ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B169
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
11 Μαΐου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 219/2015)
(Σχ. με 220/2015)
ΤΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 220/2015)
(Σχ. με 219/2015)
ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Εφεσίβλητου.
Αλ. Στυλιανού για Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.
Μ. Σοφοκλέους για Μ. Χατζηχριστοφή, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η Τούλλα Χρίστου (″εφεσείουσα″ στην Ποιν. Εφ. 219/2015) και ο Λεόντιος Χρίστου (″εφεσείων″ στην Ποιν. Εφ. 220/2015) κρίθηκαν ένοχοι για το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης σε σήμα τροχαίας. Ο μεν εφεσείων ως κάτοχος του λεωφορείου με αριθμό εγγραφής TKWE 384, η δε εφεσείουσα ως συναινούσα ιδιοκτήτρια, κατηγορήθηκαν ότι σε 27 διαφορετικές περιπτώσεις άφησαν το πιο πάνω λεωφορείο «σταθμευμένο» εντός της στάσης λεωφορείου που βρίσκεται στη λεωφ. Αθηνών στη Λάρνακα.
Η παραμονή του οχήματος στη στάση λεωφορείου της λεωφόρου Αθηνών έναντι του Δημαρχείου, όπως και το χρονικό διάστημα που προσδιοριζόταν στο κατηγορητήριο, δεν αμφισβητήθηκαν. Τα παραδεχτά γεγονότα όπως διατυπώνονται στην εκκαλούμενη απόφαση, έχουν ως εξής:
· Το λεωφορείο ανήκει στην κατηγορούμενη 2 και οδηγείται, κατά κύριο λόγο από το σύζυγό της, κατηγορούμενο 1. Κατά τις επίδικες ημερομηνίες οδηγείτο από τον κατηγορούμενο 1.
· Η κατηγορούμενη 2 κατέχει εν ισχύ άδεια «Ε» να εκτελεί Εσωτερικές Οδικές Επιβατικές Μεταφορές (Τεκμήριο 22).
· Το ειδικά διαμορφωμένο κόκκινο διώροφο τουριστικό λεωφορείο με αριθμούς εγγραφής TKWE384 (στο εξής «το λεωφορείο»), έχει άδεια η οποία εκδόθηκε από το ΤΟΜ να εκτελεί συγκεκριμένο δρομολόγιο στα τουριστικά αξιοθέατα της Λάρνακας (Τεκμήριο 2).
· Η άδεια, Τεκμήριο 2, ορίζει ως αφετηρία και τέρμα τη «Λεωφόρο Αθηνών (Φοινικούδες), έναντι Δημαρχείου (κόλπος-στάση λεωφορείων τακτικών γραμμών με δυνατότητα στάθμευσης δύο μεγάλων λεωφορείων)».
· Η άδεια Τεκμήριο 2, καθορίζει επίσης τη διαδρομή του λεωφορείου, τις 5 στάσεις του (πέραν της αφετηρίας και του τέρματος) και το ωράριο των διαδρομών, ήτοι 11:00, 15:00, 17:30, 20:30 και 21:30.
· Η στάση φέρει ειδική σήμανση που τοποθετήθηκε εκεί από το Δήμο Λάρνακας, η οποία δεικνύει ότι επιτρέπεται εκεί η στάση λεωφορείων.
· Το λεωφορείο στάθμευσε στη στάση τις εξής ημερομηνίες και ώρες:
1. 27.3.2012, από 15:30 μέχρι 16:35.
2. 8.4.2012, από 18:00 μέχρι 19:25.
3. 29.4.2012, από 19:00 μέχρι 20:15.
4. 1.5.2012, από 19:00 μέχρι 20:15.
5. 1.6.2012, από 11:20 μέχρι 12:45.
6. 25.7.2012, από 09:35 και για 95 λεπτά.
7. 26.7.2012, από 07:00 μέχρι 08:15.
8. 7.9.2012, από 07:00 μέχρι 09:30.
9. 29.9.2012, από 14:00 μέχρι 15:30.
Για περιόδους, δηλαδή, από, κατά το ελάχιστο, 75 λεπτά μέχρι και, κατά το μέγιστο, 150 λεπτά. Κατά τις 27.3.2012, 1.5.2012, 7.9.2012 και 29.9.2012, όταν επιστήθηκε η προσοχή του κατηγορούμενου 1 στο Νόμο, αυτός απάντησε «θα πάω Δικαστήριο».
Η γραμμή Υπεράσπισης, όπως διεφάνη τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, είναι η, στη βάση της αδείας του ΤΟΜ, προσφερόμενη δυνατότητα άφεσης του λεωφορείου στον εν λόγω χώρο.
Μετά την ετυμηγορία για καταδίκη επιβλήθηκαν στους εφεσείοντες:
Εφεσείουσα: Για εννέα κατηγορίες €200 πρόστιμο εκάστη.
Εφεσείων: Για εννέα κατηγορίες €200 πρόστιμο εκάστη και σε εννέα κατηγορίες δεν επιβλήθηκε καμιά ποινή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα αποδοχής της μαρτυρίας της Μ.Κ.7, αναφορικά με τη θέση της ως προς το εύλογο του χρόνου που μπορεί να παραμείνει ένα λεωφορείο στη στάση.
Αμφισβητείται η ερμηνεία που έκαμε το δικαστήριο στους όρους «Στάση» και «Στάθμευση», με το δεύτερο λόγο έφεσης. Προκρίνεται ως εσφαλμένη η ερμηνεία του όρου «Αφετηρία και Τέρμα», όπως αυτό αναφέρεται στην άδεια του ΤΟΜ (Τεκ. 2), με τον τρίτο λόγο έφεσης.
Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι το λεωφορείο των εφεσειόντων εμπίπτει στον ορισμό του «Αστικού Λεωφορείου» κρίνεται ως λανθασμένο.
Τέλος, με τους πέμπτο και έκτο λόγους έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα της για δίκαιη δίκη, καθότι δεν της είχε επιτραπεί να αντεξετάσει και δεν της προσφέρθηκε ο λόγος έτσι ώστε να εκθέσει τους λόγους που επιθυμούσε για σκοπούς μετριασμού της ποινής.
Οι λόγοι έφεσης που προβλήθηκαν στην Ποιν. Εφ. 220/2015 είναι πανομοιότυποι με τους λόγους που προαναφέραμε, έτσι θα εξεταστούν μαζί.
Θα εξετάσουμε αρχικώς τους λόγους έφεσης αριθμός 5 και 6, καθότι το θέμα της, κατ' ισχυρισμό, παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης είναι θεμελιακό όχι μόνο στη βάση του Συντάγματος (Άρ. 30.2), αλλά καθότι αποτελεί τη βάση του δικαϊκού μας συστήματος. Ουδείς δικάζεται χωρίς ν' ακουστεί και να του παρασχεθεί η δυνατότητα να προβάλει την υπεράσπιση του ή εν προκειμένω τις θέσεις του ενώπιον του δικαστηρίου.
Το παράπονο εστιάζεται στο ότι δεν δόθηκε άδεια «στην κατηγορούμενη 2 να αγορεύσει στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων πριν την έκδοση της τελικής απόφασης ή επιβολής της ποινής». Το δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση του και δεν απευθύνθηκε προς την κατηγορούμενη 2 «και να της δώσει το δικαίωμα αν επιθυμούσε να αγορεύσει και να προβάλει τα επιχειρήματα της». Τούτο δεν έγινε σε κανένα στάδιο, όπως προβάλλεται. Τέλος, η αναφορά του δικαστηρίου ότι «ήταν κατηγορούμενος 1 υπεύθυνος για τον χειρισμό της» (υπόθεσης), είναι εσφαλμένη.
Πρέπει εξ' αρχής να τονίσουμε ότι, από όλο το φάσμα των πρακτικών, καταδεικνύεται ο πρωτεύων ρόλος που διαδραμάτισε ο εφεσείων κατά το χειρισμό της υπόθεσης πρωτοδίκως. Σημειώνουμε ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία οι εφεσείοντες δεν εκπροσωπούντο από δικηγόρο.
Το μόνο στοιχείο και πηγή γνώσης, ως προς τα διαδραματισθέντα, είναι τα πρακτικά που είναι κατατεθημένα στο φάκελο της κάθε υπόθεσης. Η επί του θέματος νομολογία είναι παγίως θεμελιωμένη, ότι τα πρακτικά αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό για τα όσα διαδραματίστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192). Παράλληλα τονίζεται ότι, τα πρακτικά συνιστούν τη μοναδική πηγή ελέγχου του περιεχομένου ολόκληρης της διαδικασίας (βλ. Αυξεντίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 5).
Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της δίκης, που, όπως λέχθηκε πιο πάνω, αποτελούν τη βάση εξαγωγής συμπερασμάτων ως προς τα διαδραματισθέντα. Το δικαστήριο σε κάθε στιγμή απευθύνει το λόγο και στους δύο τότε κατηγορουμένους (σελ. 2). Παρουσιάζεται πάντοτε ν' απαντά ο εφεσείων, ιδιαιτέρως στο θέμα των προβληθέντων ενστάσεων, και χρησιμοποιεί τον πληθυντικό (σελ. 3, 6, 8). Η αντεξέταση του Μ.Κ.1, γίνεται από τον εφεσείοντα. Στο τέλος μάλιστα της διαδικασίας, τότε, ζήτησε αν είναι δυνατό να μην έρχεται στο δικαστήριο η γυναίκα του (σελ. 31).
Αντεξετάζει όλους τους μάρτυρες κατηγορίας ο εφεσείων. Υποβάλλει παράπονο για καθυστέρηση και πάλι ο εφεσείων (σελ. 67). Σ' ερώτηση του δικαστηρίου προς αμφότερους τους κατηγορουμένους επί θέματος αναβολής, απαντά και πάλι ο εφεσείων.
Μετά την ένορκη κατάθεση αμφοτέρων, ρωτήθηκαν οι εφεσείοντες αν θα «φέρουν» άλλους μάρτυρες και απάντησε ο εφεσείων αρνητικά (σελ. 113).
Όταν οι εφεσείοντες κλήθηκαν ν' αγορεύσουν μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης, μόνο ο εφεσείων αγόρευσε, χρησιμοποιώντας μάλιστα πληθυντικό (σελ. 126). Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και κατά το στάδιο πριν την επιβολή ποινής.
Στη βάση αυτής της θεώρησης πραγμάτων, όπως την αναλύσαμε πιο πάνω, θεωρούμε το παράπονο των εφεσειόντων ως ανεδαφικό. Η όλη παρουσία και συμπεριφορά του εφεσείοντα σαφώς αποδείκνυε ότι αυτός χειριζόταν την υπόθεση και το συμπέρασμα του δικαστηρίου είναι ακριβές.
Η εφεσείουσα ήταν παρούσα σ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Το δικαστήριο απευθυνόταν και στους δύο. Αυτή δεν αντιδρούσε ούτε εκδήλωσε ποτέ ένσταση, παρά μόνο ζήτησε να καταθέσει ενόρκως. Μάλιστα σημειώνουμε ότι η δικαστής είχε αφιερώσει μεγάλο χρονικό διάστημα στην αρχή της μαρτυρίας της να τη βοηθήσει να δώσει την κατάθεση της γιατί είχε, όπως είπε, άγχος.
Δεν βρίσκουμε τίποτε το μεμπτό στην όλη στάση του δικαστηρίου και εν πάση περιπτώσει, δεν μας έχει υποδειχθεί οτιδήποτε που να υποδηλεί επηρεασμό των δικαιωμάτων της εφεσείουσας.
Συνεπώς οι λόγοι πέντε και έξι απορρίπτονται.
Επίκεντρο του πρώτου λόγου έφεσης είναι η αποδοχή της μαρτυρίας της Ξένιας Τταφφούνα (Μ.Κ.7), Ελεγκτή Μεταφορών στο ΤΟΜ. Ιδιαιτέρως αμφισβητείται η αναφορά της μάρτυρος για το χρονικό διάστημα παραμονής του λεωφορείου στη στάση.
Κατ' αρχάς το θέμα της αξιοπιστίας της εν λόγω μάρτυρος δεν αμφισβητείται ευθέως. Κατά δεύτερο, όταν διαβαστεί η μαρτυρία της καταδεικνύεται ότι εξέφρασε γνώμη ως προς τον εύλογο χρόνο που θα δικαιούται να παραμείνει το λεωφορείο στη στάση, χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα. Συνεπώς κρίνουμε τον πρώτο λόγο έφεσης αβάσιμο και απορρίπτεται.
Η ερμηνεία της αδείας, Τεκ. 2, που είχαν στην κατοχή τους οι εφεσείοντες, έδωσε το έναυσμα για το δεύτερο λόγο έφεσης. Το δικαστήριο ανέφερε, επί του προκειμένου:
″Περαιτέρω, βάσει των σχετικών διατάξεων του περί Δήμων Νόμου και του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου προκύπτει ότι, είναι ο κάθε Δήμος εντός των δημοτικών του ορίων που έχει αρμοδιότητα και εξουσία, σε συνδυασμό με την αστυνομία, ρύθμισης της τροχαίας κίνησης και όχι το Τμήμα Οδικών Μεταφορών.
Πράγματι, απαντάται η λέξη «στάθμευση» στην άδεια Τεκμήριο 2. Όμως, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών περιεχομένων του Τεκμηρίου 2, καθώς και της αξιόπιστης μαρτυρίας της ΜΚ7, βρίσκω ότι η άδεια, κατά την ορθή ερμηνεία της, δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως δίδουσα δικαίωμα στάθμευσης του λεωφορείου στη στάση. Θα ήταν εξάλλου παράλογο να δοθεί δικαίωμα στάθμευσης σε οποιοδήποτε μηχανοκίνητο όχημα εντός χώρου στάσης λεωφορείου και μάλιστα από Αρχή, το ΤΟΜ, που τέτοια αρμοδιότητα δεν έχει, βάσει Νόμου.″
Θεωρούμε την πιο πάνω προσέγγιση ορθή και ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.
Ο τρίτος και τέταρτος λόγος πραγματεύονται την απουσία καθορισμού ερμηνείας των όρων «Αφετηρία - Τέρμα» ή «Αστικό Λεωφορείο», θέματα άσχετα με την παρούσα υπόθεση, από τη στιγμή που το δικαστήριο δέχτηκε ότι στη βάση της μαρτυρίας της Μ.Κ.7 το λεωφορείο των εφεσειόντων δεν είχε τη δυνατότητα παραμονής ακινητοποιημένο στη συγκεκριμένη στάση στη λεωφόρο Αθηνών στη Λάρνακα.
Ως εκ των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη, με €1.000 έξοδα δι' έκαστη υπόθεση, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ