ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μιχαηλίδου, Δέσπω Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σπ.Ιωάννου για Γ.Βασιλείου, για τον εφεσείοντα Δ.Καρή, (κα.) με Γ.Βλαδιμήρου, (κα.) για Γ.Θ.Κούμα, για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-04-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΤΖΗΤΤΟΦΗ ν. ΕΠΑΡΧΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.150/2015, 5/4/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B129

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                          oινική ΄Εφεση αρ.150/2015)

 

5 Απριλίου, 2017

 

Δ.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες

 

      ΚΥΡΙΑΚΟΣ  ΧΑΤΖΗΤΤΟΦΗ

Εφεσείων,

ν.

ΕΠΑΡΧΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Εφεσίβλητος.

- - - - - - - - -

Σπ.Ιωάννου για Γ.Βασιλείου, για τον εφεσείοντα

Δ.Καρή, (κα.) με Γ.Βλαδιμήρου, (κα.) για Γ.Θ.Κούμα, για τον εφεσίβλητο

  - - - - - - - - -

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

      

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Ο εφεσείων κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κρίθηκε ένοχος σε 3 κατηγορίες (3, 7 και 11) που αφορούν παραβάσεις του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96. 

 

Ως χρόνος τέλεσης όλων των αδικημάτων στις πιο πάνω κατηγορίες αναγράφεται η περίοδος «από το 1995 μέχρι και σήμερα».  Η δε παράνομη πράξη, η οποία αφορά στο επίδικο τεμάχιο (τεμάχιο 486) παρουσιάζεται να είναι η ανέγερση  οικοδομής από τον εφεσείοντα «κατά παράβαση των εγκεκριμένων σχεδίων και των όρων που τέθηκαν στην εκδοθείσα Πολεοδομική άδεια με αρ. ΛΑΡ/0228/94 και στην Άδεια Οικοδομής με αρ. 19296» (3η κατηγορία).  Οι πράξεις, οι οποίες αφορούν στο λεβητοστάσιο και την περίφραξη, περιγράφονται στο κατηγορητήριο ως παράνομες επειδή ο εφεσείων τα ανήγειρε σε διαφορετική θέση από τα εγκριθέντα με την πολεοδομική άδεια σχέδια, με αποτέλεσμα να επεμβαίνουν «σε χώρο δικαιώματος διάβασης ώστε να παρεμποδίζεται η προσπέλαση του τεμαχίου 1038 στο δημόσιο δρόμο» (7η και 11η κατηγορία). 

 

Ως νομική βάση κάθε μιας των επίδικων κατηγοριών καταγράφονται, στις εκθέσεις αδικήματος, μεταξύ άλλων, και τα άρθρα 2, 3, 9 και 20 του Κεφ. 96.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε 3 μάρτυρες κατηγορίας και κάλεσε σε απολογία στις πιο πάνω κατηγορίες τον εφεσείοντα (για τις υπόλοιπες που αντιμετώπιζε τον αθώωσε και τον απάλλαξε στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως).  Ο εφεσείων επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και δεν παρουσίασε οποιανδήποτε μαρτυρία.  Οι μάρτυρες κατηγορίας που ακούστηκαν ήσαν η Χριστίνα Αναστασίου (ΜΚ1) Λειτουργός στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, Βοηθός Επαρχιακός Επόπτης, ο Γιώργος Δημητρίου (ΜΚ2) Λειτουργός στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας και ο Γιώργος Σπετσιώτης (ΜΚ3) Λειτουργός στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας.   Σημασία είχε στην υπόθεση, και η έγγραφη μαρτυρία, βάσει της οποίας προέκυπτε ότι ο ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου ήταν ο εφεσείων.  Επίσης κατατέθηκαν η άδεια οικοδομής και η πολεοδομική άδεια. Ομοίως κατατέθηκε κτηματικό σχέδιο που παρουσιάζει εκτός του επιδίκου και τα γειτνιάζοντα τεμάχια ομού με σχέδιο ανάλυσης για τις επικαλούμενες παραβάσεις, καθώς και επιστολή του Επάρχου Λάρνακας προς τον εφεσείοντα ημερ. 28.6.2006 καταγράφουσα, μεταξύ άλλων, τη θέση της Επαρχιακής Διοίκησης ότι η εν λόγω περίφραξη ανεγέρθη σε διαφορετική θέση από τα εγκεκριμένα σχέδια της άδειας και ότι η ανέγερση του λεβητοστασίου συνετελέσθη χωρίς να εξασφαλιστεί η σχετική άδεια οικοδομής. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τόσο την έγγραφη όσο και την προφορική μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής ικανοποιητική και κατέληξε ότι στοιχειοθετούνται τα αδικήματα με βάση κυρίως τα άρθρα 3, 9 και 20 του Κεφ.96 για τις πιο πάνω κατηγορίες.

 

Ο εφεσείων παραπονείται για την πρωτόδικη κρίση με τέσσερις λόγους έφεσης: ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πιο πάνω κατηγορίες βρίσκουν έρεισμα στα πιο πάνω άρθρα (1ος λόγος), ότι λανθασμένα έδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία του Γιώργου Δημητρίου (ΜΚ2) (2ος λόγος), ότι λανθασμένα κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων διέπραξε τα εν λόγω αδικήματα ενόψει απουσίας ρητής και ξεκάθαρης μαρτυρίας από πλευράς της κατηγορούσας αρχής (3ος λόγος) και ότι λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία και έκρινε ότι η μαρτυρία ήταν αρκετή για την απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.  (4ος λόγος).

 

Θεωρούμε σκόπιμο να ξεκινήσουμε από το 2ο λόγο έφεσης ο οποίος αφορά συγκεκριμένα τη μαρτυρία του ΜΚ2.  Εξ όσων έχουμε αντιληφθεί ο εφεσείων παραπονείται ως προς τη θετική κατάταξη του ως μάρτυρα καθότι το Δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία του, όχι επί τη βάσει επιστημονικών μεθόδων, αλλά λόγω της εμπειρίας του.  Αφού, όπως επιχειρηματολογεί ο εφεσείων, ο ΜΚ2 δεν προέβη σε μετρήσεις και υπολογισμούς με οποιανδήποτε εξειδικευμένη μέθοδο λανθασμένα εδόθη βαρύτητα στη μαρτυρία του και λανθασμένα ακολούθως το Δικαστήριο προέβη σε εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά «με τις μετρήσεις και τις παρανομίες». 

 

΄Εχουμε μελετήσει το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση και δεν θα συμφωνήσουμε με την πλευρά του εφεσείοντα. 

Ως προς όλους τους ΜΚ υπήρξε η θέση του Δικαστηρίου για την εν γένει αξιόπιστη εικόνα τους.   Ως προς δε τον ΜΚ2 ειδικά το  Δικαστήριο ανέφερε ότι ο μάρτυρας είχε διαπιστώσει επί τόπου «παράνομες ενέργειες» αφού επιθεώρησε την περιοχή καθηκόντως.  Επρόκειτο για λειτουργό στο τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας και, ως ήταν φυσικό, προέβη στην εμπειρική διαπίστωση παρανομιών, τις οποίες και εξήγησε.  Εξάλλου, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι επίδικες παρανομίες αποτυπώνονται και στο σχέδιο ανάλυσης το οποίο ετοίμασε το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, το οποίο είχε κατατεθεί και δεν ανατράπηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Απαντώντας και στους λόγους έφεσης 1, 3 και 4 θα παρατηρήσουμε ότι η μαρτυρία ήταν απόλυτα ικανοποιητική στη στοιχειοθέτηση των πράξεων που περιγράφονται στις λεπτομέρειες κατηγοριών ως προς το επίδικο τεμάχιο. 

 

Σχετικά ήταν τα κάτωθι ευρήματα του Δικαστηρίου:

 

"Αποκλειστικός ιδιοκτήτης του τεμαχίου αρ. 486 είναι ο κατηγορούμενος (τεκμήριο 5). Επί του τεμαχίου αρ. 486 υπάρχει εγγεγραμμένο «δικαίωμα διαβάσεως πεζή ή με ζώα ή με οποιοδήποτε μηχανοκίνητο όχημα διαμέσου λωρίδας γης 3.66 μέτρων (12 ποδιών) κατά μήκος του δυτικού συνόρου προς όφελος του ιδιοκτήτη του τεμαχίου 3, Φ/Σχ. XLI/5 (Β.463/83)» (τεκμήριο 5). Την 01.06.1994 ο κατηγορούμενος εξασφάλισε, επ΄ ονόματί του, την πολεοδομική άδεια υπ΄ αναφοράν ΛΑΡ/0228/94 για την ανέγερση, εντός του τεμαχίου αρ. 486, διώροφης κατοικίας (τεκμήριο 9). Αυτή η πολεοδομική άδεια εξεδόθηκε υπό όρους στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι: «... (501) Η οικοδομή θα αναγερθεί στη θέση ακριβώς που δείχνεται στα εγκριμένα σχέδια με αρ. 1 και 9 και εν πάση περιπτώσει κανένα τμήμα της οικοδομής ή ακάλυπτη βεράντα με ύψος πάνω από 1,20μ. από το επίπεδο του συνεχόμενου φυσικού εδάφους θα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 3,00 μ. από το μελλοντικό οδικό και τα λοιπά σύνορα του τεμαχίου ... ... (509) Η οικοδομή να ανεγερθεί σύμφωνα με τα εγκριθέντα σχέδια ... ... (512) Τα δικαιώματα τρίτων προσώπων δεν θα επηρεαστούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ... ...». (τεκμήριο 9). Στις 09.10.1995 ο κατηγορούμενος εξασφάλισε, επ΄ ονοματί του, την σχετική άδεια οικοδομής υπ΄ αριθμόν 19296 για την ανέγερση, εντός του τεμαχίου αρ. 486, μιας «νέας οικοδομής» και συγκεκριμένα μιας «διώροφης κατοικίας καθώς και περίφραξης» (τεκμήριο 6). Εντός του τεμαχίου αρ. 486 ανηγέρθηκαν, πράγματι, διάφορα οικοδομήματα, πλην όμως, αυτά είτε ανηγέρθηκαν χωρίς τις απαιτούμενες διοικητικές άδειες είτε αυτά παραβιάζουν όρους της πολεοδομικής άδειας υπ΄ αναφοράν ΛΑΡ/0228/94 (τεκμήριο 9) και της άδειας οικοδομής υπ΄ αριθμόν 19296 (τεκμήριο 6). Συγκεκριμένα, εντός του τεμαχίου αρ. 486 ανηγέρθηκε λεβητοστάσιο χωρίς εξασφάλιση προηγούμενης άδειας οικοδομής και ανηγέρθηκαν οικοδομή και περίφραξη σε θέση διαφορετική από αυτήν η οποία δεικνύεται στις προαναφερθείσες σχετικές διοικητικές άδειες. Αυτές οι παράνομες οικοδομές επεμβαίνουν στο χώρο του δικαιώματος διάβασης υπέρ του γειτνιάζοντος τεμαχίου αρ. 3, στο οποίο υπόκειται το τεμάχιο αρ. 486 (τεκμήριο 5). Για τα γεγονότα αυτά ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε αρμοδίως δια της επιστολής του Επάρχου Λάρνακας ημερ. 28.09.2006 (τεκμήριο 7). Δια της επιστολής του αυτής ο Έπαρχος Λάρνακας, μεταξύ άλλων, καλεί τον κατηγορούμενο προσωπικώς «όπως μέσα σ΄ ένα μήνα ..... μεριμνήσ(ει) ώστε να γίνουν οι κατάλληλες διευθετήσεις για άμεση κατεδάφιση του παράνομου λεβητοστασίου, επαναφοράς της περίφραξης στην εγκριμένη της θέση και αρθεί η επέμβαση στο δικαίωμα διάβασης ...» (τεκμήριο 7). Οι παράνομες αυτές ενέργειες αποτυπώνονται στο σχέδιο ανάλυσης το οποίο ετοιμάστηκε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (τεκμήριο 10). Οι παράνομες αυτές ενέργειες διεπιστώθηκαν και εμπειρικώς από τον Γιώργο Δημητρίου (Μ.Κ.2), ο οποίος επεσκέφθηκε την περιοχή και την επεθεώρησε εκ καθήκοντος. Ο κατηγορούμενος γνωρίζει περί της παρανομίας των ενεργειών του εφ΄ όσον έλαβε και εξακολουθεί να λαμβάνει μέρος σε αρκετές συναντήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν και εξακολουθούν να πραγματοποιούνται μεταξύ των αρμοδίων κυβερνητικών τμημάτων και ιδιοκτητών γειτνιαζόντων τεμαχίων, προς το σκοπό επίλυσης συνοριακών διαφορών."

 

Θεωρούμε ότι αυτά που το Δικαστήριο σχολιάζει για περιστατική μαρτυρία για τη σχετική «χειρωνακτική εργασία», όπως την ονομάζει του εφεσείοντα, και την «απουσία μαρτυρίας περί της φυσικής παρουσίας του κατά την εκτέλεση των εργασιών για τις εγκαλούμενες ενέργειες», τέθησαν ως εκ του περισσού, αφού τα στοιχεία που δόθηκαν  ως αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ήταν αποτελεσματικά άνευ ετέρου στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών.  (βλ. Ηλία ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137, όπου αναφέρονται τα εξής σχετικά:  «Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία κατέδειξε ότι το κτίριο οικοδομήθηκε το 1989 και ότι ήταν αδιάφορο αν το οικοδόμησε προσωπικά ο εφεσείων ή μέσω άλλων υπαλλήλων ή αντιπροσώπων του. Η ίδια η αίτηση του εφεσείοντα για την παροχή άδειας οικοδομής αποτελεί ουσιαστική μαρτυρία για τις προθέσεις του ως προς τη χρήση του οικοπέδου, ενώ η αλληλογραφία του με τις Αρχές επιμαρτυρεί την ανέγερση και αποπεράτωση της οικοδομής μετά την χορήγηση της άδειας οικοδομής.  Επρόκειτο για οικοδομή μέσα σε δικό του ακίνητο για την οποία εξασφάλισε άδεια οικοδομής και μετά την αποπεράτωσή της ζήτησε την έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης. Ορθά διαπιστώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η απουσία μαρτυρίας ότι ο ίδιος ο εφεσείων οικοδόμησε το κτίριο ή την περίφραξη, δεν καταρρίπτει την κατηγορία»).

 

Εξάλλου το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει και τα ακόλουθα:

«Η προφορική μαρτυρία την οποίαν παρέθεσαν, ενώπιον του Δικαστηρίου, οι τρεις μάρτυρες κατηγορίας είναι συγκροτημένη, συνεκτική και θετική.  Επιπλέον, αυτή είναι ευθυγραμμισμένη και υποστηρίζεται από έγγραφη μαρτυρία, το περιεχόμενο της οποίας ουδόλως αμφισβητήθηκε (τεκμήρια 5 έως και 7, 9 και 10).  Η προφορική μαρτυρία, την οποίαν παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή, κρίνεται ως αξιόπιστη δεδομένων των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της ως επίσης, και της θετικής εντύπωσης που απεκομίσθηκε για όλους τους μάρτυρες κατηγορίας.  Εξέταση της στάσης και της συμπεριφοράς αυτών στο εδώλιο του μάρτυρος, και μελέτη των όσων αυτοί δήλωσαν δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία πώς αυτοί προσήλθαν ενώπιον του Δικαστηρίου για να πουν την αλήθεια.  Άλλωστε, ουδεμία μαρτυρία περί του αντιθέτου παρουσιάσθηκε.  Τα όσα υπεβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας, κατά την αντεξέταση τους, παρέμειναν, εν τέλει, χωρίς πραγματικό έρεισμα εφ΄ όσον ο κατηγορούμενος, επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός, η δε πλευρά του επέλεξε να μην καλέσει μάρτυρες».

 

Ως προς δε τη νομική πτυχή της στοιχειοθέτησης των κατηγοριών με βάση το Κεφ.96, θεωρούμε ότι δεν ετέθη εκ μέρους του εφεσείοντα οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για να ανατρέψει την εύλογη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ότι οι εν λόγω κατηγορίες βρίσκουν έρεισμα στα άρθρα 3, 9 και 20 του Κεφ.96.  Οι θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα παραγνωρίζουν ότι το αδίκημα, με βάση τα πιο πάνω άρθρα, αφορά ανέγερση κατά παράβαση της άδειας οικοδομής, κάτι που συντελείται εν προκειμένω, όπως προκύπτει αναμφισβήτητα. 

 

Θα προσθέταμε ότι ο εφεσείων αποδέχεται την ύπαρξη παρανομίας, αφού κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής, καταχωρεί δια του δικηγόρου του, το τεκμ.1(α) επιστολή του τμήματος Πολεοδομίας ημερ. 17.2.2002 η οποία παρουσιάζεται από το συνήγορο του ως εισήγηση για άρση των παρανομιών που αποδέχθηκε.  Εξάλλου ο εφεσείων, στο στάδιο αυτό, επίσης ζητεί χρόνο για να νομιμοποιήσει τις παρανομίες. 

 

Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1-4 απορρίπτονται.

 

Οι λόγοι 5, 6 και 7 αφορούν το θέμα της ποινής.  Να αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης άκουσε σχετικά τους δικηγόρους σε αγορεύσεις σε σχέση με την ποινή. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα εκφράζοντας τη μεταμέλεια του ζήτησε να δοθεί χρόνος για αναστολή του διατάγματος κατεδάφισης και χρόνο αποπληρωμής της χρηματικής ποινής λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης του εφεσείοντα.

 

Με το λόγο 5 η ποινή προσβάλλεται ότι είναι έκδηλα υπερβολική.  Το Δικαστήριο είχε επιβάλει ποινές προστίμου ύψους €750, €500 και €500 στις κατηγορίες 3-11.  Δεν ετέθη ο,τιδήποτε απτό ενώπιον μας ώστε να δικαιολογεί τη θέση αυτή του εφεσείοντα.

 

Ως προς το θέμα του διατάγματος κατεδάφισης όσων ανοικοδομήθηκαν κατά παράβαση των όρων της άδειας σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 6 και 7.  Το Δικαστήριο δια του εκδοθέντος διατάγματος, ως όφειλε, αποκατέστησε την παρανομία σε σχέση με την επίδικη οικοδομή.  Σε άλλο σημείο δε τόνισε ότι η παρανομία αυτή επηρεάζει νόμιμο και αναγνωρισμένο δικαίωμα τρίτου να χρησιμοποιεί συγκεκριμένη διάβαση ώστε να προσεγγίζει το ακίνητο που του ανήκει. 

 

Εξετάζοντας με προσοχή όσα έθεσε  ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε μεμπτό ώστε να επέμβουμε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να εκδώσει το διάταγμα, ως προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία.  Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390, ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η αποκατάσταση της νομιμότητας.    (Βλ. επίσης  DELKASA ESTATES LTD κ.ά. ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου, (2011)2 Α.Α.Δ. 263).  Ο χρόνος που έχει περάσει από την αφετηρία του αδικήματος, (από το 1995), δεν έχει τη σημασία που προσέδωσε στην παράλειψη έγερσης της ποινικής υπόθεσης ο εφεσείων, εφόσον πρόκειται για συνεχιζόμενο αδίκημα που επηρεάζει και τρίτο πρόσωπο. 

 

Στην υπόθεση Επάρχου Λάρνακος ν. Marinaκis Developers Ltd κ.ά. Ποιν.΄Εφ. 173/2014, εκδοθείσα στις 24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B112 επικυρώθηκε η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης στο πλαίσιο του άρθρ.20 του Κεφ.96.  Οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όμως κυρίως επί του γεγονότος ότι οι διαπιστωθείσες παρανομίες επηρεάζουν νόμιμο δικαίωμα τρίτου προσώπου ως εξηγήθηκε πιο πάνω, σαφώς δεν παρείχαν τέτοιο υπόβαθρο εν προκειμένω.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ εφεσίβλητου ως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο