.

Γ.  Ιωαννίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Πρωτοδίκως η Εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη σε κατηγορία αμελούς οδήγησης, κατά παράβαση των άρθρων 8, 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε.

 

Η Εφεσίβλητη παρουσίασε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τη μαρτυρία αστυνομικού του Τμήματος Τροχαίας, ο οποίος είχε διερευνήσει το επίδικο δυστύχημα (ΜΚ1) και του εμπλεκομένου στο δυστύχημα, επίσης αστυφύλακα (ΜΚ2), ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε την υπηρεσιακή μοτοσυκλέτα του στην οδό Νίκου και Δέσποινας Παττίχη στη Λεμεσό. Η Εφεσείουσα επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και να μην καλέσει μάρτυρες.

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αποδεχόμενη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Εχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας και δεδομένης της πιο πάνω αξιολόγησης, καταλήγω ότι στις 31/3/2011 γύρω στις 0815 η Κατηγορούμενη οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΚΑΤ 417 στην οδό Νίκου Παττίχη στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας ως η πορεία Α επί του σχεδιαγραφήματος. Την ίδια ώρα ο Αστ. 3428 Κωνσταντίνος Χαραλάμπους οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της εν λόγω οδού την υπηρεσιακή μοτοσυκλέτα ως η πορεία Β επί του σχεδιαγραφήματος. Σε κάποια στιγμή και ενώ ο ΜΚ2 οδηγούσε στην πορεία του, η κατηγορούμενη απότομα και απρόβλεπτα κινήθηκε αριστερότερα της πορείας της με αποτέλεσμα ο παραπονούμενος να κάνει χρήση των φρένων του για να αποφύγει την σύγκρουση. Λόγω όμως της κοντινής απόστασης που είχε ο ίδιος με το όχημα της κατηγορούμενης, αυτό βρέθηκε κάθετα μπροστά του ανακόπτοντας την πορεία του. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο τραυματισμός του παραπονούμενου και η μεταφορά του στο νοσοκομείο Λεμεσού για περίθαλψη ως επίσης και η πρόκληση ζημιών στα δύο οχήματα.»

 

 

 

Η κατάληξη περί ανακοπής της πορείας της μοτοσυκλέτας από το αυτοκίνητο που οδηγούσε η Εφεσείουσα, ήταν, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, η γενεσιουργός αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος, δεδομένου ότι η απρόσμενη είσοδος της Εφεσείουσας από τη δεξιά στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας είχε ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ελεύθερης πορείας του ΜΚ2. Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίθηκε ότι η Εφεσείουσα παρέλειψε να εκπληρώσει την υποχρέωση εξάσκησης λογικής φροντίδας και προσοχής για άλλα πρόσωπα τα οποία χρησιμοποιούσαν το δρόμο, αφού εισήλθε στην αριστερή λωρίδα προτού βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει.

 

Η καταδικαστική απόφαση προσβάλλεται με έντεκα λόγους έφεσης, οι οποίοι όμως, στην ουσία τους, περιστρέφονται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας, σε σημείο που να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου. Μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια τίθεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου (α) ως προς την ορατότητα που είχε η Εφεσείουσα όταν αποφάσισε να εξωτερικεύσει την πρόθεσή της να αλλάξει λωρίδα, (β) ως προς την ταχύτητα που οδηγούσε ο ΜΚ2 και (γ) ως προς την απόσταση που χώριζε τα δύο ενεχόμενα στην σύγκρουση οχήματα, είναι εσφαλμένα και δεν υποστηρίζονται από σαφή και αξιόπιστη μαρτυρία. Προβάλλεται, επιπρόσθετα, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλαβε ρόλο εμπειρογνώμονα ως προς το συμπέρασμα της ταχύτητας με την οποία κινείτο η μοτοσυκλέτα και πως, παρεμβαίνοντας, λανθασμένα, στη διαδικασία υπέβαλε ερωτήσεις που δεν ήταν διευκρινιστικού χαρακτήρα, χωρίς να επιτρέπει στο συνήγορο της Εφεσείουσας να υποβάλει ερωτήσεις μέσω δικαστηρίου προκειμένου να ελεγχθεί η αλήθεια των όσων ο ΜΚ1 παρέθεσε στα υπό αναφορά ερωτήματα του δικαστηρίου.

 

Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:

 

 «Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

 

Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα έθεσε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας σχετικά με το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο και των συνακόλουθων ευρημάτων στα οποία κατέληξε. Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό, ούτε και παρέχεται, υπό τις συνθήκες, ευχέρεια επέμβασής μας. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής αξιολόγησε σφαιρικά την ενώπιόν της μαρτυρία, υπό το πρίσμα των δεδομένων που κάλυπταν το επίδικο δυστύχημα. Αντιφάσεις και/ή αδυναμίες που εντοπίζονται στη μαρτυρία ως προς την ακριβή απόσταση των εμπλεκομένων στο δυστύχημα οχημάτων και την ακριβή ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο ΜΚ2, δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, καθότι δεν είναι σημαντικές, σε σημείο που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας. Αλλωστε, αναμενόμενο είναι, υπό το φως των χρονικών περιθωρίων που εκτυλίσσονται τα γεγονότα σε περιπτώσεις δυστυχημάτων και δεδομένων των αγωνιωδών διλημμάτων που αντιμετωπίζουν οι εμπλεκόμενοι, να μην είναι σε θέση να καταθέσουν με κάθε λεπτομέρεια σε σχέση με το σύνολο των γεγονότων.

 

Ο,τι ήταν σημαντικό στην υπό κρίση περίπτωση συνιστούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός. Συγκεκριμένα, το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν ξεκάθαρα στην λωρίδα κυκλοφορίας του ΜΚ2, συνεπώς η παρεμβολή του οχήματος που οδηγούσε η Εφεσείουσα στην ελεύθερη διέλευση του ΜΚ2 και η αποκοπή της πορείας του δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Περαιτέρω, αναντίλεκτο στοιχείο συνιστά και η μεγάλη ορατότητα που είχε η Εφεσείουσα, αφού ο δρόμος ήταν ευθύς. Κατ΄ ακολουθία, η Εφεσείουσα, εάν ήταν, ως όφειλε, προσεκτική, θα είχε την ευχέρεια και κάθε δυνατότητα να αντιληφθεί τη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο ΜΚ2 και να μην εισέλθει στην αριστερή λωρίδα προτού βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει.

 

Τα πιο πάνω είναι και τα ουσιαστικά στοιχεία που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση. Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ένοχη την Εφεσείουσα στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Παρά τα πιο πάνω, συμπληρώνουμε, προς ολοκλήρωση, ότι δεν εντοπίζουμε βάση στήριξης ούτε στους λόγους έφεσης που αναφέρονται στις ερωτήσεις που υπέβαλε το δικαστήριο προς τους μάρτυρες κατηγορίας και στο παράπονο της Εφεσείουσας ότι δεν της επετράπη η υποβολή αντίστοιχων ερωτήσεων σε αυτούς. Οι ερωτήσεις του δικαστηρίου αφορούσαν σε διευκρινίσεις επί του θέματος της ταχύτητας της μοτοσυκλέτας. Ηταν ζήτημα που είχε ήδη τεθεί μέσω μαρτυρίας και για το οποίο ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα είχε κάθε ευχέρεια να υποβάλει τις δικές του θέσεις. Συνεπώς, σε κανένα σημείο δεν επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπιση. Τέλος, ως προς το παράπονο ότι το δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα σε σχέση με το ζήτημα της ταχύτητας της μοτοσυκλέτας, σημειώνουμε ότι η μόνη σχετική μαρτυρία δόθηκε από τον ΜΚ2 και παρέμεινε αναντίλεκτη, δεδομένου ότι η υπεράσπιση επέλεξε, ως ήταν δικαίωμά της, να μην προσφέρει καμία μαρτυρία. Συνεπώς, η αποδοχή από το πρωτόδικο δικαστήριο της μόνης μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, την οποία και έκρινε αξιόπιστη, ήταν αρκετή, για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί, προκειμένου να οδηγηθεί σε συμπεράσματα ενοχής.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                               Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                               Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο