ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Μ. Ραφαήλ (κα), για την Εφεσείουσα. Χρ. Πουτζουρής, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΒΑΣΟΥΛΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ν. ΜΑΡΙΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ, Ποινική Εφεση Αρ. 5/2014, 24/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B114

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 5/2014)

 

24 Μαρτίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,  ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΒΑΣΟΥΛΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΜΑΡΙΟΥ ΤΙΜΟΘΕΟΥ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Μ. Ραφαήλ (κα), για την Εφεσείουσα.

Χρ. Πουτζουρής,  για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η πρωτόδικη ποινική διαδικασία αφορούσε αδικήματα, εδραζόμενα στο άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Συγκεκριμένα, ο Εφεσίβλητος-κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορίες πρόκλησης, χωρίς εύλογη αιτία, μη εξόφλησης τριών επιταγών για το ποσό των €25.000, €30.000 και €20.000 αντίστοιχα.

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν της μαρτυρία, σημείωσε ότι κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας αποτέλεσε κοινό υπόβαθρο γεγονότων ότι ο Εφεσίβλητος όντως εξέδωσε τις τρεις επίδικες επιταγές, αρχικά επ΄ ονόματί του και στη συνέχεια τις οπισθογράφησε και τις παρέδωσε στην Εφεσείουσα - παραπονούμενη, η οποία και τις παρουσίασε στην εκδότρια τράπεζα προς πληρωμή. Δεν εξοφλήθηκαν και επιστράφηκαν ως απλήρωτες με την ένδειξη «Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΕΧΕΙ ΑΝΑΚΛΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ ΤΗΣ». Τελικά, με βάση την όλη αξιολόγηση και τα όσα είχε δεχθεί, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η Εφεσείουσα - παραπονούμενη απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό όλα τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο Εφεσίβλητος, πλην ενός: Της πρόκλησης μη εξόφλησης των επιταγών από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο με οποιαδήποτε πράξη του. Κατ΄ ακολουθία, ο Εφεσίβλητος αθωώθηκε.

 

Η ενώπιόν μας έφεση επικεντρώνεται ακριβώς στην πιο πάνω κατάληξη του δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της αποτυχίας απόδειξης του στοιχείου της πρόκλησης μη εξόφλησης των επίδικων επιταγών. Με τον πρώτο λόγο έφεσης τίθεται ότι, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, η Εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι οι οδηγίες ανάκλησης των επίδικων επιταγών δόθηκαν από τον Εφεσίβλητο. Με τον δεύτερο, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατέληξε ότι είχε αποδειχθεί η πατρότητα της υπογραφής του Εφεσίβλητου επί του εντύπου ανάκλησης και, συναφώς, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι η τεθείσα μαρτυρία, αντικρυζόμενη στο σύνολό της, οδηγούσε σε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας απόδειξη ότι ο Εφεσίβλητος ήταν το πρόσωπο που ανακάλεσε τις επίδικες επιταγές. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένη  πρωτόδικη, ενδιάμεση, απόφαση με βάση την οποία δεν έγινε αποδεκτή η κατάθεση αντιγράφου του εντύπου ανάκλησης των υπό κρίση επιταγών, γεγονός που επηρέασε την έκβαση της υπόθεσης της Εφεσείουσας και τη δυνατότητα απόδειξης του υπό αναφορά συστατικού στοιχείου της ανάκλησης.

 

Για να γίνει κατανοητή η βάση στήριξης των λόγων έφεσης, είναι σκόπιμο να παραθέσουμε το υπόβαθρο των γεγονότων που καλύπτουν το ζήτημα της ανάκλησης των υπό αναφορά επιταγών, όπως αυτά αποτυπώθηκαν μέσα από τη μαρτυρία και τα συνακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Προτού όμως το πράξουμε είναι ορθό, ως θέμα λογικής προτεραιότητας, να εξετασθούν προδικαστικά ζητήματα, όπως αυτά τέθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσίβλητου κατά την εξέταση της παρούσας έφεσης.

 

Τέθηκε κατ΄ αρχάς ότι σχετική άδεια εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα προς καταχώρηση έφεσης δεν υπάρχει και ως εκ τούτου η διαδικασία είναι τρωτή στη ρίζα της. Η εισήγηση αυτή στηρίχθηκε στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η άδεια προς καταχώρηση έφεσης δόθηκε από τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, κατά παράβαση των διαλαμβανομένων στο άρθρο 156 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, το οποίο προνοεί σχετικά με τη μεταβίβαση εξουσιών από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και έχει ως εξής:

 

«156. Εξαιρούμενης της εξουσίας άσκησης έφεσης από απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 137, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται με έγγραφο που έχει την υπογραφή του ή με ειδοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να μεταβιβάσει όλες ή οποιαδήποτε από τις υπόλοιπες εξουσίες που χορηγούνται σε αυτόν δυνάμει του Νόμου αυτού στο Γενικό Αντιεισαγγελέα ή σε Δικηγόρο της Δημοκρατίας, και η άσκηση οποιασδήποτε τέτοιας εξουσίας από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα ή Δικηγόρο της Δημοκρατίας ισχύει ωσάν η εξουσία αυτή να ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.»

 

 

 

 

Δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσίβλητο. Παραβλέπει, με όλο το σεβασμό, αφενός ότι η έγκριση προς καταχώρηση έφεσης εδράζεται στο άρθρο 131(2) του Κεφαλαίου 155 και αφετέρου ότι το υπό αναφορά άρθρο 156 προηγείται της θέσπισης του Συντάγματος, οι διατάξεις του οποίου υπερισχύουν. Κατ΄ ακολουθία των διαλαμβανομένων στα ΄Αρθρα 113.2 και 114.1 του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να δίνει οδηγίες προς άσκηση οποιωνδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχει το Σύνταγμα ή οιοσδήποτε νόμος από το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα ή από υπαλλήλους υπαγόμενους εις τον Γενικό Εισαγγελέα. Υπό το φως αυτών των συνταγματικών προνοιών θα πρέπει να αντικρίζεται και να ερμηνεύεται το άρθρο 156 του Κεφαλαίου 155.

 

Συνεπώς, η υπό του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και η κατ΄ ακολουθία των οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα παροχή άδειας για άσκηση έφεσης ήταν καθόλα επιτρεπτή και σύννομη. Η εξεταζόμενη εισήγηση της πλευράς του Εφεσίβλητου απορρίπτεται.

 

Εισηγήθηκε περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης δεν υπάγονται στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α) του Κεφαλαίου 155, αφού, κατά τη θέση του, μέμφονται την αξιολόγηση της μαρτυρίας και αμφισβητούν τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, έθεσε, δεν υφίστατο δυνατότητα καταχώρησης έφεσης κατά της υπό κρίση αθωωτικής απόφασης.

 

Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α) έχει συζητηθεί και αποφασισθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πιο πρόσφατες αυτές της Πλήρους Ολομέλειας, στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 ΑΑΔ 94 και Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 145/2013 κ.α., ημερ. 19.12.2014. Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης. Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, στοιχείο που κινείται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση δεν εντοπίζουμε εκτροπή από τα διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο σε αναφορά και με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης. Δεν επιδιώκεται δηλαδή μέσω τους η αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ούτε και προσβάλλονται τα πρωτόδικα ευρήματα. Προβάλλεται, βασικά και προωθείται, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 137(1)(α)(iii), ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων και πλήττεται μέσω των υπό αναφορά λόγων έφεσης η ορθότητα των συνακόλουθων πρωτόδικων συμπερασμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό, απορρίπτεται και η εξεταζόμενη εισήγηση της πλευράς του Εφεσίβλητου.

 

Επανερχόμαστε στην εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης. Προέχει, όπως ήδη καταγράψαμε, η παράθεση των γεγονότων που καλύπτουν το ζήτημα της ανάκλησης των τριών επίδικων επιταγών:

 

Προέκυψε στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι γραπτές οδηγίες για ανάκληση των υπό αναφορά επιταγών δόθηκαν στην τράπεζα. Υπό αμφισβήτηση τελούσε το ζήτημα του προσώπου που υπέγραψε το σχετικό έντυπο ανάκλησης, προκαλώντας έτσι τη μη εξόφληση των επίδικων επιταγών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου από την πλευρά της Εφεσείουσας - παραπονούμενης, του ΜΚ4, Διευθυντή του καταστήματος της τράπεζας, οι οδηγίες για ανάκληση δόθηκαν από τον Εφεσίβλητο, ο οποίος ήταν επίσης τραπεζικός υπάλληλος και υφιστάμενος του ΜΚ4. Τη θέση του αυτή τη στήριξε στο γεγονός ότι το έντυπο ανάκλησης έφερε την υπογραφή του Εφεσίβλητου. Διευκρίνισε ο ΜΚ4 ότι δεν ήταν παρών κατά το χρόνο της υπογραφής του εντύπου ανάκλησης, ούτε και χειρίστηκε την όλη υπόθεση των επίδικων επιταγών, αφού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε σε άλλο κατάστημα. Επειδή όμως ήταν Προϊστάμενος του Εφεσίβλητου για ένα χρόνο, γνώριζε την υπογραφή του και με βάση αυτό το γεγονός ήταν σε θέση να εκφέρει γνώμη και να βεβαιώσει ότι η υπογραφή στο έντυπο ανάκλησης ήταν του Εφεσίβλητου. Κατά την αντεξέταση όμως, απεδέχθη ότι σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό είχε δικαίωμα υπογραφής τόσο ο Εφεσίβλητος όσο και η σύζυγός του και ότι δεν γνώριζε την υπογραφή της τελευταίας, ούτε κατά πόσο οι δύο υπογραφές ομοιάζουν.  Η όλη μαρτυρία του ΜΚ4 είχε ως βάση την αναγνώριση της υπογραφής από αντίγραφο εντύπου ανάκλησης που του παρουσιάστηκε ενώ κατέθετε. Το αντίγραφο αυτό, γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο τέταρτος λόγος έφεσης, ζητήθηκε να κατατεθεί ως τεκμήριο στο δικαστήριο, προς απόδειξη της πατρότητας της υπογραφής επί του εντύπου ανάκλησης. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα, κρίνοντας ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική αιτιολογία ως προς τη μη προσκόμιση της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας, ήτοι του πρωτότυπου εγγράφου, το οποίο υπήρχε και ήταν κατατεθειμένο στο αρχείο της τράπεζας. Ο Εφεσίβλητος καταθέτοντας σχετικά με το ζήτημα της ανάκλησης, ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί κατά πόσο ο ίδιος ή η σύζυγός του, η υπογραφή της οποίας προσομοιάζει με τη δική του, υπέγραψαν το έντυπο ανάκλησης. Ας σημειωθεί ότι το έντυπο ανάκλησης, δεδομένου ότι δεν κατατέθηκε ως τεκμήριο, δεν ήταν δυνατό να υποδειχθεί στον Εφεσίβλητο, προς αναγνώριση της υπογραφής του.

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, το πρωτόδικο δικαστήριο - παρά το γεγονός ότι δεν πείσθηκε ότι ο Εφεσίβλητος κατέθεσε την αλήθεια σε σχέση με την αμφιβολία που είχε ως προς το πρόσωπο που έδωσε οδηγίες για την ανάκληση της πληρωμής των επίδικων επιταγών - κατέληξε ότι η πλευρά της Εφεσείουσας - παραπονούμενης, που έφερε το βάρος απόδειξης του συστατικού στοιχείου της πρόκλησης μη εξόφλησης, απέτυχε να το αποσείσει με τη μαρτυρία που παρουσίασε.

 

Θέτει η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας ότι ουσιαστικά ο Εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε ότι ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε το έντυπο ανάκλησης, αφού δεν υπέβαλε ευθέως κάτι τέτοιο στους μάρτυρες που παρουσίασε η πλευρά της Εφεσείουσας - παραπονούμενης. Συνεπώς, κατά τη θέση της, δεν  συνέτρεχε λόγος περαιτέρω απόδειξης του συστατικού αυτού στοιχείου της κατηγορίας.

 

Η πιο πάνω εισήγηση είναι έκθετη σε απόρριψη. Πέραν του ότι η αμφισβήτηση της πατρότητας της υπογραφής ήταν διάχυτη μέσα από την αντεξέταση του ουσιαστικού επί του προκειμένου ΜΚ4, η εξεταζόμενη εισήγηση αντιστρατεύεται το βασικό καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής και το βάρος που φέρει σε κάθε περίπτωση να αποδείξει το σύνολο των συστατικών στοιχείων του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η Εφεσείουσα όφειλε να αποδείξει την πατρότητα της υπογραφής μέσω των νομικά αποδεκτών τρόπων απόδειξης, είτε δηλαδή προσφέροντας μαρτυρία γραφολόγου ή παρουσιάζοντας μαρτυρία προσώπου που ήταν παρόν και είδε ποιος υπέγραψε επί του εντύπου ανάκλησης. Ο γραφικός χαρακτήρας μπορεί επίσης να αποδειχθεί και με μαρτυρία προσώπου που δεν είναι πραγματογνώμονας, εφόσον όμως τεκμηριωθεί ότι γνωρίζει το γραφικό χαρακτήρα του προσώπου του οποίου η υπογραφή τελεί υπό αμφισβήτηση. Η γνώση του γραφικού χαρακτήρα μπορεί να προκύψει από το αν είχε την ευκαιρία να δει τον φερόμενο ως υπογράψαντα να υπογράφει προσφάτως αριθμό εγγράφων ή από το αν είχε παρατηρήσει στη συνήθη ροή των πραγμάτων έγγραφα που να φέρουν την υπογραφή του παρουσιαζόμενου ως υπογράψαντα (Ηλιάδη & Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Β΄ Έκδοση, σελίδα 368). Υπό τις συνθήκες αυτές, επιτρέπεται σε πρόσωπο που γνωρίζει τον τρόπο γραφής άλλου να εκφράσει γνώμη κατά πόσο συγκεκριμένο έγγραφο είχε γραφτεί από τον τελευταίο.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση ήταν επιτρεπτό για τον ΜΚ4, ο οποίος δεν ήταν πραγματογνώμονας αλλά είχε αποκτήσει, μέσω της καθημερινής ροής της εργασίας, την απαραίτητη εμπειρία ως προς το ζήτημα του γραφικού χαρακτήρα του Εφεσίβλητου, να τοποθετηθεί και να εκφράσει γνώμη ως προς το κατά πόσο το συγκεκριμένο έντυπο είχε την υπογραφή του Εφεσίβλητου. Η αποδοχή όμως από το πρωτόδικο δικαστήριο της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, σύμφωνα με την οποία «. υπάρχει πολύ μεγάλη ομοιότητα» μεταξύ των υπογραφών του ιδίου και της συζύγου του και η αδυναμία του ΜΚ4 να εκφέρει άποψη ως προς την ομοιότητα αυτή, δημιουργούσε ρήγμα στο βασικό του ισχυρισμό ότι όντως ήταν ο Εφεσίβλητος που υπέγραψε το έντυπο ανάκλησης. Συνεπώς, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ύπαρξης κενού και περί αποτυχίας της πλευράς της Εφεσείουσας να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη συνδρομή του συστατικού στοιχείου της πρόκλησης μη εξόφλησης των επίδικων επιταγών από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τους τρεις προηγούμενους. Το παράπονο της Εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν διέκρινε ότι το έντυπο ανάκλησης συνιστούσε αντίγραφο καταχώρησης σε τραπεζικό βιβλίο, εν τη εννοία του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφάλαιο 9 και εσφαλμένα απέρριψε την κατάθεσή του ως τεκμηρίου.  

 

Η αιτιολογία με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκαμε αποδεκτή την παρουσίαση ως τεκμηρίου του εν λόγω αντιγράφου εντοπίζεται στη σελίδα 36 των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας. Κατά την κυρίως εξέταση του ΜΚ4 του παρουσιάστηκε αντίγραφο του εντύπου ανάκλησης. Διευκρίνισε ότι «... τα πρωτότυπα έγγραφα δεν τα βγάζουμε από την τράπεζα. Θέλουμε διάταγμα. Πάντοτε τα πρωτότυπα είναι στην τράπεζα.». Υπό αυτές τις συνθήκες του ζητήθηκε να καταθέσει το αντίγραφο ως τεκμήριο, αίτημα που αντιμετώπισε την ένσταση της αντίδικης πλευράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι «Η αιτιολογία που δίδεται δεν είναι επαρκής καθότι υπάρχει το πρωτότυπο. Ενόψει της μη προσκόμισης του πρωτότυπου εγγράφου το οποίο υπάρχει και είναι κατατεθημένο στο αρχείο της τράπεζας δεν επιτρέπεται η κατάθεση του αντιγράφου.».

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την κατάθεση του υπό αναφορά αντιγράφου ως τεκμηρίου, στηριζόμενη στο γενικό πλαίσιο απόδειξης δηλώσεων που περιέχονται σε έγγραφα, που καλύπτει το άρθρο 34(1)(β) του Κεφαλαίου 9. Εκρινε, δηλαδή, ότι η προσαγωγή αντιγράφου του πρωτότυπου εγγράφου δεν ήταν επιτρεπτή, αφού δεν δόθηκε επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτοτύπου. Εστω όμως και αν εξεταζόταν το όλο θέμα υπό το φως των διαλαμβανομένων στο Δίκαιο της Απόδειξης αναφορικά με τραπεζικά βιβλία, δεν θα ήταν και πάλι δυνατή η κατάθεση αντιγράφου του εντύπου ανάκλησης. Το ζήτημα κατάθεσης αντιγράφου καταχώρησης σε τραπεζικά βιβλία διέπεται από το άρθρο 22 του Κεφαλαίου 9. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εν λόγω άρθρο, τέτοιο αντίγραφο γίνεται αποδεκτό σε όλες τις νομικές διαδικασίες, νοουμένου ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22(2) και (3). Οι προϋποθέσεις όμως αυτές δεν καλύφθηκαν στην υπό κρίση περίπτωση. Η πλευρά της Εφεσείουσας - παραπονούμενης προκειμένου να επιτύγχανε στην κατάθεση ως τεκμηρίου του αντιγράφου του εντύπου ανάκλησης θα έπρεπε να παρουσίαζε μαρτυρία προς απόδειξη της καταχώρησης κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών, ως διαλαμβάνει η παράγραφος (2) του άρθρου 22 και περαιτέρω να παρουσίαζε μαρτυρία που να καταδείκνυε ότι το αντίγραφο είχε συγκριθεί με την αρχική καταχώρηση και είχε διαπιστωθεί η ορθότητά του, ως διαλαμβάνει η παράγραφος (3) του άρθρου 22. Τέτοια μαρτυρία, η οποία ήταν δυνατό να δοθεί είτε προφορικά είτε με ένορκη δήλωση από αρμόδιο πρόσωπο που έλεγξε σχετικά, δεν προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κατ΄ ακολουθία, ούτως ή άλλως, η κατάθεση ως τεκμηρίου του αντιγράφου ανάκλησης δεν ήταν κατά το δίκαιο της απόδειξης επιτρεπτή.

Τελικά, το γεγονός ότι δεν βρισκόταν ενώπιον του δικαστηρίου το έντυπο ανάκλησης επιδρούσε καταλυτικά και είχε μοιραίες συνέπειες ως προς την απόδειξη της πατρότητας της υπογραφής. Η μαρτυρία του ΜΚ4 παρέμενε μετέωρη, αφού αφορούσε έκφραση γνώμης επί στοιχείου το οποίο δεν βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου προς έλεγχο της ορθότητας των συμπερασμάτων του βασικού αυτού μάρτυρα.

 

Υπό το πρίσμα όλων των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας. Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εις βάρος της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και θα υποβληθούν στο Δικαστήριο για έγκριση.

 

                                                               Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                                                               Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

ΣΦ.

              

                                                              


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο