ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B19
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση 41/2014
24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΑΡΑΠΑΣΙΗ
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
Xρ. Χριστοδούλου, για την Εφεσείουσα
Στ. Ναθαναήλ (κα), για την Εφεσίβλητη
-------------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Εναντίον της Εφεσείουσας/Κατηγορουμένης κατεχωρήθηκε κατηγορητήριο με μια και μοναδική κατηγορία ως ακολούθως:
«Aρ. Κατηγορίας 1
Απειλή κατά παράβαση των άρθρων 91Α και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154,
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
H κατηγορούμενη την 5η Μαΐου 2011 στην Κλήρου της Επαρχίας Λευκωσίας προκάλεσε τρόμο στην Ιουλία Μαλέκκου από το Καϊμακλί απειλώντας την με παράνομη πράξη δηλαδή την απείλησε μέσω του Θεοδόση Μαλέκκου, από την Κλήρου λέγοντας του να πει στην προαναφερθείσα Ιουλία Μαλέκκου τα ακόλουθα: «Πε της νύφης σου να τραβήξει πίσω, δεν την αφορά, εν νε δική της υπόθεση, εν ποσπαστή, εν νε τώρα, εν σε δκιο σε τρια, σε πέντε χρόνια, εν ποσπαστή, το κουμπί επατήθηκε εσένα είπα τους να μεν πειράξουν τρίχα που τα μαλλιά σου, εν δέχομαι»."
Η Εφεσείουσα δεν παραδέχθηκε ενοχή και μετά από ακροαματική διαδικασία το Πρωτόδικο Δικαστήριο στις 29.1.2014 εξέδωσε την απόφαση του. Στην πρώτη και δεύτερη σελίδα της απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Σύμφωνα με το κατηγορητήριο η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει μία κατηγορία για απειλή κατά παράβαση των άρθρων 91Α και 29 του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα ως οι λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου στην κατηγορούμενη αποδίδεται ότι στις 5.5.2011 στην Κλήρου της επαρχίας Λευκωσίας προκάλεσε τρόμο στην Ιουλία Μαλέκκου από το Καϊμακλί απειλώντας την με παράνομη πράξη και συγκεκριμένα την απείλησε μέσω του Θεοδόση Μαλέκκου λέγοντας του να πει στην Ιουλία Μαλέκκου τα ακόλουθα: «Πε της νύφης σου να τραβήξει πίσω, δεν την αφορά, εν νε δική της υπόθεση, εν ποσπαστή, εν νε τώρα, εν σε δκιο σε τρια, σε πέντε χρόνια, εν ποσπαστή, το κουμπί επατήθηκε εσένα είπα τους να μεν πειράξουν τρίχα που τα μαλλιά σου, εν δέχομαι».
Η κατηγορουμένη δεν παραδέχθηκε ενοχή και έγινε ακρόαση. Εκ πλευράς Κατηγορούσας Αρχής κλήθηκαν και έδωσαν μαρτυρία στο Δικαστήριο η εξεταστής της υπόθεσης Γ/Αστ. 330 Μ. Φλωρίδου, Μ.Κ.1, ο Θεοδόσης Μαλέκκος ο οποίος είναι το πρόσωπο μέσω του οποίου η κατηγορούμενη, ως αποδίδεται σε αυτήν, απείλησε την Ιουλία Μαλέκκου, Μ.Κ.2, και η παραπονούμενη Ιουλία Μαλέκκου, Μ.Κ.3. Μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή και αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της κατηγορουμένης και της εξηγήθηκαν τα δικαιώματα της, η κατηγορούμενη επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία. Δεν κλήθηκε κανένας άλλος μάρτυρας Υπεράσπισης."
Ακολούθως γίνεται αναφορά στη δοθείσα μαρτυρία, γίνεται αξιολόγηση της και καταγράφονται τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν συνεχεία στις σελ. 10-13 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Όπως έχω αναφέρει η κατηγορούμενη κατηγορείται για το αδίκημα της απειλής σύμφωνα με το άρθρο 91 του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο 91 του Ποινικού Κώδικα προνοεί τα εξής:
91. «Όποιος-
(α) με σκοπό εκφοβισμού ή παρενόχλησης άλλου, απειλεί να διαρρήξει ή να προξενήσει βλάβη σε κατοικία ή
(β) με σκοπό πρόκλησης τρόμου σε άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε κάποια κατοικία, εκπυρσοκροτεί γεμάτο πυροβόλο όπλο ή διαπράττει οποιαδήποτε άλλη διασάλευση της ειρήνης· ή
(γ) με σκοπό υποκίνησης οποιουδήποτε προσώπου για να διενεργήσει πράξη την οποία αυτό δεν έχει νομική υποχρέωση να διενεργήσει ή για να παραλείψει πράξη την οποία αυτό έχει νομικό δικαίωμα να διενεργήσει, απειλεί άλλον ότι δυνατόν να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο, την υπόληψη, ή την περιουσία του ή στο πρόσωπο ή την υπόληψη οποιουδήποτε για τον οποίο ενδιαφέρεται εναντίον του οποίου γίνονται οι απειλές, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»
Παρόλο που δεν εξειδικεύεται στο κατηγορητήριο το εδάφιο επί του οποίου εδράζεται το αδίκημα, είναι κατά την άποψη μου σαφές από τα όσα έχουν αναφερθεί ότι σχετικό είναι το άρθρο 91(γ) του Νόμου όπως έχει παρατεθεί ανωτέρω.
Στην υπόθεση Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1,6 λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής βιαιοπραγίας:
«Υποδεικνύουμε μόνο ότι προκύπτει από το κείμενο του άρθρου 91(γ) ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ' αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού προς τον σκοπό αποφυγής εκτέλεσης καθήκοντος. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού..»
Επίσης στην υπόθεση Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 510, λέχθηκε ότι πέρα από τα απειλητικά λόγια, συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η απειλή να αποσκοπεί στο να εκφοβίσει κάποιον από το να διενεργήσει πράξη την οποία δικαιούται νόμιμα να διενεργήσει. Αν λείπει το τελευταίο αυτό στοιχείο, τα απειλητικά λόγια δεν στοιχειοθετούν το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας αλλά αυτό της εξύβρισης (Βλ. Kallenos v. The Police (1969) 2 C.L.R210).
Έχοντας υπόψη τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε συνδυασμό με τις πιο πάνω νομικές αρχές βρίσκω ότι έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας που αφορούν το αδίκημα της απειλής.
Η πρόθεση εκφοβισμού που απαιτείται από το άρθρο 91 (γ), προκύπτει αντικειμενικά από τα λόγια που εκστόμισε η κατηγορούμενη στον Μ.Κ.2 ζητώντας και προτρέποντας του να τα μεταφέρει στην Μ.Κ.3. Τα λόγια αυτά είχαν ως σκοπό να εμποδίσουν την παραπονούμενη να προωθήσει εκ μέρους της πελάτιδας της Ευγενείας Αντρέου την ποινική υπόθεση 6628/10 που ήταν προγραμματισμένη για ακρόαση την επόμενη μέρα. Οι απειλές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση εύλογου φόβου στην παραπονούμενη ότι η κατηγορούμενη θα πραγματοποιούσε τις απειλές της. Αυτό προκύπτει από την μαρτυρία της παραπονούμενης αλλά και από το γεγονός ότι την ίδια ημέρα κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία (Βλ. Βοσκού ν. Αστυνομίας).
Ανεξαρτήτως τούτου όπως αναφέρεται στην υπόθεση Νετζιήπ (ανωτέρω), το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό. Δεν απαιτείται δηλαδή να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ' αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος.
Στην παρούσα περίπτωση οι απειλές της κατηγορούμενης κρινόμενες αντικειμενικά ενείχαν αυτή την δυνατότητα εκφοβισμού. Ως εκ τούτου κρίνω ότι έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας.
Επομένως κρίνω τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας που η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει έχουν αποδειχθεί και συνεπώς βρίσκω την κατηγορούμενη ένοχη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στην κατηγορία που αντιμετωπίζει."
Η Εφεσείουσα με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης προβάλλει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να την καταδικάσει με βάση το Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα το οποίο δεν εξειδικευόταν καν στο κατηγορητήριο και ούτε ζητήθηκε να γίνει τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
Παρατηρείται ότι ενώ η Εφεσείουσα κατηγορήθηκε για το αδίκημα της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του ΚΕΦ. 154 και αποδείχθηκε, σύμφωνα με την ενδιάμεση απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 29.1.2014, εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της γι΄ αυτό το αδίκημα και κλήθηκε σε απολογία, τελικά καταδικάστηκε για το αδίκημα της Απειλής Βιαιοπραγίας κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του ΚΕΦ. 154 χωρίς το Πρωτόδικο Δικαστήριο να αναφέρει στην απόφαση του οτιδήποτε σχετικό γι΄ αυτή του την ενέργεια.
Παρατηρούμε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο σ' ουδεμία αναφορά προβαίνει στην απόφαση του για την κατηγορία της απειλής που αντιμετώπιζε η Εφεσείουσα δυνάμει του Άρθρου 91(Α) σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Η κατηγορία αυτή παρέμεινε μετέωρη και το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και βρήκε ένοχη την Εφεσείουσα στην κατηγορία του Άρθρου 91(γ) του ΚΕΦ. 155 χωρίς καν να προβεί σε τροποποίηση του Κατηγορητηρίου. Ουσιαστικά η Εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη σε κατηγορία που δεν αντιμετώπιζε, δεν προστέθηκε και δεν υπήρχε ποτέ στο Κατηγορητήριο. Συνεπώς, τόσο η καταδίκη της Εφεσείουσας όσο και η επιβληθείσα σ' αυτήν ποινή θα πρέπει να ακυρωθούν και ακυρώνονται.
Εξετάσαμε κατά πόσο θα μπορούσαμε, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 145(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 να προχωρούσαμε σε νέα καταδίκη της Εφεσείουσας.
«145(1) In determining an appeal against conviction, the Supreme Court, subject to the provisions of section 153 of this Law, may-
(a) .............
(b) .............
(c) set aside the conviction and convict the appellant of any offence of which he might have been convicted by the trial Court on the evidence which has been adduced and sentence him accordingly;"
Σε μετάφραση του στην Ελληνική έχει ως εξής:
«145(1) Εν τη εκδικάσει εφέσεως κατά καταδίκης, το Ανώτατον Δικαστήριον, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του παρόντος Νόμου, δύναται:
(α) ..............
(β) .............
(γ) Να ακυρώση την καταδικαστικήν απόφασιν και να καταδικάση τον εφεσείοντα δι' οιονδήποτε ποινικόν αδίκημα διά το οποίον θα ηδύνατο να καταδικασθή υπό του εκδικάσαντος Δικαστηρίου βάσει της προσαχθείσης αποδείξεως και να επιβάλη εις αυτόν ποινήν αναλόγως"
Από το κείμενο του Άρθρου 145(1)(γ) προκύπτει ότι, μετά την ακύρωση της καταδικαστικής πρωτόδικης απόφασης, η εξουσία του Εφετείου να προχωρήσει σε νέα καταδίκη του Εφεσείοντα, περιορίζεται μόνο σε καταδίκη για αδίκημα για το οποίο ο Εφεσείων θα μπορούσε να είχε καταδικαστεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία. (βλ. Ανδρέα Κυριάκου ν. Αστυνομία (1992) 2 Α.Α.Δ. 458).
Ασκώντας την άνω εξουσία του το Εφετείο και έχοντας υπόψιν τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αυτά καταγράφονται στην απόφαση του, είμαστε ικανοποιημένοι ότι αποδείχθησαν με τη δέουσα επάρκεια, βεβαιότητα και στον αναγκαίο βαθμό όλες οι λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου και όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής του Άρθρου 91(Α) για το οποίο κατηγορήθηκε. Με δεδομένη τη διαπίστωση μας αυτή κρίνουμε την Εφεσείουσα ένοχη στην κατηγορία που αντιμετωπίζει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/γκ