ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Κωνσταντινίδου (κα) μαζί με τον Πατσαλίδη, για τον Εφεσείοντα Μαθηκολώνης, για τους Εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ν. MARINAKIS DEVELOPERS LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 173/2014, 24/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B112

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2014)

 

 

24 Μαρτίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ,  Δ/στές]

 

Μεταξύ:

ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ

Εφεσείοντα,

-v-

 

1.   MARINAKIS DEVELOPERS LTD

2.   ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ

3.   ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ

Εφεσιβλήτων

_________________________

Κωνσταντινίδου (κα) μαζί με τον Πατσαλίδη, για τον Εφεσείοντα                   

Μαθηκολώνης, για τους Εφεσίβλητους

__________________________

 

       Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Εφεσίβλητοι-Κατηγορούμενοι βρέθηκαν ένοχοι κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία που αντιμετώπιζαν, οι οποίες αφορούσαν, αντίστοιχα, στα αδικήματα ότι ανέχτηκαν και ότι επέτρεψαν την έναρξη εργασιών οικοδομής, χωρίς άδεια οικοδομής, κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(β)(στ), 20(1)(α) και 20(2) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96

 

Παρά την καταδίκη των Εφεσιβλήτων στα προαναφερόμενα αδικήματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρότι κλήθηκε να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών, δηλαδή αυτών που οι Εφεσίβλητοι ανέχτηκαν και επέτρεψαν την έναρξη των εργασιών ανέγερσης τους χωρίς άδεια οικοδομής, αρνήθηκε να το πράξει.

 

Με την παρούσα Έφεση, προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει την κατεδάφιση των επίδικων οικοδομών (πρώτος λόγος έφεσης).  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων εισηγείται ότι, η απόφαση να μην κατεδαφιστούν οι επίδικες οικοδομές συνιστά παράφορη παραβίαση της ουσίας και του πνεύματος του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, και με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ως πεπλανημένο, το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι, οι Εφεσίβλητοι 1 δεν ήταν οι κάτοχοι των ακινήτων στα οποία ανεγέρθηκαν οι επίδικες οικοδομές, συμπέρασμα που είχε ως αποτέλεσμα την μη έκδοση διατάγματος κατεδάφισης.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών επιχειρηματολόγησαν, ο μεν συνήγορος του Εφεσείοντος υποστηρίζοντας ότι η πρωτόδικη απόφαση για μη έκδοση διατάγματος κατεδάφισης των επίδικων οικοδομών ήταν εσφαλμένη και πεπλανημένη, ο δε συνήγορος των Εφεσιβλήτων ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν απόλυτα ορθή και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως τον ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.   Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 20(3) του Κεφ. 96, κατά τρόπο ορθό και δίκαιο, και η απόφασή του είναι δεόντως αιτιολογημένη. 

 

Το άρθρο 20(3) παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κατεδάφιση ή μετακίνηση οικοδομής σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα, ή οποιουδήποτε τμήματος της, ανάλογα με την περίπτωση, εντός χρόνου ο οποίος καθορίζεται στο διάταγμα.  Είναι σαφές ότι, η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο Δικαστήριο, θα πρέπει να ασκείται δικαστικά προς όφελος, δηλαδή, της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς σε νομολογία αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, δυνάμει του άρθρου 20(3).  Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Λαμπριανίδη κ.α. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου, (1989) 2 Α.Α.Δ. 390, Φωτίου κ.α. v.  Δήμου Πάφου (1991) 2 Α.Α.Δ. 294, Σωφρονίου Λτδ v. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 369 και Σεργίου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντας (1998) 2 Α.Α.Δ. 22.   Ιδιαίτερη σημασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έδωσε στην υπόθεση Πυριλλή v. Πυριλλή (2004) 2 Α.Α.Δ. 607, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία δεν διατάχθηκε η κατεδάφιση της οικοδομής που ήταν αντικείμενο της κατηγορίας.  Στην υπόθεση εκείνη, οι παράνομες οικοδομικές εργασίες στο ακίνητο έγιναν από τον κατηγορούμενο, ως διευθυντή εταιρείας, και από την εταιρεία.  Ο λόγος άρνησης έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης ήταν ότι, η Κατηγορούσα Αρχή, προχώρησε στην ποινική δίωξη μόνο του Κατηγορούμενου, προσωπικά, χωρίς να ενώσει ως συγκατηγορούμενη και την εταιρεία για την οποία ο κατηγορούμενος ενεργούσε ως διευθυντής. Η εταιρεία ήταν συνιδιοκτήτρια του ακινήτου, στο οποίο ανεγέρθηκε η οικοδομή και, επομένως, είχε λόγο στην όλη διαδικασία, εφόσον το αποτέλεσμα της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης θα επηρέαζε και τα δικαιώματα της.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η ποινική δίωξη εναντίον των Εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε στις 13.3.2009.  Από το τέλος Ιουλίου του 2008, υπήρχε ο σκελετός της επίδικης κατοικίας και περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2008 έγινε τοιχοποιία και εκσκαφή στο παρακείμενο οικόπεδο, όπου θα κατασκευαζόταν κολυμβητική δεξαμενή.  Στις 13.6.2011 ήταν ολοκληρωμένη, τόσο η κατοικία, όσο και η κολυμβητική δεξαμενή.  Το διάταγμα κατεδάφισης ζητήθηκε τόσο για την κατοικία, όσο και για την κολυμβητική δεξαμενή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, δεν ήταν γνωστό το ακριβές στάδιο οικοδόμησης της κατοικίας όταν καταχωρήθηκε η υπό εξέταση ποινική δίωξη, αλλά το σίγουρο ήταν ότι, κατοικία και δεξαμενή δεν ήταν ολοκληρωμένες, κατά τον χρόνο της καταχώρησης.  Οι κατηγορίες, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι Εφεσίβλητοι, ήταν ότι ανέχτηκαν και επέτρεψαν την έναρξη των εργασιών ανέγερσης των προαναφερόμενων οικοδομών.  Οι Εφεσίβλητοι δεν καταδικάστηκαν για το ότι επέτρεψαν και/ή ανέχτηκαν την ανέγερση των οικοδομών (παρόλον ότι οι οικοδομές ολοκληρώθηκαν μεταξύ 2009 - 2011), αλλά μόνο ότι ανέχτηκαν και επέτρεψαν την έναρξη της ανέγερσης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι οικοδομές είναι ολοσδιόλου παράνομες, όμως, στην προκείμενη περίπτωση, τη συμπλήρωση της ανέγερσης των οικοδομών είχαν κάμει τρίτα άτομα, δηλαδή οι αγοραστές, οι οποίοι ήταν εντελώς ξένοι προς την ποινική δίκη και οι οποίοι κατείχαν, μέχρι την έκδοση της απόφασης, τα οικόπεδα και τις παράνομες οικοδομές.  Οι αγοραστές, όμως, δεν διώχθηκαν και δεν είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα τους, δυνάμει του Άρθρου 30 του Συντάγματος.  Δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από τον Εφεσείοντα γιατί δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους και γιατί δεν ζήτησε διάταγμα αναστολής της κάθε περαιτέρω εργασίας αναφορικά με την ανέγερση των οικοδομών, εκκρεμούσης της ποινικής τους δίωξης, εφόσον, μάλιστα, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2008, έγινε καταγγελία από τον ΜΚ3 (συνιδιοκτήτη των οικοπέδων κατά το 1/6, για τις εργασίες ανέγερσης).

 

Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία το διάταγμα κατεδάφισης είναι μέρος της ποινής (Δέστε Savvas Raftis & Co Ltd v. Municipality of Paphos (1982) 2 C.L.R. 1), έκρινε πως, υπό τις περιστάσεις, δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να διατάξει τους Κατηγορούμενους-Εφεσίβλητους να κατεδαφίσουν τις οικοδομές των οποίων ζητήθηκε η κατεδάφιση.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι, η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, παράνομα ανεγερθείσης οικοδομής, ανάγεται στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά έχοντας υπόψιν, ως πρωταρχικό παράγοντα, τη διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας και την αποκατάσταση της νομιμότητας (Δέστε Μάριος Ανδρέα Σωφρονίου Λτδ v. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 369).  Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί στις περιπτώσεις που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη, σε τέτοιο βαθμό, που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής να συνιστά τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος (Δέστε Αδελφοί Λαμπριανίδη και άλλοι v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390).  Λόγο μη έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης συνιστά και το γεγονός ότι το διάταγμα κατεδάφισης θα επηρεάσει και δικαιώματα τρίτων, οι οποίοι δεν έχουν κατηγορηθεί και δεν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου στην ποινική δίωξη αναφορικά με αδικήματα που διαπράττονται δυνάμει του Κεφ. 96 (Δέστε Πυριλλή (ανωτέρω)).  Δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης εναντίον οποιουδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 3 του Κεφ. 96, όπως ρητά προνοείται στο άρθρο 20 του ιδίου Νόμου, υπάρχει όταν ο Κατηγορούμενος συνεχίζει να έχει κατοχή της παράνομης οικοδομής (Δέστε Σταυρινίδης v. Δήμου Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 429).

 

Στην υπόθεση St. George's Car Hire Ltd κ.α. v. Μακεδονίας Γαβριηλίδου κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 47, αναγνωρίστηκαν στους αγοραστές διαμερισμάτων, ως δικαιούχων των διαμερισμάτων που αγόρασαν, αλλά και ως των προσώπων που συμπλήρωσαν με έξοδα τους το όλο έργο, προς όφελος και των ιδιοκτητών της γης, ουσιαστικά περιουσιακά δικαιώματα, δυνάμει του δικαίου της επιεικείας, παρόλον που δεν είχαν συμβατικά δικαιώματα έναντι των ιδιοκτητών της γης.

 

Στην παρούσα υπόθεση, οι επίδικες οικοδομές ήταν παράνομες, εφόσον είχαν κτιστεί χωρίς άδεια.  Οι αγοραστές των οικοδομών αυτών, οι οποίοι και τις είχαν συμπληρώσει μετά την έναρξη της ποινικής δίωξης εναντίον των εφεσιβλήτων (που ήταν οι ιδιοκτήτες της γης κατά τα 5/6 μερίδια), είχαν και την κατοχή των οικοδομών κατά την ακροαματική διαδικασία, αλλά και κατά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Οι αγοραστές αυτοί ουδέποτε κατηγορήθηκαν για οποιοδήποτε αδίκημα σύμφωνα με το Κεφ. 96, και, επομένως, δεν βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την πρωτόδικη διαδικασία, στην παρούσα υπόθεση, παρά το ότι περιουσιακά τους δικαιώματα θα επηρεάζονταν από τυχόν διάταγμα κατεδάφισης. Δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από τον Εφεσείοντα γιατί οι προαναφερόμενοι αγοραστές και κάτοχοι των παράνομων οικοδομών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν κατηγορήθηκαν μαζί με τους Εφεσίβλητους συνιδιοκτήτες κατά τα 5/6 των οικοπέδων, επί των οποίων ανεγέρθηκαν οι παράνομες οικοδομές.  Οι Εφεσίβλητοι επέτρεψαν και ανέχτηκαν μόνο την έναρξη των εργασιών οικοδομής των παράνομων οικοδομών, όχι όμως και την περαιτέρω ανέγερση και συμπλήρωσή τους.

 

Υπό τις περιστάσεις, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων οικοδομών εναντίον των Εφεσιβλήτων, στην απουσία των αγοραστών-κατόχων των παράνομων οικοδομών, των οποίων τα περιουσιακά δικαιώματα θα επηρεάζονταν από το διάταγμα κατεδάφισης, ήταν ορθή και δίκαιη.  Κατά συνέπεια, όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και, ως εκ τούτου, η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα και υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

 

                                                      Π.                        

 

 

Δ.                                                     

 

 

Δ.

 

/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο