ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D128
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.129/2015)
5 Απριλίου, 2017
Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.
ΣΠΕ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ-ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΛΤΔ
(πρώην ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ.) ΛΤΔ
Εφεσείουσα,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΑΚΟΥ
Εφεσίβλητος.
- - - - - - - - -
Δ.Καλλής με Ν.Γεωργίου για Καλλή & Καλλή ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα
Εφεσίβλητος προσωπικά: (ουδεμία εμφάνιση κατά την ημέρα της ακρόασης)
- - - - - - - - -
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ΣΠΕ καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου με κατηγορία η οποία αφορούσε το αδίκημα εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις από μη αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα, κατά παράβαση των άρθρων 2, 118(α)[1] του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ.5 (όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο) και του άρθρου 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο εφεσίβλητος κατά ή περί τις 5.7.2007, ενώ ήταν μη αποκατασταθείς πτωχεύσας, εξασφάλισε δάνειο από την εφεσείουσα ύψους ΛΚ7,000 (11,960.21 ευρώ), στη βάση ψευδών παραστάσεων εφόσον δεν πληροφόρησε τον πιστωτή ότι ήταν μη αποκατασταθείς πτωχεύσας δυνάμει της Αίτησης 196/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ότι εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής εναντίον του στις 24.1.2006 και κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 28.11.2006. Το Επαρχιακό Δικαστήριο αφού άκουσε 3 μάρτυρες κατηγορίας, τον ΜΚ1 Στέλιο Ευτυχίου αρμόδιο άτομο στο γραφείο Εφόρου Εταιρειών, τον ΜΚ2 Χρ.Κασιώνη, υπάλληλο της εφεσείουσας και τον ΜΚ3 Ματθαίο Αταλιώτη Πρωτοκολλητή Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, κάλεσε τον εφεσίβλητο σε απολογία. Ο τελευταίος προέβη σε ανώμοτη δήλωση ότι είναι αθώος, «δεν παρέλαβε κανένα χαρτί που να του λέει ότι είναι πτωχεύσας και ούτε γνώριζε ότι είναι πτωχεύσας όταν έκανε το δάνειο». Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε κατ΄αρχήν αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας πλην όμως έκρινε αναποτελεσματική τη μαρτυρία επί του ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε ότι ήταν πτωχεύσας. Παράλληλα θεώρησε τη δήλωση του τελευταίου ότι δεν είχε οποιαδήποτε αποδεικτική ή πειστική αξία. Κατά τη διατύπωση δε των ευρημάτων του, το Δικαστήριο δέχεται ότι στις 14.6.2007 ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση δανείου στην εφεσείουσα για το πιο πάνω ποσό με προσωπικές εγγυήσεις. Με απόφαση τις 26.6.2007 η εφεσείουσα ενέκρινε την αίτηση και στις 5.7.2007 υπογράφηκε συμφωνία με την παροχή δανείου και ο εφεσίβλητος έλαβε το εν λόγω ποσό.
΄Οσον αφορά τη γνώση του εφεσίβλητου για τη πτώχευση το Δικαστήριο θεώρησε αναποτελεσματική και ουσιαστικά άνευ αξίας τη μαρτυρία του Πρωτοκολλητή κ.Αταλιώτη, ο οποίος κατάθεσε με βάση το σχετικό δικαστηριακό φάκελο στον οποίο περιλαμβάνοντο ένορκες δηλώσεις συγκεκριμένου επιδότη ως προς την επίδοση διαφόρων δικογράφων που αφορούσαν τη διαδικασία πτώχευσης και το διάταγμα παραλαβής το οποίο, ο εν λόγω επιδότης επιβεβαίωνε ενόρκως, ότι επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 16.2.2006. Είναι χρήσιμο αφού αποτελεί τον πυρήνα της έφεσης, να παραθέσουμε στη συνέχεια το σκεπτικό του Δικαστηρίου ως προς αυτό το θέμα. Ενώ αποδέχεται, όπως αναφέρθη, τον ΜΚ3 συνεχίζει ως εξής:
«Βεβαίως η πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ3 δεν οδηγεί στην αποδοχή της μαρτυρίας του ότι οι επιδόσεις της ειδοποίησης πτώχευσης με αριθμό 439/05 (Τεκμήριο 11), της αίτησης πτώχευσης με αριθμό 196/05 (Τεκμήριο 12) και του διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του κατηγορουμένου που εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης με αριθμό 196/05 (τεκμήριο 13) έγιναν προσωπικά στον κατηγορούμενο. τούτο γιατί δεν υπάρχιε άμεση μαρτυρία ότι τα προαναφερθέντα έγγραφα επιδόθηκαν προσωπικά στον κατηγορούμενο. Η μοναδική μαρτυρία που υπάρχει είναι η εξ ακοής μαρτυρία του ΜΚ3, ο οποίος εξέφρασε την πεποίθηση του ότι από τη στιγμή που υπάρχουν οι ένορκες δηλώσεις του επιδότη πιστεύει ότι οι επιδόσεις έγιναν κανονικά. Θεωρώ ότι η εν λόγω μαρτυρία από μόνη της είναι αδύναμη να αποδείξει με την αναγκαία βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος παρέλαβε προσωπικά δια επίδοσης τα προαναφερόμενα έγγραφα».
Παρακάτω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας σημαντική, όπως αναφέρει, τη μαρτυρία του ιδιώτη επιδότη, αφού, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υπήρξε θέμα αμφισβήτησης η ύπαρξη γνώσης του εφεσίβλητου ως προς την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης και παραλαβής, προβαίνει στο συμπέρασμα, ότι η μαρτυρία αυτή «δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως εξ ακοής μαρτυρία καθότι κάτι τέτοιο στέρησε το δικαίωμα της υπεράσπισης να αντεξετάσει τον μάρτυρα αυτό και κατά συνέπεια την ευχέρεια του Δικαστηρίου να αξιολογήσει αυτή τη μαρτυρία.»
Καταλήγει δε ως εξής:
«Αδιαμφισβήτητα η εξ ακοής μαρτυρία μετά την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, με το Ν.32(Ι)/2004 αποτελεί πλέον αποδεκτή μαρτυρία. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 27 του Νόμου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί στην εξ ακοής μαρτυρία λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την υπόθεση και από τις οποίες μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας. Τέτοιες ενδεικτικές περιστάσεις εκτίθενται στο Νόμο, μία δε εκ των οποίων είναι το κατά πόσον το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση δεν μπορούσε να προσέλθει στο Δικαστήριο και να καταθέσει ως μάρτυρας.
Στην προκείμενη περίπτωση διευκρινίζω ότι δεν θα προσδώσω οιανδήποτε βαρύτητα στην εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία γιατί δεν υποβλήθηκε στη βάσανο της αντεξέτασης και έτσι οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν τεκμηριώθηκαν με την απαιτούμενη ασφάλεια, ως επίσης γιατί δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με το εφικτό ή το ανέφικτο της προσέλευσης του ιδιώτη επιδότη στο Δικαστήριο, με τρόπο ώστε να μην μπορεί να προσδοθεί βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΚ3 ως προς το αν έγιναν προσωπικά στον κατηγορούμενο οι επιδόσεις των πιο πάνω αναφερομένων εγγράφων».
Στη βάση δε του πιο πάνω σκεπτικού το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας ότι δεν αποδείχτηκε γνώση του εφεσίβλητου για την πτώχευση του καταλήγει στην αθώωση αυτού.
Βάλλεται αυτή η πτυχή της απόφασης επί τω ότι «απόδειξη έχει πλημμελώς αποκλειστεί» κατ΄επίκληση του άρθρου 137(1)(α)(ιι)[2] της Ποινικής Δικονομίας.
Δεν έχουμε καμία αμφιβολία για τη βασιμότητα του λόγου έφεσης αφού καταφανώς λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του Πρωτοκολλητή, αναφορικά με καταχωρημένες στο δικαστηριακό φάκελο ένορκες δηλώσεις του επιδότη περί των επιδόσεων στον εφεσίβλητο ως εξής: Της ειδοποίησης πτώχευσης με αριθμό 439/05 προσωπικά στον εφεσίβλητο την 1.12.2005 από τον επιδότη Παναγιώτη Θεοχάρους, - της αίτησης πτώχευσης με αριθμό 196/05 στις 20.12.2005 προσωπικά στον εφεσίβλητο από τον ίδιο επιδότη - του διατάγματος παραλαβής ημερ. 14.1.2006, στις 16.2.2006, προσωπικά στον εφεσίβλητο από τον ίδιο επιδότη. Όπως σημειώνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας η κατάθεση των εν λόγω εγγράφων έγινε χωρίς ένσταση.
Το Δικαστήριο, παραγνωρίζοντας το ίδιο το περιεχόμενο των άρθρων 24-27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, απέκλεισε από το υλικό που είχε ενώπιον του, μέρος της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε χωρίς ένσταση και το οποίο - θα προσθέταμε - παρέμεινε αδιαμφισβήτητο. Κατά την αντεξέταση του ΜΚ3 κ.Αταλιώτη παρατηρούμε ότι δεν υποβλήθηκε καν η θέση περί μη επίδοσης από το συγκεκριμένο επιδότη των σχετικών εγγράφων, ούτε επιχειρήθηκε να πληγούν οι ίδιες οι ένορκες δηλώσεις του επιδότη. Απλώς έγιναν ερωτήσεις προς τον Πρωτοκολλητή περί της δικής του προσωπικής γνώσης για την επίδοση, η οποία γνώση φυσικά και πήγαζε μόνο από τα συγκεκριμένα έγγραφα του φακέλου, τα οποία όμως θεσμικά και καθηκόντως ήταν τοποθετημένα στο φάκελο προς βεβαίωση της προσωπικής επίδοσης των επίδικων εγγράφων στον εφεσίβλητο. (βλ. Δ.33 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας).[3] Πιο δυσνόητη καθίσταται η διεργασία σκέψης του Δικαστηρίου στον αποκλεισμό του υλικού αυτού, εφόσον οι ίδιες οι ένορκες δηλώσεις του ιδιώτη επιδότη, έντυπα Αρ.5 ένορκη δήλωση επίδοσης Δ.5, Κ.2,[4] (τεκμήρια 11-13 στην πρωτόδικη διαδικασία) περιλάμβαναν τη συγκεκριμένη αναφορά του ότι επιδόθηκαν στον εφεσίβλητο προσωπικά έναντι της υπογραφής του, και τω όντι, επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση τα έγγραφα αυτά υπογραμμένα από τον εφεσίβλητο - και δη το διάταγμα παραλαβής επιδοθέν στις 16.2.2006.
Εάν ο εφεσίβλητος είχε, περί του αντιθέτου θέση, έπρεπε να την υποβάλει στον ΜΚ3 και ενδεχομένως να ενεργοποιήσει το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 27 (ανωτέρω), ως προς τη δυνατότητα να κλητεύσει για αντεξέταση τον ιδιώτη επιδότη.
Το έργο της απόδοσης ανάλογης βαρύτητας ως προς τις ένορκες δηλώσεις που σύμφωνα με το άρθρο 27 ανωτέρω, ήταν εντός της εμβέλειας του Δικαστηρίου να την προσδιορίσει, έχοντας υπόψη βασικά και την ανυπαρξία αντίστοιχης αντίθετης θέσης της Υπεράσπισης, στην πραγματικότητα, δεν επιτελέστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προσθέτως, συμφωνούμε με τις επισημάνσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο στο έργο του επί της αξιολόγησης δεν έλαβε υπόψη τα κριτήρια τα οποία παρατίθενται στο άρθρο 27. (βλ. Ανδρέου ν. Αστυνομίας (2010)2 Α.Α.Δ. 152 και Τουμάζου ν. Δημοκρατίας Ποιν.΄Εφ.142/14, 17.12.15), ECLI:CY:AD:2015:D834. Με απλουστευμένο και θα λέγαμε ισοπεδωτικό τρόπο έλαβε υπόψη μόνο το κατά πόσο το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση μπορούσε να προσέλθει στο Δικαστήριο και να καταθέσει ως μάρτυρας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε σε όλο το φάσμα της σκέψης του ως προς την αξία της σχετικής μαρτυρίας και οδηγήθηκε πλημμελώς στον αποκλεισμό αυτής. Με αυτό δεδομένο, στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 137(1)(α)(ιι) της Ποινικής Δικονομίας ως προς τη δυνατότητα της εφεσείουσας να καταχωρήσει έφεση επί αθωωτικής απόφασης αλλά και την επιτυχία αυτής. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010)2 Α.Α.Δ. 94, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυπριανού Ποιν.έφ.162/13, 9.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D981 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Vouros Protein Industries Ltd, Ποιν.έφ.56/14, 15.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B84, Μάρκου ν. Παπαγεωργίου, Ποιν.έφ.58/16, 16.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:B89. Κρίνεται συναφώς ότι ο εφεσίβλητος προέβη στο εν λόγω δάνειο με την πιο πάνω συμφωνία με την εφεσείουσα, γνωρίζοντας από τις 16.2.2006 ότι ήταν πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση πρέπει να επιτύχει και επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με καταδικαστική απόφαση εφόσον τα λοιπά στοιχεία που αφορούν το αδίκημα 118(α) του περί Πτωχεύσεως Νόμου είχαν αποδειχθεί. Ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] «118. Αν πρόσωπο το οποίο κηρύχθηκε σε πτώχευση ή αναφορικά με την περιουσία του οποίου εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής:
(α) με την ανάληψη χρέους ή υποχρέωσης, εξασφάλισε πίστωση βάσει ψευδών παραστάσεων ή με άλλη απάτη
.....
(γ) ....είναι ένοχο αδικήματος και με την καταδίκη του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.»
[2] 137.(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της ∆η΅οκρατίας δύναται
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού ∆ικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ....
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλη΅΅ελώς δεκτή ή αποκλείστηκε·
[3] "O.33 r.3. If on the day fixed for trial the plaintiff appears when the trial is called on but the defendant does not, then upon proof being given of the defendant having been given notice of such day, the plaintiff may prove his claim, so far as the burden of proof lies upon him and judgment may be given accordingly".
[4]O.5.r.2. (1) The service shall, whenever it is practicable, be effected by leaving the copy with the person to be served;
.......
(2) The affidavit of service endorsed upon, or having attached thereto as an exhibit, a duplicate of the copy of the writ of summons served, shall be sworn and filed within seven days after service. The registrar shall, within forty-eight hours after the affidavit of service is filed, give the plaintiff notice of the date on which the service was effected.