ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D23
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.166/2014)
26 Iανουαρίου, 2017
Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
RADE STANCOVIC
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
- - - - - - - - -
Π. Παφίτης, για τον εφεσείοντα.
Ζ.Συμεού, για την εφεσίβλητη.
- - - - - - - - -
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορία 1), της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(α) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, δηλαδή, 3902,5 γραμμαρίων κάνναβης όπως τροποποιήθηκε (στο εξής ο Νόμος) (κατηγορία 2), της προμήθειας της ίδιας ποσότητας και φύσης του εν λόγω φαρμάκου, από άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση του άρθρου 6(1)(2) του Νόμου (κατηγορία 3), της κατοχής της ίδιας ποσότητας και φύσης ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, κατά παράβαση του άρθρου 6(1) του Νόμου (κατηγορία 4) και της κατοχής της εν λόγω ποσότητας και ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των άρθρων 5(1) και 6(3) του Νόμου (κατηγορία 5). Για τα πιο πάνω αδικήματα του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από 3 έως 7 έτη.
Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της, στη βάση ότι ο εφεσείων τον Φεβρουάριο 2013, στη Λάρνακα, συνωμότησε με τον Ivan Vidakovic (πρώην συγκατηγορούμενο του και MK6), να διαπράξουν κακούργημα, δηλαδή να εισαγάγουν την ως άνω κάνναβη βάρους 3902,5 γραμμαρίων στη Δημοκρατία, κάτι που έπραξαν στις 17.02.13, μέσω της εταιρείας ταχυμεταφορών DHL. Ο εφεσείων μαζί με τον Ivan Vidakovic (MK6), στα πλαίσια της συνομωσίας τους, συνεργάστηκαν για να εισαγάγουν τα επίδικα ναρκωτικά από το Μαυροβούνιο στην Κύπρο, τα οποία προμηθεύτηκε από άγνωστο πρόσωπο. Μέλη της Υπηρεσίας Καταπολέμησης, Ναρκωτικών Λάρνακας (ΥΚΑΝ), στις 18.2.13, έχοντας ενημερωθεί ότι στα γραφεία του Τελωνείου στο Αεροδρόμιο Λάρνακας αφίχθηκε πακέτο που περιείχε ναρκωτικά, μετέβησαν στο χώρο, όπου και διαπιστώθηκε ότι όντως πακέτο, με αποστολέα συγκεκριμένο πρόσωπο από το Μαυροβούνιο και παραλήπτη τον Pavec Klaman, με συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου, περιείχε τέσσερεις συσκευασίες πράσινης ξηρής φυτικής ύλης. Οι συσκευασίες αυτές αντικαταστάθηκαν με ομοιώματα, αφού εξασφαλίστηκε πρώτα έγκριση για ελεγχόμενη παράδοση των ναρκωτικών. Το πακέτο απεστάλη στα γραφεία της DHL στην περιοχή Καλού Χωριού Λάρνακας για να συντελεστεί η παράδοση, χώρος ο οποίος τέθηκε υπό παρακολούθησε από μέλη της ΥΚΑΝ. Περί ώρα 17:10 της 18.2.13, κατέφθασε στο χώρο ταξί το οποίο στάθμευσε έξω από τον περιφραγμένο χώρο των γραφείων της εταιρείας. Από το ταξί κατέβησαν δύο πρόσωπα. Επρόκειτο για τον εφεσείοντα και τον MK6. Ο εφεσείων κατευθύνθηκε προς τα γραφεία της DHL, ενώ ο MK6, παρέμεινε έξω από το ταξί. (Στο μεταξύ, η ΥΚΑΝ είχε ενημερωθεί ότι πρόσωπο που ομοίαζε με περιγραφή του Ivan Vidakovic (MK6), είχε αναζητήσει νωρίτερα την ίδια μέρα το συγκεκριμένο πακέτο από το γραφείο της DHL στη Λεωφόρο Μακαρίου στη Λάρνακα). Μετά την έξοδο του εφεσείοντα από τα γραφεία της DHL στο Καλό Χωριό Λάρνακας, αυτός ανεκόπη από μέλη της ΥΚΑΝ. Όταν του αναφέρθηκε ο λόγος της ανακοπής του, αμέσως παραδέχθηκε πως γνώριζε ότι το υπό αναφορά πακέτο περιείχε ναρκωτικά, τους υπέδειξε όμως ότι δεν ανήκε στον ίδιο αλλά στον φίλο του, τον ΜΚ6, που ανέμενε έξω από το ταξί. Είπε ο εφεσείων ότι μετέβη στο γραφείο της DHL για να δει αν τούτο ήταν ανοικτό για να μπορέσει στη συνέχεια ο Ivan Vidakovic (MK6), να το παραλάβει αφού το πακέτο ήταν στο όνομα του τελευταίου. Ταυτοχρόνως, άλλοι αστυνομικοί της ΥΚΑΝ επενέβησαν στο χώρο όπου ήταν σταθμευμένο το ταξί με τον ΜΚ6 να πετά κάτω από το ταξί πλαστή ταυτότητα που χρησιμοποιούσε στην Κύπρο με το όνομα Pevec Klemen, (τεκμ.35). Αμφότεροι - ο εφεσείων και ο ΜΚ6 - μεταφέρθηκαν ακολούθως στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λάρνακας όπου με τη βοήθεια διερμηνέων προέβησαν σε καταθέσεις, όπως εκρίθη πρωτοδίκως, ενός καθόλα νόμιμου και επαρκούς ανακριτικού έργου με τον εφεσείοντα να πληροφορείται δεόντως και εγκαίρως για το δικαίωμα του να επικοινωνήσει με δικηγόρο (Σχετικό το τεκμ.3 με τον τίτλο Communication Rights of Detained Persons L.163(I)/2005, Article 11(1)(a))[1].
Μέρος των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου ήταν επίσης ότι ο εφεσείων υπήρξε ο εμπνευστής του σχεδίου και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο παρακολουθούσε τη μεταφορά των πακέτων μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή του ΜΚ6, χρησιμοποιώντας τους κωδικούς πρόσβασης, τους οποίους γνώριζε ως εκ της φιλικής τους σχέσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσείων, ενώ κατά την παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο και στα αρχικά στάδια της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου εκπροσωπείτο από δικηγόρο, πριν την ακροαματική διαδικασία και αφού αποσύρθηκε η δικηγόρος του, διατύπωσε την επιλογή του ότι επιθυμούσε να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του, όπως και έπραξε, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τον πληροφόρησε κατ΄ επανάληψιν ότι είχε δικαίωμα με έξοδα της Δημοκρατίας να έχει δικηγόρο.
Ακόμη δέον να σημειωθεί ότι ο πρώην συγκατηγορούμενος του σε στάδιο πριν την ακροαματική διαδικασία για τον εφεσείοντα, παραδέχθηκε τις εναντίον του κατηγορίες και του επεβλήθη ποινή φυλάκισης 5½ ετών. Στη συνέχεια δε κλήθηκε ως ΜΚ6 υποστηρίζοντας την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής, η δε μαρτυρία του αποτέλεσε - αφού θεωρήθηκε αξιόπιστη - την κύρια βάση της καταδίκης. Το Κακουργιοδικείο ομοίως θεώρησε αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες που η κατηγορούσα αρχή προσκόμισε, όπως επίσης έκρινε έγκυρο το μαρτυρικό υλικό (έγγραφο και μη) που προσεφέρθη προς στοιχειοθέτηση της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων, ο οποίος ενώπιον μας πλέον εκπροσωπείτο από δικηγόρο, διατυπώνει 6 λόγους έφεσης επί της πρωτόδικης κρίσης. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο ομάδες.
Η πρώτη ομάδα αφορά τους λόγους που αφορούν θέματα αξιοπιστίας των ΜΚ, δηλαδή του λόγου έφεσης 3 (ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε τον ΜΚ6 ως αξιόπιστο), του λόγου έφεσης 4 (ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε τον ΜΚ2 δηλαδή τον αστυφύλακα 1702 Λεωνίδα Λεωνίδα, αξιόπιστο), του λόγου έφεσης 6 (επί τω ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε ως άξονα την αξιοπιστία του ΜΚ6 και βασιζόμενο σε αυτή την πεποίθηση του προχώρησε σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας στο σύνολο της). Ειδικά δε στο διάγραμμα παραπονείται για την αξιολόγηση της ΜΚ7 χημικού, Μαρίας Αυξεντίου.
Η δεύτερη ομάδα λόγων έφεσης αφορά το παράπονο του εφεσείοντα για το μη δίκαιο της δίκης του, ως εξής. Στο λόγο έφεσης 1 ο εφεσείων παραπονείται ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και γενικά της προδικασίας. Στο λόγο έφεσης 2 το παράπονο για μη δίκαιη δίκη αφορά τη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου αφού, μεταξύ άλλων, ο εφεσείων σύμφωνα με τη θέση του «δεν είχε τη βοήθεια ικανού μεταφραστή, δεν είχε πρόσβαση στο σύνολο της μαρτυρίας, δεν του επεξηγήθηκαν επαρκώς τα δικαιώματα του και ιδιαίτερα οι συνέπειες που θα είχε ο χειρισμός της υπόθεσης του, χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου».
Ο λόγος έφεσης 5, ενώ στη διατύπωση του φαίνεται ότι αφορά τη λανθασμένη αξιολόγηση της κατάθεσης του εφεσείοντα στην Αστυνομία, εν τοις πράγμασι, εντάσσει το θέμα στο πλαίσιο της δικαιότητας της δίκης αφού σύμφωνα με την αιτιολογία του λόγου, ο εφεσείων μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη πως καθόλη τη διάρκεια της δίκης «αμφισβήτησε με τη στάση του τη θεληματικότητα της κατάθεσης του και πριν αυτή κατατεθεί στο Δικαστήριο. Δεν έλαβε επίσης υπόψη ότι ο εφεσείων δεν αντιλαμβανόταν με ποίον τρόπο νομικά θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κατάθεση του (δίκη εντός δίκης)».
Θεωρούμε ορθότερο να ξεκινήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης της δεύτερης ομάδας που αφορούν τη δικαιότητα της δίκης. Είναι φανερό τόσο από το διάγραμμα όσο και την προφορική αγόρευση του κ.Παφίτη ενώπιον μας ότι η πεμπτουσία των θέσεων του έγκειται στο ότι το Κακουργιοδικείο δεν του επέβαλε υποχρεωτικά δικηγόρο προς εκπροσώπηση του. Υπό αυτή την έννοια τονίσθηκε η σημασία του αρθ.64 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155[2] καθώς και νομολογία του ΕΔΔΑ, όπως την συνόψισε ο ευπαίδευτος συνήγορος με παραπομπή σε σχετικά Συγγράμματα[3], ο οποίος και εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με τη νομολογία αυτή δημιουργείται υποχρέωση στο Δικαστήριο να διορίσει δικηγόρο στον εφεσείοντα, παρά τη σαφή δήλωση του για την αυτοπρόσωπη υπεράσπιση.
Με όλο το σεβασμό, οι παραπομπές που έγιναν και οι σχετικές αποφάσεις δεν καταδεικνύουν την ορθότητα της θέσης που επιχειρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος να εισαγάγει ως προαπαιτούμενο του δικαίου της δίκης. Ούτε εκ του περιεχομένου του άρθ.64 της Ποινικής Δικονομίας ανωτέρω συνάγεται τέτοια υποχρέωση, όπως την εννοεί ο κ.Παφίτης.
Στο Σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Λ.Α. Σισιλιάνου αναφέρεται:
«Το άρθρο 6 παρ.3(γ) προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του, ακόμη και χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Το Δικαστήριο έχει τονίσει, ωστόσο, ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο. Με άλλα λόγια, έχει κριθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν δύναται να υπερασπίζεται τον εαυτό του σε όλες τις περιπτώσεις και υποχρεωτική νομική εκπροσώπηση ενώπιον του Εθνικού Δικαστηρίου δεν παραβιάζει απαραίτητα τη σύμβαση».
Και παρακάτω στη σελ.280 αναφέρονται:
«Στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο το επιτρέπει ο κατηγορούμενος επιλέγει να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του χωρίς νομικό παραστάτη τότε θεωρεί ότι έχει παραιτηθεί εν γνώσει του από το δικαίωμα νομικής συνδρομής και οφείλει να επιδεικνύει επιμέλεια ως προς τις διαδικασίες».
Στην υπόθεση του ΕΔΔΑ, Croissant κ. Γερμανίας, 25.9.1992, παρ.32 κρίθηκε ότι η υποχρεωτική νομική συνδρομή προς τον κατηγορούμενο, δυνάμει νομοθετικής πρόβλεψης, δεν ήταν ασύμβατη με το αρθ.6 παρ.3(γ) και 6 παρ.1.
Στην υπόθεση ΕΔΔΑ Glastyan κ. Αρμενίας, 15.11.2007 παρ.89-92 επιβεβαιώθηκε το δικαίωμα για αυτοπρόσωπη υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου.
Το ίδιο αναλογικά εκρίθη στην κυπριακή υπόθεση Ευτυχία Ζαρή ν. Δημοκρατίας, Ποιν.έφ. 193/10, ημερ. 11.11.15, όπου εκεί η εφεσείουσα είχε ισχυριστεί ότι η επιβολή συνέχισης εκπροσώπησης της από συνήγορο εκ μέρους του Κακουργιοδικείου παρά τη βούληση της να υπερασπίσει τον εαυτό της αυτοπρόσωπα, ή να τον παύσει, δεν είχε παραβιάσει τη δικαιότητα της δίκης.
Σχετική είναι και η υπόθεση Jian Chen ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 430, η οποία αφορούσε πρωτόδικη καταδίκη, κατόπιν παραδοχής και ποινή, μεταξύ άλλων, για φόνο εκ προμελέτης. Ο εφεσείων είχε ασκήσει έφεση εναντίον της ποινής και καταχώρησε στη συνέχεια αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης που αφορούσε στην επιλογή του εφεσείοντα να παραδεχτεί ενώ δεν είχε δικηγόρο. Το Ανώτατο Δικαστήριο επί της εισήγησης του εφεσείοντα για στέρηση του δικαιώματος να έχει δικηγόρο της επιλογής του σε συνάρτηση με τη θέση ότι δεν είχε επίγνωση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε, ανέφερε ότι το Κακουργιοδικείο είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε να πειστεί ο εφεσείων να διορίσει δικηγόρο χωρίς επιτυχία. Ως εκ τούτου εκρίθη ότι δεν υπήρχε βάσιμος λόγος να επιτραπεί η έφεση που να αφορά τη μη επίγνωση της σοβαρότητας των πράξεων και των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.
Εξάλλου, θα προσθέταμε ότι η ίδια η λέξη δικαίωμα προσδιορίζει ακριβώς την ευχέρεια επιλογής που πρέπει να έχει το άτομο να εκπροσωπηθεί ή να μην εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. (βλ. Jacobs, White, & Ovey, Τhe European Convention on Human Rights, 5th ed. p.264).
Με βάση τα πιο πάνω σε συνάρτηση με τους σχετικούς λόγους έφεσης καταλήγουμε ότι το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση διορισμού δικηγόρου παρά τη θέληση του εφεσείοντα.
Πέραν της αποτυχίας της πιο πάνω θέσης του εφεσείοντα, εξετάσαμε εξονυχιστικά τα πρακτικά για να διαπιστώσουμε εάν συντρέχουν οι άλλες πτυχές του παραπόνου για το μη δίκαιο της δίκης ως προς τη μη διασφάλιση των δικαιωμάτων του προς υπεράσπιση της υπόθεσης.
Στην προσπάθεια μας αυτή, έχουμε εντοπίσει δεκάδες αναφορές του Κακουργιοδικείου, επί των πρακτικών, ως προς τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα να προωθήσει την υπεράσπιση του. Αφ΄ης στιγμής δεν στοιχειοθετείται η θέση για υποχρέωση διορισμού δικηγόρου, παρά τη θέληση του εφεσείοντα, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να τον προειδοποιεί ειδικά για τις συνέπειες είτε του τρόπου που αντεξέταζε είτε της μη υποβολής ένστασης για κατάθεση τεκμηρίων, π.χ. ως η κατάθεση του στην Αστυνομία που συνιστούσε μόνο εν μέρει ομολογία (αφού απλώς παραδέχθηκε ότι ήξερε πως το πακέτο περιείχε ναρκωτικά) χωρίς όμως παραδοχή για την όλη εμπλοκή, όπως την ισχυρίστηκε ο ΜΚ6.
Η επιθυμία του για αυτοπρόσωπη υπεράσπιση, εν προκειμένω, δεν ήταν τυχαία, ούτε περιστασιακή, ώστε να υπάρξει περιθώριο αμφιβολίας για τις προθέσεις του. (βλ. Λ.Γ. Κοτσαλή, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό Δίκαιο, σελ.595) και D.J.Harris M.O'Boyle C.Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, ed.1995, p.256). Ο εφεσείων στην πραγματικότητα, ενώ είχε παλαιότερα νομική εκπροσώπηση, ηθέλησε να μην έχει πλέον. Με συνειδητό τρόπο, όχι μόνο το εξέφρασε στο Δικαστήριο, αλλά ζήτησε να έχει διάφορες διευκολύνσεις που προέκυπταν κατά καιρούς ώστε να προωθήσει την υπεράσπιση του. Το Κακουργιοδικείο - τόσο πριν όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία - ικανοποιούσε πλήρως τα κατά καιρούς αιτήματα του εφεσείοντα. Χαρακτηριστικό είναι το περιεχόμενο του πρακτικού ημερ. 23.9.2013 που εκδόθηκαν ειδικές οδηγίες να του παρασχεθεί το μαρτυρικό υλικό και όλες οι κατάλληλες διευκολύνσεις για ετοιμασία της υπεράσπισης του (διερμηνεία και άλλες). Ακόμη, στις 5.11.2013 το Κακουργιοδικείο εκδίδει οδηγίες δίδοντας δικαίωμα στον εφεσείοντα «να μελετήσει το φάκελο με συνοδεία του Πρωτοκολλητή και να παραλάβει κάθε τι σχετικό». Ομοίως κατά πάντα χρόνο, μεριμνούσε να του μεταφράζονται τα έγγραφα και να του δίδεται ό,τι ζητούσε. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το πρακτικό στις 19.9.2013 όπου καταγράφεται ότι ο εφεσείων, «αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, μετά την απόσυρση της δικηγόρου του, ο ίδιος επέλεξε να αντιπροσωπεύσει τον εαυτό του μόνος του». Αλλά και κατά τις δικασίμους που παρουσιάστηκαν μάρτυρες, ο εφεσείων είχε ό,τι συνδρομή ζητούσε, υπέβαλλε ποικίλες ενστάσεις και αντεξέταζε εκτεταμένα. Το δε Δικαστήριο ορθά του παρείχε κάθε διευκόλυνση τονίζοντας όμως παράλληλα το ότι δεν είχε δικηγόρο δεν μπορούσε να διαφοροποιεί την ποινική δικονομία. Η δε παρουσία διερμηνέα καθόλη τη δίκη ήταν δεδομένη, παρά το γεγονός, όπως διεφάνη και ενώπιον μας, ο εφεσείων γνώριζε και μιλούσε και ελληνικά.
΄Εχοντας λοιπόν όλα τα πιο πάνω κατά νου, κρίνουμε ότι σε κανένα σημείο ή πτυχή της δίκης επλήγη με οποιοδήποτε τρόπο η δικαιότητα αυτής. Θα διαφωνήσουμε επίσης με τη θέση που διατύπωσε ο κ.Παφίτης ότι ο εφεσείων έδειξε με τη στάση του ότι αμφισβητούσε τη θεληματικότητα της κατάθεσης και συνεπώς το Κακουργιοδικείο έπρεπε να διατάξει δίκη εντός δίκης.
Αντιθέτως των εισηγήσεων θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο, στα θεμιτά πλαίσια, διασφάλισε πλήρως τα δικαιώματα του εφεσείοντα.
Συνεπακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 2 και 5 απορρίπτονται.
Σε σχέση με το λόγο 1 ως προς τον ισχυρισμό για παραβίαση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και γενικά της προδικασίας να αναφέρουμε ότι οι θέσεις που προωθήθηκαν υπήρξαν νεφελώδεις και ασαφείς. Η επίκληση του τεκμ.3 (ως άνω) δεικνύει επεξήγηση των δικαιωμάτων του και δεν μπορεί να ανατραπεί η πρωτόδικη κρίση για την εγκυρότητα του ανακριτικού έργου με την επωδό ότι έπρεπε να γίνει δίκη εντός δίκης, ενώ ο εφεσείων δεν το ζήτησε. Δεν μπορεί ο εφεσείων οικοδομώντας στις ασάφειες των θέσεων του πρωτοδίκως, να επιδιώκει να δημιουργήσει ρήγματα στην εκδοχή της κατηγορούσας αρχής την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε παρέχοντας πλήρη αιτιολογία επ΄αυτού. Αυτό δε που λέχθηκε περιθωριακά πρωτοδίκως στη μαρτυρία σε σχέση με το τεκμ.3 το οποίο περιλάμβανε στη στήλη «observations» ότι δηλαδή «ήθελε να καλέσει τη δικηγόρο τη Σύλβια» αφορούσε σύμφωνα με το ίδιο το τεκμ.3 επιθυμία να ασκήσει το δικαίωμα του σε μεταγενέστερο χρόνο (βλ. σχετική υποσημείωση στο έντυπο). ΄Οσο για τη θέση του ότι είχε κακοποιηθεί από την Αστυνομία, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε με εκτεταμένη αιτιολογία, στο γιατί τούτο δεν μπορούσε να ευσταθήσει, ακριβώς αξιολογώντας τη μαρτυρία του και αφού με μεγάλη επιμέλεια διερεύνησε τις συνθήκες λήψης της κατάθεσης του και του όλου ανακριτικού έργου.
Ως εκ των πιο πάνω και ο λόγος 1 απορρίπτεται.
Σε σχέση με την πρώτη ομάδα λόγων έφεσης σημειώνουμε τη νομολογιακά παγιωμένη αρχή για τον περιορισμένο τρόπο που το Εφετείο δύναται να επέμβει στον τρόπο αυτό. Στην πρόσφατη υπόθεση Ποιν.έφ. 101/13 κ.ά. Σκορδέλλη ν. Δημοκρατίας, 6.6.2016, τονίσαμε τα ακόλουθα:
«Εκείνο που θα πρέπει να πράξουμε εμείς ως Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είναι να εξετάσουμε εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια που ορίζει η νομολογία ως προς το έργο της αξιολόγησης. Είναι βέβαια γνωστό ότι η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι κατ΄εξοχήν έργο του δικάζοντος Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώνει πως η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λανθασμένη ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση. (βλ. Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας (2001)2 Α.Α.Δ. 485 και Χ΄Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, (1998) 2 Α.Α.Δ. 104). Δεν οδηγηθήκαμε σε διαπίστωση τέτοιας λανθασμένης προσέγγισης στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου».
Με τα πιο πάνω κατά νου και παρά τη γενικότητα της μομφής που αποδίδεται από τον εφεσείοντα ως προς το έργο της αξιολόγησης των ΜΚ2, ΜΚ6 και ΜΚ7 (την Μαρία Αυξεντίου - χημικό) εξετάζοντας την απόφαση επ΄αυτής της πτυχής κρίνουμε το όλο έργο που επιτελέστηκε από το Κακουργιοδικείο ως άψογο. Ειδικά ως προς το ΜΚ6 ο οποίος ήταν συνεργός και ως εκ τούτου υπήρχε καθήκον ηυξημένης εγρήγορσης και αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου, το Κακουργιοδικείο κατέγραψε τα συμπεράσματα του αιτιολογώντας πλήρως τη θετική κατάταξη του μάρτυρα. Δίδουμε δε σχετικό απόσπασμα από την αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σελ.15:
«Σημειώνουμε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, λόγω της στενής φιλικής του σχέσης με τον Ivan Vidakovic (MK6), είχε την ευχέρεια να χρησιμοποιεί τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του τελευταίου, γνωρίζοντας τον αναγκαίο προς τούτο κωδικό πρόσβασης. Τούτο άλλωστε, πέραν του γεγονότος ότι ουδέποτε το αμφισβήτησε ο κατηγορούμενος, το επιβεβαίωσε - πέραν του Ivan Vidakovic (MK6) - και ο αστυφύλακας Κωνσταντίνος Καραγιώργης (ΜΚ3), στον οποίο ο κατηγορούμενος γνωστοποίησε το σχετικό κωδικό πρόσβασης κατά την εξέλιξη των αστυνομικών ερευνών. Με δεδομένη την δυνατότητα πρόσβασης στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Ivan Vidakovic (ΜΚ6), ο κατηγορούμενος με άνεση μπορούσε να ενεργήσει κατά τον τρόπο που του αποδίδει ο Ivan Vidacovic (MK6), δίδοντας του έτσι - όπως ο Ivan Vidakovic (MK6), παραδέχτηκε σχολιάζοντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 37A (Έκθεση Εργαστηρίου Ηλεκτρονικών Δεδομένων) - τη δυνατότητα να παρακολουθεί μέσω του ηλεκτρονικού του υπολογιστή την πορεία του πακέτου με τα ναρκωτικά που και οι δύο επιθυμούσαν να εισαγάγουν στην Κύπρο στα πλαίσια του κοινού συνωμοτικού τους σκοπού και σχεδιασμού.»
Μάλιστα η αξιοπιστία του ΜΚ6 ήταν τέτοιας ποιότητας και δυναμικής ώστε το Δικαστήριο θεώρησε - αιτιολογώντας το και πάλι - ότι θα μπορούσε χωρίς ενίσχυση να στηριχθεί στη μαρτυρία του. Αφού, όπως αποδίδει το θέμα το Κακουργιοδικείο, η μαρτυρία του αποτελούσε ένα συμπαγές σύνολο, χωρίς ρωγμές και αντιφάσεις και με παράθεση τέτοιων λεπτομερειών, που μόνο ένας πραγματικό βίωσε πρωτογενώς τα όσα εξιστόρησε θα μπορούσε να τα αποδώσει με τον τρόπο και στην έκταση που αποδόθηκε από τον ΜΚ6.
Ως προς δε τους άλλους δύο μάρτυρες αλλά και όλους τους ΜΚ δεν μας εδόθη από την πλευρά του εφεσείοντα, ο,τιδήποτε συγκεκριμένο ώστε να ανατρέψει την εγκυρότητα και τον τρόπο που λειτούργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του έργου της αξιολόγησης. Ως εκ τούτου και οι λόγοι της ομάδας αυτής απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1](2)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο ζητά να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίω΅α προβλέπεται στον παρόντα Νό΅ο, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο ΅αζί ΅ε την η΅ερο΅ηνία και ώρα κατά την οποία ασκήθηκε το εν λόγω δικαίω΅α.
Νοείται ότι, καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο και κάθε περίπτωση, για την οποία δεν ασκήθηκε τέτοιο δικαίω΅α α΅έσως ΅ετά το χρόνο της σύλληψης ή για την οποία δεν ασκήθηκε σε οποιοδήποτε άλλο χρόνο τέτοιο δικαίω΅α, σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του παρόντος Νό΅ου, καθώς και οι λόγοι ΅η άσκησης των εν λόγω δικαιω΅άτων.
[2] «64.(1) Το ∆ικαστήριο, ενώπιον του οποίου δικάζεται κατηγορού΅ενος βάσει κατηγορητηρίου ή κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ή κατά την ακροα΅ατική διαδικασία έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου, δύναται να ορίσει δικηγόρο για να υπερασπίσει τον κατηγορού΅ενο ή τον εφεσείοντα, ανάλογα ΅ε την περίπτωση, αν η σοβαρότητα, η δυσκολία ή άλλα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν αυτό επιθυ΅ητό προς το συ΅φέρον της δικαιοσύνης ·και το ∆ικαστήριο πρέπει να ορίσει δικηγόρο για να υπερασπίσει ΅η υπερασπιζό΅ενο πρόσωπο το οποίο δικάζεται για ποινικό αδίκη΅α που τι΅ωρείται ΅ε θανατική ποινή.
(2) ∆ικηγόρος που ορίστηκε από το ∆ικαστήριο λα΅βάνει από το δη΅όσιο τα΅είο τέτοια α΅οιβή, την οποία το ∆ικαστήριο, τηρού΅ενης της γενικής διαταγής του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου, ήθελε χορηγήσει.»
[3](α) Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Λίνος Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελ.279-280
(β) Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινοτικός Χάρτης - Δίκαιο και Πρακτική, Donna Domien David Harris Leo Zwaak σελ.318-320.
(γ) Ευρωπαϊκή σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό Δίκαιο, Λεωνίδα Γ. Κοτσαλή, σελ.595-597.