ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ζερβού Παναγιώτης και Άλλη ν. Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 2192
Aυξεντίου Xρήστος, άλλως Mπίλλυς ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 5
Χατζηγεωργίου Σωτήρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 203, ECLI:CY:AD:2015:C340
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:B173
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
11 Μαΐου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 329/2015)
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Εφεσείων παρών προσωπικά.
Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: O εφεσείων, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 8723/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, παραδέχτηκε ότι, στις 10 Αυγούστου 2015, οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής UZ 119, α) άνευ ασφάλειας, έναντι κινδύνου τρίτου μέρους, σε ισχύ, β) χωρίς άδεια κυκλοφορίας σε ισχύ και γ) μετέφερε προεξέχον φορτίο.
Το δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα τις ακόλουθες ποινές:
α) €200 πρόστιμο στην πρώτη κατηγορία, β) €100 πρόστιμο στη δεύτερη κατηγορία και γ) €50 πρόστιμο στην τρίτη κατηγορία.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα των επιβληθεισών ποινών με δύο λόγους έφεσης τους οποίους παραθέτουμε αυτούσιους, ήτοι:
″1. Το Δικαστήριο εμφανίστηκε ακατανόητα εχθρικό και προκατειλημμένο εναντίον του κατηγορούμενου.
2. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη δεν λήφθησαν υπόψιν όλοι οι λόγοι μετριασμού της ποινής. Από τους 4 λόγους λήφθησαν υπόψιν απ' ότι φαίνεται μόνο ο ένας λόγος.″
Στο πλαίσιο του διαγράμματος που κατατέθηκε, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντί να ζητήσει από την αστυνομία να παρουσιάσει το φάκελο της υπόθεσης, ώστε να καταφανεί η ανανέωση της άδειας κυκλοφορίας και η εξασφάλιση έγκυρης ασφαλιστικής κάλυψης, ζήτησε από τον ίδιο να το κάνει. Αυτό δε έγινε, όπως ανέφερε ο εφεσείων, μετά από εκδήλωση εκνευρισμού, εκ μέρους του δικαστηρίου.
Κατ' αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι, η μόνη πηγή πληροφόρησης ως προς τα διαδραματισθέντα, είναι τα πρακτικά που είναι κατατεθημένα στο φάκελο της κάθε υπόθεσης. Η επί του θέματος νομολογία είναι παγίως θεμελιωμένη, ότι τα πρακτικά αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό για τα όσα διαδραματίστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192). Παράλληλα τονίζεται ότι, τα πρακτικά συνιστούν τη μοναδική πηγή ελέγχου του περιεχομένου ολόκληρης της διαδικασίας (βλ. Αυξεντίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 5). Από τα εν λόγω πρακτικά, ούτε «εχθρότητα», ούτε «προκατάληψη» διαπιστώνουμε να υπήρξε.
Η προβολή από τον εφεσείοντα, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, ότι συμμορφώθηκε, δικαιολογημένα, εντός του πλαισίου της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, ζητήθηκε η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για την εν λόγω δήλωση. Βεβαίως, πρέπει να τονισθεί ότι η αναφορά της συμμόρφωσης, χωρίς αμφισβήτηση από την Κατηγορούσα Αρχή, θα μπορούσε ν' αποτελέσει επαρκές δεδομένο, ώστε να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σαφώς, όμως, δεν αποτελεί πράξη εχθρική, όπως προβάλλεται και θα πρέπει οι διάδικοι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν προβάλλουν τέτοιου είδους ατεκμηρίωτους χαρακτηρισμούς. Σε κανένα σημείο των πρακτικών δεν μας παρέπεμψε ο εφεσείων, έτσι ώστε να τεκμηριώσει την εισήγηση του. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος απορρίπτεται.
Σε συνάρτηση με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων πρωτοδίκως και κατ' έφεση στήριξε την εισήγηση για μείωση της ποινής σε τέσσερις λόγους, ήτοι ότι:
α) Επισκέφθηκε το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, ΤΟΜ, με σκοπό την ανανέωση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος του και τούτο δεν κατέστη δυνατό γιατί βρήκε τα γραφεία κενά, χωρίς υπαλλήλους ή ήταν κλειστά την επομένη που ξαναπήγε. Επιχείρησε δε να καταγγείλει το θέμα στο αρμόδιο Υπουργείο, χωρίς επιτυχία.
β) Η αδυναμία καταβολής του ποσού της ανανέωσης της αδείας, οφειλόταν σε έλλειψη χρημάτων. Υποστήριξε συναφώς ότι η Κυπριακή Δημοκρατία του οφείλει χρήματα και δεν του τα καταβάλλει, ή η πληρωμή γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση.
γ) Η χρήση του οχήματος του, που ήταν δηλωμένο ως ακινητοποιημένο, έγινε τη συγκεκριμένη ημέρα για να βοηθήσει ένα άλλο πρόσωπο που «Δεν μπορούσε να ταΐσει τα ζώα του» και
δ) τα εισοδήματα του είναι €800 το μήνα και έχοντας, τέσσερα παιδιά, φοιτητές αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Το παράπονο του εφεσείοντα, όπως σημειώσαμε, είναι ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Γίνεται αναφορά στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Υπουργείου Εσωτερικών κ.ά., Α.Ε. 18/2010, ημερ. 14 Μαΐου 2015, ECLI:CY:AD:2015:C340, με σκοπό να τονιστεί η απουσία επαρκούς αιτιολογίας. Κατ' αρχάς η απόφαση αναφέρεται σε αιτιολόγηση διοικητικής απόφασης, θέμα εντελώς διάφορο από το υπό εξέταση.
Η επάρκεια αιτιολογίας σε μια δικαστική απόφαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που επίσης επικαλείται ο εφεσείων, έχει ως έκφανση τη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και ποινικής ευθύνης ενός πολίτη.
Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων, παραδέχτηκε ενοχή στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Δεν αμφισβήτησε ποσώς τα γεγονότα, όπως καταγράφονται στο κατηγορητήριο. Δεν τίθεται συνεπώς θέμα παραβίασης των δικαιωμάτων του για μη επαρκή διάγνωση της ποινικής του ευθύνης, ώστε να τίθεται θέμα μη αιτιολόγησης της πρωτόδικης απόφασης. Το μόνο που μπορεί να εξεταστεί, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης είναι αν, τα προβληθέντα, για μετριασμό της ποινής, δεν λήφθησαν υπόψη.
Όπως καταφαίνεται από τα πρακτικά ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι επισκέφθηκε τα γραφεία του ΤΟΜ «στις 16 Ιουλίου 2014 και ώρα 14.20». Το ίδιο έγινε, όπως επανέλαβε την επομένη και πάλι την «ώρα 14.20».
Ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα πιο πάνω λεχθέντα, έχοντας υπόψη, ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο εφεσείων έγιναν 11 μήνες μετά, ήτοι στις 10 Αυγούστου 2015.
Το δικαστήριο αναφέρθηκε αρχικώς, στη σοβαρότητα του αδικήματος της οδήγησης χωρίς ασφάλεια έναντι κινδύνου τρίτου μέρους, και στη συνέχεια παρέθεσε τους μετριαστικούς παράγοντες που λήφθησαν υπόψη, ήτοι την παραδοχή, την ανυπαρξία προηγούμενων και την άμεση συμμόρφωση του εφεσείοντα. Τέλος αναφέρεται:
″Λαμβάνω υπόψιν μου περαιτέρω για σκοπούς μετριασμού της ποινής τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορούμενου όπως αυτές αναφέρθηκαν από τον ίδιο και κρίνοντας αυτόν με κάθε δυνατή επιείκεια επιβάλλω ..″
Μπορεί η απόφαση να είναι λιτή, πλην, όμως, δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οποιοδήποτε κενό που να δικαιολογεί την επέμβαση μας.
Η μη αναφορά στην απουσία χρημάτων που, πρόβαλε ο εφεσείων, σε συνδυασμό με τη μη αποπληρωμή από το Κράτος οφειλών προς τον ίδιο, μπορεί να μην αναφέρονται σαφώς, πλην, όμως, η απόφαση κρίνεται στο σύνολο της και η αναφορά σε «προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορούμενου», σαφώς προσδίδουν ότι λήφθησαν ιδιαιτέρως υπόψη, με κορύφωση την επιβολή προστίμου, ιδιαιτέρως σε μια άκρως σοβαρή κατηγορία, της οδήγησης χωρίς ασφάλεια έναντι κινδύνου τρίτου μέρους. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, αν εκδηλωνόταν παράπονο εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ως προς την ανεπάρκεια της επιβληθείσας ποινής, η αντιμετώπιση, ενδεχομένως, να ήταν διάφορη.
Το αδίκημα αυτό, με βάση την προβλεπόμενη ποινή, είναι άκρως σοβαρό.
Η παράγραφος (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 3 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν. 96(Ι)/2000) προβλέπει:
″(α) Σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και της χρηματικής ποινής και πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού θα στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδήγησης.″
Στη βάση των ανωτέρω θεωρούμε και το δεύτερο λόγο απορριπτέο και την έφεση ως απολύτως αβάσιμη.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο εφεσείων με το διάγραμμα του εξέφρασε παράπονο, χρησιμοποιώντας άκομψη γλώσσα, γιατί κατά το στάδιο της προδικασίας συζητήθηκε, εκ πρώτης όψεως το βάσιμο της έφεσης, έχοντας υπόψη την παραδοχή που ήδη έγινε πρωτοδίκως.
Αυτή η ενέργεια αποτελεί όχι μόνο καθήκον του Εφετείου, για σκοπούς προστασίας του δικαστικού χρόνου, και περιορισμό της δαπάνης που υφίσταται ένας διάδικος, αλλά και υποχρέωση στη βάση των υφιστάμενων περί Εφέσεων Θεσμών.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ