ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:D540

(2016) 2 ΑΑΔ 1281

2 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

IOANNIS MICHELAKIS,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πoινική Έφεση Αρ. 326/2015)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Απειλή βιαιοπραγίας ― Άρθρο 91(γ) του  Κεφ.154 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι με την εκστόμιση της επίδικης φράσης προς την παραπονούμενη, ο εφεσείων διατύπωσε εναντίον της απειλή, ώστε να την υποκινήσει να μη προβαίνει σε πράξεις τις οποίες είχε δικαίωμα ως μητέρα να διενεργήσει, δηλαδή να έχει την επιμέλεια για το παιδί της. 

 

Μαρτυρία ― Δικαστική απόφαση ― Δεν εξετάζεται μικροσκοπικά και δεν είναι ορθή προσέγγιση να απομονώνονται μέρη μαρτυρίας τα οποία να προσαρμόζονται ανάλογα με την εκδοχή της αντίθετης πλευράς.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Δεν είναι αρκετό να προβάλλεται ισχυρισμός λάθους που αφορά στη δικαιότητα της δίκης χωρίς παράλληλα να εξηγείται σε τι ακριβώς συνίσταται η βλάβη στην Υπεράσπιση.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο.

 

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης σε 3 κατηγορίες για τα αδικήματα της κοινής επίθεσης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1), (4)(1)(2)(ιβ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000, της δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και της απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.

 

Επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα συντρέχουσες άμεσες ποινές φυλάκισης, με μέγιστη την ποινή των 2 μηνών.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε χρόνο που η εφεσείουσα μετέβη σε Γυμνάσιο για να παραλάβει το παιδί της και ενώ το όχημα της ήταν σταθμευμένο και αυτή βρισκόταν εντός του οχήματος με μισάνοιχτο το παράθυρο είδε τον πρώην σύζυγο της να σταθμεύει το όχημα του σε απόσταση 5-6 μέτρα από το δικό της, να βγαίνει θυμωμένος από αυτό και να κατευθύνεται προς το μέρος της. Ενώ προσπαθούσε να κλείσει το παράθυρο του οχήματος της ο εφεσείων τοποθέτησε τα χέρια του πάνω σε αυτό εμποδίζοντας την, σπρώχνοντας το προς τα κάτω. Tότε της είπε την φράση «Ρε μωρή καριόλα. Άμα ξανακούσω ότι πηγαίνεις στο σχολείο του Μηνά θα σε σκοτώσω και θα σε θάψω και δεν θα σε βρει κανείς», συνοδεύοντας την απειλή του μ' ένα χαστούκι που της έδωσε στο δεξί μάγουλο.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Tο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία της παραπονούμενης και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Τα ευρήματα στα οποία κατέληξε, αντιστρατεύονται τη λογική καθώς και τη λοιπή μαρτυρία που το Δικαστήριο αποδέχτηκε.

 

β)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα είχε επέμβει στη διαδικασία «μη επιτρέποντας στην Υπεράσπιση να έχει τον αναγκαίο χρόνο για την προετοιμασία της».

 

γ)  Η μαρτυρία που το Δικαστήριο είχε αποδεκτεί, δεν ήταν ικανή για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα απειλής βιαιοπραγίας. 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει τη δοθείσα, από την κατηγορούσα αρχή, μαρτυρία (του μάρτυρα αστυνομικού και της παραπονούμενης) όπως επίσης και του εφεσείοντα προβαίνει λεπτομερώς στην καταγραφή και αιτιολόγηση της κατάληξης του να αποδεχτεί τη μαρτυρία της παραπονούμενης και να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

 

2.  Αναφέρει ότι η παραπονούμενη ήταν άμεση στις απαντήσεις της και επεξηγηματική, η μαρτυρία της είχε συνοχή και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της.

 

3.  Εν αντιθέσει αξιολογώντας τον εφεσείοντα, στην προσπάθεια του το Δικαστήριο, να εξηγήσει την αρνητική κατάταξη του ως μάρτυρα, ανέφερε ότι δεν άντεχε στη βάσανο της λογικής ότι το όλο συμβάν ήταν δημιούργημα της παραπονούμενης και ότι ο ίδιος απλώς πήγε στην οδό Ανδρέα Ζάκου για να έχει μια συζήτηση μαζί της.

 

4.  Προέκυπτε από σχετικά αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης, ότι δεν στοιχειοθετούνταν τα παράπονα του εφεσείοντα ούτε και παρουσιάζονταν αντιφάσεις ή κενά ως η εισήγηση του στη μαρτυρία που το Δικαστήριο εδέχθη.

 

5.  Αντιθέτως παρουσιάζεται μια συμπαγής, ομοιογενής και με λογικό ειρμό εικόνα την οποία ακριβώς μπόρεσε η παραπονούμενη να μεταφέρει στο Δικαστήριο, εν αντιθέσει με τον εφεσείοντα ο οποίος προβάλλοντας - διά του σχετικού λόγου έφεσης - αποσπασματικά σημεία εκ της μαρτυρίας επιχειρεί να αποδυναμώσει τα συμπεράσματα και ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία όμως παραμένουν και δυνατά και αλώβητα.

 

6.  Είναι σαφές ότι το Δικαστήριο αποδέκτηκε στην ολότητα της τη μαρτυρία της παραπονούμενης διά της αφετηρίας της αφήγησης για την επίδικη ημερομηνία και της συνέχειας με επεξήγηση του τι συνέβη στον επίδικο χώρο και χρόνο.

 

7.  Η δικαστική απόφαση δεν εξετάζεται μικροσκοπικά και δεν είναι ορθή προσέγγιση να απομονώνονται μέρη μαρτυρίας τα οποία να προσαρμόζονται ανάλογα με την εκδοχή της αντίθετης πλευράς.

 

8.  Το ίδιο ισχύει και για την παρουσιαζόμενη σαν πλημμέλεια ως προς την αποδοχή της θέσης ότι ο εφεσείων είχε προσφύγει στην Αστυνομία με απώτερο σκοπό να προστατευθεί από την επικείμενη καταγγελία της παραπονούμενης ακριβώς συναισθανόμενος το παράνομο των ενεργειών του.

 

9.  Η θέση αυτή είχε εξηγηθεί δεόντως και συνάδει με τη λογική του πράγματος. Όσο για την απουσία αντικειμενικού ευρήματος ως προς το χαστούκι που η ΜΚ2 εδέχθη, θα έπρεπε να επισημανθεί ότι δεν ήταν αναμενόμενο σε υπόθεση ειδικά απλής επίθεσης να υπάρξει άνευ ετέρου αντικειμενικό ή ιατρικό εύρημα. Ως εκ των πιο πάνω δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης στο έργο της αξιολόγησης που έγινε πρωτοδίκως.

 

10. Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης αυτός είχε διατυπωθεί με γενικότητα και αοριστία, παρόλα αυτά εξετάστηκε με αναφορά στα πρακτικά, εάν υπήρξε αθέμιτη επέμβαση του Δικαστηρίου στην παρουσίαση της υπόθεσης από τον εφεσείοντα, ως ισχυριζόταν ο τελευταίος.

 

11. Υπήρξε από τη μαρτυρία μια αναφορά στο ιστορικό των διαφορών των μερών ως πρώην συζύγων. Το Δικαστήριο επέτρεψε ερωτήσεις που αφορούσαν αυτές τις διαφορές, στο βαθμό που ήταν θεμιτό, για να γίνει αντιληπτή η εκδοχή σε συνάρτηση με την επίδικη ημέρα.

 

12. Όταν έκρινε ότι η περαιτέρω μαρτυρία ξέφευγε από το στόχο αυτό αλλά κάλυπτε πολύ ευρύτερα το θέμα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δεν επέτρεψε μια ερώτηση, ενώ σε ακόμη μια περίπτωση δεν επέτρεψε μια άλλη ερώτηση ως επαναληπτική και όχι ως άσχετη. Εν πάση περιπτώσει οι ερωτήσεις αυτές δεν έχουν συσχετιστεί με οποιανδήποτε βλάβη του εφεσείοντα ως προς την προβολή της υπεράσπισης του.

 

13. Δεν είναι αρκετό να προβάλλεται ισχυρισμός λάθους που αφορά στη δικαιότητα της δίκης χωρίς παράλληλα να εξηγείται σε τι ακριβώς συνίσταται η βλάβη στην Υπεράσπιση. Εν προκειμένω, δεν υπάρχει καν υπόνοια για συγκεκριμένη βλάβη αλλά και δεν παρατηρείται ανεπίτρεπτη παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

14. Δεν ευσταθούσε ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο δεν στοιχειοθετείτο το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο Νόμο Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 και τη νομολογία  καταλήγει ότι διά της εκστόμισης της πιο πάνω φράσης προς την παραπονούμενη, ο εφεσείων διατύπωσε εναντίον της απειλή ώστε να την υποκινήσει να μη προβαίνει σε πράξεις τις οποίες είχε δικαίωμα ως μητέρα να διενεργήσει, δηλαδή να έχει την επιμέλεια για το παιδί της.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317,

 

Supatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286,

 

Κρασοπούλη Σκορδέλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 436, ECLI:CY:AD:2016:B267,

 

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

 

Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485,

Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1,

 

Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 510,

 

Κallenos v. Police (1969) 2 C.L.R. 210,

 

Μιλτιάδους ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1100, ECLI:CY:AD:2016:D519.

 

Έφεση κατά Καταδίκης.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Μουγής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2208/2014), ημερομηνίας 17/11/2015.

 

Κ. Πόλεος, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης σε 3 κατηγορίες για τα αδικήματα της κοινής επίθεσης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1), (4)(1)(2)(ιβ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000, της δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και της απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.

 

Επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα συντρέχουσες άμεσες ποινές φυλάκισης, με μέγιστη την ποινή των 2 μηνών.

 

Η έφεση εξετάστηκε μόνο ως προς την καταδίκη του εφεσείοντα, αφού σχετική έφεση επί της ποινής αποσύρθηκε.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής:

 

Εφεσείων και ΜΚ2 (παραπονούμενη) υπήρξαν σύζυγοι μέχρι και τον Ιούνιο του 2013, οπότε και εκδόθηκε διαζύγιο. Από το γάμο τους απέκτησαν 2 παιδιά, το Γιώργο και το Μηνά. Στις 20/03/2014 η ΜΚ2 μετέβηκε στο Γυμνάσιο Παραλιμνίου για να παραλάβει το παιδί της (το Γιώργο). Ενώ το όχημα της ήταν σταθμευμένο στην οδό Ανδρέα Ζάκου και αυτή βρισκόταν εντός του οχήματος με μισάνοιχτο το παράθυρο είδε τον πρώην σύζυγο της να σταθμεύει το όχημα του σε απόσταση 5-6 μέτρα από το δικό της, να βγαίνει θυμωμένος από αυτό και να κατευθύνεται προς το μέρος της. Ενώ προσπαθούσε να κλείσει το παράθυρο του οχήματος της ο εφεσείων τοποθέτησε τα χέρια του πάνω σε αυτό εμποδίζοντας την, σπρώχνοντας το προς τα κάτω. Tότε της είπε την φράση «Ρε μωρή καριόλα. Άμα ξανακούσω ότι πηγαίνεις στο σχολείο του Μηνά θα σε σκοτώσω και θα σε θάψω και δεν θα σε βρει κανείς», συνοδεύοντας την απειλή του μ' ένα χαστούκι που της έδωσε στο δεξί μάγουλο.

 

Ο εφεσείων διά του πρώτου λόγου έφεσης παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία της παραπονούμενης και απέρριψε τη μαρτυρία του, προβάλλοντας ότι τα ευρήματα στα οποία κατέληξε αντιστρατεύονται τη λογική καθώς και τη λοιπή μαρτυρία που το Δικαστήριο αποδέχτηκε. 

 

Διά του δεύτερου λόγου ο εφεσείων προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα είχε επέμβει στη διαδικασία «μη επιτρέποντας στην Υπεράσπιση να έχει τον αναγκαίο χρόνο για την προετοιμασία της» και με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλει τη νομική θέση ότι η μαρτυρία που το Δικαστήριο είχε αποδεκτεί, δεν ήταν ικανή για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα απειλής βιαιοπραγίας. 

 

Οι λόγοι αυτοί αναπτύχθηκαν ενώπιον μας προφορικά και διά μέσου του σχετικού διαγράμματος του εφεσείοντα.

 

Ο πρώτος λόγος που καλύπτει το θέμα του έργου της αξιολόγησης της μαρτυρίας θα πρέπει να μας απασχολήσει πρωτίστως αφού δυνατόν να επηρεάσει τη βασιμότητα των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Έχοντας εξετάσει την επιμέρους αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης παρατηρούμε ότι η πλευρά του εφεσείοντα επικεντρώνεται σε τρεις βασικούς πυλώνες προσβολής του έργου της αξιολόγησης. 

 

(α)  Διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως και η παραπονούμενη (ομού με τον εφεσείοντα) τοποθετεί το μικρότερο γιο Μηνά στο χώρο του επεισοδίου με ειδική αναφορά στην τελευταία απάντηση που δίδει στη σελ.7 των πρακτικών.

 

Μεταφέρουμε τη σχετική ερώτηση και απάντηση από τα πρακτικά (αντεξέταση της παραπονούμενης ΜΚ2). 

 

«...Ε.  Γιατί δεν πήγατε αμέσως στην Αστυνομία;

 

Α. Σας εξήγησα πριν. Όπως βγήκα από το αμάξι όταν με κτύπησε ήμουν ταραγμένη και έτρεμα ολόκληρη. Σας εξήγησα ότι προσπάθησα να κάνω το παιδί να μη νοιώσει άβολα από την κατάσταση αυτή στην οικογένεια, δεν ήθελα να του δώσω να καταλάβει το παιδί. Τα παιδιά πρέπει να μένουν έξω από ότι συμβαίνει μεταξύ των μεγάλων και να μένει μεταξύ των μεγάλων. Γι' αυτό αποφάσισα να μην πάω με το μικρό στην Αστυνομία και ποτέ δεν θα τον έπαιρνα, μόνο αν ήταν διάταγμα από το Δικαστήριο ή κάτι πολύ επείγον ή ακραίο. Εγώ σαν μητέρα . αποφάσισα να σταθώ πρώτα στη ψυχική ηρεμία του παιδιού μου, να είναι ασφαλές πρώτα στην αδελφή μου και μετά να γυρίσω εγώ ως ενήλικη στην Αστυνομία».

 

Ο κ. Πόλεος, ανέφερε με επίκληση τη φράση «γι' αυτό αποφάσισα να μην πάω με το μικρό στην Αστυνομία», ότι ως μικρός εννοείτο ο μικρότερος γιος της οικογένειας, (γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκε το συγκεκριμένο επίθετο), δηλαδή ο Μηνάς. Την παρουσία του Μηνά στο επεισόδιο είχε ισχυριστεί και ο εφεσείων. Αυτό ενίσχυε την αξιοπιστία του εφεσείοντα και λανθασμένα εκρίθη ως αναξιόπιστος. 

 

(β) Περαιτέρω, κατά τη θέση του πάντα, η έννοια της θετικής εντύπωσης ή της αρνητικής εντύπωσης σε συνάρτηση με την παραπονούμενη και τον εφεσείοντα δεν συσχετίστηκε και δεν επεξηγήθηκε ικανοποιητικά με τη μαρτυρία στην οποία παρατηρούνται αντιφάσεις και κενά. Μεταφέρουμε αυτούσιο ένα μέρος του αιτιολογικού. «.δηλαδή από τα πρακτικά σελ. 8 πρώτη απάντηση την παρουσία μάρτυρα που είχε το όνομα του και το τηλέφωνο και το οποίο είχε αναφέρει στην Αστυνομία, σελ. 9 πρώτη απάντηση ότι φορούσε γυαλιά κατά την επίθεση, ότι τα έσπασε και τα είχε κολλήσει, σελ. 15 έκτη απάντηση «εν βρασμώ, όπως ήταν νευριασμένος, κτύπησε με νεύρα το παράθυρο και με κτύπησε και μένα, ενώ η ίδια η μάρτυρας περιέγραψε τον κατηγορούμενο ως άτομο που στοχευμένα προέβη σε μια πράξη, πως το κτύπημα το έκαμε εσκεμμένα για να μη μείνουν μώλωπες και αυτό για να αιτιολογήσει τη μαρτυρία της Αστυνομίας και του γιατρού πως δεν υπήρχε ερυθρότητα από το κτύπημα του εφεσείοντα». 

 

(γ) Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του, θεωρώντας ως ουσιαστικό γεγονός ότι είχε προσφύγει ο ίδιος σε αστυνομικό σταθμό ώστε να προλάβει την καταγγελία της παραπονούμενης, λέγοντας στον αστυνομικό πως πιθανό να ερχόταν η παραπονούμενη να υποβάλει ψευδή καταγγελία εναντίον του. Είναι η θέση του ότι λανθασμένα προέβη σ' αυτή τη συσχέτιση το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δεν ήταν εκτός λογικής να δεχθεί την επ' αυτού μαρτυρία του εφεσείοντα με δεδομένο ότι είχε ενώπιον του μαρτυρία πως πολλές φορές στο παρελθόν η παραπονούμενη είχε προβεί σε ψευδείς καταγγελίες εναντίον του.

 

Όλα τα πιο πάνω, ως αφορώντα ακριβώς το έργο της αξιολόγησης, θα πρέπει να απασχολήσουν το Εφετείο μόνο στο πλαίσιο που ορίζεται και καθορίζεται εκ της νομολογίας ως το επιτρεπτό πεδίο δυνατότητας επέμβασης, αφού ως γνωστό η αξιοπιστία κρίνεται στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης όπου οι μάρτυρες δοκιμάζονται και αφήνουν τη θετική ή αρνητική εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επέμβαση του Εφετείου μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνο όταν θεωρηθεί ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317, Supatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286 και Κρασοπούλη Σκορδέλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 436, ECLI:CY:AD:2016:B267). Επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η πρωτόδικη αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λανθασμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση. Αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης, εκτός αν ήταν τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη. (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485).

 

Υπό το κράτος αυτής της καθοδήγησης, έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σχετικό λόγο έφεσης και την αιτιολογία του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει τη δοθείσα, από την κατηγορούσα αρχή, μαρτυρία (του μάρτυρα αστυνομικού και της παραπονούμενης) όπως επίσης και του εφεσείοντα προβαίνει λεπτομερώς στην καταγραφή και αιτιολόγηση της κατάληξης του να αποδεχτεί τη μαρτυρία της παραπονούμενης και να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Αναφέρει ότι η παραπονούμενη ήταν άμεση στις απαντήσεις της και επεξηγηματική, η μαρτυρία της είχε συνοχή και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Εν αντιθέσει αξιολογώντας τον εφεσείοντα, στην προσπάθεια του το Δικαστήριο, να εξηγήσει την αρνητική κατάταξη του ως μάρτυρα, ανέφερε ότι δεν άντεχε στη βάσανο της λογικής ότι το όλο συμβάν ήταν δημιούργημα της παραπονούμενης και ότι ο ίδιος απλώς πήγε στην οδό Ανδρέα Ζάκου για να έχει μια συζήτηση μαζί της.

 

Σε σχέση με την παρουσία του παιδιού και τις λοιπές θέσεις του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής:

 

«Κατ' αρχήν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου την παρουσία του γιου του στο συμβάν μόνο κατά το στάδιο που κατάθετε ο ίδιος. Στην ΜΚ2 δεν τέθηκε τέτοια θέση έτσι ώστε να μπορεί και η ίδια να τοποθετηθεί. Η παρουσία του παιδιού τέθηκε για να πει ότι δεν θα έκανε οτιδήποτε μπροστά στο παιδί του με απώτερο σκοπό να αποποιηθεί την ευθύνη του. Επίσης εφόσον ο ίδιος ήθελε να συζητήσει το ζήτημα της ισχυριζόμενης αναστάτωσης του μικρού τους γιου από την μητέρα του και ως ο ίδιος ανέφερε ενώπιον του δικαστηρίου, της ζήτησε δύο φορές ευγενικά να κατεβάσει το παράθυρο του οχήματος της για να μιλήσουν και αυτή αρνήθηκε, ποιος ο λόγος να μεταβεί από το σχολείο του μικρού γιου τους Μηνά στο Γυμνάσιο Παραλιμνίου όπου φοιτούσε ο μεγαλύτερος γιος τους για να συζητήσει το θέμα με την ΜΚ2. Το ελάχιστο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι ο χώρος δεν προσφερόταν για συζήτηση οικογενειακών προβλημάτων έξω δηλαδή από το σχολείο όπου σίγουρα υπήρχε κόσμος αφού ήταν η ώρα που σχολνούσαν οι μαθητές. Το λογικό θα ήταν εφόσον ήταν ήρεμος ως η θέση του, να περιμένει να το συζητήσει κάποια άλλη στιγμή. Συνεπώς η συμπεριφορά του κατηγορουμένου συνάδει με τον ισχυρισμό της ΜΚ2 ότι πήγε στο χώρο θυμωμένος. Δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ότι μετά το συμβάν επισκέφθηκε τον αστυνομικό σταθμό Παραλιμνίου για να τους ρωτήσει αν μπορούσε να γίνει οτιδήποτε. Αντίθετη ήταν η εκδοχή που δόθηκε από τον ΜΚ1 ο οποίος ανέφερε ότι του αναφέρθηκε από συνάδελφο του αστυνομικό ότι πριν την ΜΚ2 επισκέφθηκε τον αστυνομικό σταθμό ο κατηγορούμενος για να τους πει ότι θα περνούσε η ΜΚ2 και θα έκανε παράπονο και ότι αυτά που θα τους έλεγε ήταν ψέματα. Περαιτέρω ποιος ο λόγος να μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό να τους ρωτήσει για οτιδήποτε είχε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει την στιγμή που ως προέκυψε υπήρχαν διατάγματα Δικαστηρίου που καθόριζαν τις σχέσεις τους με τα παιδιά τους. Αν όντως τα γεγονότα επεσυνέβησαν όπως ο κατηγορούμενος τα ανάφερε και ότι της ζήτησε μόνο να κατεβάσει το τζάμι του παραθύρου του οχήματος για να συζητήσουν και αυτή απλώς αρνήθηκε τότε δεν έγινε οτιδήποτε έτσι ώστε η ΜΚ2 να χρειάζεται να μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό Παραλιμνίου για να κάνει παράπονο. Το συμπέρασμα που λογικά εξάγεται είναι ότι ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε τον αστυνομικό σταθμό γνωρίζοντας το παράνομο των πράξεων του και συναισθανόμενος ότι η ΜΚ2 θα επισκεπτόταν την αστυνομία για να υποβάλει παράπονο πήγε πρώτος σε μία προσπάθεια του να προλάβει την εξέλιξη αυτή. Αρκετός λόγος έγινε και για το αν μπορούσε ο κατηγορούμενος να κτυπήσει την Μ.Κ2 ενώ το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο και αυτή προσπαθούσε να το κλείσει. Η ΜΚ2 εξήγησε πώς επεσυνέβηκε το συμβάν και ότι μέχρι να προλάβει να κλείσει το παράθυρο ο κατηγορούμενος το τραβούσε προς τα κάτω με τα χέρια του και όπως ήταν γυρισμένος την κτύπησε με το δεξί του χέρι. Ο κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να καταρρίψει τον ισχυρισμό της ΜΚ2 και αντί απλώς να αρνηθεί ότι την κτύπησε, ανέλυσε στο Δικαστήριο το συμβάν σύμφωνα με την δική του εκδοχή με τελικό συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο να μην προλάβει η ΜΚ2 να κλείσει το παράθυρο του οχήματος της πριν να φτάσει εκείνος κοντά της. Με βάση τα πιο πάνω οι θέσεις και ισχυρισμοί του κατηγορούμενου δεν γίνονται δεκτοί».

 

Παρατηρούμε από τα πιο πάνω ότι καθόλου δεν στοιχειοθετούνται τα παράπονα του εφεσείοντα ούτε και παρουσιάζονται αντιφάσεις ή κενά ως η εισήγηση του στη μαρτυρία που το Δικαστήριο εδέχθη. Αντιθέτως παρουσιάζεται μια συμπαγής, ομοιογενής και με λογικό ειρμό εικόνα την οποία ακριβώς μπόρεσε η παραπονούμενη να μεταφέρει στο Δικαστήριο, εν αντιθέσει με τον εφεσείοντα ο οποίος προβάλλοντας - διά του σχετικού λόγου έφεσης - αποσπασματικά σημεία εκ της μαρτυρίας επιχειρεί να αποδυναμώσει τα συμπεράσματα και ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία όμως παραμένουν και δυνατά και αλώβητα. Είναι σαφές ότι το Δικαστήριο αποδέκτηκε στην ολότητα της τη μαρτυρία της παραπονούμενης διά της αφετηρίας της αφήγησης για την επίδικη ημερομηνία και της συνέχειας με επεξήγηση του τι συνέβη στον επίδικο χώρο και χρόνο. Είναι φανερό ότι η εφεσείουσα εννοούσε και ομιλούσε για το γιο της, το Γιώργο και όχι το Μηνά (βλ. κατάθεση-τεκμ.3-μέρος της κυρίας εξέτασης της) και πολύ λογική ήταν η εξήγηση της ότι δεν ήθελε να πάει με το παιδί στην Αστυνομία. 

 

Σε σχέση με τα κτυπήματα και τις λοιπές θέσεις ως περιγράφονται στο σημείο (β) ανωτέρω και πάλιν παρατηρούμε ότι ο εφεσείων επιλέγει κάποια σημεία της μαρτυρίας χωρίς συσχετισμό με τη συνολική εκδοχή και αφού τα απομονώνει, τα εξηγεί σύμφωνα με τη δική του εκδοχή. Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι η απόφαση δεν εξετάζεται μικροσκοπικά και δεν είναι ορθή προσέγγιση να απομονώνονται μέρη μαρτυρίας τα οποία να προσαρμόζονται ανάλογα με την εκδοχή της αντίθετης πλευράς. Το ίδιο ισχύει και για την παρουσιαζόμενη σαν πλημμέλεια ως προς την αποδοχή της θέσης ότι ο εφεσείων είχε προσφύγει στην Αστυνομία με απώτερο σκοπό να προστατευθεί από την επικείμενη καταγγελία της παραπονούμενης ακριβώς συναισθανόμενος το παράνομο των ενεργειών του. Η θέση αυτή έχει εξηγηθεί δεόντως και συνάδει με τη λογική του πράγματος. Όσο για την απουσία αντικειμενικού ευρήματος ως προς το χαστούκι που η ΜΚ2 εδέχθη, θα παρατηρήσουμε απλώς ότι δεν ήταν αναμενόμενο σε υπόθεση ειδικά απλής επίθεσης να υπάρξει άνευ ετέρου αντικειμενικό ή ιατρικό εύρημα. Ως εκ των πιο πάνω δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης στο έργο της αξιολόγησης που έγινε πρωτοδίκως. 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης έχει διατυπωθεί με γενικότητα και αοριστία, παρόλα αυτά έχουμε προσπαθήσει με αναφορά στα πρακτικά να εξετάσουμε εάν υπήρξε αθέμιτη επέμβαση του Δικαστηρίου στην παρουσίαση της υπόθεσης από τον εφεσείοντα, ως ισχυρίζεται ο τελευταίος. Πραγματικά θεωρούμε εντελώς άδικο το παράπονο που εξεφράσθη. Υπήρξε από τη μαρτυρία μια αναφορά στο ιστορικό των διαφορών των μερών ως πρώην συζύγων. Το Δικαστήριο επέτρεψε ερωτήσεις που αφορούσαν αυτές τις διαφορές, στο βαθμό που ήταν θεμιτό, για να γίνει αντιληπτή η εκδοχή σε συνάρτηση με την επίδικη ημέρα. Όταν έκρινε ότι η περαιτέρω μαρτυρία ξέφευγε από το στόχο αυτό αλλά  κάλυπτε πολύ ευρύτερα το θέμα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δεν επέτρεψε μια ερώτηση (σελ.16 των πρακτικών), ενώ σε ακόμη μια περίπτωση δεν επέτρεψε μια άλλη ερώτηση ως επαναληπτική και όχι ως άσχετη (σελ.18). Σε τρίτη δε περίπτωση, (σελ. 24) το Δικαστήριο ζήτησε διευκρίνιση από τη συνήγορο για το σκοπό της ερώτησης και της περαιτέρω αναγκαιότητας αναφοράς σε παλαιότερες υποθέσεις. Η δε δικηγόρος που εκπροσωπούσε τον εφεσείοντα δεν επιχειρηματολόγησε επί της αναγκαιότητας της ερώτησης, απλώς την απέσυρε. Εν πάση περιπτώσει οι ερωτήσεις αυτές δεν έχουν συσχετιστεί με οποιανδήποτε βλάβη του εφεσείοντα ως προς την προβολή της υπεράσπισης του.

 

Έχουμε τονίσει ότι δεν είναι αρκετό να προβάλλεται ισχυρισμός λάθους που αφορά τη δικαιότητα της δίκης χωρίς παράλληλα να εξηγείται σε τι ακριβώς συνίσταται η βλάβη στην Υπεράσπιση. Εν προκειμένω δεν υπάρχει καν υπόνοια για συγκεκριμένη βλάβη αλλά και δεν παρατηρείται ανεπίτρεπτη παρέμβαση του Δικαστηρίου.

Ο τρίτος λόγος αφορά το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας αφού κατά τη θέση του εφεσείοντα τα γεγονότα τα οποία αποδέκτηκε το δικαστήριο δεν στοιχειοθετούν το αδίκημα αυτό. Πλήρως διαφωνούμε με το πιο πάνω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο Νόμο Άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 και τη νομολογία (βλ. Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1, Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 510 και Κallenos v. Police (1969) 2 C.L.R. 210), καταλήγει ότι διά της εκστόμισης της πιο πάνω φράσης προς την παραπονούμενη, ο εφεσείων διατύπωσε εναντίον της απειλή ώστε να την υποκινήσει να μη προβαίνει σε πράξεις τις οποίες είχε δικαίωμα ως μητέρα να διενεργήσει, δηλαδή να έχει την επιμέλεια για το παιδί της. (βλ. Μιλτιάδους ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1100, ECLI:CY:AD:2016:D519).

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η έφεση στην ολότητα της πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο