ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
AZINAS AND ANOTHER ν. POLICE (1981) 2 CLR 9
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133
Σάββα Στέλιος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115
Ιωάννου Μάριος ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 615, ECLI:CY:AD:2014:B585
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:B189
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ.56/2015
25 Μαΐου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΜΑΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσίβλητης
-------
Χρ. Κυθραιώτου (κα), για τον εφεσείοντα
Ελ. Χριστοδούλου (κα) για Μάντης & Αθηνοδώρου, για την εφεσίβλητη
.......
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ: Η εφεσίβλητη αθωώθηκε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο στην κατηγορία της πρόκλησης του θανάτου του Φειδία Κανάρη (στο εξής το θύμα) λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης (άρθρο 210) Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) για δύο ανεξάρτητους μεταξύ τους λόγους. Ο πρώτος, ότι η μαρτυρία των 7 μαρτύρων κατηγορίας (ΜΚ) δεν αποκάλυψε ότι ο τρόπος που οδηγούσε το αυτοκίνητο της KKP 820 ήταν αλόγιστος, απερίσκεπτος ή επικίνδυνος και, ο δεύτερος, ότι απουσίαζε η απαραίτητη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή συμπεριφοράς της και του θανάτου του θύματος.
Ο Γενικός Εισαγγελέας (εφεσείων) θεωρεί ότι η αθώωση της εφεσίβλητης ήταν προϊόν πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης, γιατί η προσαχθείσα μαρτυρία (α) είχε καταδείξει πως υπήρχε η απαραίτητη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδικής συμπεριφοράς της εφεσίβλητης και του θανάτου του θύματος (1ος λόγος έφεσης) και (β) είχε στοιχειοθετήσει εξ αντικειμένου το στοιχείο της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης οδήγησης.
Η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τους πιο πάνω δύο λόγους έφεσης με λιτό και σύντομο διάγραμμα αγόρευσης διατυπώνοντας αντίστοιχες θέσεις που επανέλαβε και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Αφορούν και οι δύο τη μαρτυρία των ΜΚ5 και 7 - του οδηγού του αυτοκινήτου ΑΑF 459 Θ. Θεμιστοκλέους (ΜΚ5) και της ιατροδικαστού Ε. Αντωνίου (ΜΚ7) - η οποία σύμφωνα με τον εφεσείοντα, εντασσόμενη στα ιδιάζοντα όντως περιστατικά της υπόθεσης, ήταν τέτοια που το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να καλέσει την εφεσίβλητη σε απολογία.
Έχοντας επί του προκειμένου υπόψη την πάγια επί του θέματος νομολογία (Αzinas and another v. The Republic (1981) 2 C.L.R. 9 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, την οποία επικαλείται και το πρωτόδικο Δικαστήριο), ότι δηλαδή η αθώωση ενός κατηγορούμενου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο δικαιολογείται μόνο όταν η μαρτυρία (α) δεν στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος ή (β) έχει κλονιστεί σε τέτοιο βαθμό ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης ή είναι τόσο έκδηλα αβάσιμη σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σ΄ αυτή για καταδίκη, καθίσταται αναγκαία η σκιαγράφηση της μαρτυρίας των ΜΚ5 και ΜΚ7 και των εν γένει συνθηκών υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του θύματος ώστε να γίνουν κατανοητές και οι θέσεις του εφεσείοντα.
Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το κατ΄ ισχυρισμό θανατηφόρο δυστύχημα επεσυνέβη γύρω στις 20:10 της 3.5.12 στη Λεωφόρο Χρυσορρογιατίσσης του χωριού Αμαργέτη στην Πάφο και τα αντικειμενικά δεδομένα της σκηνής αποτυπώθηκαν από τον αστυν. Κ. Κωνσταντίνου (ΜΚ3) σε σχέδιο επί κλίμακος. Και αυτό αφού ήδη η σκηνή είχε επιθεωρηθεί από μέλη του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (ΤΑΕ) λόγω του ότι, αρχικώς, η αστυνομία διερευνούσε υπόθεση φόνου εκ προμελέτης και προς τούτο ο ΜΚ5 είχε θεωρηθεί ύποπτος και κατά τη διάρκεια της κράτησής του έδωσε 3 ανακριτικές καταθέσεις όπου βασικά ισχυρίστηκε τα ακόλουθα:-
Την εβδομάδα που είχε προηγηθεί του επίδικου συμβάντος είχε επιδιορθώσει αυτοκίνητο του θύματος, το οποίο μετά την παραλαβή του από το θύμα παρουσίασε πρόβλημα. Λόγω αυτού το θύμα τον κατηγόρησε ότι προκάλεσε στο αυτοκίνητο του ζημιά και στις τηλεφωνικές συνομιλίες που είχαν υπήρξε έντονη λογομαχία και ανταλλαγή απειλών.
Το απόγευμα που συνέβη το περιστατικό είχε εντοπίσει το αυτοκίνητο του θύματος σταθμευμένο στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Χρυσορρογιατίσσης και όταν ειδοποιήθηκε από φιλικό του πρόσωπο ότι το θύμα είχε πάει στη σκηνή, πήρε το αυτοκίνητο του AAF459 και πήγε και αυτός στη σκηνή να το συναντήσει. Όταν δε έφτασε εκεί σταμάτησε το αυτοκίνητο του σε διαπλάτυνση της αριστερής πλευράς της λεωφόρου και αφού κατέβηκε απ΄ αυτό κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του θύματος, με το οποίο είχε έντονη λογομαχία. Στη συνέχεια, βλέποντας ότι η συζήτηση τους δεν οδηγούσε πουθενά, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του να φύγει. Όταν όμως μπήκε σ΄ αυτό, το θύμα τον προσέγγισε από την πλευρά του οδηγού και με το ένα του χέρι έπιασε το τιμόνι και με το άλλο το καθρεφτάκι της πόρτας του οδηγού. Παρόλ΄ αυτά ξεκίνησε να φύγει, αλλά όταν κάλυψε απόσταση 3-4 μέτρων το αυτοκίνητο του έσβησε. Τότε «πάλαρε» το αυτοκίνητο του - ενώ το θύμα συνέχισε να έχει το ένα του χέρι στο τιμόνι του αυτοκινήτου του και με το άλλο να κρατά το καθρεφτάκι της πόρτας του οδηγού - και είδε ότι τα χέρια του θύματος «έφυγαν» από το τιμόνι και το καθρεφτάκι. Δεν είδε όμως κατά πόσο το θύμα έπεσε στην άσφαλτο ή ήταν όρθιο. Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες προχώρησε λίγα μέτρα και σταμάτησε για να βρει το κινητό του τηλέφωνο και τότε άκουσε κάποιον θόρυβο και λίγο πιο πίσω από το αυτοκίνητο του σταμάτησε το αυτοκίνητο της η εφεσίβλητη, η οποία του φώναξε πως νομίζει ότι κάτι κτύπησε. Κοίταξαν, αλλά δεν είδαν οτιδήποτε και είπε στην εφεσίβλητη να φύγει και όταν αυτή έφυγε, προχώρησε με το αυτοκίνητο του πιο κάτω, έκανε επαναστροφή και τότε είδε το θύμα πεσμένο στην άσφαλτο το οποίο, αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο του, μετακίνησε εκτός δρόμου. Στη συνέχεια ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο του και πήγε στο σπίτι του, αλλά καθοδόν τηλεφώνησε στην αστυνομία πως κάποιος κτύπησε το θύμα και να στείλουν ασθενοφόρο γιατί μάλλον είναι νεκρό.
Την πιο πάνω εκδοχή υιοθέτησε ο ΜΚ5 ενόρκως και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προβάλλοντας όμως ότι αυτό που ανάφερε στην πρώτη του ανακριτική κατάθεση πως από την σκηνή έφυγε πρώτη η εφεσίβλητη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εφόσον αυτός έφυγε πρώτος και διευκρινίζοντας ότι δεν έσπρωξε το σώμα του θύματος αλλά το χέρι που κρατούσε το τιμόνι. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι η Αστυνομία προσήψε στον ΜΚ5 την κατηγορία της επίθεσης εναντίον του θύματος την οποία αυτός αρνείται, πλην όμως η υπόθεση του δεν έχει ακόμη εκδικαστεί.
Αναφορικά τώρα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούσαν στη σκηνή κατά τον ουσιώδη χρόνο, σχετική είναι η μαρτυρία του αστυνομικού Ιεροκηπιώτη (ΜΚ6) ο οποίος έφτασε στη σκηνή 20 λεπτά μετά το συμβάν, στις 20:30, και διαπίστωσε ότι υπήρχε ομίχλη που περιόριζε ουσιωδώς την ορατότητα. Σε βαθμό μάλιστα που, όπως ανάφερε, δεν είδε το θύμα παρόλο που πέρασε δίπλα του με αναμμένους τους φάρους του υπηρεσιακού του οχήματος ενόψει και του γεγονότος ότι οι λαμπτήρες που υπήρχαν στην περιοχή δεν φώτιζαν καθόλου το δρόμο. Όπως δε προκύπτει από το σχέδιο της σκηνής, η λεωφόρος Χρυσορρογιατίσσης έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας πλάτους 2.10 και 2.70 μ. ενώ κατά το μήκος της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία της εφεσίβλητης υπάρχει διαπλάτυνση της λεωφόρου κατά 1.70 μ.. Είναι στη διαπλάτυνση αυτή που ο ΜΚ5 είχε πρωτοσταθμεύσει το αυτοκίνητο του και η πρώτη επαφή του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης με το θύμα έγινε στο μέσο περίπου της λωρίδας κυκλοφορίας της και σε απόσταση 20 μ. από το σημείο που ο ΜΚ5 είχε υποδείξει στον ΜΚ3 πως είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο του. Από το εν λόγω σημείο, η σωρός του θύματος ανευρέθη να είναι πεσμένη εν μέρει στην προαναφερθείσα διαπλάτυνση και εν μέρει επί του πεζοδρομίου σε απόσταση 55 μ. και καθόλη αυτή την απόσταση εντοπίστηκαν κηλίδες που έμοιαζαν με αίμα και ίχνη από ίνες των ρούχων που φορούσε το θύμα. Σ΄ ό,τι δε αφορά τις ζημιές που υπέστη το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, εντοπίστηκε ελαφρή ζημιά στην μπροστινή πινακίδα σε ύψος 33 μέχρι 44 εκ. από το έδαφος και κόψιμο στο αριστερό κάτω μέρος του μπροστινού προφυλακτήρα που είχε ύψος 28 εκ. από το έδαφος.
Ο ΜΚ5 εξετάστηκε από την ιατροδικαστή Ε. Αντωνίου (ΜΚ7) στις 4.5.17, η οποία διαπίστωσε πως έφερε γραμμοειδή εκδορά μήκους 3 εκ. στην αριστερή κάτω παρειά και πάνω απ΄ αυτή μικρή εκδορά μήκους 0.2 χ 0.2 εκ. που όπως γνωμάτευσε πιθανότατα να προκλήθηκαν από νύχια. Τέλος, ως αποτέλεσμα της νενομισμένης νεκροψίας που διενήργησε στη σωρό του θύματος, αποφάνθηκε πως η αιτία θανάτου ήταν ο πολυτραυματισμός του από μηχανοκίνητο όχημα. Απαντώντας δε σε ερωτήσεις του συνηγόρου της κατηγορούσας Αρχής, διατύπωσε τη θέση πως στην περίπτωση που το θύμα ήταν πεσμένο στο έδαφος ανάσκελα το ύψος του θα έφτανε τα 30 εκ. και μπρούμυτα 33-35 εκ. Δεν ΄ήταν όμως σε θέση να διαφωτίσει την Υπεράσπιση κατά πόσο ο θάνατος του θύματος προήλθε από τη σύγκρουση με το όχημα της εφεσίβλητης ή από προηγούμενες ενέργειες του ΜΚ5, διευκρινίζοντας ότι όταν τα τραύματα γίνονται στο ίδιο χρονικό διάστημα έχουν ζωτική αντίδραση και δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποιο τραύμα προηγήθηκε και ποιο επακολούθησε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την ενώπιον του μαρτυρία, επεσήμανε πως:
«Τα μόνα αντικειμενικά δεδομένα που προκύπτουν από την προσκομισθείσα μαρτυρία σε σχέση με τις συνθήκες υπό τις οποίες οδηγούσε η κατηγορούμενη είναι τα πιο κάτω αναφερόμενα:
• Το επίδικο δυστύχημα έγινε κατά την διάρκεια της νύχτας.
• Ο οδικός φωτισμός δεν ήταν επαρκής, καθώς οι πάσσαλοι με τους λαμπτήρες της Α.Ή.Κ βρίσκονταν σε απόσταση από το σημείο σύγκρουσης και στην αντίθετη πλευρά από εκείνη στην οποία επήλθε η σύγκρουση (βλ. μαρτυρία ΜΚ 3 και 6). Συγκεκριμένα η απόσταση μεταξύ του πασσάλου ΟΙ επί του Τεκμηρίου 17, ο οποίος ήταν ο πλησιέστερος προς το σημείο πρώτης επαφής (σημείο 4 επί του Τεκμηρίου 17) και του εν λόγω σημείου ήταν 10μ.
• Το θύμα ήταν ενδεδυμένο με σκουρόχρωμα ρούχα (βλ. φωτογραφίες 15 και 16 Τεκμηρίου 10).
• Στη σκηνή υπήρχε ομίχλη κατά τον επίδικο χρόνο (βλ. μαρτυρία ΜΚ6, γραπτή κατάθεση Ivan Iliev Bogdanov Τεκμήριο 24 και γραπτή κατάθεση κατηγορούμενης Τεκμήριο 14).
Περαιτέρω, χωρίς ασφαλώς το Δικαστήριο να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα πράγμα το οποίο θα ήταν ανεπίτρεπτο, προκύπτει πως το θύμα όταν ήρθε σε επαφή και παρασύρθηκε από το όχημα της κατηγορούμενης δεν ήταν σε όρθια θέση. Αυτό δήλωσε, όταν ερωτήθηκε σχετικά ο ΜΚ3, και θα έλεγα ότι αποτελεί απόρροια της κοινής λογικής. Δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε άλλη λογική εξήγηση στο γεγονός ότι το μοναδικό σημείο που εντοπίστηκαν ζημιές στο όχημα της κατηγορούμενης ήταν στις μπροστινές πινακίδες εγγραφής και στον μπροστινό προφυλακτήρα του (βλ. έντυπο περιγραφής ζημιών Τεκμήριο 21 και φωτογραφίες 22-24 Τεκμηρίου 4). Σύμφωνα δε με τον ΜΚ3 η ζημιά εντοπίστηκε σε ύφος 33 μέχρι 44 εκ. στις πινακίδες εγγραφής. Η δε ΜΚ7 ανέφερε ότι στην περίπτωση κατά την οποία το θύμα ήταν ξαπλωμένο στο έδαφος ανάσκελα το ύψος του θα έφθανε περίπου τα 30 εκ. ενώ σε περίπτωση που ήταν μπρούμυτα το ύψος θα ήταν το ίδιο με ελάχιστη διαφορά 3 μέχρι 5 εκ. πιο ψηλό.
Επιπρόσθετα, σημειώνω πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα της κατηγορουμένης.
Από την άλλη, η κατηγορούμενη τόσο στην κατάθεση της ημερομηνίας 4.5.12 (Τεκμήριο 15) όσο και στην κατάθεση της ημερομηνίας 6.5.12 (Τεκμήριο 14) ανέφερε ότι ενώ οδηγούσε το όχημα της είδε ξαφνικά «. ένα μαύρο πράμα να πετάσσεται μπροστά της....».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας καταλήξει στις πιο πάνω όντως αντικειμενικές διαπιστώσεις, επεσήμανε πως «Το γεγονός και μόνο ότι η κατηγορούμενη τη δεδομένη στιγμή οδηγούσε το όχημα της και ήλθε σε επαφή με το θύμα παρασύροντας το, δεν οδηγεί άνευ ετέρου και στο συμπέρασμα ότι οδηγούσε αλόγιστα, απερίσκεπτα ή επικίνδυνα». Καθοδηγούμενο επί του προκειμένου από τις Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 52/11 ημερ. 29.7.14, ECLI:CY:AD:2014:B585 - στις οποίες λέχθηκε πως το αδίκημα της επικίνδυνης οδήγησης δεν είναι απόλυτο και προς στοιχειοθέτηση του δεν αρκεί η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης, αλλά απαιτείται και απόδειξη πως η επικίνδυνη κατάσταση προκλήθηκε κατ΄ ακολουθία σφάλματος του οδηγού όπως και στην περίπτωση της οδήγησης χωρίς την δέουσα επιμέλεια και φροντίδα - προχώρησε σε αθώωση και απαλλαγή της εφεσίβλητης από το εκ πρώτης όψεως στάδιο κρίνοντας πως:
«Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία αντικειμενικά να στοιχειοθετεί έστω και εκ πρώτης όψεως ότι ο τρόπος με τον οποίο η κατηγορούμενη οδηγούσε ήταν αλόγιστος, απερίσκεπτος ή επικίνδυνος. Δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει την ύπαρξη κάποιου λάθους ή παράλειψης εκ μέρους της κατηγορούμενης.
Επιπρόσθετα, θεωρώ πως από την τεθείσα μαρτυρία απουσιάζει ένα απαραίτητο στοιχείο για να μπορέσει το Δικαστήριο να προχωρήσει και να εξετάσει κατά πόσο υφίσταται μεταξύ της αποδιδόμενης στην κατηγορούμενη πράξης ή συμπεριφοράς και του θανάτου του θύματος η απαραίτητη αιτιώδης συνάφεια (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αντωνίου Ποινική Έφεση 241/12 ημερομηνίας 16.12.14). Θεωρώ δηλαδή πως δεν έχει καταδειχθεί ότι το θύμα κατά την στιγμή που ήρθε σε επαφή και παρασύρθηκε από τό όχημα της κατηγορούμενης ήταν ζωντανό.»
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η αθώωση και απαλλαγή της εφεσίβλητης από το εκ πρώτης όψεως στάδιο είναι προϊόν πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης (άρθρο 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155) σε αμφότερα τα σκέλη της πρωτόδικης απόφασης. Και αυτό καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε αφενός την αναφορά του ΜΚ5 ότι καμιά επαφή του σώματος του θύματος δεν υπήρξε με το όχημα του και επομένως δεν μπορούσε το θύμα να είχε τραυματιστεί προηγουμένως από το όχημα του και αφετέρου τη μαρτυρία της ΜΚ7, σύμφωνα με την οποία η αιτία του θανάτου του θύματος ήταν ο πολυτραυματισμός του από μηχανοκίνητο όχημα. Τόνισε συναφώς ότι το γεγονός ότι η ιατροδικαστής δεν ήταν απόλυτα σίγουρη κατά πόσο ο θάνατος του θύματος προήλθε από την πρώτη σύγκρουση του με το όχημα της εφεσίβλητης είτε στη συνέχεια, δεν είχε καθοριστική σημασία εφόσον η εφεσίβλητη όφειλε να λάβει όλα τα δέοντα μέτρα για να αποφύγει την σύγκρουση με το θύμα.
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτοδίκης απόφασης σε αμφότερα της τα σκέλη.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας. Καταλήξαμε πως ο 1ος λόγος έφεσης, δηλαδή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αθώωσε την εφεσίβλητη από το εκ πρώτης όψεως στάδιο στη βάση ότι «δεν είχε καταδειχθεί ότι το θύμα κατά τη στιγμή που ήλθε σε επαφή και παρασύρθηκε από το όχημα της εφεσίβλητης ήταν ζωντανό», είναι βάσιμος. Επί του προκειμένου είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι όπως λέχθηκε στην Χριστοδούλου (ανωτέρω) «.ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».
Στην υπό κρίση περίπτωση, η μαρτυρία της ιατροδικαστού (ΜΚ7) ήταν ότι η αιτία θανάτου του θύματος ήταν ο πολυτραυματισμός του από μηχανοκίνητο όχημα και όπως προκύπτει από την υπόλοιπη μαρτυρία όντως το θύμα παρασύρθηκε από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης σε απόσταση 55 μ. περίπου. Με αυτό ως δεδομένο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να θεωρήσει - ως θέμα πρώτης όψεως πάντα - ότι στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας ο θάνατος του θύματος ήταν αποτέλεσμα του πολυτραυματισμού του από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης εφόσον αντίθετη κατάληξη, ή αμφιβολίες επί του θέματος, προϋπόθετε θεώρηση της μαρτυρίας σε βάθος, η οποία αναγόταν σε μεταγενέστερο στάδιο.
Ενόψει των πιο πάνω ο 1ος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Σ΄ ό,τι όμως αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, αν δηλαδή η προσαχθείσα μαρτυρία στοιχειοθετούσε εξ αντικειμένου το στοιχείο της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης οδήγησης εκ μέρους της εφεσίβλητης, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως και εάν εξεταστεί, δεν αποκάλυψε ότι η σύγκρουση του θύματος με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης ήταν αποτέλεσμα επικίνδυνης κατάστασης που δημιουργήθηκε από δικό της σφάλμα. Αντίθετα σύμφωνα με την προσκομισθείσα μαρτυρία η εφεσίβλητη οδηγούσε κανονικά στη λωρίδα της και η επικίνδυνη κατάσταση δημιουργήθηκε με τα όσα διαδραματίζονταν στην αριστερή διαπλάτυνση του δρόμου και το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης το θύμα κατέληξε σε μη όρθια θέση στο εμπρόσθιο κάτω μέρος του αυτοκινήτου της, δεν ήταν προϊόν δικού της λάθους. Υπό αυτά τα περιστατικά ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κάλεσε την εφεσίβλητη σε απολογία εφόσον, όπως ορθώς αποφάνθηκε, δεν είχε ενώπιον του «. μαρτυρία η οποία αντικειμενικά να στοιχειοθετεί έστω και εκ πρώτης όψεως ότι ο τρόπος με τον οποίο η κατηγορούμενη οδηγούσε ήταν αλόγιστος, απερίσκεπτος ή επικίνδυνος. Δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει την ύπαρξη κάποιου λάθους ή παράλειψης εκ μέρους της κατηγορούμενης». Και αυτό χωρίς την εξέταση της μαρτυρίας του ΜΚ5 σε βάθος η οποία, ενδεχομένως, να οδηγούσε σε κρίση πως παρουσίαζε κενά και άφηνε αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ