ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ammar Solomon ν. Karina Prokopenko (2016) 1 ΑΑΔ 631, ECLI:CY:AD:2016:D122
Taghi Seyed Bayati Hosseiny ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 636, ECLI:CY:AD:2016:D123
Davood Aghshelhloo ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 1922, ECLI:CY:AD:2016:D386
POLYCARPOS A POLYCARPOU ν. THE POLICE (1970) 2 CLR 111
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μάριου Αριστοτέλους (2004) 2 ΑΑΔ 166
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aram Makamian (2007) 2 ΑΑΔ 405
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μάριου Ασσιώτη (2010) 2 ΑΑΔ 67
Ιωσήφ άγγελος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930
Αργυρίδης Θεόδωρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449
Σώζου Πωλ ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 260, ECLI:CY:AD:2016:B178
Γεωργίου Κωνσταντίνος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 753, ECLI:CY:AD:2016:B368
Παπαπαντελής Παρασκευάς ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 988, ECLI:CY:AD:2016:B481
Μαληκκίδης Ευτύχιος ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 1186, ECLI:CY:AD:2016:B534
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 71/2017, 27/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:B322
ΛΕΜΟΝΑΡΗ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 212/2017, 17/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B150
ECLI:CY:AD:2017:B8
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 146/2016
18 Ιανουαρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΣΣΙΩΤΗ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------
Ε. Ευσταθίου, για εφεσείοντα
Ν. Δημητρίου, για εφεσίβλητη
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αποβλέπει στον παραμερισμό συντρεχουσών ποινών άμεσης φυλάκισης 9 και 12 μηνών που του επιβλήθηκαν σε κατηγορίες κατοχής παιδικής πορνογραφίας, προβάλλοντας ότι οι ποινές είναι προϊόν παρερμηνείας και/ή παραβίασης εμπεδωμένων αρχών δικαίου, έκδηλα υπερβολικές και δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς που επιδιώκει να εξυπηρετήσει η ποινή και εν πάση περιπτώσει εσφαλμένως δεν ανεστάλη η εκτέλεσή τους.
Τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση δεν αμφισβητούνται και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:-
Στις 25.2.2013 λήφθηκε πληροφορία από το πρόγραμμα Προστασίας του Παιδιού (Child Protection System) ότι μεταξύ 6.7.12 και 11.3.13 κάτοχος/χρήστης συγκεκριμένου IP address κατέβασε 300 αρχεία παιδικού πορνογραφικού υλικού. Όπως διαπιστώθηκε το εν λόγω IP address ανήκε στον εφεσείοντα και προς διερεύνηση της πληροφορίας εκδόθηκε ένταλμα έρευνας της οικίας του, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η κατάσχεση ηλεκτρονικών υπολογιστών (H/Y) και σκληρών εξωτερικών δίσκων στους οποίους, μετά από δικανικές εξετάσεις, εντοπίστηκαν (α) 23 αρχεία βίντεο διάρκειας 13 ωρών και 48 λεπτών και 2 αρχεία εικόνας που έδειχναν παιδιά σε ερωτικές στάσεις χωρίς σεξουαλική δραστηριότητα (1ο επίπεδο), (β) 64 αρχεία βίντεο διάρκειας 23 ωρών και 48 λεπτών που έδειχναν σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ παιδιών χωρίς διείσδυση ή αυνανισμό από παιδί (2ο επίπεδο), (γ) 21 αρχεία βίντεο διάρκειας 2 ωρών και 54 λεπτών που έδειχναν σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων χωρίς διείσδυση (3ο επίπεδο), (δ) 89 αρχεία βίντεο διάρκειας 27 ωρών και 55 λεπτών που έδειχναν σεξουαλική δραστηριότητα με διείσδυση μεταξύ ενός ή περισσοτέρων παιδιών ή παιδιών με ενήλικες (4ο επίπεδο) και (ε) 4 αρχεία βίντεο διάρκειας 1 ώρας και 53 λεπτών με σαδιστικό περιεχόμενο ή διείσδυση από ή με ζώο (5ο επίπεδο).
Με τον εντοπισμό του παιδικού πορνογραφικού υλικού ο εφεσείων συνελήφθη και όπως ισχυρίστηκε στην ανακριτική του κατάθεση «κατέβαζε» τα αρχεία από το λογισμικό πρόγραμμα «eMule», και «teenagers». Ισχυρισμός όμως που δεν απέτρεψε την ποινική του δίωξη για κατοχή παιδικού πορνογραφικού υλικού και σχετικά του προσάφθηκαν 4 κατηγορίες, τις οποίες και παραδέχτηκε. Για σκοπούς δε επιμέτρησης της ποινής επικαλέστηκε αφενός τις προσωπικές του συνθήκες - είναι ηλικίας 45 ετών, άγαμος και ασχολείται ως μουσικός παραγωγός - και αφετέρου σειρά μετριαστικών παραγόντων - παραδοχή, συνεργασία με την αστυνομία, μεταμέλεια, λευκό ποινικό μητρώο και ανατροπή της ζωής του λόγω κοινωνικής απαξίωσης - στη βάση των οποίων εισηγήθηκε ότι στην περίπτωση του θα έπρεπε να αποφευχθεί η επιβολή ποινής φυλάκισης και αν η εισήγηση του δεν γινόταν αποδεκτή, αυτή θα έπρεπε να ανασταλεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όμως, είχε διαφορετική άποψη. Με αναφορά στο ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το άρθρο 11(1)(ε) του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικός) Νόμου του 2004 (Ν.22(111)/2004, στο εξής ο Νόμος) και στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Makamian (2007) 2 A.A.Δ. 405, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ασσιώτη (2010) 2 Α.Α.Δ. 67 και R v. Oliver [2003] 2 Cr. App. R. (S) 64, αποφάνθηκε πως τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων ήταν πολύ σοβαρά και γι΄ αυτά πρόβαλλε η ανάγκη επιβολής ποινής με αποτρεπτικό χαρακτήρα που οι προσωπικές του συνθήκες και οι μετριαστικοί παράγοντες που συνέτρεχαν την περίπτωση του δεν μπορούσαν να την αποτρέψουν. Σ΄ ό,τι δε αφορά την εισήγηση για αναστολή της ποινής έκρινε πως το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα δεν δικαιολογούσαν αναστολή, και αυτό παρά το γεγονός ότι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και κατείχε το πορνογραφικό υλικό για προσωπική του χρήση.
Είναι θέση του εφεσείοντα ότι η 12μηνη ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε οφείλεται σε παράβαση ή παρερμηνεία εμπεδωμένων αρχών δικαίου (1ος λόγος έφεσης) καθότι το επιλήψιμο υλικό παρείσφρησε στον Η/Υ χωρίς να το επιδιώξει και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική (ουσιαστική) Υπεράσπιση που είχε προβάλει και την οποία η Κατηγορούσα Αρχή δεν αμφισβήτησε. Αν, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αμφιβολία επί τούτου όφειλε να διενεργήσει τη γνωστή διαδικασία Newton Trial ώστε να αποσαφηνιστεί το όλο ζήτημα και να δοθεί στον εφεσείοντα η δυνατότητα να υποστηρίξει τη θέση του ότι όντως το επιλήψιμο υλικό παρείσφρησε στον Η/Υ εν αγνοία του, δεν το ανέγνωσε καν και ότι το σφάλμα του εν τέλει ήταν απλώς πως δεν το διέγραψε.
O υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Όντως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ο εφεσείων προώθησε αρχικώς τη θέση ότι το πορνογραφικό υλικό παρείσφρησε στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή εν αγνοία του και το μόνο σφάλμα που διέπραξε ήταν πως αμέλησε να το διαγράψει. Όμως, σε παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι οι κατηγορίες που παραδέχθηκε προϋπόθεταν το στοιχείο της πρόθεσης - όπως αναγραφόταν και στο κατηγορητήριο - η απάντηση του συνηγόρου του δεν ήταν αρνητική. Αντίθετα προέβη σε ρητή παραδοχή περί ύπαρξης πρόθεσης κατοχής και πως ο εφεσείων είχε δει το υλικό - «είδε τα», «μα είδε τα», ανάφερε ο συνήγορος του (σελ. 7 και 8 των πρακτικών) - και περαιτέρω υιοθέτησε απαντήσεις που είχε δώσει ο εφεσείων κατά την ανάκριση του πως μόνο ο ίδιος είχε δει το υλικό («Τα είδα μόνος μου εγώ» και «Γνωρίζω ότι έκαμα μεγάλη βλακεία»). Πέραν τούτων, ως θέμα λογικής συνέπειας, δεν μπορεί να κριθεί βάσιμος ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πορνογραφικό υλικό παρείσφρυσε εν αγνοία του στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του τη στιγμή που, όπως είναι αντιληπτό, μεγάλο μέρος του υπό αναφορά υλικού αποθηκεύτηκε από τον εφεσείοντα και στον εξωτερικό του δίσκο. Κατά συνέπεια, η θέση ότι το πορνογραφικό υλικό παρείσφρησε στον Η/Υ εν αγνοία του και στη συνέχεια απλώς αμέλησε να το διαγράψει - δηλαδή ότι το κατείχε χωρίς πρόθεση και μάλιστα χωρίς «να το αναγνώσει» - δεν ευσταθεί και επί του προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα.
Με τους λόγους έφεσης 2, 3 και 5 (εν μέρει) καταλογίζονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο τρία σφάλματα τα οποία, όπως προβλήθηκε, καθιστούν την επιβληθείσα ποινή έκδηλα υπερβολική και ξένη προς το σκοπό που επιδιώκει να εξυπηρετήσει η ποινή. Το πρώτο ότι ενώ αποδέκτηκε ότι το επιλήψιμο υλικό αποκτήθηκε από τον εφεσείοντα για δική του χρήση και χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, εντούτοις από απόψεως βαρύτητας το ταξινόμησε σε υψηλό επίπεδο παραβλέποντας ότι η απλή κατοχή δεν εντάσσεται στις σοβαρότερες διαβαθμίσεις του αδικήματος που διαλαμβάνονται στο άρθρο 11(1)(α)-(δ) του Νόμου. Στη βάση αυτή, υποστηρίχθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιβάλει στον εφεσείοντα ποινή προστίμου, εφαρμόζοντας προς τούτο τα όσα λέχθηκαν στην R v. Oliver (ανωτέρω) που το ίδιο επικαλέστηκε. Το δεύτερο ότι ενώ αναγνώρισε στον εφεσείοντα ως ελαφρυντικά το λευκό ποινικό μητρώο, τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, την παραδοχή και μεταμέλεια και το γεγονός ότι κατείχε το υλικό για δική του χρήση, εντούτοις εν τέλει του επέβαλε ποινή φυλάκισης παραγνωρίζοντας ότι στις Μakamian και Ασσιώτης (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων με τις οποίες είχαν επιβληθεί ποινές προστίμου. Και το τρίτο, παραγνώρισε διαχρονική αρχή της Νομολογίας (Polycarpou v. Police (1970) 2 C.L.R. 111) βάσει της οποίας η ποινή φυλάκισης είναι το ύστατο μέσο τιμωρίας και επιβάλλεται όπου δεν μπορεί να επιβληθεί άλλη ποινή.
Αντίθετες βεβαίως είναι οι θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την επισήμανση ότι τα γεγονότα της Makamiam και Ασσιώτης (ανωτέρω) είναι πολύ διαφορετικά από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι στις εν λόγω υποθέσεις το παιδικό πορνογραφικό υλικό δεν εκτεινόταν και στο επίπεδο 5 όπως η παρούσα.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και των αυθεντιών στις οποίες μας παρέπεμψαν. Καταλήξαμε ότι τα σφάλματα που καταλογίζονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο στερούνται ερείσματος. Όπως ορθώς επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο η σοβαρότητα ενός αδικήματος αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο που στην υπό κρίση περίπτωση είναι η 10ετής ποινή φυλάκισης (άρθρο 11(1)[1]). Το γεγονός δε ότι η επιλήψιμη πράξη του εφεσείοντα δεν εντάσσεται στις περιπτώσεις του άρθρου 11(1)(α)-(δ) δεν υποβαθμίζει τη σοβαρότητα του αδικήματος εφόσον ο Νομοθέτης ταξινομεί από απόψεως σοβαρότητας την κατοχή παιδικής πορνογραφίας στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες επιλήψιμες πράξεις των υπεδαφίων (α)-(δ), χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι στις κατάλληλες περιπτώσεις το Δικαστήριο εμποδίζεται, ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, να θεωρήσει οποιαδήποτε από τις πέντε περιπτώσεις του άρθρου 11(1) ότι ενέχει σοβαρότητα με ανάλογη επίπτωση στο είδος και ύψος της ποινής. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά του εγκλήματος μέσω Διαδικτύου, την οποία επικύρωσε ο Ν.22(111)/2004, αποβλέπει στην προστασία των ανηλίκων παιδιών από τη χρησιμοποίηση τους ως αντικειμένων ηδονής που είναι ίσως η χειρότερη μορφή διάδοσης μέσω διαδικτύου παιδικής πορνογραφίας (Ασσιώτης, ανωτέρω), ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ταξινόμησε από απόψεως σοβαρότητας το αδίκημα της κατοχής τέτοιου υλικού από τον εφεσείοντα σε υψηλό επίπεδο. Τη στιγμή μάλιστα που η ποσότητα του υλικού αφενός ήταν πολύ μεγάλη και αφετέρου αποκτήθηκε μέσα σε χρονική περίοδο 9 περίπου μηνών - Ιούλιο του 2012 μέχρι Μάρτιο του 2013 - και περιλάμβανε σεξουαλικές δραστηριότητες παιδιών και των 5 επιπέδων, με ιδιαίτερα σοβαρές τις σαδιστικές σκηνές των 4 αρχείων που παρουσίαζαν παιδιά με διείσδυση με και από ζώο. Χωρίς βεβαίως αυτό να υποβαθμίζει την αποστροφή και για τα υπόλοιπα 198 αρχεία, στα οποία χρησιμοποιούνται κτηνωδώς παιδιά για ικανοποίηση ποικιλίας άλλων διαστροφών. Κάτω από αυτά τα δεδομένα η δικαιολογία πως ο εφεσείων δεν πλήρωσε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για απόκτηση του επιλήψιμου υλικού και πως κατείχε το υλικό για δική του χρήση δεν μειώνει ουσιωδώς τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε εφόσον, όπως τονίστηκε στη Makamian (ανωτέρω), «η αναζήτηση και η κατοχή μέσω διαδικτύου τέτοιου πορνογραφικού υλικού αυξάνει τη ζήτηση και ενθαρρύνει τους εμπνευστές της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων να συνεχίσουν το έργο τους». Κατά συνέπεια ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι σε αδικήματα τέτοιας φύσεως προβάλλει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών και - προσθέτουμε - πως όπου εντοπίζεται τέτοια ανάγκη οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου ναι μεν λαμβάνονται υπόψη, αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής καθότι προέχει η αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λοιπόν, ταξινόμησε από απόψεως σοβαρότητας τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων στο ορθό επίπεδο και λαμβανομένου υπόψη ότι προσμέτρησε προς όφελος του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωση του - κυρίως τη συνεργασία του με την αστυνομία, την παραδοχή και το λευκό του μητρώο - η εν τέλει ποινή των 12 μηνών φυλάκισης που του επέβαλε για ένα αδίκημα για το οποίο ο Νόμος προβλέπει κατ΄ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης 10 ετών, που αποτελεί τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για επιμέτρηση της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (2004) 2 Α.Α.Δ. 166, Καφάρη ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 632 και Ευτύχιου Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 40/2015 ημερ. 25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534), δεν μπορεί να κριθεί έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου. Σ΄ ό,τι δε αφορά την υπόθεση Μakamian που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα για ανατροπή της ποινής φυλάκισης, να παρατηρήσουμε αφενός ότι στην υπόθεση αυτή δεν τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα στοιχεία του πορνογραφικού υλικού που είχε στην κατοχή του ο εφεσείων ενώ στην παρούσα τέθηκαν και αφετέρου, όπως κρίθηκε, η ποινή του προστίμου που επιβλήθηκε στην εν λόγω υπόθεση ήταν στο μεταίχμιο της επιείκειας και της έκδηλης ανεπάρκειας. Παρομοίως δεν βοηθά τον εφεσείοντα και η Ασσιώτης (ανωτέρω), όπου και πάλι επιβλήθηκε πρόστιμο, εφόσον στην υπόθεση αυτή το πορνογραφικό υλικό αποκτήθηκε πριν ποινικοποιηθεί η κατοχή τέτοιου υλικού από το Νόμο και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχώρησε στη διαφοροποίηση της ποινής επισημαίνοντας πως «Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό ώστε να μη διαφοροποιήσουμε την επιβληθείσα ποινή προς το αυστηρότερο όπως ενδεχομένως θα επράτταμε αν δεν είχαμε υπόψη μας αυτό το στοιχείο».
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε πως οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 5 (εν μέρει) δεν ευσταθούν και ό,τι απέμεινε είναι η εξέταση των λόγων έφεσης 4 και 5, με τους οποίους προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση της Υπεράσπισης να αναστείλει ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης «. για τον απλούστατο λόγο ότι η αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, δηλαδή η παράβαση του άρθρου 11(1)(ε) είναι η ολιγότερη σοβαρή μορφή του αδικήματος, όπως έχουμε εξηγήσει στην παρούσα έφεση». Όπως λανθασμένη είναι και η έμφαση που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αναστολή της ποινής «. θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε άλλους, υποβιβάζει τον κατηγορούμενο - εφεσείοντα από υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε αντικείμενο παραδειγματισμού και άλλων.».
Ούτε η υπό συζήτηση θέση του εφεσείοντα μας βρίσκει σύμφωνους.
Ο περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτέλεσης της Ποινής εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.186(1)/2003, παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια για αναστολή της ποινής εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και των προσωπικών δεδομένων του κατηγορουμένου (Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449, Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 27/16, ημερ. 19.7.2016, Παπαντελή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 11/16 ημερ. 17.10.16, Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 12/2016 ημερ. 29.3.16 και άλλες). Κατά την εξέταση δε του ζητήματος το σημαντικό ερώτημα που εγείρεται για το δικαστήριο «. είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής» (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930) και, όπως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιsmael κ.α., Ποιν. Εφ. 228-245/15 και 248-255/15 μόνο στις περιπτώσεις που το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής επί του θέματος δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.
Στην υπό κρίση περίπτωση τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων, όπως ορθώς απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εξ αντικειμένου πολύ σοβαρά και ως εκ τούτου οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα δεν δικαιολογούσαν αναστολή της ποινής καθότι θα οδηγούσε σε μη αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου. Δεν υπέπεσε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής επί του θέματος και ενόψει τούτου δεν παρέχεται περιθώριο στο Εφετείο να επέμβει στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια επί του ζητήματος.
Υπό το φως των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 11(1) Όποιος με πρόθεση και χωρίς δικαίωμα-
(α) Παράγει παιδική πορνογραφία με σκοπό τη διανομή της δια μέσου συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή
(β) προσφέρει, παρέχει πληροφορίες ως προς τον τρόπο που μπορεί να καταστεί διαθέσιμη ή καθιστά διαθέσιμη παιδική πορνογραφία μέσω συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή
(γ) διανέμει ή διαβιβάζει (εκπέμπει) παιδική πορνογραφία δια μέσου συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή
(δ) προάγει παιδική πορνογραφία μέσω συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή για τον ίδιο ή για άλλον
(ε) κατέχει παιδική πορνογραφία σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή ή σε μέσον αποθήκευσης δεδομένων ηλεκτρονικού υπολογιστή
διαπράττει αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εικοσιπέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο ποινές