ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρ.Αδάμου, για τον εφεσείοντα. Γ.Αργυρού, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-02-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΒΑNDAR YASIN ν. AΣTYNOMIAΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.207/2016, 16/2/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D51

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                          oινική ΄Εφεση αρ.207/2016)

 

16 Φεβρουαρίου, 2017

 

Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες

 

           ΒΑNDAR YASIN

Εφεσείων,

        ν.

        AΣTYNOMIAΣ

        Εφεσίβλητης.

        - - - - - - - - -

Χρ.Αδάμου, για τον εφεσείοντα.

Γ.Αργυρού, για την εφεσίβλητη.

  - - - - - - - - -

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

      

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, κρίθηκε ένοχος σε δύο από τις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.  ΄Hτοι στην κατηγορία που αφορά σε αδίκημα άσκησης βίας στην εν διαστάσει σύζυγο του Natalia Pryputen, η οποία βία της προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 3(1) και (4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμου, Ν.119(Ι)/2000  (1η κατηγορία), και στο αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (3η κατηγορία).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε κυρίως την ετυμηγορία του στη μαρτυρία της ως άνω παραπονούμενης (ΜΚ2) την οποία έκρινε αξιόπιστη.  ΄Οσον αφορά τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο οποίος αφού κλήθηκε σε απολογία προέβη σε ανώμοτη δήλωση, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η δήλωση του δεν είχε καμία απολύτως πειστική αξία και δεν ήταν ικανή να οδηγήσει στη θεώρηση της μαρτυρίας από διαφορετική σκοπιά.

 

Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρτυρία που το Δικαστήριο αποδέχθηκε, προέβη στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Η Μ.Κ.2 στις 8/12/2008 τέλεσε πολιτικό γάμο με τον κατηγορούμενο. Μαζί απόκτησαν ένα αγοράκι το οποίο το 2013 ήταν ηλικίας τεσσάρων χρόνων. Στις 27/11/2103 η Μ.Κ.2 και ο κατηγορούμενος διέμεναν στο ίδιο σπίτι, αλλά όχι ως κανονικό ζευγάρι, καθότι αντιμετώπιζαν διάφορα προβλήματα στην μεταξύ τους σχέση και είχαν συνεχείς προστριβές. Την συγκεκριμένη ημερομηνία η Μ.Κ.2 σχόλασε από την εργασία της και πήγε μαζί με το παιδί της στο Bubble Park. Κατά τον χρόνο που βρισκόταν εκεί, ο κατηγορούμενος της τηλεφώνησε και η Μ.Κ.2 τον ενημέρωσε για τον τόπο που ήταν και η συζήτηση τους κατέληξε σε καυγά. Στη συνέχεια και ενώ η Μ.Κ.2 εξακολουθούσε να βρίσκεται στο συγκεκριμένο πάρκο μαζί με το παιδί της και ενώ η ίδια καθόταν σε τραπεζάκι παρακολουθώντας από κάποια απόσταση το γιό της που έπαιζε, ο κατηγορούμενος και χωρίς η Μ.Κ.2 να τον αντιληφθεί πήγε από πίσω της και την κτύπησε με γροθιά στο κεφάλι και αμέσως με τις παλάμες του στα αυτιά της. Στη συνέχεια άρπαξε το κινητό της τηλέφωνο που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι μάρκας Samsung S3310, το έριξε στον τοίχο και το έσπασε. Ύστερα ο κατηγορούμενος έτρεξε στο χώρο που έπαιζε το παιδί τους και το οποίο δεν είχε αντιληφθεί οτιδήποτε, άρπαξε το παιδί και έτρεξε προς την έξοδο. Η Μ.Κ.2 έτρεξε πίσω του και κατάφερε να τον σταματήσει. Το παιδί άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Με τη βοήθεια υπαλλήλων του πάρκου η Μ.Κ.2 πήρε το παιδί της και επέστρεψε και κάθησε εκεί που καθόταν προηγουμένως. Μια υπάλληλος του πάρκου πήρε το παιδί στην προσπάθεια της να το ηρεμήσει. Τότε ο κατηγορούμενος επέστρεψε εκεί που καθόταν η Μ.Κ.2 και την απείλησε ότι αν δεν επιστρέψει πίσω στο σπίτι, δεν θα ξαναδεί το παιδί της και θα την σκοτώσει. Η Μ.Κ.2 φοβήθηκε τόσο για τη δική της ζωή όσο και για τη ζωή του παιδιού της και από τότε δεν επέστρεψε πίσω στο σπίτι που διέμεναν με τον κατηγορούμενο, αλλά ζήτησε την βοήθεια φίλων της. Την επόμενη μέρα και επειδή από το προηγούμενο βράδυ ένοιωθε ζάλη και κεφαλαλγία και δεν αισθανόταν καλά επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Η Μ.Κ.4 που την εξέτασε δεν διαπίστωσε να παρουσιάζει οποιαδήποτε αντικειμενικά ευρήματα, αλλά με βάση του τι ένοιωθε η Μ.Κ.2 κατέληξε ότι αυτή πιθανόν να είχε υποστεί ελαφριά εγκεφαλική διάσειση και θλάση αυχένα. Στις 28/11/2013 ο αστυφ. 1135 Μ. Νικοδήμου συνέλαβε τον κατηγορούμενο και στις 29/3/2013 ο Μ.Κ.1 έλαβε από αυτόν ανακριτική κατάθεση».

 

 

Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα το Δικαστήριο, έκρινε ότι στοιχειοθετείτο η πρώτη κατηγορία (άρθρο 3(1)(4) του Ν.119(Ι)/2000) αφού θεώρησε ότι τα τρία συστατικά στοιχεία του άρθρου, (α) ο κατηγορούμενος να ασκήσει βία, (β) έναντι άλλου μέλους της οικογένειας του, και (γ) αυτή να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικής βλάβης, είχαν στοιχειοθετηθεί δια της γροθιάς του εφεσείοντα στο κεφάλι της ΜΚ2 και του κτυπήματος στα αυτιά, ενώ αυτή καθόταν αμέριμνη παρακολουθώντας το παιδί της που έπαιζε και μετά την άσκηση της βίας από τον εφεσείοντα δεν αισθανόταν καλά αλλά υπέφερε από ζάλη και κεφαλαλγία. 

 

Ομοίως εκρίθη, ότι η εκστόμιση της φράσης ότι αν δεν επιστρέψει πίσω στο σπίτι δεν θα ξαναδεί το παιδί της και θα την σκοτώσει, εξ αντικειμένου περιείχε τη δυνατότητα εκφοβισμού και συνεπώς στοιχειοθετείτο το άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα. 

 

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση  επί της καταδίκης και αφού απέσυρε τους λόγους 1 και 6 αγόρευσε επί της βασιμότητας των λόγων 2-5, ενώ η πλευρά της εφεσίβλητης υποστήριξε πλήρως την πρωτόδικη απόφαση. 

 

Ο λόγος 2 αφορά στην εσφαλμένη, κατά τη θεώρηση του εφεσείοντα, πρωτόδικη κρίση για την ενοχή του στην πρώτη κατηγορία και ειδικά για το στοιχείο του αδικήματος που αφορά στην πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στην παραπονούμενη.  Συναφώς ισχυρίζεται ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.5 της απόφασης του δέχεται ότι δεν μπορεί, ενόψει του ότι η ΜΚ4 (ιατρός που εξέτασε την ΜΚ2) αναφέρθηκε σε

 πιθανότητα, να αποδεχθεί ότι η παραπονούμενη υπέστη πράγματι σωματικές βλάβες της ελαφράς εγκεφαλικής διάσεισης και θλάσης αυχένα, εντούτοις δέχεται στην πραγματικότητα - εσφαλμένα - ότι όλα τα υποκειμενικά ευρήματα της ΜΚ4 ήταν υπαρκτά και προκάλεσαν στην παραπονούμενη πραγματική σωματική βλάβη. 

 

΄Εχουμε μελετήσει το λόγο αυτό υπό το πρίσμα των θέσεων των δύο πλευρών.  Είναι φανερό ότι το Δικαστήριο δεν θεώρησε πλήρως αποτελεσματική την ιατρική μαρτυρία - χωρίς να τη θεωρεί αναξιόπιστη - στο να διατυπωθεί συγκεκριμένο εύρημα για ελαφρά εγκεφαλική διάσειση και θλάση αυχένα.  ΄Εκρινε ωστόσο - αν και όχι με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο - ότι θα μπορούσε με βάση την ιατρική εξέταση και τα λεχθέντα από την ιατρό, σε συνάρτηση με αυτά της παραπονουμένης, να στοιχειοθετηθεί η κατάσταση της τελευταίας μετά την επίθεση που εδέχθη και ότι η κατάσταση της οδηγούσε σε εύρημα σωματικής βλάβης για τους σκοπούς του ως άνω άρθρου.  Η προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου δικαιολογείται εκ των πραγμάτων και δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαπίστωση λάθους ουσίας, αφού ακριβώς η άσκηση βίας στο σώμα της παραπονούμενης, αποδείχθηκε.  Το γεγονός ότι επαναλαμβάνεται απλώς η πιθανότητα για εγκεφαλική διάσειση και θλάση στα ευρήματα, δεν αλλοιώνει τα πράγματα. Το σημαντικό στην κρινόμενη περίπτωση είναι ότι η παραπονούμενη, επισκεπτόμενη το νοσοκομείο, παραπονέθηκε για συμπτώματα τα οποία θα μπορούσαν να επέλθουν από βίαιη συμπεριφορά, ως αυτή που περιέγραψε.   Περαιτέρω στη μαρτυρία της ανέφερε ότι μετά το επεισόδιο και ειδικά το βράδυ είχε έντονη ζάλη.  Δεν αναμένεται, η δυνατότητα - πάντοτε - να διατυπώνονται αντικειμενικά ιατρικά ευρήματα.  (βλ. Michelakis ν. Αστυνομίας, ποιν.υποθ.326/15, 2.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:D540.  Αυτό συναρτάται με τη μορφή και την ένταση της βίας σε κάθε περίπτωση.  Συνεπώς θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα που αφορούσαν σωματική βλάβη της ΜΚ2, όπως και έπραξε, περιοριζόμενο στο ότι υπέφερε από ζάλη και κεφαλαλγία, αφού έστω και προσωρινής διάρκειας, υπήρξε βλάβη, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο.

 

Οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και έχουν ως εξής:

 

Κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε τις αντιφάσεις της ΜΚ2, παραπονούμενης, μεταξύ της γραπτής κατάθεσης και της μαρτυρίας της ενώπιον του Δικαστηρίου ως μη ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της αποδεχόμενο, εσφαλμένα, μάλιστα και την μετάφραση της ΜΚ3 ως ορθή ενώ υπήρχαν σωρεία από ανακρίβειες οι οποίες κλόνιζαν την όλη εικόνα της ΜΚ2 (τρίτος λόγος), ότι εσφαλμένα έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο για την τρίτη κατηγορία ενόψει αντιφάσεων μεταξύ γραπτής και προφορικής κατάθεσης (τέταρτος λόγος) και ότι εσφαλμένα παρέλειψε να αξιολογήσει τη σύγκρουση μεταξύ της προφορικής μαρτυρίας της παραπονούμενης και της γραπτής κατάθεσης στην Αστυνομία ως προς τον ισχυρισμό της παραπονούμενης ότι ο κατηγορούμενος την απείλησε, ξανά, ότι αν δεν πάει πίσω στο σπίτι δεν θα ξαναδεί το μωρό της και θα τη σκοτώσει (πέμπτος λόγος).

 

Ουσιαστικά όλοι οι πιο πάνω λόγοι έχουν ως πυρήνα τις κατ΄ισχυρισμόν αντιφάσεις της ΜΚ2. 

 

΄Εχουμε πολλάκις αναφέρει ότι η δικανική κρίση δεν πρέπει να κρίνεται ούτε αποσπασματικά ούτε μικροσκοπικά.  Σίγουρα δε για να επέμβει το Εφετείο σε ευρήματα αξιοπιστίας, όταν οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι αντιφάσεις, ως εν προκειμένω, πρέπει  οι αντιφάσεις να είναι ουσιώδεις και να είναι καταλυτικές στην όλη εκδοχή ενός μάρτυρα.  Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διεργασία της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την εντύπωση που αφήνει ο μάρτυρας είναι ένα καθήκον πολυσύνθετο και δύσκολο συναρτώμενο με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του στο εδώλιο, τις αντιδράσεις του, τον εν γένει τρόπο που απαντά, την πιθανή επιφυλακτικότητα, το δισταγμό του ή ό,τι σχετικό μπορεί να παρατηρήσει ο πρωτόδικος δικαστής.  Όλα έχουν τη σημασία τους.  Η δε αξιολόγηση, εφόσον αποδίδεται με τη δέουσα αιτιολογία, δεν θα πρέπει να διαταραχθεί από απομονωτικά στοιχεία πρακτικών τα οποία συνήθως ερμηνεύονται, υπό το κράτος της αντίθετης εκδοχής.

 

Με αυτά κατά νου, εγκύπτοντας στην πρωτόδικη κρίση επί της σχετικής αιτιολογίας, παρατηρούμε ότι είναι πλήρης, επαρκής και παρέχει ένα ασφαλές υπόβαθρο στο γιατί έγινε αποδεκτή η εν λόγω μαρτυρία.

 

Κατά πρώτον καταγράφεται ο αυθόρμητος και πηγαίος τρόπος της μάρτυρος καθώς και η επίδειξη σταθερότητας και σαφήνειας στους βασικούς και ουσιαστικούς ισχυρισμούς παρά τις προσπάθειες της Υπεράσπισης να κλονίσει την εκδοχή της.

 

Για θέμα των αντιφάσεων και/ή πλημμελειών το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιερώνει μέρος του αιτιολογικού του ως εξής:

 

«Η θετική εικόνα που σχημάτισα για αυτήν ως μάρτυρα της αλήθειας, δεν αλλοιώνεται ούτε και από το γεγονός ότι στη μαρτυρία της εντοπίζονται κάποιες αντιφάσεις, όπως αυτή που παρατηρείται μεταξύ της γραπτής της κατάθεσης και της προφορικής της μαρτυρίας σε σχέση με το παιδί της και τι έγινε με αυτό μετά το επεισόδιο που όπως ισχυρίζεται έλαβε χώρα, αλλά και κάποιες άλλες. Οι αντιφάσεις αυτές που εν πάση περιπτώσει δεν αφορούν ουσιαστικά σημεία για την υπόθεση, δεν είναι ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Και αυτό λόγω της γενικότερης πολύ θετικής εντύπωσης που σχημάτισα για αυτήν ως μάρτυρα της αλήθειας η οποία παρέμεινε σταθερή στην ουσία των ισχυρισμών της. Επιχείρησε η υπεράσπιση επικαλούμενη κάποιες διαφορές που εντοπίζονται μεταξύ του κειμένου της κατάθεσης που η μάρτυρας έδωσε στην αστυνομία στη μητρική της γλώσσα και της μετάφρασης του στην Ελληνική, μετάφραση που διεξήγαγε η Μ.Κ.3, να κλονίσει την αξιοπιστία τόσο της παραπονούμενης, όσο και της Μ.Κ.3. Όμως η αποδοχή της θέσης αυτής, θα απέληγε σε μικροσκοπική θεώρηση της μαρτυρίας, κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται και το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και για τους λόγους που εκτίθενται πιο κάτω αναλυτικά κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.3. Για τους λόγους αυτούς, αποδέχομαι πλήρως τη μαρτυρία της Μ.Κ.2».

 

Η πιο πάνω αιτιολογία δεικνύει ότι απασχόλησαν το Δικαστήριο επαρκώς οι κάποιες αντιφάσεις μεταξύ γραπτής και προφορικής κατάθεσης.  ΄Οπως και κάποιες αναφορές που αφορούσαν την μετάφραση ή τις προηγούμενες απειλές που σύμφωνα με την εκδοχή της, εδέχθη.  Μετά από επίμονη αντεξέταση που διήρκεσε τρεις δικασίμους - γεγονός που αφίσταται του μέτρου, εφόσον επρόκειτο για μια τέτοια απλή υπόθεση - η μάρτυρας αντιμετώπισε τις επιμέρους ερωτήσεις με θετικότητα και εξήγησε τόσο για τις σχέσεις της με τον εφεσείοντα πριν το επεισόδιο, όσο και έδωσε πλήρεις λεπτομέρειες για όλες τις πτυχές του επεισοδίου.  Κρίνουμε πλήρως αιτιολογημένη την πρωτόδικη κρίση και θεωρούμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης μας.  ΄Αλλωστε η ερμηνεία που δίδει ο εφεσείων για τους λόγους που η ΜΚ2 διέμενε, με επιλογή της, στο συγκεκριμένο σπίτι όπου διέμενε και ο ίδιος, στηρίζεται σε μία δική του λογική και παραγνωρίζει τις συνθήκες της ζωής της ΜΚ2, όπως τις περιέγραψε και έγιναν αποδεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σίγουρα δε, το θέμα δεν θα έπρεπε να κρινόταν υπό το «νομικίστικο» του πρίσμα, στο ποίος υπέγραφε τη σύμβαση ενοικίασης, όπως προτείνεται από την πλευρά του εφεσείοντα.   Η ΜΚ2 κατέθεσε ότι εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να διαμένει στο ίδιο σπίτι με τον εφεσείοντα από τις 15.6.2013, γιατί ήταν ο όρος που της έθεσε, ώστε να μην της πάρει το μωρό.  Εξάλλου, είχε εξηγήσει επαρκώς ότι προηγουμένως είχαν μεσολαβήσει γεγονότα σε σχέση με το μωρό που δικαιολογούσαν το φόβο της.

 

Η πραγματικότητα έχει πολλές εκφάνσεις και κριτής επί των γεγονότων είναι το Δικαστήριο.  Η επιχειρηματολογία που βασίζεται σε μια αφηρημένη λογική στο τι θα ήταν το αναμενόμενο δεν μπορεί να ανατρέψει τη δυναμική της ζώσας μαρτυρίας που δοκιμάστηκε ποικιλοτρόπως και κρίθηκε αξιόπιστη, ως εν προκειμένω. 

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 απορρίπτονται.

 

Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της.

 

                                                          ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο