ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Supatan Mary Jane ν. Νικόλα Περιστιάνη (2007) 1 ΑΑΔ 1286
Ευγενίου Ανδρέας ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 540
Nικολαΐδης Γιάννος Χρ. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 485
Κρασοπούλη Σκορδέλλη Έλλη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 436, ECLI:CY:AD:2016:B267
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:D20
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.218/2014)
25 Iανουαρίου, 2017
Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
AΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΛΥΚΑΣ
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
- - - - - - - - -
Αλ.Αλεξάνδρου, για τον εφεσείοντα
Ειρ. Σάββα για την εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου μετά από ακροαματική διαδικασία θεώρησε ότι στοιχειοθετείτο εναντίον του εφεσείοντα/κατηγορουμένου, το αδίκημα της κοινής επίθεσης παρά το γεγονός ότι κατηγορείτο για το αδίκημα της επίθεσης, με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία ως προς την πτυχή της πρόκλησης βλάβης δεν ήταν ικανοποιητική και ότι μπορούσε να προχωρήσει στην καταδίκη του εφεσείοντα, για το αδίκημα της κοινής επίθεσης χωρίς οποιαδήποτε μεταβολή του κατηγορητηρίου, δυνάμει του άρθρου 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, αφού αποδείχθηκε μέρος του κατηγορητηρίου, το οποίο συνιστά αδίκημα. Η κατηγορούσα αρχή για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της είχε καλέσει, μεταξύ άλλων, την ίδια την παραπονούμενη (ΜΚ4 Ρ. Αχιλλέως), καθώς και τον ΜΚ3 Β. Σοφοκλέους ο οποίος, σύμφωνα με την εκδοχή του, ήταν αυτόπτης μάρτυρας του επεισοδίου. Επίσης ο εφεσείων έδωσε ένορκη μαρτυρία και κάλεσε και μάρτυρες προς υπεράσπιση του.
Κύρια βάση της καταδίκης υπήρξε η μαρτυρία της παραπονούμενης αλλά και του αυτόπτη μάρτυρα. Το Δικαστήριο σε αρκετά εκτεταμένη αιτιολογία εξήγησε γιατί θεώρησε αξιόπιστους τους μάρτυρες αυτούς καθώς και γιατί ο ίδιος ο εφεσείων κατετάχθη αρνητικά ως μάρτυρας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα γεγονότα που ενδιαφέρουν έχουν ως εξής:
Η παραπονούμενη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ιδιοκτήτρια 3 μεζονέττων - διαμερισμάτων τα οποία βρίσκονται στην οδό Κολοκοτρώνη στην ΄Εμπα. Ο εφεσείων κατάγεται από την Ελλάδα και περί τα τέλη Οκτωβρίου του 2009 ήλθε στην Κύπρο. Αρχές Νοεμβρίου του 2009 συμφώνησε με την παραπονούμενη να ενοικιάσει ένα από τα διαμερίσματα της, καταβάλλοντας ως εγγύηση το ποσό των €1,000. Λίγες ημέρες πριν από τις 4.12.2009 ο εφεσείων ειδοποίησε την παραπονούμενη ότι θα εγκατέλειπε την ενοικίαση. Τότε προέκυψε διαφορά μεταξύ τους σε σχέση με την επιστροφή του ποσού της εγγύησης, αφού αρχικά η παραπονούμενη αρνείτο να την επιστρέψει. Κατόπιν διαβουλεύσεων με το δικηγόρο του εφεσείοντα, η παραπονούμενη συμφώνησε να επιστρέψει τα χρήματα στο δικηγόρο του.
Την επίδικη ημέρα, δηλαδή στις 4.12.2009 και περί ώρα 11.00 η παραπονούμενη, κατόπιν ειδοποίησης από τον εφεσείοντα πήγε στο επίδικο διαμέρισμα με σκοπό να της παραδώσει τα κλειδιά και να ελέγξει για τυχόν ζημιές. Κατά την ώρα εκείνη ο εφεσείων δεν ήταν έτοιμος και η παραπονούμενη επέστρεψε η ώρα 13.30. ΄Ελεγξε το διαμέρισμα και είπε στον εφεσείοντα ότι το ποσό της εγγύησης θα το δώσει στο δικηγόρο του την ίδια ημέρα περί ώρα 16.00. Ο εφεσείων επέμενε και ήθελε τα χρήματα του εκείνη την ώρα, διαφορετικά δεν θα έφευγε από το διαμέρισμα. Η παραπονούμενη πήγε στο διπλανό διαμέρισμα και εξέδωσε μίαν επιταγή για το πιο πάνω ποσό. Όταν επέστρεψε, ο εφεσείων αρνείτο να παραλάβει την επιταγή, ζητώντας μετρητά. Όταν η παραπονούμενη του εξήγησε ότι δεν είχε, «την άρπαξε από το πίσω μέρος του σώματος της, τη σήκωσε πάνω και την έριξε σαν την «μπάλα» με αποτέλεσμα να πέσει και να συρθεί στη βεράντα, ενώ αυτός έκλεισε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Ακολούθως, πήγε και τη σήκωσε ο αδελφός της και τη μετέφερε στο νοσοκομείο Πάφου».
Να σημειώσουμε ότι «η τοποθέτηση» του ΜΚ3 ως αυτόπτη μάρτυρα στο επεισόδιο προέκυψε από εργασία που είχε ο τελευταίος σε ένα από τα διαμερίσματα της παραπονούμενης, περιμένοντας την εντός του αυτοκινήτου, Οκτώ μέτρα από την είσοδο του επίδικου διαμερίσματος «είδε την παραπονούμενη να κτυπά την πόρτα, να της ανοίγει ένας άνθρωπος, να συνομιλεί μαζί του για 2, 3 λεπτά και μετά να την αρπάζει «όπως την μάππα τζιαι να την συντρωλά έξω που ήταν η βεράντα. Την έπιασε από πίσω τη σήκωσε πάνω και την έριξε. Η παραπονούμενη έπεσε στη βεράντα τη σήκωσε ο αδελφός της ο Πέτρος και έφυγαν.»
Διαφορετική εκδοχή είχε ο εφεσείων ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η παραπονούμενη επέμενε να εισέλθει παρανόμως στην εν λόγω οικία και στην προσπάθεια του να την απωθήσει, την έσπρωξε για να περάσει έξω από την οικία.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται επί του έργου της αξιολόγησης μαρτυρίας της παραπονούμενης και του ως άνω αυτόπτη μάρτυρα. Επίσης διατυπώνεται μομφή εναντίον της πρωτόδικης απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως αναξιόπιστου. Σύμφωνα με τη δοθείσα αιτιολογία επί του λόγου έφεσης η μαρτυρία τους στερείτο πειστικότητας, περιέπεσαν σε ουσιώδεις αντιφάσεις και θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αντιληφθεί ότι πρόκειται για κατασκευασμένη μαρτυρία. Εν αντιθέσει ο εφεσείων δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση. Δήλωσε ότι έσπρωξε την παραπονούμενη αλλά εξήγησε και τους λόγους που τον ώθησαν να προβεί στην πράξη αυτή.
Το Εφετείο μπορεί να επέμβει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τον τρόπο που η νομολογία έχει καθορίσει διαχρονικά. Δηλαδή επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή ότι οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Επεμβαίνει δε το Εφετείο όταν θεωρήσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd, (2010)1A, Α.Α.Δ. 317 και Subatan ν. Περιστιάνη (2007)1Β Α.Α.Δ. 1286). Εξάλλου στη Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας (2001)2 Α.Α.Δ. 485 λέχθηκε ότι επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η πρωτόδικη αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή όλως διόλου λανθασμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση. Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου (βλ. Ευγενίου ν. Αστυνομίας, (2000)2 Α.Α.Δ. 540 και Σκορδέλλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν.έφ. 101/13 κ.ά. 6.6.2016), ECLI:CY:AD:2016:B267.
Υπό το κράτος της πιο πάνω νομολογίας έχοντας με προσοχή εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο μη περιοριζόμενο στην απλή εντύπωση από τους μάρτυρες αλλά και με πλήρεις λεπτομέρειες επί των αντίστοιχων εκδοχών, δίδει την αιτιολογία του στη θετική κατάταξη των δύο μαρτύρων και στην αρνητική του εφεσείοντα. Εξάλλου, η πλευρά του εφεσείοντα δεν έδωσε οποιεσδήποτε τέτοιες χαρακτηριστικές αντιφάσεις ή πειστικές αναφορές ώστε να ανατρέψουν την πρωτόδικη κρίση, η οποία, όπως είναι γνωστό, δεν είναι ορθό να κρίνεται μικροσκοπικά αλλά στη σφαιρική της αντίκρυση. Στο ίδιο πλαίσιο το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πειστική εξήγηση στην απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Αυτό που αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος (ότι δηλαδή ο εφεσείων παραδέχτηκε το σπρώξιμο) είναι μέρος μόνο της αιτιολογίας και αδικεί την πρωτόδικη προσέγγιση, αφού πέραν από την αποποίηση ευθυνών που παρατήρησε στον εφεσείοντα, που αφορούσε την όλη συμπεριφορά του, το Δικαστήριο σε αρκετές παραγράφους δίδει τους λόγους για τους οποίους δεν τον αποδέχεται. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι το θέμα του ευρήματος περί ύπαρξης ή μη των τραυμάτων δεν πλήττεται ευθέως.
Θα δώσουμε ένα απόσπασμα από την πρωτόδικη αιτιολογία για του λόγου το αληθές.
«Έχω διεξέλθει με πολλή προσοχή τη μαρτυρία του κατηγορούμενου και γενικά την όλη εκδοχή του όπως έχει παρουσιαστεί. Εκείνο το οποίο έχω διαπιστώσει είναι μια προσπάθεια αποποίησης τυχόν ευθυνών ενδεχομένως να έχει για το όλο επεισόδιο τόσο μέσα από την κατάθεση του όσο και κατά την προφορική του μαρτυρία στο Δικαστήριο. Επίσης, διακρίνεται μια σχολαστική και λεπτομερής ανάλυση των γεγονότων που πρόβαλε ότι έλαβαν χώρα με απώτερο σκοπό και στόχο να καταδείξει ότι κινδύνευε τόσο από την παραπονούμενη όσο και από τον αδελφό της.
Παρόλο που παραδέχεται ότι έσπρωξε την παραπονούμενη και ότι την είδε να πέφτει στην βεράντα, εντούτοις ισχυρίζεται ότι αυτή έκανε θεατρινισμό και ότι η ένταση που την έσπρωξε ήταν χαμηλή. Δεν εξηγεί όμως και ούτε περιγράφει πώς έκανε θεατρινισμό και αυτή έπεσε στην βεράντα όπως δίνει λεπτομερή περιγραφή για όλα τα υπόλοιπα γεγονότα που ισχυρίστηκε ότι έλαβαν χώρα.
Επίσης, οι λόγοι που απαριθμεί ότι τον ώθησαν να σπρώξει την παραπονούμενη και ειδικότερα το γεγονός ότι ένοιωσε να κινδύνευε από τον αδελφό της δεν μπορεί να γίνουν πιστευτοί και παρουσιάζουν αδυναμίες στην αλληλουχία και στον τρόπο που ο ίδιος έδρασε. Ενώ ισχυρίστηκε ότι την πρώτη φορά που πήγε στο σπίτι του η παραπονούμενη με τον αδελφό της τους έβγαλε έξω και έκλεισε την πόρτα διότι του μίλησε άσχημα ο αδελφός της και τον απείλησε, ακολούθως άκουγε θόρυβο στην πόρτα και υπολογίζει ότι τρία άτομα προσπαθούσαν να παραβιάσουν την κλειδωνιά για να εισέλθουν στην οικία του και να τον βγάλουν με την βία από αυτή, στην πορεία και μετά από πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος ανοίγει εκ νέου την πόρτα. Τη στιγμή μάλιστα που όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε είχε ήδη ειδοποιήσει την αστυνομία για να έρθει στο μέρος αφού θεώρησε ότι κινδύνευε. Ερωτώμενος περί τούτου και κατά πόσο δεν φοβόταν τη δεύτερη φορά που άνοιξε την πόρτα, αναφέρει ότι φοβόταν αλλά η παραπονούμενη θα αποτελούσε κίνδυνο ή απειλή γι΄ αυτόν αν παρανομούσε, πράγμα που έκαμε. Περαιτέρω, αναφέρει, ότι ο κύριος φόβος του ήταν να μην τον βγάλουν από το σπίτι βίαια αλλά παρόλα αυτά και ενώ ειδοποιεί την αστυνομία δεν αναμένει να φθάσει στο μέρος και ανοίγει για δεύτερη φορά την πόρτα.»
Όλα τα πιο πάνω το Δικαστήριο σε εύλογο πλαίσιο έκρινε ότι αφενός στερούνται πειστικότητας και αφετέρου είχαν στόχο να καταδείξουν παράνομη συμπεριφορά από πλευράς της παραπονουμένης για να τεθεί το βάθρο δικαιολόγησης της δικής του συμπεριφοράς.
Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης μας επί του έργου της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Ενόψει των πιο πάνω ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 3 αποδίδεται μομφή στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα σε ενδιάμεση απόφαση διέταξε την αντεξέταση του Πέτρου Νικολάου (αδελφού της παραπονουμένης) από την κατηγορούσα αρχή με δεδομένο ότι το πρόσωπο αυτό ήταν μάρτυρας κατηγορίας επί του κατηγορητηρίου και δεν κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή. Κατά την παρουσίαση της μαρτυρίας της η υπεράσπιση εισήγαγε την κατάθεση του προσώπου αυτού μέσω του Μ.Υ.2 αστυφύλακα, που την έλαβε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε στη συνέχεια αίτημα της κατηγορούσας αρχής βάσει του άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως έχει τροποποιηθεί, για αντεξέταση του Πέτρου Νικολάου από την κατηγορούσα αρχή.
Κρίνουμε ότι η εξέταση του λόγου αυτού καθίσταται εντελώς ακαδημαϊκού χαρακτήρα αφού η εν τέλει κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν να θεωρήσει τον Π.Νικολάου αναξιόπιστο, οπότε δεν επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο το βάθρο της καταδίκης, ούτε εξάλλου υπάρχει συγκεκριμένη πειστική εισήγηση περί τούτου. Ως εκ της αποτυχίας του λόγου έφεσης 2 δεν υπάρχει αντικείμενο προς εξέταση του λόγου αυτού αφού η καταδίκη στοιχειοθετείτο δια του αξιόπιστου της μαρτυρίας της παραπονουμένης και του ΜΚ3.
Στο λόγο έφεσης 1 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψη να εξετάσει, μέσα από την απόφαση του, τη θέση του εφεσείοντα ότι προέβηκε στην πράξη αυτή - δηλαδή ότι έσπρωξε την παραπονούμενη - γιατί τη συγκεκριμένη στιγμή παραβιάζετο από την παραπονούμενη το άσυλο της κατοικίας του, και ο εφεσείων περιορίστηκε στη χρήση ανάλογης βίας με μόνο σκοπό να προστατεύσει το συνταγματικό του δικαίωμα. Και η εξέταση αυτού του λόγου καθίσταται ακαδημαϊκού χαρακτήρα, αφού ακριβώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις του εφεσείοντα για το σκοπό του σπρωξίματος. Μέρος των ευρημάτων ήταν η διευθέτηση εκείνη την ημέρα για παράδοση κλειδιών και εγγύησης, οπότε δεν τίθεται θέμα «παραβίασης του ασύλου κατοικίας».
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.