ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D539
(2016) 2 ΑΑΔ 1270
2 Δεκεμβρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
MAGAR TEREZIAN,
Εφεσείων,
ν.
ΓΙΑΝΝΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πoινική Έφεση Αρ. 198/2015)
Έφεση ― Λόγοι έφεσης και αιτιολογία ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφ' ης στιγμής είχε ευρύτερο βάθρο στην απόρριψη της ένοχης σκέψης (mens rea) του εφεσίβλητου και αυτό το ευρύτερο βάθρο δεν πλήττετο διά της δοθείσας αιτιολογίας, δεν υπήρχε πεδίο επέμβασης στα πρωτόδικα ευρήματα ― Θέμα που δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης δεν εξετάζεται.
Ο εφεσείων-παραπονούμενος καταχώρησε ιδιωτική ποινική υπόθεση κατά των 1. Y. Theodorou Hotel Management (Cyprus) Ltd και του Γιάννου Θεοδώρου, εφεσίβλητου/κατηγορούμενου 2, με την οποία εγκαλούσε τα ως άνω πρόσωπα για τα αδικήματα παράλειψης καταβολής μισθών ως αυτά διαγράφονται από τα Άρθρα 2, 3, 5, 6, 9, 19 και 20 του περί προστασίας των Μισθών Νόμου 2007, Ν.35(Ι)/2007.
Στην εταιρεία, απέδωσε την ιδιότητα της εργοδότριας του κατά την περίοδο από το έτος 2009 μέχρι και το Μάρτιο του 2013, στο δε εφεσίβλητο απέδωσε την ιδιότητα του συνεργού (δυνάμει του Άρθρου 20 του Πoινικού Κώδικα, Κεφ. 154), καθότι ήταν ο διευθυντής της εταιρείας κατά την επίδικη περίοδο.
Το κατηγορητήριο αποτελείτο συνολικά από 12 κατηγορίες από τις οποίες οι πρώτες 6 αφορούσαν την εταιρεία και οι επόμενες τον εφεσίβλητο.
Η εταιρεία παραδέχθηκε τις κατηγορίες που την αφορούσαν και στις 30.7.2015 της επιβλήθηκε ποινή από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως και έκδοση διατάγματος είσπραξης των οφειλομένων μισθών.
Για τον εφεσίβλητο η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση με τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία, αποφάσισε την αθώωση του σ' όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Με την έφεση προσβλήθηκε η αθώωση στις κατηγορίες 8 - 12.
Προσβλήθηκε συγκεκριμένα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος 2, δεν είχε την απαιτούμενη ένοχη διάθεση/εγκληματική πρόθεση (mens rea) για τη διάπραξη των αδικημάτων με αποτέλεσμα εσφαλμένα να τον αθωώσει από τις κατηγορίες 8-12 που αντιμετώπιζε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως επισημαίνεται και πρωτοδίκως στην κρινόμενη περίπτωση κατά την οποία η εργοδότρια ήταν η εταιρεία και ο εφεσίβλητος ο Διευθυντής (και μέτοχος) αυτής, ισχύει γενικά ότι το φυσικό αυτό πρόσωπο, δηλαδή ο εφεσίβλητος, ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρείας και δεν υπέχει (κατ' αρχήν) αστική ευθύνη.
2. Δεν αποκλείεται όμως η ποινική του ευθύνη ως συνεργού αν στοιχειοθετείται το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα.
3. Δεν υπάρχει ωσαύτως αμφιβολία ότι τα υπό αναφορά αδικήματα είναι αυστηρής ποινικής ευθύνης αφού το στοιχείο της ένοχης διάνοιας ή εγκληματικής πρόθεσης (mens rea) συναρτάται και περιορίζεται στην ίδια την παράλειψη της καταβολής μισθών.
4. Σε περίπτωση συνέργειας εκρίθη ότι «προτού πρόσωπο καταδικασθεί ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος, πρέπει, τουλάχιστον, να αποδειχθεί ότι γνώριζε τα αναγκαία στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα».
5. Περαιτέρω, τούτο ισχύει και όπου το αδίκημα είναι αυστηρής ευθύνης.
6. Η παρούσα είναι έφεση κατόπιν αθωωτικής απόφασης, οπότε και ο εφεσείων πρέπει να πείσει ότι συντρέχει η κατ' εξαίρεση δυνατότητα καταχώρησης έφεσης.
7. Σε συσχετισμό αυστηρά με το λόγο έφεσης και την αιτιολογία του εκείνο που προσβάλλεται ως λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι, όχι το ότι η κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας δυνατόν να αποτελέσει υπεράσπιση, αλλά η επιλογή της εταιρείας να καταβάλει ποσά έναντι των χρεών αυτής και όχι τους μισθούς του εφεσείοντα.
8. Δεν προσβάλλεται, συνεπώς, το εύρημα του Δικαστηρίου για επιτυχία της υπερασπιστικής γραμμής περί της οικονομικής δυσπραγίας της εταιρείας.
9. Το Εφετείο δεν μπορεί να εκφύγει της αιτιολογίας του λόγου έφεσης με την οποία προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα περί μη ύπαρξης ενοχής σκέψης του εφεσίβλητου, λόγω της επιλογής του να καταβάλει η εταιρεία ποσά έναντι των χρεών αυτής, αντί τους μισθούς του εφεσείοντα.
10. Η θέση αυτή από μόνη της δεν μπορεί να πλήξει το εύρημα περί μη ενοχής σκέψης του εφεσίβλητου. Στο διάγραμμα δε για την πλευρά του εφεσείοντα, γίνεται εμμέσως απόπειρα αμφισβήτησης θεμάτων που αφορούν την αξιοπιστία.
11. Επιχειρείται δε να συσχετισθούν τα σημεία αυτά ή καλύτερα να αντιπαραβληθούν με την μαρτυρία του εφεσίβλητου για να καταδειχθούν οι αδυναμίες της, ειδικά στο αν ο εφεσίβλητος είχε εμπλοκή στις εργασίες της εταιρείας. Αυτό το σκεπτικό εκ του διαγράμματος δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει ή να διευρύνει τη δοθείσα στο εφετήριο αιτιολογία.
12. Ως είναι γνωστό, θέμα που δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης δεν εξετάζεται. Aυτό ισχύει με εντονότερο τρόπο εκεί που εφαρμόζεται το Άρθρο 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας και η άδεια του Γενικού Εισαγγελέα είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο.
13. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφ' ης στιγμής είχε ευρύτερο βάθρο στην απόρριψη της ένοχης σκέψης (mens rea) του εφεσείοντα και αυτό το ευρύτερο βάθρο δεν πλήττεται δια της δοθείσας αιτιολογίας, δεν υπήρχε πεδίο επέμβασης στα πρωτόδικα ευρήματα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιωάννου ν. Nanaimo Ltd κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 555,
Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδης (2015) 2 Α.Α.Δ. 721, ECLI:CY:AD:2015:B706,
Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474,
Οικονομίδης ν. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 253,
Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544,
Pavlos Zenonos General Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 5,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 851,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυπριανού, Ποιν. Έφ. 162/2013 κ.ά., 19.12.2014,
Κωστρίκης ν. 4 Motion Automotives Ltd κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 515, ECLI:CY:AD:2015:B516,
Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271,
Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 450.
Έφεση κατά Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τον Παραπονούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8542/2013), ημερομηνίας 10/8/2015.
Γ. Χατζηκωστής, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Ζαχαρία (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων-παραπονούμενος στις 26.6.2013 καταχώρησε την ιδιωτική ποινική υπόθεση αριθμ. 8542/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατά των 1. Y. Theodorou Hotel Management (Cyprus) Ltd (στο εξής «η εταιρεία») και 2. του Γιάννου Θεοδώρου, εφεσίβλητου/κατηγορούμενου 2, με την οποία εγκαλούσε τα ως άνω πρόσωπα για τα αδικήματα παράλειψης καταβολής μισθών ως αυτά διαγράφονται από τα Άρθρα 2, 3, 5, 6, 9, 19 και 20 του περί προστασίας των Μισθών Νόμου 2007, Ν.35(Ι)/2007, («ο Νόμος»).
Στην εταιρεία, απέδωσε την ιδιότητα της εργοδότριας του κατά την περίοδο από το έτος 2009 μέχρι και το Μάρτιο του 2013, στο δε εφεσίβλητο απέδωσε την ιδιότητα του συνεργού (δυνάμει του Άρθρου 20 του Πoινικού Κώδικα, Κεφ.154), καθότι ήταν ο διευθυντής της εταιρείας κατά την επίδικη περίοδο.
Το κατηγορητήριο αποτελείτο συνολικά από 12 κατηγορίες από τις οποίες οι πρώτες 6 αφορούσαν την εταιρεία και οι επόμενες τον εφεσίβλητο. Συγκεκριμένα του καταλογίστηκε ότι συνέργησε με την εταιρεία ώστε «(α) κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2009 να μην καταβληθεί στον παραπονούμενο ποσόν ύψους €714,28, το οποίο αντιστοιχεί στις 10 ημέρες άδειάς του για το έτος εκείνο (7η κατηγορία), (β) κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2011 να μην καταβληθεί στον παραπονούμενο ποσόν ύψους €1.500, ως ο 13ος μισθός του για το έτος εκείνο (8η κατηγορία), (γ) κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2012 να μην καταβληθεί στον παραπονούμενο ποσόν ύψους €900, ως το υπόλοιπο του μισθού του για τον μήνα εκείνο (9η κατηγορία) και (δ) κατά τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του έτους 2013 να μην καταβληθούν στον παραπονούμενο ποσά συνολικού ύψους €4.500 ως οι ισόποσοι μισθοί του για τους μήνες αυτούς (10η έως και 12η κατηγορία).»
Η εταιρεία παραδέχθηκε τις κατηγορίες που την αφορούσαν και στις 30.7.2015 της επιβλήθηκε ποινή από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως και έκδοση διατάγματος είσπραξης των οφειλομένων μισθών.
Για τον εφεσίβλητο η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση με τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία, αποφάσισε την αθώωση του σ' όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Προσβάλλεται η απόφαση που αφορά την αθώωση στις κατηγορίες 8 - 12 με τον εξής (κατά λέξη) λόγο έφεσης:
Λόγος έφεσης 1.
- Το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος 2, δεν είχε την απαιτούμενη ένοχη διάθεση/εγκληματική πρόθεση (mens rea) για τη διάπραξη των αδικημάτων με αποτέλεσμα εσφαλμένα το σεβαστό Δικαστήριο να τον αθωώσει από τις κατηγορίες 8-12 που αντιμετώπιζε.
Αιτιολογία:
- Κατά τη μαρτυρία που ακούστηκε ενώπιον του σεβαστού Δικαστηρίου από τον 2ο κατηγορούμενο ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι η 1η κατηγορούμενη κατά τον επίδικο χρόνο με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε η 1η κατηγορούμενη και ο ίδιος, η 1η κατηγορούμενη είχε κύκλο εργασιών ή την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τους μισθούς στον εφεσείοντα και κατ΄επιλογή της τα κατέβαλε έναντι χρεών της σε πιστωτές.
(Σημειώνεται ότι η αθώωση στην 7η κατηγορία, που στηρίχθηκε σ' άλλους λόγους, δεν προσβάλλεται.)
Ως εκ του πιο πάνω λόγου, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η ένοχη διάνοια του εφεσίβλητου για τη διάπραξη των αδικημάτων στοιχειοθετείτο εφόσον, εν γνώσει του και με πρόθεση, επέλεγε ως διευθυντής της εταιρείας να μην καταβάλλει τους μισθούς στον εφεσείοντα σύμφωνα με τις κατηγορίες 8 - 12 του κατηγορητηρίου.
Πρωτίστως, θα πρέπει να εξετάσουμε τον υπό αναφορά Νόμο, στα άρθρα που στηρίζεται το κατηγορητήριο: «Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον εργοδοτούμενο τον μισθό τοις μετρητοίς, σε νόμιμο χρήμα (Άρθρο 3), απευθείας (Άρθρο 5) και σε τακτά χρονικά διαστήματα, εβδομαδιαίως ή μηνιαίως (Άρθρο 9). Οιαδήποτε διαφορά αστικής φύσεως, η οποία αναφύεται μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου εντός του πλαισίου του Ν.35(Ι)/2007 επιλύεται από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (Άρθρο 19).»
Το Άρθρο 20(1)-(4) αφορά τα αδικήματα που διαπράττει εργοδότης και έχει ως εξής:
«20.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Το Δικαστήριο επιπρόσθετα από τις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δύναται, με την καταδίκη του εργοδότη, να εκδώσει και Διάταγμα καταβολής του οφειλόμενου ποσού προς τον εργοδοτούμενο.
(3) Οποιοσδήποτε εργοδότης προσφεύγει καταχρηστικά σε διαδικασία αφερεγγυότητας, με σκοπό να στερηθούν οι εργοδοτούμενοι των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), οποιοσδήποτε -
(α) παρεμποδίζει επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ' αυτόν από το Νόμο,
(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο,
(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο,
(δ) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές».
Σε σχέση με εργοδότη που είναι νομικό πρόσωπο και το Διευθυντή αυτού σχετική είναι η πρόνοια 20(5) η οποία έχει ως εξής:
«(5) Όταν διαπράττεται αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (4) από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, κάθε πρόσωπο το οποίο κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος κατέχει θέση συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με την ιδιότητα αυτή, θεωρείται ένοχο του ίδιου αδικήματος, εκτός εάν αποδείξει ότι το αδίκημα διαπράχθηκε χωρίς τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια του ιδίου και υπόκειται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό, στο εν λόγω εδάφιο».
Σαφώς προκύπτει ότι εφόσον δεν έχουμε εφαρμογή του εδαφίου (4), ανωτέρω, ούτε το εδάφιο (5) εφαρμόζεται. Αυτό είναι αποδεκτό από τα μέρη αλλά και η πρωτόδικη απόφαση το αναφέρει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αξιόπιστη, κατέληξε ως εξής:
«Εφ' όσον ο κατηγορουμένος αρ. 2 Γιάννος Θεοδώρου επέτυχε να αποδείξει, επί τη βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, το γεγονός πώς κατά τους χρόνους στους οποίους αφορούν η 8η έως και την 12η κατηγορία, οι κατηγορούμενοι αρ. 1 επαρουσίασαν διαρκή και μεγάλα οικονομικά προβλήματα, εκθεμελιώνεται η ένοχη διάθεση / εγκληματική πρόθεση (mens rea) του ως συνεργού. Επαναλαμβάνεται πώς, όσον αφορά σε συνεργό, το νοητικό στοιχείο που θα πρέπει να αποδειχθεί είναι γενικώς στενότερο και πιο απαιτητικό απ' ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του [δείτε, για ανάλογη εφαρμογή, Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, Zenonos General Motors Ltd v. Δημοκρατία (2009) 2 Α.Α.Δ. 5]».
Οπότε, σε σχέση με τυχόν ευθύνη Διευθυντή νομικής οντότητας, ως συνεργού, σχετικό είναι το ίδιο το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα*:
Σχετικές επίσης είναι οι γενικές κατευθύνσεις της νομολογίας για την ποινική ευθύνη Διευθυντή. (βλ. Ιωάννου ν. Nanaimo Ltd κ.ά. (2005) 2 Α.Α.Δ. 555, Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 721, ECLI:CY:AD:2015:B706).
Όπως επισημαίνεται και πρωτοδίκως στην κρινόμενη περίπτωση κατά την οποία η εργοδότρια ήταν η εταιρεία και ο εφεσίβλητος ο Διευθυντής (και μέτοχος) αυτής, ισχύει γενικά ότι το φυσικό αυτό πρόσωπο, δηλαδή ο εφεσίβλητος, ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρείας και δεν υπέχει (κατ' αρχήν) αστική ευθύνη (βλ. Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474) και το Σύγγραμμα Pennington, Company Law, 3η Έκδοση, σελ. 45 κ.επ.). Δεν αποκλείεται όμως η ποινική του ευθύνη ως συνεργού αν στοιχειοθετείται το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα.
Δεν υπάρχει ωσαύτως αμφιβολία ότι τα υπό αναφορά αδικήματα είναι αυστηρής ποινικής ευθύνης αφού το στοιχείο της ένοχης διάνοιας ή εγκληματικής πρόθεσης (mens rea) συναρτάται και περιορίζεται στην ίδια την παράλειψη της καταβολής μισθών. (βλ. Οικονομίδης ν. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 253 και Blackstone's, Criminal Practice, 2004 σελ.40).
Σε περίπτωση συνέργειας εκρίθη ότι «προτού πρόσωπο καταδικασθεί ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος, πρέπει, τουλάχιστον, να αποδειχθεί ότι γνώριζε τα αναγκαία στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα» (βλ. Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544). Περαιτέρω, τούτο ισχύει και όπου το αδίκημα είναι αυστηρής ευθύνης (βλ. Pavlos Zenonos General Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 5).
Η παρούσα είναι έφεση κατόπιν αθωωτικής απόφασης, οπότε και ο εφεσείων πρέπει να πείσει ότι συντρέχει η κατ' εξαίρεση δυνατότητα καταχώρησης έφεσης [Άρθρο 137(1)(α)*]. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 851, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυπριανού, Ποινική Έφεση 162/2013 κ.ά., ημερ. 19.12.2014 και Κωστρίκης ν. 4 Motion Automotives Ltd κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 515, ECLI:CY:AD:2015:B516).
Σε συσχετισμό αυστηρά με το λόγο έφεσης και την αιτιολογία του, ως άνω, παρατηρούμε ότι εκείνο που προσβάλλεται ως λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι, όχι το ότι η κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας δυνατόν να αποτελέσει υπεράσπιση, αλλά η επιλογή της εταιρείας να καταβάλει ποσά έναντι των χρεών αυτής και όχι τους μισθούς του εφεσείοντα.
Δεν προσβάλλεται, συνεπώς, το εύρημα του Δικαστηρίου για επιτυχία της υπερασπιστικής γραμμής περί της οικονομικής δυσπραγίας της εταιρείας. Επαναλαμβάνουμε το αυτονόητο ότι το Εφετείο δεν μπορεί να εκφύγει της αιτιολογίας του λόγου έφεσης με την οποία προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα περί μη ύπαρξης ενοχής σκέψης του εφεσίβλητου, λόγω της επιλογής του να καταβάλει η εταιρεία ποσά έναντι των χρεών αυτής, αντί τους μισθούς του εφεσείοντα.
Με όλο το σεβασμό, η θέση αυτή από μόνη της δεν μπορεί να πλήξει το εύρημα περί μη ενοχής σκέψης του εφεσίβλητου. Στο διάγραμμα δε για την πλευρά του εφεσείοντα, γίνεται εμμέσως απόπειρα αμφισβήτησης θεμάτων που αφορούν την αξιοπιστία. (βλ. σελ. 3 έως 5 - παραπομπή σε σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα, που σαφώς το Δικαστήριο δεν δέχθηκε). Επιχειρείται δε να συσχετισθούν τα σημεία αυτά ή καλύτερα να αντιπαραβληθούν με την μαρτυρία του εφεσίβλητου για να καταδειχθούν οι αδυναμίες της, ειδικά στο αν ο εφεσίβλητος είχε εμπλοκή στις εργασίες της εταιρείας. Τονίζουμε ότι αυτό το σκεπτικό εκ του διαγράμματος δεν μπορεί να διαφοροποιήσει ή να διευρύνει τη δοθείσα στο εφετήριο αιτιολογία.
Ως είναι γνωστό, θέμα που δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης δεν εξετάζεται. (βλ. Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271, Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 450). Αυτό ισχύει με εντονότερο τρόπο εκεί που εφαρμόζεται το Άρθρο 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας (βλ. πιο πάνω) και η άδεια του Γενικού Εισαγγελέα είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφ' ης στιγμής είχε ευρύτερο βάθρο στην απόρριψη της ένοχης σκέψης (mens rea) του εφεσείοντα και αυτό το ευρύτερο βάθρο δεν πλήττεται δια της δοθείσας αιτιολογίας, κρίνουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης στα πρωτόδικα ευρήματα.
Συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1.200 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του εφεσιβλήτου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.