ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή, για τους Εφεσείοντες. Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-01-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΡΣΕΛΛΟ κ.α. ν. ΚΥΠΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙ, Ποινική Έφεση 167/2013, 18/1/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B10

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

18 Ιανουαρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση 167/2013)

 

 

1. ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΡΣΕΛΛΟ,

     2. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΣΚΟΣ,

     3. ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΚΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΚΥΠΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή, για τους Εφεσείοντες.

 

Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 14421/11, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, προώθησαν, εναντίον του εφεσιβλήτου, κατηγορητήριο αποτελούμενο από τέσσερις κατηγορίες, ήτοι:

 

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Πρώτη Κατηγορία

 

Παράνομη είσοδος σε περιουσία που ανήκει σε άλλον κατά παράβαση του άρθρου 280, Κεφ. 154 με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

 

Ο κατηγορούμενος από πολλών ετών εισήλθε στο κτήμα των κατηγόρων με αριθμό τεμαχίου 289, Φ/Σχ 40/57 στα Πυργά, χωρίς την συγκατάθεση των κατηγόρων με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος και συγκεκριμένα κατοχής υποστατικού ανεγερθέντος άνευ αδείας ή και για το οποίο δεν υπάρχει πιστοποιητικό εγκρίσεως.

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 

Κατοχή περιουσίας άλλου με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.

 

Λεπτομέρειες αδικήματος:

Ο κατηγορούμενος κατέχει εδώ και χρόνια το κτήμα υπ' αρ. τεμαχίου 289, Φ/Σχ 40/57 στα Πυργά, χωρίς την συγκατάθεση των κατηγόρων με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος και συγκεκριμένα κατοχής υποστατικού ανεγερθέντος άνευ αδείας ή και για το οποίο δεν υπάρχει πιστοποιητικό εγκρίσεως.

 

 

 

 

ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 

Κατοχή κτιρίου ανεγερθέντος άνευ αδείας κατά παράβαση του άρθρου 280, Κεφ. 154.

 

Λεπτομέρειες αδικήματος:

Ο κατηγορούμενος κατέχει μια μάντρα εντός του κτήματος υπ' αρ. τεμαχίου 289, Φ/Σχ 40/57 στα Πυργά, των κατηγόρων για το οποίο δεν έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής.

 

ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 

Κατοχή κτιρίου εντός του κτήματος  υπ' αρ. τεμαχίου 289, Φ/Σχ 40/57 στα Πυργά, κατά παράβαση του άρθρου 10, παρ. 1 του Κεφ. 96.

 

Λεπτομέρειες αδικήματος:

Ο κατηγορούμενος κατέχει το κτίριο εντός του κτήματος υπ' αρ. τεμαχίου 289, Φ/Σχ 40/57 στα Πυργά, για το οποίο δεν έχει εξασφαλιστεί πιστοποιητικό εγκρίσεως.″

 

 

 

Μετά από τη συμπλήρωση της προσαχθείσας, από πλευράς κατηγόρων, μαρτυρίας, το δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο από τις τρεις πρώτες κατηγορίες που αντιμετώπιζε και η υπόθεση προχώρησε αναφορικά με την τέταρτη κατηγορία.  Τελικώς, μετά που κλήθηκε σε απολογία ο εφεσίβλητος σχετικά με την εν λόγω κατηγορία και ο ίδιος επέλεξε να μην καταθέσει ούτε να προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία, κρίθηκε ότι ούτε η τέταρτη κατηγορία ευσταθούσε και η υπόθεση απορρίφθηκε. Η ορθότητα της εν λόγω κρίσεως αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. 

 

Από τις λεπτομέρειες της εν λόγω κατηγορίας (4ης) οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι ο εφεσίβλητος κατείχε κτίριο, για το οποίο δεν είχε εξασφαλίσει πιστοποιητικό τελικής εγκρίσεως.

 

Το δικαστήριο είχε αποδεχθεί ότι υπήρχε «οικοδομή» και τα χρησιμοποιούμενα από τον εφεσίβλητο κτηνοτροφικά υποστατικά αποτελούσαν «οικοδομή» εν τη εννοία του άρθρου 2 του Κεφ. 96, και το 77% της εν λόγω οικοδομής βρισκόταν εντός του κτήματος των εφεσειόντων. Περαιτέρω, υπήρχε εύρημα του δικαστηρίου ότι ο Έπαρχος Λάρνακας δεν είχε εκδώσει άδεια οικοδομής για τα εν λόγω υποστατικά, ούτε υπήρχε πιστοποιητικό τελικής εγκρίσεως για τα ίδια. Τα εν λόγω υποστατικά χρησιμοποιούνται και κατέχονται από τον εφεσίβλητο από το 1980 μέχρι και σήμερα, χωρίς να εξασφαλιστεί η αναγκαία άδεια.

 

 Το δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο τα εν λόγω κτηνοτροφικά υποστατικά συγκαταλέγοντο μεταξύ των οικοδομών για τις οποίες απαιτείτο η έκδοση άδειας οικοδομής και κατ' επέκταση πιστοποιητικού τελικής εγκρίσεως. Τούτο τέθηκε ως προϋπόθεση διότι, κατά την άποψη του δικαστηρίου, δεν είχε αποδειχθεί εάν τα συγκεκριμένα υποστατικά είχαν ανεγερθεί μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Κεφ. 96, ήτοι την                        1η Σεπτεμβρίου 1946. Η δε κατάληξη του δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι η ακόλουθη:

 

″Η μόνη μαρτυρία σε σχέση με την ημερομηνία ανέγερσης των Κτηνοτροφικών Υποστατικών προέρχεται από τον Μ.Κ.1, ο οποίος ανέφερε ότι αυτά είναι προπολεμικά. Δηλαδή αυτά ανεγέρθηκαν σίγουρα πριν το 1974. Η μαρτυρία του Μ.Κ.5 σε σχέση με την ημερομηνία ανέγερσής τους δεν έχει γίνει αποδεκτή και ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει κατά πόσον αυτά ανεγέρθηκαν το 1965 ή όχι. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μαρτυρία ότι αυτά ανεγέρθηκαν μετά την 1/9/1946 ή προγενέστερα. Συνεπώς, υπάρχει κενό επί του προκειμένου στην μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία απέτυχε να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό ότι τα Κτηνοτροφικά Υποστατικά συγκαταλέγονται στην κατηγορία των οικοδομών για τις οποίες απαιτείται άδεια οικοδομής και κατ' επέκταση πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.″

 

 

 

Με το εφετήριο, το οποίο αποτελείται από τρεις  λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι υπήρξε λανθασμένη εφαρμογή του Νόμου, ήτοι του Κεφ. 96, ως προς την αναγκαιότητα εξασφαλίσεως πιστοποιητικού τελικής εγκρίσεως (1ος λόγος). Παράλληλα, οι εφεσείοντες πρόβαλαν ότι, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας το δικαστήριο έπρεπε να είχε κάμει αποδεχτή την πρώτη κατηγορία, και λανθασμένα προχώρησε σε απόρριψη της κατηγορίας από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, αναφορικά με την παράνομη είσοδο του εφεσιβλήτου στο κτήμα των εφεσειόντων με σκοπό τη διάπραξη αδικήματος ήτοι την κατοχή ανεγερθέντος υποστατικού άνευ αδείας (2ος λόγος έφεσης). Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται γιατί, ως αποτέλεσμα της απόρριψης της υπόθεσης, καταδικάστηκαν στην καταβολή των εξόδων (3ος λόγος έφεσης).

 

Αναφύεται συναφώς η αναγκαιότητα εξέτασης σε βάθος                    της προσαχθείσας μαρτυρίας επί του επίμαχου θέματος προσδιορισμού της ημερομηνίας ανέγερσης των υποστατικών που, όπως αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, κατέχει ο εφεσίβλητος. To κρίσιμο και καθοριστικό στοιχείο στην κρίση του δικαστηρίου, ήταν, όπως επιβεβαιώνεται από το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση, η αξιολόγηση του εύρους της μαρτυρίας του Μ.Κ. 1 (εφεσείοντος 1) και του Κοινοτάρχη Πυργών Μ.Κ. 5.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ. 1 προσδιόρισε ότι η ανέγερση έγινε πριν                  τον «πόλεμο», ήτοι πριν το 1974. Παράλληλα, εισηγήθηκε ότι η μη αποδοχή της μαρτυρίας του Κοινοτάρχη Πυργών ήταν λάθος διότι αφενός, στη βάση του περί Αποδείξεως Νόμου επιτρέπεται η προσκόμιση και εξ' ακοής μαρτυρίας και αφετέρου, ο εφεσίβλητος μέσω των ερωτήσεων του κατέστησε επιτρεπτή τη μαρτυρία, που στηρίζεται και στο Τεκμήριο 15, το οποίο, όπως είπε, κατατέθηκε μετά από επιμονή του εφεσιβλήτου.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσιβλήτου ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα του χειρισμού που έγινε πρωτοδίκως. Η νομολογιακή αρχή που εξάγεται από την υπόθεση Muskita Αluminium Industries Ltd v. Alasko Aluminium Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 1481, δεν αφήνει περιθώριο για άλλη προσέγγιση, παρά ότι δηλώσεις αποβιώσαντος δεν μπορούν να γίνουν αποδεχτές, κατέληξε ο                    κ. Ιωαννίδης.

 

Όπως και πρωτοδίκως επισημαίνεται, ο εφεσείων 1 στη δική του ένορκη μαρτυρία ανέφερε ότι τα υποστατικά «έχουν ανεγερθεί προπολεμικά αλλά δεν γνωρίζω ποιος τα ανέγειρε». Κατά το στάδιο της αντεξέτασης, υποβλήθηκε στον εν λόγω μάρτυρα ότι τα υποστατικά χρησιμοποιούνται από τον εφεσίβλητο από το 1980 και απάντησε ότι τα κτίρια τα θυμάται εκεί από το 1982. Στη συνέχεια έγινε η εξής υποβολή από το συνήγορο του εφεσιβλήτου, που όχι μόνο τον αντιπροσωπεύει, αλλά και κάθε δήλωση του τον δεσμεύει: «Σας υποβάλλω πως η φάρμα αυτή κτίστηκε από τον πατέρα σας Θεόδωρο Μαρσέλλο το 1965, συμφωνείται ή όχι?»  Η απάντηση ήταν ότι δεν γνωρίζει, και ακολούθως του λέχθηκε: «Σας υποβάλλω ότι το γνωρίζετε».

 

Περαιτέρω, υποβλήθηκε ότι, το πιο πάνω θέμα το συζήτησε ο συγκεκριμένος μάρτυρας με τον Κοινοτάρχη Πυργών Χριστάκη Κωνσταντίνου (Μ.Κ. 5). Έγινε ταυτοχρόνως αναφορά στη βεβαίωση  που εκδόθηκε από το Κοινοτικό Συμβούλιο Πυργών, σε συνάρτηση με το κτίσιμο των επίδικων υποστατικών ημερ.                      19 Νοεμβρίου 2011, (μετέπειτα κατατεθέν Τεκμήριο 15).  Προσδιορίστηκε μάλιστα από τον εφεσίβλητο, μέσω των υποβληθεισών ερωτήσεων, ότι ο τελευταίος παρέλαβε κατοχή των υποστατικών από τον πατέρα του εφεσείοντος 1 στη βάση συμφωνίας και επί τη καταβολή ποσού ΛΚ500, έτσι ώστε να τα χρησιμοποιεί εφ' όρου ζωής. Στη συνέχεια προσδιορίστηκε και κατονομάστηκε ένας κουμπάρος του αποβιώσαντος ο οποίος μεσολάβησε για την εν λόγω συμφωνία.

 

Στην πάρα πέρα πορεία της υπόθεσης ανάλογη υποβολή - εισήγηση, ότι δηλαδή «η φάρμα κτίστηκε από τον Θεόδωρο Μαρσέλλο, πατέρα του Νικόλα γύρω στο 1965», τέθηκε από το συνήγορο του εφεσιβλήτου, στον Παντελή Σολιάτη, τοπογράφο  (Μ.Κ. 3). Ιδίου περιεχομένου υποβολή έγινε και στον Αναστάσιο Καρκώτη, υπάλληλο του Κτηματολογίου (Μ.Κ. 4).

 

Κατά το στάδιο της αντεξέτασης του Χριστάκη Κωνσταντίνου, Κοινοτάρχη Πυργών (Μ.Κ. 5), όχι μόνο επαναλήφθηκε η εισήγηση, αλλά προσκλήθηκε ο συγκεκριμένος μάρτυρας να καταθέσει τη Βεβαίωση του Κοινοτικού Συμβουλίου ημερ. 19 Νοεμβρίου 2011, ως τεκμήριο, πράγμα που έγινε (Τεκμήριο 15). Η Βεβαίωση αναφέρει:

 

Μετά από πληροφορίες που έχω πάρει από τον πρώην Κοινοτάρχη Μιχαήλ Κωνσταντίνου πιστοποιώ ότι η φάρμα που κατέχει ο Κύπρος Κωνσταντίνου με Αρ. Ταυτότητας 455114 έχει κτιστεί από τον Θεόδωρο Μαρσέλλο γύρω στο 1965.″

 

Στη συνέχεια, κατατέθηκε βεβαίωση, επίσης του Κοινοτικού Συμβουλίου Πυργών, ημερ. 31 Μαρτίου 2011, (Τεκμήριο 16) σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος διατηρεί κτηνοτροφικό υποστατικό στα Πυργά. Ως δε το αντάλλαγμα για την παραχώρηση  ήταν η καταβολή χρημάτων στο Θ. Μαρσέλλο, όπως εισηγήθηκε η υπεράσπιση.

 

Το εύρημα αξιοπιστίας τόσο του Μ.Κ. 1 όσο και των Μ.Κ. 3, 4 και 5, δεν έχει αμφισβητηθεί. Τίθεται, όμως, το ερώτημα πώς επηρεάζει το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι, με την εν λόγω μαρτυρία δεν αποδείχθηκε η ημερομηνία κατασκευής των επίδικων υποστατικών.

 

Όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω, ο συνήγορος είναι εκπρόσωπος του διάδικου και οι δηλώσεις του τον δεσμεύουν.        (Βλ. Ανδρέου ν Almifalani (2009) 1 A.A.Δ. 608). Στην υπόθεση Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, τονίστηκε ότι, «η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου                     στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν. Αυτή δε η υποχρέωση καθίσταται βαρύνουσα αν πρόκειται για ουσιώδη ισχυρισμό». Η πιο πάνω αρχή επιβεβαιώθηκε προσφάτως και στην υπόθεση Ρεβέκκα Πέτρου ν.  Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 41/2015, ημερ. 25 Οκτωβρίου 2016, ECLI:CY:AD:2016:D497,  στην οποία έκαμε αναφορά ο συνήγορος των εφεσειόντων. Η αρχή αυτή έχει ως βασικό υπόβαθρο το γενικό σκοπό της αντεξέτασης, που αποτελεί σημαντικό όπλο της υπεράσπισης, όχι μόνο να αμφισβητήσει τα λεχθέντα και την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας, αλλά, και εξίσου αναγκαίο να θέσει την εκδοχή της υπεράσπισης, ως προς τα γεγονότα, για να τεκμηριώσει στη συνέχεια τη δική της. Επίσης, η αντεξέταση προσφέρει τη δυνατότητα παρουσίασης γεγονότων που δεν έχει καταθέσει ένας μάρτυρας τα οποία, όμως, θα μπορούσε να είχαν κατατεθεί. (Βλ. Ανθίμου  ν.  Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ  56).

 

Επί του προκειμένου έχουμε μια επιλεκτική προσέγγιση από πλευράς εφεσιβλήτου. Ενώ ο ίδιος εισηγείται, όχι μόνο στον ενδιαφερόμενο εφεσείοντα 1, αλλά και σε άλλους μάρτυρες κατηγορίας, ιδίως τον Κοινοτάρχη Πυργών ότι, τα υποστατικά κτίστηκαν γύρω στο 1965, προσδιορίζοντας και το άτομο που είχε προβεί στην εν λόγω ανέγερση, εισηγείται στη συνέχεια ότι απουσιάζει μαρτυρία επί τούτου. Μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή. Οι δηλώσεις του συνήγορου υπεράσπισης δεσμεύουν τον εφεσίβλητο. Συναφώς ο ίδιος παραδέχεται ότι τα επίδικα υποστατικά έχουν ανεγερθεί «γύρω στο 1965».  (Βλ. Ανθίμου (άνω)).

 

Στη βάση των πιο πάνω, κρίνουμε το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν έχει αποδειχθεί η χρονολογία ανέγερσης των υποστατικών, ως λανθασμένο. Υπήρχε, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, μαρτυρία που οδηγούσε σε ασφαλές συμπέρασμα επι τούτου. Μαρτυρία η οποία αγνοήθηκε και επομένως καθίσταται αναγκαίο να παρέμβουμε. 

 

 

 

Έχοντας ως δεδομένο ότι πρωτοδίκως είχε αποφασιστεί ότι,                 από την προσαχθείσα μαρτυρία, είχαν αποδειχθεί όλα τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κατοχής και χρησιμοποίησης υποστατικού χωρίς πιστοποιητικό τελικής εγκρίσεως, του  άρθρου 10(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, πλην, βεβαίως, του χρόνου ανέγερσης, που έχει παραμεριστεί, βρίσκουμε ότι έχει αποδειχτεί η τέταρτη κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η απόρριψη, στο αρχικό στάδιο, της πρώτης κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος ήταν λανθασμένη, διότι το γεγονός ότι αυτός εισήλθε, στο κτήμα ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, άνευ αδείας, βρισκόταν στη γνώση του και μόνο.

 

Το αδίκημα για το οποίο κατηγορείτο ο εφεσίβλητος είχε ως βάση το άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154,  το οποίο προνοεί:

 

 ″280. Όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου, με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία ή με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας٠ ή όποιος, αφού εισέρθει νόμιμα σε τέτοια περιουσία, παραμένει σε αυτή παράνομα, με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων.″

 

 

 

Με όλο το σεβασμό προς την πιο πάνω εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου, αποτελεί θεμελιωμένη αρχή ότι η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ' ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή.  Όπως καταγράφεται στην υπό εκκαλούμενη απόφαση, οι λόγοι απόρριψης της συγκεκριμένης κατηγορίας ήταν, μεταξύ άλλων, το εγγενές πρόβλημα που διαπίστωσε το δικαστήριο εδραζόμενο στον τρόπο διατύπωσης των λεπτομερειών της εν λόγω κατηγορίας.

 

Οι λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας αναφέρουν:

 

″Ο κατηγορούμενος από πολλών ετών εισήλθε στο κτήμα των κατηγόρων με αριθμό τεμαχίου 289, Φ/Σχ 40/57 στα Πυργά, χωρίς την συγκατάθεση των κατηγόρων με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος και συγκεκριμένα κατοχής υποστατικού ανεγερθέντος άνευ αδείας ή και για το οποίο δεν υπάρχει πιστοποιητικό εγκρίσεως.″

 

 

 

 

Το δικαστήριο, μετά από παράθεση και ανάλυση της νομολογίας που συνθέτει το αδίκημα της εγκληματικής επέμβασης του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα, προσδιόρισε στη βάση των πιο πάνω λεπτομερειών, τα πιο κάτω συστατικά στοιχεία που θα έπρεπε                να αποδειχθούν για να στοιχειοθετηθεί υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου.

 

″1) Είσοδος του Κατηγορουμένου σε περιουσία٠

 2) Η περιουσία να ήταν στην κατοχή άλλου٠

3) Η είσοδος του Κατηγορουμένου να έγινε χωρίς την άδεια ή συναίνεση ή συγκατάθεση του κατόχου της περιουσίας٠

4) Η είσοδος του Κατηγορουμένου να έγινε με πρόθεση τη διάπραξη του αδικήματος που δημιουργεί το Άρθρο 10(1) του Κεφ. 96.″

 

 

 

Πέραν δε της διάστασης που εντόπισε το δικαστήριο αναφορικά με την ημερομηνία απόκτησης του επίδικου ακινήτου που έγινε το 2003, πολύ μακριά από το 1980 που αναφέρθηκε στη μαρτυρία, καταλήγει, αναφορικά με τα συστατικά του αδικήματος:

 

″Πέραν της προαναφερθείσας κατάληξής μου, η οποία σφραγίζει την τύχη της Πρώτης Κατηγορίας, θα πρέπει να σημειώσω ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας από την οποία προκύπτει ή δύναται να συναχθεί συμπέρασμα, έστω στο βαθμό που απαιτείται σε αυτό το στάδιο της δίκης, ότι την ημερομηνία εισόδου του Κατηγορουμένου είτε στην μάντρα είτε στο Κτήμα, αυτός είχε πρόθεση να διαπράξει το αδίκημα της κατοχής οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Παρά το ότι το αδίκημα του Άρθρου 10(1) του Κεφ. 96 είναι αυστηρής ευθύνης, εντούτοις θεωρώ ότι για να αποδειχθεί η πρόθεση του Κατηγορουμένου διάπραξης τέτοιου αδικήματος, θα έπρεπε τουλάχιστον να παρουσιαστεί κάποιου είδους μαρτυρία, από την οποία να είναι δυνατή η εξαγωγή συμπεράσματος ότι ο Κατηγορούμενος είχε την απαιτούμενη πρόθεση, όπως για παράδειγμα το ότι γνώριζε, την ημερομηνία εισόδου του στη μάντρα, ότι αυτή δεν είχε πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια μαρτυρία.″

 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι, με δεδομένη την απόκτηση του κτήματος, με ανταλλαγή το 2003, και  τη θετική μαρτυρία οτι ουδέποτε έδωσαν τη συγκατάθεση τους για την παραμονή του εφεσιβλήτου στο κτήμα τους, συνεπώς, όπως είπε βρισκόταν εκεί παράνομα, το δικαστήριο έπρεπε να αποδεχτεί ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αναφορικά με την πρώτη κατηγορία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ειδικώς επί του θέματος               του βάρους απόδειξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, κάτι το οποίο απέτυχαν να τεκμηριώσουν οι εφεσείοντες.

 

 

 

 

Η κατάληξη του δικαστηρίου, όπως αναγράφεται πιο πάνω, μας βρίσκει σύμφωνους και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης. Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου, παρόλο που, όπως υποστηρίχθηκε, η «ποινική αξίωση ήταν πλήρως δικαιολογημένη» και οι υπερασπίσεις που τέθηκαν πρωτοδίκως απερρίφθησαν. 

 

Η συγκεκριμένη εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τα έξοδα, όπως είναι νομολογημένο, ακολουθούν το αποτέλεσμα. Οι εφεσείοντες απέτυχαν πρωτοδίκως να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση τους, συνεπώς, ορθώς, καταδικάστηκαν στα έξοδα.  Βεβαίως στη βάση της επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης, θα υπάρξει και ανάλογο αντίκτυπο επί του προκειμένου.

 

 

 

 

 

Στη βάση των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 19 Ιουλίου 2013, παραμερίζεται. Ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στην τέταρτη κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

 

 

 

                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο