ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B154
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 162/2014)
2 Μαϊου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
Μεταξύ:
ΑΝΤΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εφεσείοντα,
v
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________________
K. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα
Ξ. Ξενοφώντος (κα), Δημόσιος Κατήγορος A΄ για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο Εφεσείων, κατηγορούμενος ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, αντιμετώπισε 183 κατηγορίες, οι οποίες αναφέρονταν σε διάπραξη αδικημάτων, τα οποία, το Κακουργιοδικείο, ενέταξε σε τρεις ενότητες.
α) 61 κατηγορίες αφορούσαν στη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
β) Άλλες 61 κατηγορίες αφορούσαν στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση του Νόμου 188(1)/2007.
γ) Άλλες 61 κατηγορίες αφορούσαν στο αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας από Δημόσιο Λειτουργό κατά παράβαση του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα.
Οι κατηγορίες υπό στοιχεία (β) και (γ) ανωτέρω, σχετίζονταν με το γενεσιουργό αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου. Ο Εφεσείων ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπάλληλος του Δήμου Πάφου. Υπάγετο στο Τεχνικό Τμήμα της υπηρεσίας του Δήμου και μέρος των καθηκόντων του ήταν ο έλεγχος, συντήρηση και επιδιόρθωση των κερματοδεκτών του Δήμου. Κατηγορήθηκε και καταλογίστηκε ποινική ευθύνη σ΄αυτόν ότι, από την περίοδο Νοεμβρίου 2009 μέχρι Ιουλίου 2012 έκλεψε από κερματοδέκτες, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε διάφορα σημεία της πόλης, ποσό, το οποίο, συμποσούμενο, με βάση το Κατηγορητήριο, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €206.904,57.
Ο Εφεσείων δεν παραδέχτηκε ενοχή, και στη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατέθεσαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής 36 μάρτυρες και 3 εκ μέρους της Υπεράσπισης. Κατατέθηκαν, συνολικά, 115 τεκμήρια, τα περισσότερα από τα οποία αποτελούνται από δέσμες εγγράφων και ογκώδεις φακέλους.
Το Κακουργιοδικείο, μετά από μακράν ακροαματική διαδικασία, έκρινε τον Κατηγορούμενο - Εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έξι λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμόν, εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ14. Ο δεύτερος λόγος αφορά στην, κατ΄ισχυρισμόν, εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της ΜΚ27 ήταν ενισχυτική της μαρτυρίας της ΜΚ14. Ο τρίτος λόγος συνίσταται στο ότι η όλη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την Εφεσίβλητη - Κατηγορούσα Αρχή εναντίον του Εφεσείοντα - Κατηγορούμενου ήταν εγγενώς αδύναμη και τέτοιας μορφής που θα έπρεπε να είχε οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρίση ότι ήταν αναξιόπιστη, με συνέπεια την αθώωση του Εφεσείοντος. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η προσέγγιση και αποτίμηση της μαρτυρίας του ΜΚ36, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε, παρά το γεγονός ότι αυτή «βασιζόταν σε εικοτολογίες, υποθέσεις, παρουσίαζε κενά και ήταν εσφαλμένη ως προς την προσέγγιση των θεμάτων». Με τους λόγους έφεσης 5 και 6, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη, αναφορικά με το ζήτημα της περιστατικής μαρτυρίας. Κατ΄ισχυρισμό, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε την ύπαρξη αλυσίδας γεγονότων, η οποία απεδείκνυε την ενοχή του Εφεσείοντα, σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για την εξέταση περιστατικής μαρτυρίας.
Ιδιαίτερης σημασίας για την έκβαση της παρούσας έφεσης, είναι ο λόγος έφεσης 4. Σύμφωνα με την αιτιολογία του λόγου αυτού, ο ΜΚ36 δεν ήταν ειδικός (πραγματογνώμονας), δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες επί θεμάτων ηλεκτρονικής και/ή λειτουργίας των κερματοδεκτών, και η μαρτυρία του δεν ήταν μαρτυρία πραγματογνώμονα και θα έπρεπε να εξεταστεί μόνο ως προς τα γεγονότα στα οποία αναφερόταν και όχι ως προς τους συλλογισμούς και τα συμπεράσματα στα οποία προέβαινε. Η σύγκριση της μαρτυρίας του ΜΚ36 με εκείνη του ΜΚ35 καταδεικνύει ότι, ο μεν ΜΚ35 παρέθετε συγκεκριμένα στοιχεία αναφορικά με τη λειτουργία των κερματοδεκτών και το λογισμικό τους σύστημα, ενώ ο ΜΚ36 βασιζόταν σε απλές υποθέσεις, οι οποίες, μάλιστα, βρίσκονταν σε αντίθεση ή δυσαρμονία με τη μαρτυρία του ΜΚ35.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή τη μαρτυρία του ΜΚ36, ο οποίος ήταν κρίσιμος μάρτυρας, και στου οποίου τη μαρτυρία βασίστηκε εκτενώς και αποφασιστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην πρωτόδικη απόφαση, η αναφορά στη μαρτυρία του Κώστα Λιασίδη, ΜΚ36, καλύπτει 23 σελίδες, από την σελίδα 37 μέχρι την σελίδα 60 της πρωτόδικης απόφασης.
Ο ΜΚ36, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ήταν λογιστικός λειτουργός στον Δήμο Πάφου. Στην κατάθεση του, ημερομηνίας 2.11.2012, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο Α(α)24, αναφέρεται ότι εργάζεται στο Δήμο Πάφου από τις 2.7.2012 ως λογιστικός λειτουργός με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αρχικά εργάστηκε στο Οικονομικό Τμήμα, ως γραφέας στον Κλάδο Υδατοπρομήθειας. Στα τέλη Αυγούστου, 2012, μετατέθηκε επίσημα στο Τμήμα Γραμματείας, για εκτέλεση γραφειακών καθηκόντων στον Κλάδο Προσφορών, υπό την ευθύνη και επίβλεψη του Δημοτικού Γραμματέα. Παράλληλα, όμως, εκτελούσε και καθήκοντα Λογιστικού Λειτουργού, που σχετίζονταν με τον εσωτερικό έλεγχο, υπό την επίβλεψη και ευθύνη του Εσωτερικού Ελεγκτή του Δήμου Πάφου.
Όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, μετά από τη δημιουργία υποψιών στον Εσωτερικό Ελεγκτή του Δήμου Πάφου, τον Αύγουστο του 2012, ανατέθηκε στον ΜΚ36, εργασία περισυλλογής, ταξινόμησης και καταγραφής όλων των φυσικών στοιχείων, δεδομένων, τεκμηρίων και πληροφοριών, τα οποία σχετίζονταν (α) με τη νόμιμη λειτουργία και συντήρηση των αυτόματων μηχανών είσπραξης στους διάφορους χώρους στάθμευσης, (β) με τη νόμιμη διαδικασία που υιοθετείτο από τριμελή ομάδα περισυλλογής, καταγραφής και κατάθεσης των εισπράξεων από τις μηχανές αυτές, (γ) με στοιχεία που σχετίζονταν με την εξακρίβωση, ταυτοποίηση και τεκμηρίωση τυχόν παράνομων επεμβάσεων στο λογισμικό σύστημα, το λειτουργικό σύστημα και τους κερματοδέκτες της κάθε μηχανής και (δ) με οποιαδήποτε άλλα στοιχεία θα έκρινε ότι θα ήταν χρήσιμα στο έργο του. Επιπρόσθετα, του ανατέθηκε ο έλεγχος, η επαλήθευση, η αποτύπωση και η ανάλυση των δεδομένων που θα κατέγραφε στο πρώτο μέρος και η διατύπωση του πορίσματος που θα πήγαζε από την όλη εργασία του. Την εργασία του θα την παρουσίαζε στον Εσωτερικό Ελεγκτή του Δήμου και στην Αστυνομία, αν αυτό κρινόταν επιβεβλημένο από το αποτέλεσμα του πορίσματος.
Ο ΜΚ36, στην μακράν του κατάθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αναφέρθηκε με λεπτομέρεια και έδωσε στοιχεία αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε την εργασία που του ανατέθηκε.
Είναι προφανές, από την όλη εξέταση της μαρτυρίας του ΜΚ36, ότι, το Κακουργιοδικείο δεν αποφάσισε ρητώς σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ή κατά την έκδοση της απόφασης, κατά πόσον ο ΜΚ36 ήταν πραγματογνώμονας ή όχι και κατά πόσον, αν ήταν πραγματογνώμονας, σε ποιους τομείς ήταν. Είναι, όμως, προφανές ότι το Κακουργιοδικείο θεώρησε και μεταχειρίστηκε τον ΜΚ36 ως πραγματογνώμονα μάρτυρα επί όλων, ουσιαστικά των θεμάτων για τα οποία έδωσε μαρτυρία, περιλαμβανομένου και του τρόπου λειτουργίας των συγκεκριμένων μηχανών-κερματοδεκτών.
Το Κακουργιοδικείο, στις προαναφερόμενες σελίδες της απόφασης του και, επεξηγώντας την επίπονη εργασία στην οποία προέβη ο μάρτυρας, χρησιμοποιεί ρήματα όπως «διαπίστωσε», «θεώρησε», «ταξινόμησε», «διαπιστώνεται», «φαίνεται», «εμφανίζεται», «εντόπισε», «άθροισε», «επομένως βρήκε», «ερεύνησε και διαπίστωσε», και όρους, όπως «έχοντας καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα», «εξηγώντας ο μάρτυρας το συμπέρασμά του», «επομένως», «συνεπώς», «λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά», «την ίδια τεχνική και μέθοδο χρησιμοποίησε για όλες τις μηχανές για να εξάξει το αποτέλεσμα και τις μετρήσεις τους», «ο μάρτυρας θεωρεί δεδομένο», «ο μάρτυρας θεώρησε δυνατό», «ο μάρτυρας για την εν λόγω παράνομη απόσυρση υπολόγισε .», «μια άλλη μέθοδος την οποία εντόπισε ο μάρτυρας ότι χρησιμοποιείτο από τον δράστη ήταν και η αλλαγή εγκεφάλου» και «παράδειγμα μη εξουσιοδοτημένης ενέργειας εντοπίζεται (από το μάρτυρα) και από το παράλογο των περιόδων που αναφέρουν τα εισιτήρια .».
Τα συμπεράσματα του ΜΚ36 ανακεφαλαιώνονται στις σελίδες 56 - 60 της πρωτόδικης απόφασης. Εκεί επεξηγούνται πλήρως τα συμπεράσματα του μάρτυρα αναφορικά με τις παράνομες επεμβάσεις στις μηχανές - κερματοδέκτες. Μεταξύ άλλων, αναγράφεται, στη σελίδα 56 της απόφασης, τι έλαβε υπόψιν, τι συμπεράσματα εξήγαγε στη βάση παράλογων, όπως έκρινε, ημερομηνιών που εμφανίζονταν κατά καιρούς, τονίζοντας εκφράσεις στη μαρτυρία του ΜΚ36, όπως «δεν το δέχτηκα ως φυσιολογικό» και «ενώ φαινόταν ότι είναι ένα πλεόνασμα επειδή είχαν διαγραφεί οι εισπράξεις, ουσιαστικά εντόπισα ότι μας είχαν κλέψει». Στη σελίδα 57 της απόφασης αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ήταν η πεποίθηση του μάρτυρα ότι είχε δημιουργηθεί «reset» και μεγάλη χρήση εισιτηρίων, και γι΄αυτό είχε εντοπιστεί πλεόνασμα. Στην ίδια σελίδα της απόφασής του, αναφέρεται, το Κακουργιοδικείο, στη μαρτυρία του ΜΚ36 ως προς το τι θεωρούσε ο μάρτυρας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως λογική ή φυσιολογική χρήση εισιτηρίων (στους χώρους στάθμευσης του Δήμου) «μέσα σε λογικά πλαίσια» και το τι δεχόταν ως «φυσιολογικό». Γίνεται, ακόμη, αναφορά σε μαρτυρία του ΜΚ36, σύμφωνα με την οποία αυτός «θεώρησε ότι είχε προηγηθεί παράνομο άνοιγμα και υπολόγισε κλοπή ποσού €690 με βάση όλα τα δεδομένα που είχε υπόψη του, ποσό το οποίο αφαίρεσε από το συνολικά υπολογισθέν ως κλοπιμαίο ποσό».
Στη σελίδα 58 της απόφασης, γίνεται αναφορά στο στάδιο της αντεξέτασης του ΜΚ36, όπου ερωτήθηκε ως προς τις διάφορες μεθόδους ελέγχου που προσφέρουν οι μηχανές και οι οποίες αναγράφονται στο εγχειρίδιο του κατασκευαστή. Ο μάρτυρας δεν έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας ελέγχου, για λόγους τους οποίους εξηγεί, και οι οποίοι, με κατανόηση, καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου. Ακόμα, στη σελίδα 59 της πρωτόδικης απόφασης, καταγράφεται η «επίμονη θέση του μάρτυρα» αναφορικά με την ερμηνεία κάποιων «reports», τα οποία αναδεικνύουν «τα δεδομένα των δέκα τελευταίων ανοιγμάτων», σύμφωνα με τον ΜΚ36. Προς επίρρωση της θέσης του, ο ΜΚ36 παρέπεμψε και στη σελίδα 33 του τεκμηρίου 61 (user manual), όπου επεξηγείται ότι «ως αποτέλεσμα του reset των audit logs είναι να απωλεσθούν τα ιστορικά στοιχεία ελέγχου της μηχανής αναφορικά με κέρματα, κάρτες, χαρτονομίσματα, κουτιά.». Εξαιτίας των προαναφερομένων, ο μάρτυρας κατέληξε ότι «δεν θα διαφώτιζαν περαιτέρω τα reports αυτά, δεδομένου ότι έχουμε τα εισιτήρια των νόμιμων καταμετρήσεων.» (σελίδα 59 της πρωτόδικης απόφασης). Στην ίδια σελίδα, το Κακουργιοδικείο καταγράφει, επίσης, και τα συμπεράσματα του μάρτυρα, αλλά και τους συλλογισμούς του αναφορικά με τη μη αναγκαιότητα αναφοράς σε συγκεκριμένο «report», καθότι, «το ίδιο αποτέλεσμα θα έδιδε», στο οποίο κατέληξε και ο μάρτυρας, όπως είπε. Προσθέτει, το Κακουργιοδικείο, «δέχθηκε όμως πως θα ήταν μια ακόμα επιβεβαίωση. Όχι όμως η επιβεβαίωση.». Στη σελίδα 60 της απόφασης του Κακουργιοδικείου, γίνεται αναφορά στη διαδικασία ελέγχου παρουσίασης των «Dallas keys» σε συγκεκριμένες μηχανές. Ήταν η θέση του μάρτυρα, όπως καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι «από το γεγονός ότι οι μισές μηχανές ανοίγουν με ένα κλειδί και οι άλλες μισές με άλλο χωρίς να γνωρίζουν ποιο κλειδί ανοίγει ποιες, αναγκαστικά παρουσιάζονται αμφότερα τα κλειδιά ώστε να εντοπιστεί το κατάλληλο.».
Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ36 από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε ακόμη μερικά χαρακτηριστικά σημεία της μαρτυρίας του, όπως καταγράφονται στα πρακτικά. Στη σελίδα 592 των πρακτικών, ζητείται από τον μάρτυρα, από την κα Ξενοφώντος, να δώσει ένα παράδειγμα, πώς εργάστηκε, τι δεδομένα έλαβε υπόψιν και τι συμπεράσματα έβγαλε, ώστε να κατανοήσει, το Δικαστήριο, την έρευνα του. Η ερώτηση αφορούσε στη λειτουργία των μηχανών και στην έκδοση εισιτηρίων. Στη σελίδα 593 των πρακτικών, ο μάρτυρας αναφέρεται σε ό,τι, κατά την άποψή του, είναι λογικό ως προς την καταμέτρηση των κερμάτων από τις μηχανές. Προσθέτει, ακόμη, ότι «οι ανάγκες είναι καθημερινές, οι εισπράξεις είναι καθημερινές και ο κόσμος παρκάρει κάθε ημέρα στους χώρους στάθμευσης.» Αυτά τα παίρνει ο μάρτυρας ως δεδομένα, χωρίς να επεξηγεί γιατί. Στη σελίδα 594 των πρακτικών, ο μάρτυρας προβαίνει σε υπολογισμούς, κατά την κρίση του, σύμφωνα με το τι ο ίδιος θεωρεί ως δίκαιο υπολογισμό, για να καταλήξει «σε ορισμένα λογικά συμπεράσματα». Σ΄αυτό το σημείο αναφέρεται στη χρήση (κατανάλωση) χαρτιού (των αποδείξεων), για να υπολογίσει τις εισπράξεις από τις μηχανές. Θεωρεί αυτήν την μέθοδο ως αξιόπιστη βάση για να καταλήξει στα συμπεράσματα του. Στη σελίδα 595 των πρακτικών, εξηγεί ο μάρτυρας ότι, επειδή δεν είχε αποδείξεις για τα ποσά τα οποία είχαν κλαπεί, διότι είχαν διαγραφεί τα στοιχεία της μηχανής «έπρεπε να βρω ένα λογικό τρόπο αποδεχτό και στη συνείδηση μου να υπολογίσω το ποσό το οποίο κλάπηκε τα επόμενα χρόνια.», είπε χαρακτηριστικά, ως απόλυτος κριτής του θέματος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε όλες τις παρεμβάσεις του κ. Ευσταθίου αναφορικά με την πηγή των γνώσεων του ΜΚ36, το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε οποιανδήποτε σαφή απάντηση. Στη σελίδα 598 των πρακτικών, π.χ. φαίνεται παρέμβαση του κ. Ευσταθίου ότι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τη μαρτυρία του ΜΚ36, (ο οποίος, συναφώς παρατηρούμε, δε φαίνεται να είχε παραδώσει οποιανδήποτε έκθεση του στην Υπεράσπιση), το Δικαστήριο δίνει οδηγίες να συνεχίσει η μαρτυρία του ΜΚ36. Στη σελίδα 599 των πρακτικών, εξηγεί ο μάρτυρας, ως να ήταν πραγματογνώμονας για τη λειτουργία των μηχανών, τη διαδικασία του «reset» ή αλλαγής εγκεφάλου στη μηχανή και παραπέμπει στην πείρα την οποία απέκτησε τα τελευταία δύο χρόνια και τις συζητήσεις τις οποίες είχε με τους Άγγλους (ειδικούς), για να καταλήξει στο ότι «θεωρώ ότι ήταν reset το οποίο γινότανε. Τουλάχιστον για τα έτη μέχρι το 2011 ήταν η διαδικασία του reset με την εισαγωγή του κωδικού ασφαλείας γιατί ήταν και πιο πρακτική να γίνεται, πιο γρήγορη διαδικασία .». Στην ίδια σελίδα, ο μάρτυρας εξηγεί ότι, από τις 3.1.2008 μέχρι τις 7.10.2010, η μηχανή ήταν σε λειτουργία και λειτουργούσε χωρίς παράνομες παρεμβάσεις, ενώ συντηρείτο βάσει των προδιαγραφών εκπαίδευσης που είχε καθορίσει Άγγλος ειδικός, χωρίς και πάλι να αιτιολογήσει αυτά τα συμπεράσματα.
Στη σελίδα 600 των πρακτικών, φαίνεται ότι ο ΜΚ36 προβαίνει σε δικούς του υπολογισμούς, με βάση αυθαίρετα δεδομένα και καταλήγει σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Το ίδιο συμβαίνει και στη μαρτυρία του, που καταγράφεται στη σελίδα 601 των πρακτικών. Στις σελίδες 603 μέχρι 607, και πάλι καταγράφεται ότι προβαίνει σε υπολογισμούς και καταλήγει σε συμπεράσματα, στη βάση στοιχείων που παίρνει, αυθαίρετα, ως δεδομένα και φαίνεται να ενεργεί πλήρως ως πραγματογνώμονας για τη λειτουργία των μηχανών. Στη σελίδα 607 καταγράφεται ένσταση του κ. Ευσταθίου στη μαρτυρία του ΜΚ36, το Δικαστήριο, όμως, κρίνει ότι «επιτρέπεται η εξ ακοής μαρτυρία και όλα θα αξιολογηθούν στο τέλος». Στο τέλος της σελίδας 606 και στην αρχή της σελίδας 607 των πρακτικών, καταγράφεται σημαντική απάντηση του ΜΚ36 αναφορικά με τις γνώσεις του ως προς την τροφοδοσία των μηχανών. Η απάντηση του μάρτυρα ήταν η εξής: «Για να λειτουργεί η μηχανή χρειάζεται εισιτήριο. Και όμως όσοι πέρασαν εκπαίδευση δεν είχαν αντιληφθεί αυτό το απλό πράμα το οποίο αντελήφθηκα εγώ ένας λογιστής ο οποίος σε έναν μήνα προσπάθησα μέσω και επικοινωνίας μου με την Αγγλία να γνωρίσω τον τρόπο λειτουργίας των μηχανών.»
Στη σελίδα 609 των πρακτικών, καταγράφεται συμπέρασμα του μάρτυρα ότι «χρήματα έχουν κλαπεί κατ΄εμένα». Η υποκειμενική κρίση του μάρτυρα καταγράφεται και στη σελίδα 610 των πρακτικών. Στη σελίδα 613 των πρακτικών, καταγράφεται οδηγία του Δικαστηρίου προς τον μάρτυρα, η οποία φανερώνει ότι τον θεωρεί πραγματογνώμονα για τα θέματα στα οποία αναφέρεται, και συγκεκριμένα, στη λειτουργία των μηχανών. Στη σελίδα 620 των πρακτικών, καταγράφεται ότι ο ΜΚ36 δεν είναι σε θέση να απαντήσει σε ερωτήσεις που του υποβάλλει η Εφεσίβλητη - Κατηγορούσα Αρχή αναφορικά με την αλλαγή των εγκεφάλων των μηχανών.
Στη σελίδα 669 των πρακτικών, κατά την αντεξέταση του ΜΚ36, αυτός ερωτάται, από τον κ. Ευσταθίου, για τις γνώσεις του πάνω στις συγκεκριμένες μηχανές. Δηλαδή, αμφισβητείται η πραγματογνωμοσύνη του. Η απάντηση του μάρτυρα είναι ότι προσπάθησε να αποκομίσει γνώσεις από τους ανθρώπους που είχε στη διάθεση του στο Τεχνικό Τμήμα του Δήμου Πάφου. Μίλησε, επίσης, και με τον Εσωτερικό Ελεγκτή του Δήμου Πάφου και «με την Αγγλία» και, συγκεκριμένα, τον ΜΚ35 και τον κ. Huwett, ο οποίος τον παρέπεμψε σε ορισμένα τεχνικά εγχειρίδια. Στον κ. Huwett, ο ΜΚ36 υπέβαλε και κάποιες ερωτήσεις, όπως και στον κ. Stanley, ΜΚ35. Ως προς τις ακαδημαϊκές του γνώσεις, είπε ότι ήταν στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ότι διδάχθηκε πώς γίνεται ο έλεγχος ηλεκτρονικών δεδομένων. Δούλεψε ως ελεγκτής, και είχε στην εποπτεία του είκοσι υπολογιστές και τρεις εκτυπωτές και δημιούργησε και λογισμικά προγράμματα σε ήδη κατασκευασμένες «κονσόλες». Στην κατοχή του υπήρχε και κάποιο «manual» (εγχειρίδιο) αναφορικά με τη λειτουργία των μηχανών. Στη σελίδα 675 των πρακτικών, ο ΜΚ36 αναφέρεται στον ένοχο. Λέει, συναφώς, «όλα αυτά τα στοιχεία τα λογικά τα οποία έβαλα κάτω με οδήγησαν όπως, βήμα βήμα, όπως γράφω στην κατάθεσή μου και είναι μέχρι σήμερα δυστυχώς για τον κ. Ανδρέα (εφεσείοντα) η άποψη μου ότι είχε πάντα εμπλοκή σε όλες τις υποθέσεις που είχαμε.», υποκαθιστώντας, ουσιαστικά, την κρίση του Δικαστηρίου με τη δική του, επί του κεφαλαιώδους θέματος της ενοχής του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα, που ήταν το κατεξοχήν ζήτημα που έπρεπε να αποφασίσει το ίδιο το Δικαστήριο.
Η αξιολόγηση του ΜΚ36 από το Κακουργιοδικείο, γίνεται στις σελίδες 78 μέχρι 84 της πρωτόδικης απόφασης. Δεν υπάρχει, πουθενά, όπως παρατηρήσαμε, στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, οποιαδήποτε ρητή αναφορά στο κατά πόσον τον θεωρεί πραγματογνώμονα αναφορικά με τη λειτουργία των μηχανών ή όχι. Το Κακουργιοδικείο, όμως, εκφράζει την πεποίθηση του για το αμερόληπτο και ανεπηρέαστο του μάρτυρα. «Η ποιότητα της μαρτυρίας του ήταν άριστη», όπως έκρινε. Επρόκειτο για άτομο το οποίο εργάστηκε επιμελώς, με ζήλο και περισσή μεθοδικότητα, ξεψαχνίζοντας στοιχεία και φέροντας στο φως σημαντικά στοιχεία. Ζητούσε εξηγήσεις και στοιχεία για να μην προβαίνει σε μονόπλευρες ή αμφίβολες διαπιστώσεις. Αναζήτησε απαντήσεις στα εγχειρίδια και άντλησε γνώσεις από τον ΜΚ35, Μ. Stanley. Διεφάνη, από την έρευνα του, πως εργάστηκε συστηματικά, μεθοδικά, χωρίς παρεμβάσεις, παρεμβολές ή κατεύθυνση. Η έρευνα του ήταν ενδελεχής και στηριζόταν σε γεγονότα, τα οποία αναδύονταν από τα εισιτήρια αναφοράς. Κατηγορήθηκε ότι πιθανολογεί και εικοτολογεί «ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις να αναφέρθηκε σε πιθανολογήσεις. Βασισμένος όμως σε πραγματικά πλαίσια και οριοθετημένα από λογική.». Η μαρτυρία του υποστηρίζεται και από μέρη της μαρτυρίας του ΜΚ35, όπως είπε το Κακουργιοδικείο, του οποίου η μαρτυρία δεν αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. Τελικά, ο ΜΚ36, όπως και όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας, κρίθηκε ως ειλικρινής και αξιόπιστος μάρτυρας.
Είναι προφανές, από τα ανωτέρω, ότι ο ΜΚ36 δεν ήταν πραγματογνώμονας επί θεμάτων λειτουργίας των μηχανών-κερματοδεκτών. Δεν είχε ούτε ακαδημαϊκές γνώσεις, ούτε και εμπειρία και, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε, ήταν ένας λογιστής, ο οποίος προσπάθησε, μέσα σ΄έναν μήνα, να αντιληφθεί και να πληροφορηθεί τον τρόπο λειτουργίας τους. Το Κακουργιοδικείο δεν φαίνεται να προβληματίστηκε αναφορικά με αυτό το ζήτημα. Επέτρεψε στο μάρτυρα να δώσει εκτενέστατη μαρτυρία, να κάμει συλλογισμούς, υπολογισμούς, να εφαρμόσει την κρίση του και το αίσθημα δικαιοσύνης του πάνω σε μη ασφαλές πραγματικό υπόβαθρο και, γενικά, να δώσει μαρτυρία γνώμης, κρίσης, άποψης και συμπεράσματα ως να επρόκειτο για πραγματογνώμονα επί του θέματος, εγνωσμένου κύρους. Το Κακουργιοδικείο βασίστηκε στη μαρτυρία του ΜΚ36, την οποία θεώρησε ως απόλυτα αξιόπιστη μαρτυρία έντιμου μάρτυρα, στην οποία είχε κάθε δικαίωμα να βασιστεί, άνευ ετέρου. Παρασύρθηκε, ουσιαστικά, το Κακουργιοδικείο, στην αποδοχή μαρτυρίας μη πραγματογνώμονος, επί κρισιμότατων θεμάτων για την ενοχή του Εφεσείοντα-Κατηγορούμενου, ως εάν να επρόκειτο για πραγματογνώμονα, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να είχε θέσει όλα τα δεδομένα ενώπιον του Κακουργιοδικείου για να τα κρίνει το ίδιο το Κακουργιοδικείο και όχι απλά να δώσει τις θεωρίες και τα συμπεράσματα του, τα οποία το Κακουργιοδικείο δέχτηκε, ουσιαστικά, χωρίς τη δυνατότητα να τα ελέγξει.
Η πραγματογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα μελέτης, πείρας ή εκπαίδευσης (Δέστε Χατζηξενοφώντος κ.ά. v. Aστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 316). Μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία πραγματογνώμονα όταν προέρχεται από επιστήμονα, στα πλαίσια της επιστήμης του (Δέστε Folkes v Chadd (1782) 3 Dong KB 157-15.4.13). Κάποιος μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνώμονας, χωρίς, κατ΄ανάγκη, να κατέχει τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα εάν έχει μεγάλη πείρα επί του θέματος (Δέστε Ηλιάδη & Σάντη - Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, σελ. 575 - 587). Για να καταθέσει κάποιος ως πραγματογνώμονας, πρέπει να καταδείξει ότι κατέχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο (Δέστε R v Francis (2013) EWCA Crim. 123). Το ζήτημα του ποιος είναι πραγματογνώμονας αποφασίζεται από το Δικαστήριο μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας και αφού εξετάσει τις γνώσεις και την εμπειρία του μάρτυρα, στο συγκεκριμένο θέμα που καλείται να καταθέσει (Δέστε Σιακόλα v Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 110 και Yaacoub v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 73/2013, ημερ. 19.3.2014, ECLI:CY:AD:2014:D66). Το ζήτημα της πραγματογνωμοσύνης μπορεί να αποφασιστεί κατά την προσπάθεια παρουσίασης της σχετικής μαρτυρίας ή ακόμη ευχερέστερα, στο τέλος της υπόθεσης, κατά τη διατύπωση της τελικής ετυμηγορίας, εκτός αν το όλο ζήτημα εξεταστεί στα πλαίσια δίκης εντός δίκης. Το καίριο ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο είναι το για ποιο θέμα παρουσιάζεται ο μάρτυρας ως πραγματογνώμονας (Δέστε R. v Clarke (2013) EWCA, Crim. 162).
Είναι προφανές ότι, έγινε ουσιαστικό σφάλμα στην όλη αντιμετώπιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ36, από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ερώτημα που τίθεται είναι, ποια είναι η συνέπεια αυτού του σφάλματος επί της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου.
Εάν σε ποινική υπόθεση το Δικαστήριο θεωρήσει, εσφαλμένα, ότι ο μάρτυρας είναι πραγματογνώμονας, η καταδίκη μπορεί να ακυρωθεί (Δέστε Προκοπίου v Επάρχου Λεμεσού (1999) 2 Α.Α.Δ. 249). Στην υπόθεση εκείνη, το Εφετείο έκρινε ότι, εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε τους μάρτυρες κατηγορίας ως ειδικούς εμπειρογνώμονες στα θέματα για τα οποία κατέθεσαν, ενώ δεν ήταν. Τα επίδικα θέματα απαιτούσαν ειδικές γνώσεις. Οι μάρτυρες δεν είχαν εξηγήσει κατά πόσον, λόγω ειδικής εκπαίδευσης ή πείρας, ήταν σε θέση να διαβάζουν αρχιτεκτονικά σχέδια, να κάμνουν επιτόπιες μετρήσεις, να συγκρίνουν αρχιτεκτονικά σχέδια με τα επί τόπου ευρήματα και να εκφέρουν γνώμη ως προς το κατά πόσον παραβιάστηκε κάποιος όρος πολεοδομικής ή οικοδομικής άδειας. Όπως τόνισε το Εφετείο, «η παράλειψη αυτή αφήνει ανοιχτό και το ερώτημα μέχρι ποιου σημείου η μαρτυρία των Χριστοφίνα και Αντωνιάδη ήταν «εξ ιδίας αντιλήψεως», για ότι θα μπορούσε να είναι χρήσιμη, και μέχρι ποιου σημείου «εξ ακοής».». Στην υπόθεση εκείνη, η Έφεση επετράπη, και η καταδίκη και η ποινή του Εφεσείοντα παραμερίστηκαν.
Είναι προφανές ότι, το κατά πόσον ένας μάρτυρας θεωρείται ως πραγματογνώμονας από το Δικαστήριο, είναι σημαντικό για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του και την έκβαση της δίκης. Τούτο διότι ένας πραγματογνώμονας μάρτυρας, σε αντίθεση με άλλους μάρτυρες, δικαιούται να πει στο Δικαστήριο τη γνώμη, την κρίση, τους συλλογισμούς και τα συμπεράσματά του, αφού, βεβαίως, παραθέσει το υπόβαθρο στο οποίο βασίστηκε, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο. Ακόμα, όμως, και πραγματογνώμονας να είναι ένας μάρτυρας, δεν σημαίνει, απαραίτητα, ότι κάθε αναφορά του εμπίπτει στον τομέα της πραγματογνωμοσύνης του (Δέστε R v Allad (2014) EWCA Crim 421 και R v Foulger (2012) EWCA Crim 1516). Στην υπόθεση Allad (ανωτέρω), το Αγγλικόν Εφετείο, Ποινικό Τμήμα, ακύρωσε την καταδίκη των Εφεσειόντων επειδή, πρωτοδίκως, είχε επιτραπεί μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία δεν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί και η οποία ήταν ουσιαστική για την έκβαση της υπόθεσης. Στην υπόθεση εκείνη είχε επιτραπεί μαρτυρία γνώμης και συμπερασμάτων, και ο μάρτυρας δεν είχε περιοριστεί στα πρωτογενή γεγονότα, ενώ δεν ήταν πραγματογνώμονας.
Οι πραγματογνώμονες μάρτυρες έχουν καθήκοντα και υποχρεώσεις έναντι του Δικαστηρίου, και ειδικά, να παρουσιάζουν την έντιμη, αντικειμενική και ανεξάρτητη τους θέση.
Η έκθεση πραγματογνώμονα, στην περίπτωση που υπάρχει, θα πρέπει να δίδεται από την Κατηγορούσα Αρχή στην Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου ως μέρος του μαρτυρικού υλικού (Δέστε Γεωργίου v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 62/12, ημερ. 13.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:B111 και Yaacoub v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).
Είναι φανερό από τα προαναφερόμενα, και με όλον τον προσήκοντα σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι υπήρξε σοβαρή εκτροπή από τα θέσμια αναφορικά με τη μαρτυρία του βασικού μάρτυρα κατηγορίας ΜΚ36. Ο μάρτυρας δεν ήταν πραγματογνώμονας επί θεμάτων λειτουργίας των μηχανών-κερματοδεκτών, καθότι δεν είχε ούτε ακαδημαϊκές γνώσεις, ούτε και εμπειρία στο θέμα. Είχε κάποια πληροφόρηση μόνο, από τα σχετικά εγχειρίδια των κατασκευαστών, και κάποιες πληροφορίες από ειδικούς των κατασκευαστών στην Αγγλία. Ο ίδιος ο μάρτυρας χαρακτήρισε τον εαυτό του ως έναν λογιστή, ο οποίος, σε έναν μήνα, προσπάθησε, μέσω και επικοινωνίας του με την Αγγλία, να γνωρίσει τον τρόπο λειτουργίας των μηχανών. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε, είτε στο στάδιο παρουσίασης της μαρτυρίας του, είτε στο τελικό στάδιο, αποφάνθηκε ως προς το κατά πόσον ο μάρτυρας αυτός θεωρείτο από το Κακουργιοδικείο ως πραγματογνώμονας επί θεμάτων λειτουργίας των μηχανών ή όχι. Όμως, στην εκτενέστατη μαρτυρία του ΜΚ36, την οποία το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως ουσιαστική και αξιόπιστη μαρτυρία και βασίστηκε σ΄αυτήν με όλες τις συνέπειες που αυτό είχε, ο μάρτυρας προέβη σε συλλογισμούς, εικασίες, υποθέσεις, εξέφρασε γνώμη, κρίση, υπολόγισε μέσους όρους, έκαμε προσθαφαιρέσεις, πήρε διάφορα πράγματα ως δεδομένα, κατά το δοκούν και αυθαίρετα, και κατέληξε σε καταλυτικά συμπεράσματα, όπως το συμπέρασμα ενοχής του Εφεσείοντα στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Επιπρόσθετα, ουδέποτε φαίνεται να ετοίμασε έκθεση, την οποία να έδωσε, εκ των προτέρων, στην Υπεράσπιση για να μπορέσει η Υπεράσπιση να παρακολουθήσει την μαρτυρία του και να τον αντεξετάσει ανάλογα. Οποτεδήποτε ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης υπέβαλλε ένσταση ή παραπονείτο για την μαρτυρία του ΜΚ36 και το περιεχόμενό της, το Κακουργιοδικείο επέτρεπε στον μάρτυρα να συνεχίσει τη μαρτυρία του, επιφυλάσσοντας την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της εξ ακοής μαρτυρίας, για το τέλος.
Το ζήτημα, όμως, δεν ήταν η εξ ακοής μαρτυρία που έδωσε ο ΜΚ36 και η οποία μπορούσε να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο, αλλά η γνώμη, η κρίση, οι συλλογισμοί, οι υπολογισμοί και τα συμπεράσματα του ΜΚ36, που το Δικαστήριο του επέτρεψε να τα καταθέσει, χωρίς να είναι πραγματογνώμονας επί του θέματος και βασιζόμενος και σε αυθαίρετα δεδομένα, που το Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει. Παρά ταύτα, δέχθηκε εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία του, ως αξιόπιστη και σημαντική και βασίστηκε σ΄αυτή.
Με αυτά τα δεδομένα, η καταδίκη του Εφεσείοντα θα πρέπει να ακυρωθεί και η Έφεση να επιτύχει, τουλάχιστον αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης που αφορά στη μαρτυρία του ΜΚ36. Καθίσταται, επομένως, άνευ αντικειμένου να εξετάσει το Εφετείο και τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Υπό τις περιστάσεις, η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΣ