ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B40
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 183/2014)
8 Φεβρουαρίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ε. Γιακουμεττή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε πέντε κατηγορίες, εδραζόμενες σε αντίστοιχα άρθρα του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154: της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης, κατά παράβαση του άρθρου 244(β), της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α (δύο κατηγορίες), της μέθης, κατά παράβαση του άρθρου 94(1) και της αντίστασης για ματαίωση νομίμου συλλήψεως ή κρατήσεως του εαυτού του, κατά παράβαση του άρθρου 244(α).
Η υπόθεση της Εφεσίβλητης - Κατηγορούσας Αρχής στηρίχθηκε, ουσιαστικά στη μαρτυρία δύο αστυνομικών, ΜΚ1 και ΜΚ2, οι οποίοι υπηρετούσαν κατά τον επίδικο χρόνο στο τμήμα Μικροπαραβάσεων Λάρνακας. Κατέθεσαν ότι ήταν παρόντες στο επίδικο επεισόδιο, το οποίο έλαβε χώραν στις 27.9.2012 σε διαμέρισμα, στη Λάρνακα. Ηταν η ουσία των θέσεών τους ότι κλήθηκαν να μεταβούν στο εν λόγω διαμέρισμα από την πρώην σύζυγο του Εφεσείοντα, προκειμένου να παρέμβουν και να τον απομακρύνουν καθότι βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, παραφερόταν και φώναζε. Όταν έφθασαν στη σκηνή ο Εφεσείοντας ήταν στο μπαλκόνι και τον κάλεσαν να αποχωρήσει από το διαμέρισμα, ως η επιθυμία της πρώην συζύγου του, κατόχου του διαμερίσματος. Ο Εφεσείοντας έσπρωξε την καρέκλα στην οποία καθόταν, προς τα πίσω και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος των αστυνομικών απειλώντας και βρίζοντάς τους. Αμέσως μετά άρπαξε από το στήθος τον ΜΚ2, με αποτέλεσμα να σκίσει το υπηρεσιακό του πουκάμισο. Υπό τις συνθήκες αυτές οι υπό αναφορά μάρτυρες αστυνομικοί, χρησιμοποιώντας ανάλογη βία, τοποθέτησαν χειροπέδες στον Εφεσείοντα, ο οποίος συνέχισε να αντιστέκεται.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδεχόμενο τα βασικά μέρη της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας, οδηγήθηκε στα ανάλογα ευρήματα, καταλήγοντας στην τελική του κρίση περί απόδειξης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ενοχής του Εφεσείοντα. Η εκδοχή του Εφεσείοντα, η οποία περιστρεφόταν ουσιαστικά γύρω από τη θέση ότι δεν δημιούργησε οποιοδήποτε πρόβλημα, αλλά ούτε και προέβηκε στις πράξεις που του αποδίδονται στις κατηγορίες, δεν έγινε αποδεκτή και, ως αναξιόπιστη, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στο σύνολό τους κινούνται γύρω από την προσέγγιση ότι η μαρτυρία αξιολογήθηκε λανθασμένα, με αποτέλεσμα να είναι τρωτή η κατάληξη περί ενοχής του Εφεσείοντα.
Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές, θα εξετάσουμε τα όσα η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε, προκειμένου να προσβάλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης προωθείται η θέση ότι εσφαλμένα αξιολογήθηκε πρωτοδίκως ως αξιόπιστη η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας 1 και 2. Εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα ότι εντοπίζονται αντιφάσεις ως προς τα ουσιαστικά ζητήματα στις μαρτυρίες των πιο πάνω προσώπων, σε βαθμό που καθίσταται επιβεβλημένη η επέμβαση του Εφετείου.
Εχουμε εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα οι μάρτυρες κατηγορίας 1 και 2 κατέθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και την πορεία αξιολόγησης της μαρτυρίας τους. Όπως έχουμε ήδη καταγράψει, επέμβαση του Εφετείου σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία χωρεί στην περίπτωση και μόνο που αυτές είναι τέτοιας μορφής ώστε να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Το ουσιαστικό μέρος της υπό εξέταση μαρτυρίας αφορούσε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώραν το επίδικο επεισόδιο και την όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο της παρουσίας των αστυνομικών στο διαμέρισμα. Τα όσα οι μάρτυρες κατέθεσαν συνάδουν σε ό,τι αφορά τα σημαντικά για την υπόθεση γεγονότα. Μικροαντιφάσεις και μόνο παρατηρούνται, περιθωριακής σημασίας, αναμενόμενες υπό το φως της εξέλιξης του επεισοδίου και της ταχείας ροής των γεγονότων. Υπό το πρίσμα αυτό δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή των πρωτόδικων ευρημάτων αξιοπιστίας.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα - κατηγορούμενου. Και ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη. Οι κατ΄ εξακολούθηση μεταβαλλόμενες θέσεις του Εφεσείοντα, αλλά και το αφύσικο της όλης τοποθέτησής του ως προς την πορεία των γεγονότων, δικαιολογούσαν την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του. Οι αστυφύλακες κλήθηκαν, ως παρέμεινε αναντίλεκτο, από την ένοικο του διαμερίσματος, πρώην σύζυγο του Εφεσείοντα, για να απομακρύνουν τον Εφεσείοντα, για τους λόγους που έχουμε ήδη καταγράψει. Εάν όντως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, όπως εισηγείται ο Εφεσείοντας, δεν είναι λογικό, ούτε και δόθηκε εξήγηση περί τούτου, για ποιο λόγο τα όργανα της τάξης να επιτεθούν απρόκλητα στον Εφεσείοντα, στην παρουσία μάλιστα συγγενών και άλλων προσώπων και να τον κτυπήσουν βάναυσα, όπως θέτει.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης καλύπτει το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ιατρικά πιστοποιητικά και δεν πείσθηκε ότι αυτός υπέστη ξυλοδαρμό από τους ΜΚ1 και 2, στοιχείο που επέδρασε στην κρίση του ως προς το μη αξιόπιστο των θέσεών του.
Στερείται βάσης στήριξης και ο υπό εξέταση λόγος έφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στηριζόμενο σε αδιαμφισβήτητη ιατρική μαρτυρία, ορθά, απέρριψε τις εξεταζόμενες θέσεις του Εφεσείοντα. Στο σύνολό τους οι μάρτυρες ιατροί δεν διαπίστωσαν κλινικά σημάδια κακοποίησης ή ξυλοδαρμού ή ο,τιδήποτε αξιοσημείωτο που να επιβεβαιώνει τις αναφορές του Εφεσείοντα περί βάναυσης κακοποίησής του. Όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν, ακόμη και οι γιατροί που παρουσιάστηκαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, ο Εφεσείοντας δεν έφερε εξωτερικές κακώσεις και δεν υπήρχαν ειδικά ευρήματα πέρα από τα όσα ο ίδιος, υποκειμενικά, έθεσε.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.