ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B143
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.77/2016)
12 Απριλίου, 2017
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΠΠΟΥΡΑΣ
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
- - - - - - - - -
Α.Ιωάννου, (κα.), για την εφεσείουσα
Γ.Αργυρού, για την εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων- κατηγορούμενος μετά από απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κρίθηκε ένοχος σε 6 αδικήματα πλαστογραφίας, 6 αδικήματα κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και σ΄ένα αδίκημα απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις. Συγκεκριμένα ότι στις 4.12.2011 πλαστογράφησε και κυκλοφόρησε την επιταγή του Ελληνικού Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου η οποία εκδόθηκε από την εταιρεία Otriros Enterprises Ltd συμπληρώνοντας την αριθμητικώς και ολογράφως για το ποσό των €1,000 και υπογράφοντας την με το όνομα του, χωρίς την εξουσιοδότηση του διευθυντή της πιο πάνω εταιρείας S.G.Leonid (κατηγορίες 4 και 5). Το ίδιο έγινε στις 13.11.2011 για επίσης ποσό €1,000 (κατηγορίες 6 και 7), στις 30.10.2011 για ποσό €1,651.56 (κατηγορίες 8 και 9), στις 23.11.2011 για ποσό €1,684,75 (κατηγορίες 10 και 11), το ίδιο έγινε στις 15.12.11 για το ποσό των €1,799.56 (κατηγορίες 12 και 13), στις 30.10.2011 για ποσό €704.30 (κατηγορίες 14 και 15). Επίσης ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος ότι μεταξύ Ιουλίου 2011 και Σεπτεμβρίου 2011 με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό την καταδολίευση απέσπασε από την εταιρεία THE L.M. CHEMICAL INDUSTRY LTD μέσω της Μαρίας Μιχαηλίδου προϊόντα ειδών καθαρισμού συνολικής αξίας €7.840,17, των ψευδών παραστάσεων συνισταμένων στην ουσία και στο αποτέλεσμα στο ότι ο εφεσείων εξέδωσε τις πιο πάνω αναφερόμενες επιταγές για την αγορά των προϊόντων, ψευδώς προσποιηθείς ότι οι επιταγές ήταν γνήσιες, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι ήταν πλαστογραφημένες (κατηγορία 16).
Ταυτόχρονα το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχαν αποδειχθεί οι κατηγορίες που αφορούσαν συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατηγορίες 1-3.
Για τις κατηγορίες στις οποίες ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών σε κάθε κατηγορία πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και φυλάκισης 4 μηνών για το αδίκημα της απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις, ομοίως συντρέχουσα με τις λοιπές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστους τους 5 μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν ενώπιον του και έλαβε υπόψη μεγάλο αριθμό καταχωρηθέντων τεκμηρίων. Να σημειωθεί επίσης ότι ο εφεσείων άσκησε το δικαίωμα σιωπής και δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία. Όπως δε υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων, στη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία, αναφέρει ότι δεν έχει υπογράψει τις επίδικες επιταγές. Συμφωνεί ότι κατέθεσε κάποια ποσά στο λογαριασμό της παραπονούμενης εταιρείας μετά που μίλησε με την κα.Μιχαηλίδου, γραμματέα της εταιρείας, και ισχυρίζεται ότι αυτό το έκαμε κατόπιν συνεννοήσης με το διευθυντή της ΟTRIROS ENTERPRISES, κ.Leonid, ενώ σε κάποιο άλλο σημείο της κατάθεσης του αναφέρει ότι από τον Οκτώβρη του 2011 έπαυσε να εργοδοτείται από την εν λόγω εταιρεία και δεν γνωρίζει ούτε καν τα τηλέφωνα του Leonid.
Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση κύρια βάση της καταδίκης του εφεσείοντα υπήρξε η μαρτυρία του ΜΚ4 κ.Παπαθεοδούλου ο οποίος ήταν υπεύθυνος των πωλήσεων της παραπονούμενης εταιρείας L.M. CHEMICAL INDUSTRY LTD. O μάρτυρας αυτός αναφέρθηκε στη συνεργασία που είχε με τον εφεσείοντα ως αντιπροσώπου της εταιρείας OTRIROS (ανωτέρω) και τις παραδόσεις προϊόντων που είχε παραγγείλει. Αναφέρθηκε αρχικά στις επιταγές της Λαϊκής τράπεζας που δόθηκαν από τον εφεσείοντα και αργότερα την ανταλλαγή τους με τις επίδικες επιταγές του Ελληνικού Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου. Ο ΜΚ4 εξήγησε για κάθε επιταγή που παραλάμβανε από τον εφεσείοντα. Αναγνώρισε τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο «που έκανε τις παραγγελίες, παρέλαβε τα προϊόντα, του έδωσε τις επίδικες επιταγές, συμπληρώνοντας και υπογράφοντας αυτές ως εκδότης». (Οι επιταγές κατατέθηκαν ως τεκμήρια). Κατέθεσαν επίσης ως μάρτυρες η ΜΚ1 αστυνομικός Αττεσλή - εξεταστής της υπόθεσης, η ΜΚ2 Μαρία Μιχαηλίδου - γραμματέας της παραπονούμενης εταιρείας, ο ΜΚ3 Δημήτρης Κλεοβούλου - τμηματάρχης στο Κεντρικό κατάστημα του Ελληνικού Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου, ο οποίος και αναφέρθηκε στο άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού εκ των οποίων εξεδόθηκαν οι πιο πάνω επιταγές λέγοντας ότι ο Leonid ήταν ο μόνος που είχε δικαίωμα υπογραφής. O MK5 Γιώργος Χρυσάνθου είναι εμπειρογνώμονας-γραφολόγος της Αστυνομίας, ο οποίος κατέθεσε ότι οι επίδικες επιταγές στο περιεχόμενο τους σε σύγκριση με αντίστοιχα δείγματα υπογραφής του εφεσείοντα, προκύπτει ότι ανήκουν σε αυτόν, ενώ για τις υπογραφές ως εκ του τρόπου γραφής τους δεν μπορούσε να δώσει απόλυτη γνώμη.
Η πρωτόδικη κρίση πλήττεται με αριθμό λόγων έφεσης οι οποίοι μπορεί να συνοψιστούν ως προς το ότι το Δικαστήριο υπό καθεστώς πραγματικής και νομικής πλάνης έκρινε ότι στοιχειοθετήθηκε το actus reus των πιο πάνω αδικημάτων παρότι τα συστατικά στοιχεία ουδόλως εύρισκαν έρεισμα στη μαρτυρία στον απαιτούμενο βαθμό του πέρα πάσης λογικής αμφιβολίας. (Λόγος έφεσης 1), ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετήθηκε το mens rea των πιο πάνω αδικημάτων για τους ίδιους πιο πάνω λόγους (λόγος έφεσης 2). Ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα στηρίχθηκε στην έκφραση γνώμη της ΜΚ1 εξεταστή της υπόθεσης. (λόγος 3). Ότι το Δικαστήριο απέτυχε να διαγνώσει ότι η όλη μαρτυρία οδηγούσε την υπόθεση σε αστική και μόνο διαδικασία. (λόγος 4). (Παρά το ότι στο διάγραμμα του εφεσείοντα ένας λόγος έφεσης αποσύρεται, δεν είναι ξεκάθαρο ποια είναι η βούληση του, οπότε εξετάζουμε όλους τους λόγους).
Παρά τη ξεχωριστή τους διατύπωση, ο κύριος πυλώνας του παραπόνου του εφεσείοντα είναι ο τρόπος αξιολόγησης που έγινε από το Δικαστήριο ως προς τους ΜΚ. Ειδικά στην ανάλυση του πρώτου λόγου έφεσης διαπιστώνεται ότι αποδίδεται μομφή στην πρωτόδικη κρίση αναφορικά με την αξιολόγηση του ΜΚ4 σε συνάρτηση και με τη γνώμη που εξέφρασε ο ΜΚ5. Η κα.Ιωάννου θεώρησε ότι η αξιολόγηση που έτυχε ο ΜΚ4 ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που είδε τον εφεσείοντα, κατά τη θέση του πάντα, να συμπληρώνει και να υπογράφει τις επίδικες επιταγές, υπήρξε όχι μόνο λανθασμένη αλλά και κατ΄αντίθεση της λογικής. Γι΄αυτό και κάλεσε το Εφετείο να επέμβει θεωρώντας προφανώς ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έπασχε σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείτο με βάση τη νομολογία η επέμβαση του Εφετείου.
Είναι γεγονός ότι η πρωτόδικη κρίση στηρίζεται κατά πολύ στη μαρτυρία του ΜΚ4. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση με την οποία αξιολογείται ο ΜΚ4, αλλά και καταγράφεται η αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς τη σημασία που θα μπορούσε να δοθεί στην ούτω καλούμενη διαφορά μεταξύ της μαρτυρίας του ΜΚ4 και του ΜΚ5 εμπειρογνώμονα-γραφολόγου.
«Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 Νίκου Π΄΄ Θεοδούλου λόγω και της αντεξέτασης που υπεβλήθη αλλά και τη σχέση του με την παραπονούμενη εταιρεία, ιδιαιτέρως δε από τη στιγμή που ήταν ο υπεύθυνος πωλήσεων και είναι αυτός που έχει παραδώσει όλα τα προϊόντα στον κατηγορούμενο και παρέλαβε τόσο αρχικά τις επιταγές της Λαϊκής Τράπεζας όσο και τις επιταγές του Ελληνικού Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου. Εξετάζοντας με ιδιαίτερη αυστηρότητα τη μαρτυρία του διαπιστώνω ότι ο μάρτυρας έχει παραμείνει σταθερός στις απαντήσεις του, ήταν πλήρως επεξηγηματικός και επί του σημείου που η υπεράσπιση αμφισβητά τη μαρτυρία του ήταν ξεκάθαρος για το γεγονός ότι τις επιταγές του Ελληνικού Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου είναι ο κατηγορούμενος στην παρουσία του που τις συμπλήρωσε και τις υπέγραψε. Ειδικά στην κατάθεση του Τεκμήριο 20 περιγράφει με λεπτομέρεια ο μάρτυρας τόσο την παράδοση των προϊόντων κάθε φορά, τα πρόσωπα που βρίσκονταν τη στιγμή της παράδοσης, ποιος υπέγραφε και ποιος συμπλήρωνε τις επιταγές τις οποίες παραλάμβανε. Τώρα αν μετά από παρέλευση τεσσάρων και πλέον χρόνων δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί αν η πρώτη φορά που κάνει αναφορά ότι είδε τον κατηγορούμενο να υπογράφει στην θέση του εκδότη αφορούσε επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ή του Ελληνικού Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου ο μάρτυρας ήταν ξεκάθαρος για ποιο λόγο θυμόταν ότι τις επιταγές του Ελληνικού Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Πάφου τις συμπλήρωσε και τις υπόγραψε ο κατηγορούμενος γιατί τη συγκεκριμένη μέρα στο χώρο που του παρέδιδε τα προϊόντα και του παρέδωσε και τις επιταγές βρισκόταν μόνο ο κατηγορούμενος. Η μαρτυρία του κρίνεται καθόλα αξιόπιστη και αποδεκτή».
Κανένα ρήγμα ή κενό δεν παρατηρείται στην πρωτόδικη ως άνω κατάταξη των γεγονότων. Σε σχέση με τη συγκεκριμένη θέση του εμπειρογνώμονα ότι δυνατόν οι αμφισβητούμενες υπογραφές να αποτελούν γνήσια υπογραφή του εφεσείοντα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αναφέρει ότι η άποψη αυτή του ΜΚ5 δεν είναι καθοριστική, αλλά, όπως ο ίδιος τόνισε, του δημιουργεί την υποψία ότι δυνατό να αποτελεί γνήσια υπογραφή του εφεσείοντα. Συνεπώς εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρεί ότι το σημείο αυτό της μαρτυρίας του ΜΚ5 δεν αντιβαίνει τη μαρτυρία του ΜΚ4 που είδε τον εφεσείοντα να συμπληρώνει και να υπογράφει τις επίδικες επιταγές.
Περαιτέρω προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα με το οποίο η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα στηρίζει και το σχετικό λόγο έφεσης, ότι δηλαδή δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία ότι ο εφεσείων δεν είχε εξουσιοδότηση από το Leonid για την υπογραφή. Δεν έχουμε παρά να συμμεριστούμε πλήρως την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επ΄αυτού ότι δηλαδή ο ίδιος ο εφεσείων είχε αρνηθεί στην πραγματικότητα την εξουσιοδότηση του Leonid εφόσον ισχυρίστηκε ότι δεν είναι αυτός που υπέγραψε τις επιταγές. Πρόσθετα το Δικαστήριο παρατηρεί ότι δεν είχε τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του από την Υπεράσπιση ότι ο εφεσείων τις υπέγραψε με εξουσιοδότηση του Leonid και εύλογο είναι το σχόλιο του ότι εν πάση περιπτώσει το πρόσωπο που υπογράφει με εξουσιοδότηση θέτει τη δική του υπογραφή και αναφέρει ότι είναι κατόπιν εξουσιοδότησης.
Στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016, B6.28 κ.επ. επί κεφαλαίου που αφορά πλαστογραφία, αναφέρεται:
"Falsity as to the Αuthorship or Αuthority (s.9(1)(a), (c), (d) or (h). An instrument will be false if the supposed maker did not make it at all, or if it has been altered since he made it. The obvious example of such falsity would be where one person forges another's signature on a cheque (Lack (1986)84 Cr App R 342)."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας τις προϋποθέσεις των επιδίκων αδικημάτων με βάση τα άρθρα 331, 333(α),δ, 334, 336 και των άρθρ.297 και 298 του Ποινικού Κώδικα καταλήγει ως εξής:
«Με βάση όλα τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι η κατηγορούσα αρχή, ως όφειλε, έχει αποδείξει τα συστατικά στοιχεία της πλαστογραφίας εφόσον οι επίδικες επιταγές, Τεκμήρια 5 - 10, που αφορούν τις κατηγορίες 6, 8, 10, 12, 14 έχουν υπογραφεί από τον κατηγορούμενο χωρίς εξουσιοδότηση και έχουν δοθεί από αυτόν στον Μ.Κ.4 και στη συνέχεια έχουν κατατεθεί σε τραπεζικά ιδρύματα με σκοπό να εξοφλήσουν τα ποσά που όφειλε η εταιρεία Otriros Enterprises Ltd στην The L.M. Chemical Industry Ltd. Αυτό καταδεικνύει και την ύπαρξη του στοιχείου της καταδολίευσης. Συνεπώς αποδείχθησαν και τα συστατικά στοιχεία της κυκλοφορίας που αφορούν τις κατηγορίες 7, 9, 11, 13 και 15. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος παρέδωσε αυτές τις επιταγές στον Μ.Κ.4 ενώ γνώριζε ότι ήταν πλαστογραφημένες τις έδωσε για την πληρωμή προϊόντων ειδών καθαρισμού που αγόρασε η εταιρεία Otriros Enterprises Ltd από την εταιρεία The L.M. Chemical Industry Ltd. Η παράδοση των εν λόγω πλαστών επιταγών ως γνήσιων στοιχειοθετεί ψευδή παράσταση η οποία σε συνδυασμό με σκοπό την καταδολίευση που προαναφέρθηκε οδήγησε στην απόσπαση από την παραπονούμενη την αξία των προϊόντων που αυτή παρέδωσε στην Otriros Entrerprises Ltd. Συνεπώς έχουν αποδειχθεί και τα συστατικά στοιχεία της 16ης κατηγορίας».
Αναφορικά με την αξιοπιστία της ΜΚ1 και το λόγο έφεσης που αφορά την αποδοχή της μαρτυρίας της, θεωρούμε ότι αυτός ο λόγος επίσης δεν έχει βασιμότητα. Είναι φανερό ότι η μάρτυς έγινε αποδεκτή ως προς το ανακριτικό της έργο το οποίο διεξήγαγε. Η έκφραση γνώμη της για το πώς λειτουργούν κάποιου είδους εταιρείες στα οικονομικά δρώμενα της Κύπρου δόθηκε χωρίς να ήταν καν επίδικο θέμα και δεν πρόσθεσε οτιδήποτε στις διατυπωθείσες εναντίον του εφεσείοντα κατηγορίες. Συνεπώς αφού και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη δεν οδηγεί σε οτιδήποτε μεμπτό επί των θεμάτων και της μαρτυρίας που τελικά στήριξε την καταδίκη.
Στο σύστημα δικαίου που ισχύει στην Κύπρο το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ο κατ΄αρχήν κριτής αξιοπιστίας των μαρτύρων. Υπάρχουν βέβαια περιθώρια επέμβασης, ως έχουν καθοριστεί από τη νομολογία. Στην υπόθεση Καλομοίρα Σάββα Σολωμού ν. Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises ltd, (1998)1 ΑΑΔ 300, τίθενται τα πλαίσια μέσα στα οποία θα πρέπει να ενεργεί το Εφετείο, ως εξής:
«Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου v. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8784/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».
(Βλ. Σκορδέλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν.έφ.101/13 κ.ά., 6.6.2016) Συνολικά κρίνοντας την πρωτόδικη απόφαση τόσο στο έργο της αξιοπιστίας όσο και στη νομική κατάταξη των επίδικων ενεργειών του εφεσείοντα, καταλήγουμε ότι αφενός το έργο της αξιολόγησης συντελέστηκε με άμεμπτο και επιμελή τρόπο και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας με βάση τη νομολογία, ως πιο πάνω έχει εκτεθεί. Αφετέρου η νομική επεξεργασία της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή ορθώς οδήγησε σε εύρημα ενοχής επί των πιο πάνω αδικημάτων τόσο στο actus reus και στο mens rea αυτών, όπως καταδεικνύεται από το πιο πάνω απόσπασμα εκ της πρωτόδικης απόφασης.
Ακόμη πρέπει να πούμε ότι παρά το ότι εξετάσαμε με κάθε δυνατή ευρύτητα, τη θέση που η κα.Ιωάννου εξέφρασε περί αντιφατικότητας στην ενέργεια του Δικαστηρίου να αθωώσει στις κατηγορίες της συνωμοσίας τον εφεσείοντα με τον Leonid και να τον κρίνει ένοχο για την πλαστογραφία της υπογραφής του, δεν θεωρούμε ότι πλήττεται το έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με οποιονδήποτε θεμιτό τρόπο, ούτε τα ευρήματα του έχουν κενό αφού ακριβώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι για τις κατηγορίες της συνωμοσίας δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι 1, 2 και 3 απορρίπτονται ως αστήριχτοι.
Αναφορικά με τον 4ο λόγο έφεσης έχουμε αντιληφθεί ότι ο εφεσείων παραπονείται λόγω του ότι η ΜΚ2 Μαρία Μιχαηλίδου - γραμματέας της παραπονούμενης εταιρείας - στη γραπτή της κατάθεση στην Αστυνομία μετά την αρχική καταγγελία, δηλώνει ότι δεν επιθυμεί την περαιτέρω ανάμειξη της Αστυνομίας, καθότι «αφού συζητήσαμε, συμφωνήσαμε να μου εξοφλήσει όλο το οφειλόμενο ποσό των ακάλυπτων επιταγών σε 4 δόσεις. Ενόψει της πιο πάνω συμφωνίας μας, δεν επιθυμώ την περαιτέρω ανάμειξη της Αστυνομίας προς το παρόν, εκτός αν δεν κρατήσει το λόγο του, οπότε και θα επανέλθω για να τον καταγγείλω για να προχωρήσετε για ποινική δίωξη».
Η ποινική δίκη δεν προσδιορίζεται και δεν ανακόπτεται με βάση τις επιθυμίες ή και σκέψεις μαρτύρων. Κριτής είναι πάντοτε το Δικαστήριο. Η παρούσα υπόθεση ηγέρθη από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού με συγκεκριμένο κατηγορητήριο και αφορούσε κατηγορίες οι οποίες και δεν παρέπεμπαν σε αστική διαφορά. Οι όποιες σκέψεις της ΜΚ2 και η έκφραση επιθυμίας της να μη διωχθεί ο εφεσείων, αν επλήρωνε, δεν αποχαρακτηρίζουν άνευ ετέρου την ποινική υφή της δίκης. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα θεώρησε ως ένδειξη ειλικρίνειας της μάρτυρος ότι μετά που ο εφεσείων κατέθεσε κάποια ποσά στο λογαριασμό της παραπονούμενης εταιρείας, η ΜΚ2 θεώρησε ορθό να προσφύγει εκ νέου στην Αστυνομία και να καταθέσει σχετικά.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.