ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Γ.Πολυχρόνης, για τον εφεσείοντα Θ.Παπανικολάου, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο EIΡΗΝΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.59/2016, 23/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D107

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                          oινική ΄Εφεση αρ.59/2016)

 

23 Μαρτίου, 2017

 

Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες

 

EIΡΗΝΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

Εφεσείων,

        ν.

        ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

        Εφεσίβλητης.

        - - - - - - - - -

Γ.Πολυχρόνης, για τον εφεσείοντα

Θ.Παπανικολάου, για την εφεσίβλητη

  - - - - - - - - -

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

      

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από  δική του παραδοχή σε κατηγορία σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 5 και 6(3) του Περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014) (1η κατηγορία) και Διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας δεκατριών χρόνων μέχρι δεκαεπτά, κατά παράβαση του άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 145(1)/2002. (2η κατηγορία).

 

Τα γεγονότα ως έχουν παρατεθεί από το Κακουργιοδικείο έχουν ως εξής (παραλειπόμενων των στοιχείων που αφορούν την ανήλικη, ή την περιοχή διάπραξης του αδικήματος).

 

Ο εφεσείων ήταν 24 ετών  και το θύμα 13 ετών κατά τον επίδικο χρόνο.  Ο εφεσείων είχε αποστείλει μήνυμα (αίτημα φιλίας) σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (facebook) στο θύμα.  Αυτή ανταποκρίθηκε, αποδεχόμενη το αίτημα  φιλίας και τότε ξεκίνησε η μεταξύ τους επικοινωνία, μέσω της εφαρμογής (messenger), μια εβδομάδα περίπου, πριν από την επίδικη ημερομηνία (4.8.2015).  Κατά τη συνομιλία τους, μεταξύ άλλων, το θύμα ανέφερε στον εφεσείοντα την ηλικία της και ότι φοιτούσε στη ΧΧ τάξη του Γυμνασίου, ενώ ο εφεσείων της είπε ότι ήταν 22 ετών.

 

Στις 4.8.2015 το θύμα και ο εφεσείων, κατόπιν προτροπής του ιδίου,  διευθετήθη συνάντηση μεταξύ τους.  Ο εφεσείων κατά ή περί τις 10.30 παρέλαβε με το αυτοκίνητο του το θύμα, από σημείο πλησίον της οικίας της και τη μετέφερε στο σπίτι του.  Την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο του, το οποίο είναι κοινό με τον αδελφό του και κατ΄εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένα άλλο πρόσωπο στο σπίτι.

 

Ο εφεσείων, αφού έκλεισε την πόρτα του δωματίου, άρχισε να τη χαϊδεύει και να τη φιλά σε διάφορά σημεία του σώματος της.  Στη συνέχεια έβγαλε το παντελόνι του και το παντελόνι του θύματος.  Τότε αφίχθηκε στο σπίτι ο αδελφός του, ο οποίος εισήλθε εντός του υπνοδωματίου όπου βρισκόταν ο εφεσείων και το θύμα και κάθισε στο κρεβάτι του.  Το θύμα κατόπιν προτροπής του τελευταίου είχε ήδη κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι.  Ο εφεσείων κάλεσε το θύμα να βγει από το κάτω μέρος του κρεβατιού.  ΄Εμειναν όλοι μαζί για λίγα λεπτά και στη συνέχεια ο αδελφός του εγκατέλειψε την οικία.  Ο εφεσείων άρχισε εκ νέου να χαϊδεύει και να φιλά το θύμα σε διάφορα μέρη του σώματος της και ακολούθως εισχώρησε το γεννητικό του όργανο στο γεννητικό όργανο της, ολοκληρώνοντας τη σεξουαλική πράξη.

 

Όταν εξήλθαν της οικίας ο εφεσείων και το θύμα συνάντησαν στην αυλή τον αδελφό και τον φίλο του.  Ο εφεσείων μετέφερε το θύμα σε σημείο κοντά στο σπίτι της.  ΄Αγνωστο πρόσωπο είδε το θύμα μέσα στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα και ειδοποίησε τον πατέρα της.  Στις 6.8.2015 η υπόθεση καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ.  Το θύμα εξετάστηκε από Ιατροδικαστή ο οποίος διέγνωσε παλαιά ρήξη του παρθενικού υμένα.  Συνελήφθη ο εφεσείων στις 8.8.2015.  Αρχικά ο εφεσείων σε κατάθεση του αρνήθηκε ενοχή, στη συνέχεια προέβη σε ομολογία παραδεχόμενος ενοχή.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, επέβαλε στον εφεσείοντα 2.5 χρόνια φυλάκιση στη 1η κατηγορία και 1 χρόνο στην 2η κατηγορία.  Εισήγηση για αναστολή της ποινής απορρίφθηκε. 

 

Ο εφεσείων πλήττει την ποινή με 4 λόγους έφεσης. Παρατηρούμε ότι οι 3 πρώτοι λόγοι έφεσης συμπλέκονται και έχουν ως πυρήνα το τι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη αφενός ή το τι έπρεπε να λάβει υπόψη αφετέρου, ως μετριαστικούς παράγοντες.

 

Ο 4ος λόγος αφορά το θέμα της μη αναστολής της ποινής φυλάκισης, αφού κατά τη θέση της πλευράς του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σφάλμα αρχής, μη εξετάζοντας συγκεκριμένα το θέμα ή μη αιτιολογώντας τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. 

 

Ο κ.Πολυχρόνης εμφανιζόμενος για τον εφεσείοντα ανέπτυξε τους πιο πάνω λόγους έφεσης τόσο στο διάγραμμα του, όσο και προφορικά ενώπιον μας.  Στην αντίπερα πλευρά ο κ.Παπανικολάου για την εφεσίβλητη υποστήριξε την ορθότητα της ποινής που επιβλήθηκε δεχόμενος ότι ναι μεν δεν υπήρχαν ιδιαίτεροι επιβαρυντικοί λόγοι στην προκείμενη περίσταση, αλλά η φύση της υπόθεσης από μόνη της είναι σοβαρή. 

 

Εφόσον το κύριο παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του κάποιους από τους παράγοντες που είχαν τεθεί ή εν πάση περιπτώσει δεν τους έλαβε στο σωστό πλαίσιο και στη σωστή δυναμική που θα έπρεπε να είχαν, είναι ορθό να ενδιατρίψουμε περισσότερο στους λόγους που το Δικαστήριο έθεσε ως μετριαστικούς, όπως επίσης και στις σχετικές αναφορές του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα.

 

Αφού το Κακουργιοδικείο επεσήμανε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο εφεσείων διέπραξε, σοβαρότητα η οποία προκύπτει από την προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή, (κυρίως για την 1η κατηγορία 20 χρόνια), ανέφερε ότι η παραδοχή ενοχής και μεταμέλεια του, όπως και το λευκό ποινικό του μητρώο ήταν κύρια ελαφρυντικά στοιχεία.  Λήφθηκαν επίσης υπόψη, ως καταγράφεται στη σελ.7 της απόφασης, οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα, όπως αυτές προβάλλονται μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.  Σύμφωνα με την έκθεση αυτή ο εφεσείων είναι 25 ετών (κατά το χρόνο σύνταξης της), ανίκανος για εργασία λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας, έχει 2 παιδιά 5 και 3 ετών από διαφορετικές συντρόφους με τις οποίες συμβίωνε κατά το χρόνο γέννησης των παιδιών.  Τα παιδιά αυτά διαμένουν με τις μητέρες τους αντίστοιχα.  Όπως αναφέρθηκε στην έκθεση, ο εφεσείων από νεαρή ηλικία παρακολουθείται από ψυχίατρο και οικονομικά στηρίζεται πάντοτε από τους γονείς του.  Κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος διατηρούσε δεσμό με συγκεκριμένη γυναίκα που κατονομάζεται, ηλικίας 35 ετών, εξακολουθεί δε να παρουσιάζει ψυχολογικά προβλήματα, ειδικά κρίσεις πανικού και χρόνιο πρόβλημα αγοραφοβίας (βλ. τεκμήρια Α-Γ).  Στην αγόρευση του ο τότε συνήγορος υπεράσπισης επικαλέστηκε επίσης ιδιαίτερα την έλλειψη προσχεδιασμού και το αγνό των προθέσεων του πριν τη συνουσία (δεν είχε στόχο με τη γνωριμία του να εκμεταλλευθεί το θύμα).  Σε συνδυασμό δε με την απόσυρση του παραπόνου από τον πατέρα καταγράφηκε και προωθήθηκε σαν μετριαστικός παράγοντας η προσπάθεια να προχωρήσουν ο εφεσείων και το θύμα «στη σύναψη επίσημης σχέσης», προσπάθεια που όπως σημειώνεται από το συνήγορο δεν τελεσφόρησε λόγω της ηλικίας του θύματος, αφού στα 16 θα μπορούσε να παντρευτεί, αλλά και λόγω των σοβαρών προβλημάτων που είχε ο εφεσείων, δεν παρείχαν ασφάλεια για μια υγιή σχέση.

 

Ο κ.Πολυχρόνης επί του θέματος της έλλειψης προσχεδιασμού επέμενε ιδιαίτερα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε σχετικό εύρημα.  Ακόμη ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γνήσιο των προθέσεων του εφεσείοντα απέναντι στην ανήλικη «μεταξύ των οποίων υπήρξε αληθινός έρωτας .. και ή μεταγενέστερη πρόθεση γάμου». 

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν αδιαμφισβήτητα και δεν υπήρξε ανάγκη να προσδιοριστεί ο,τιδήποτε ως αμφισβητούμενο θέμα.  Τα όσα ανέφερε ο συνήγορος υπεράσπισης αφορούσαν όχι την ύπαρξη των γεγονότων αυτών καθ΄εαυτών, αλλά το χαρακτηρισμό τους από τον ίδιο.  Χαρακτηρισμός που σίγουρα δεν δέσμευε το Δικαστήριο.  Υπό οποιανδήποτε έννοια και να ετέθη το θέμα της έλλειψης προσχεδιασμού παραμένει ως γεγονός ότι ο εφεσείων γνωρίζοντας ότι το θύμα ήταν μόλις 13 χρονών και αφού πέτυχε «γνωριμία» μέσω μηνυμάτων στο διαδίκτυο εντελώς επιφανειακού χαρακτήρα μόλις 1 εβδομάδα πριν την επίδικη ημερομηνία διευθετεί συνάντηση μαζί της, κατόπιν προτροπής του, παραλαμβάνει το θύμα και την μεταφέρει αμέσως επί σκοπώ σεξουαλικής πράξης, στο σπίτι του.  Ο σκοπός αρχίζει να πραγματώνεται στο υπνοδωμάτιο του, όπως περιγράφηκε πιο πάνω, αναστέλλεται για λίγο λόγω της άφιξης στο χώρο του αδελφού του εφεσείοντα, αλλά συνεχίζει αμέσως μετά που ο αδελφός εγκαταλείπει την οικία.  Με καμία λογική  αντίληψη δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή η απουσία προσχεδιασμού αλλά και ιδιαίτερα η θέση ότι υπήρξε έρωτας μεταξύ τους, με βάση τα πιο πάνω περιστατικά.  Δεν έχει λοιπόν καμία σημασία πώς περιέγραψε την πράξη η πλευρά του εφεσείοντα προσθέτοντας στην εικόνα των γεγονότων ακόμη και συναισθήματα για να προσδιορίσει την ύπαρξη σχέσης που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε γάμο.  Οι όλες περιστάσεις της υπόθεσης αλλά και της εξέλιξης της δεν συνηγορούσαν σε τέτοιο εύρημα, εφόσον μάλιστα αναφέρεται και υπήρξε κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων διατηρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο δεσμό με άλλο πρόσωπο.

Το Εφετείο στο ρόλο του ως δευτεροβάθμιου κριτή αναφορικά με ποινές που επιβάλλουν τα πρωτόδικα Δικαστήρια, ως έχει νομολογηθεί, δεν επαναλαμβάνει το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά εξετάζει την πρωτόδικη κρίση στα στεγανά πλαίσια τα οποία αφορούν είτε το έκδηλα υπερβολικό ή το ανεπαρκές της ποινής ή το αν παρείσφρησε λάθος αρχής κατά τη διεργασία της σκέψης του Δικαστηρίου.  (βλ.Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42).

 

΄Εχοντας λοιπόν θεωρήσει στα πλαίσια του πιο πάνω ρόλου μας, την πρωτόδικη ποινή, δεν διαπιστώνουμε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ούτε έχει παρεισφρήσει σφάλμα αρχής που αφορά τους παράγοντες που λήφθηκαν ή έπρεπε να ληφθούν υπόψη, ως περιγράφονται στους λόγους έφεσης.

 

Ο Νόμος περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014) και ειδικά τα άρθρα 2, 5 και 6(3) έχουν σκοπό την προστασία των παιδιών από συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης που έχουν διαφορετικές βέβαια βαθμίδες.  Εκείνο όμως που μένει ως σταθερή παράμετρος είναι το ίδιο το θύμα και η ηλικία του, που το κοινωνικό σύνολο θέλει να προστατεύσει, ως ένα πολύτιμο αγαθό.  Γι΄αυτό και ο Νόμος είναι ιδιαίτερα αυστηρός στις προβλεπόμενες ποινές.  Στην προκείμενη περίπτωση μεταξύ της ηλικίας του θύματος και της ηλικίας του θύτη υπήρχαν 11 περίπου χρόνια διαφορά, παράγοντας σχετικός (βλ. Λευκαρίτη ν. Δημοκρατίας, ποιν. έφ.135/14, 22.11.2016), ECLI:CY:AD:2016:B531.  Η ίδια η πράξη δεν είχε οποιονδήποτε συναισθηματικό υπόβαθρο παρά τους χαρακτηρισμούς που δόθηκαν από την Υπεράσπιση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξισορρόπησε δεόντως τις περιστάσεις του αδικήματος και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα.  Δεν έχουμε παρατηρήσει κανένα σφάλμα αρχής ως προς την μεταχείριση των παραγόντων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη.   Ορθώς ετέθη ότι η παραδοχή ενοχής και η μεταμέλεια του ήταν ένα σοβαρό ελαφρυντικό, όπως βέβαια και η ηλικία του δράστη σε συνδυασμό με τα προσωπικά του προβλήματα.  Με τις επισημάνσεις στις οποίες το Δικαστήριο προβαίνει καταλήγει στις πιο πάνω ποινές, οι οποίες μάλλον, θα λέγαμε, τείνουν προς την επιείκεια.  Προσθέτως, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι μας ανησυχεί ιδιαίτερα, η ευκολία με την οποία είναι δυνατόν να προσεγγιστεί μέσω του διαδικτύου, ένα ανήλικο θύμα, όπως εν προκειμένω.

 

Τα Δικαστήρια, στο δύσκολο έργο της επιβολής ποινής, είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατευθεί, δηλαδή, τα παιδιά.  Το θύμα στην προκείμενη περίπτωση, ούσα 13 χρόνων, ήταν στην προστατευόμενη εκείνη ηλικία που ακριβώς καθιστά το αδίκημα σοβαρό γι΄αυτό και η προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή είναι 20 χρόνια φυλάκιση. 

 

Επιβαλλόταν, συνεπώς, η ποινή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του εφεσείοντα να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες.   (Βλ. Σύγγραμμα Rook & Ward On Sexual Offences,  Law and Practice, 4th ed. p.205 κ.επ. και στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016, p.340 κ.επ. όπου καταγράφονται οι ρυθμίσεις που αφορούν παρόμοια αδικήματα με τα επίδικα στην αγγλική νομοθεσία και καταγράφονται οι δείκτες και οι αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να λειτουργεί κατά την επιβολή τέτοιων ποινών - βλ. ειδικά s.9 του Sexual Offences Act 2003)

 

Εκείνο δε που πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως σε σχέση με το άρθρο 6 του πιο πάνω Νόμου είναι ότι τα αδικήματα αυτά στοιχειοθετούνται με προνοούμενη αυστηρή ποινή γιατί ακριβώς δεν είναι συμβατή με την ηλικία των θυμάτων, η έννοια της συναίνεσης, γι΄αυτό και το άρθρο 6(3) ποινικοποιεί τη σεξουαλική πράξη με «παιδί το οποίο δεν έχει φθάσει στην ηλικία συναίνεσης», δηλαδή ανεξάρτητα από τη συναίνεση(βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αναστάσιος Ηροδότου, ποιν.έφ.120/13 ημερ. 30.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D230, ειδικά σελ.3 και 4).  Με αυτό το δεδομένο λοιπόν, δεν μπορεί να είναι σχετικό το θέμα της ύπαρξης προηγούμενων σεξουαλικών σχέσεων από το θύμα. 

 

Απαντώντας δε συναφώς τον 3ο λόγο έφεσης κατά τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ειδικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.5 της απόφασης του προέβη σε αναφορά ότι τα σεξουαλικά αδικήματα προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος και πολλές φορές τραυματίζουν τον ψυχικό του κόσμο,  να τονίσουμε ότι τα λεχθέντα από το Κακουργιοδικείο, ήταν όχι μόνο επιτρεπτά αλλά και σχετιζόμενα απόλυτα με το σκοπό του Νόμου. (βλ. Λευκαρίτης, ανωτέρω, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008)2 Α.Α.Δ. 562 και R. v. Perry (2010) 2 Cr. App. R (S) 98).

 

Να παρατηρήσουμε ακόμα ότι δεν είναι αντικειμενικά «μετρήσιμος» ο παράγοντας που αφορά πλήγμα στην προσωπικότητα του θύματος.  Εν πάση περιπτώσει δεν είναι θέμα για το οποίο το Δικαστήριο χρειαζόταν μαρτυρία για να το επισημάνει.  Θα λέγαμε ότι κάτι τέτοιο είναι πρωταρχικά εγγενές με τη διάπραξη του αδικήματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Σύγγραμμα Blackstone's (ανωτέρω), έκδοση 2009, σελ.3109 "Harm is also inherent where victims ostensibly consent but where their capacity to give informed consent is affected by their youth or mental disorder".

 

Συνεπώς οι 3 πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. 

 

Αναφορικά με τον 4ο λόγο έφεσης κατά τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται για τη μη αναστολή της ποινής, θα αναφέρουμε πως ορθά εκτιμήθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι η σοβαρότητα του αδικήματος και των γεγονότων της υπόθεσης δεν δικαιολογούσε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς αυτή την κατεύθυνση.  Εν πάση περιπτώσει, αν συσχετισθεί ο λόγος αυτός με την αιτιολογία που παρατίθεται, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το παράπονο του εφεσείοντα διατυπώνεται όχι ασύνδετα με τους προηγούμενους λόγους, αφού όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, το Δικαστήριο παραγνώρισε τους παράγοντες που συνέτρεχαν στην παρούσα υπόθεση.  Το θέμα αυτό εξετάστηκε στους προηγούμενους λόγους έφεσης και απορρίφθηκε.  Συνεπώς, εν τοις πράγμασι, εκθεμελιώνεται και η βασιμότητα αυτού του λόγου. 

 

Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αναστολή της ποινής σε τέτοιας φύσεως αδικήματα θα έστελνε λάθος μηνύματα ως προς την αναγκαιότητα προστασίας ανηλίκων προσώπων από άτομα που μπορούν να τα προσεγγίσουν με ευκολία μέσω του διαδικτύου και να τα εκμεταλλευθούν στη συνέχεια σεξουαλικά.

 

Και ο 4ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Συνεπακόλουθα, η  έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της.

 

                                                          ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο