ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B454
(2016) 2 ΑΑΔ 834
29 Σεπτεμβρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΝΙΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
SUCCESS ADVERTISING CO LTD (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 108/2016)
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση ακάλυπτων επιταγών ― Επικύρωση καταδίκης αναφορικά με το στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης (mens rea) των αδικημάτων που καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα, διευθυντή της εταιρείας που εξέδωσε τις επιταγές, ο οποίος προέβαλε ως υπερασπιστική γραμμή ότι όταν υπόγραφε τις επίδικες επιταγές δεν πίστευε πως αυτές δεν θα πληρώνονταν όταν θα παρουσιάζονταν στην τράπεζα.
Mετά από ακροαματική διαδικασία σε ιδιωτική ποινική υπόθεση η οποία καταχωρήθηκε από την εταιρεία Success Advertising Co Ltd (η παραπονούμενη), Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ένοχους την εταιρεία C.B. Country Bakers Ltd και το διευθυντή της (εφεσείοντα) σε τρεις κατηγορίες έκδοσης ακάλυπτων επιταγών (Άρθρα 20, 26, 29 και 305Α του Π.Κ.) και στη μεν Εταιρεία επέβαλε πρόστιμο €2.000 σε εκάστη των κατηγοριών στο δε εφεσείοντα, συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 3 μηνών.
Η Εταιρεία δραστηριοποιείτο στον τομέα της αρτοποιίας και όπως προέβαλε στα εκτεθέντα γεγονότα πρωτοδίκως, πριν από την έκρηξη στο Μαρί - στις 11.7.2011 - λειτουργούσε τέσσερα καταστήματα, τα λογότυπα και ταμπέλες των οποίων έγιναν από την παραπονούμενη η οποία με το πέρας των εργασιών της εξέδωσε, το Μάιο του 2011, δύο τιμολόγια για το συνολικό ποσό των €9.397,50.
Προς εξόφληση των εκδοθέντων τιμολογίων η Εταιρεία εξέδωσε επ' ονόματι της παραπονούμενης τρεις επιταγές της Τράπεζας Κύπρου για το ποσό των €3.500, €1.200 και €3.500 και με ημερομηνία πληρωμής 31.10.2011, 30.11.2011 και 31.12.2011 (αντιστοίχως), οι οποίες όταν παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα για πληρωμή επιστράφηκαν ατίμητες με την ένδειξη σε κάθε επιταγή «Να παρουσιαστεί ξανά, μη επαρκή υπόλοιπα - please represent insufficient funds και ο λογαριασμός παγοποιήθηκε ΚΑΠ - account frozen CIR» εφόσον από το Σεπτέμβρη του 2011 η Εταιρεία έπαυσε να ασκεί εργασίες και στις 27.10.2011 το όνομά της καταχωρήθηκε στο Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών (ΚΑΠ) λόγω επιστροφής επιταγών που είχε εκδώσει.
Για το χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών διατυπώθηκαν πρωτοδίκως εκατέρωθεν διιστάμενες θέσεις, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι και οι τρεις επιταγές εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες πριν από την έκρηξη στο Μαρί γεγονός που αποτέλεσε και τη βάση της υπεράσπισης που προώθησε προς αντίκρουση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.
Ισχυρίστηκε, ότι μέχρι την έκρηξη στο Μαρί η Εταιρεία ήταν οικονομικώς εύρωστη και ούτε μία επιταγή της δεν είχε παραμείνει απλήρωτη για περίοδο πέραν των 15 ημερών. Λόγω όμως της έκρηξης στο Μαρί και των παρατεταμένων διακοπών του ηλεκτρικού ρεύματος που επακολούθησαν, καταστράφηκαν εμπορεύματα αξίας γύρω στις €130.000 που ήταν στα ψυγεία της Εταιρείας, τα οποία και πετάχτηκαν στη χωματερή του Κοτσιάτη με αποτέλεσμα η Εταιρεία να υποστεί καίριο πλήγμα στην επιχειρηματική της δραστηριότητα.
Παρολ' αυτά, ισχυρίστηκε, πίστευε ότι η Εταιρεία θα μπορούσε να ορθοποδήσει και για κάλυψη των επιταγών που είχε εκδώσει, κατάθεσαν στον τραπεζικό της λογαριασμό €40.000 μεταξύ 14.7-14.9.2011. Ωστόσο αυτό τελικά δεν επετεύχθη και μέσα στο Σεπτέμβριο αναγκάστηκαν να «κλείσουν» την Εταιρεία και όταν οι διευθυντές της παραπονούμενης επικοινώνησαν μαζί του και τον ρώτησαν τι θα γίνει με τις επίδικες επιταγές, τους ανέφερε ότι θα προσπαθούσε να τις αποπληρώσει με δόσεις αλλά αυτοί αρνήθηκαν την πρότασή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας τη μαρτυρία του, καθώς επίσης και τις καταστάσεις λογαριασμού της Εταιρείας για τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2011 οι οποίες κατατέθηκαν από τον τραπεζικό υπάλληλο (ΜΚ3) κατά το στάδιο της αντεξέτασης κατόπιν πρωτοβουλίας της Υπεράσπισης, κατέληξε ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επιδίκων επιταγών ο εφεσείων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η Εταιρεία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με την πληρωμή των επιταγών που εξέδιδε, εφόσον δεκάδες επιταγές της δεν πληρώνονταν κατά το χρόνο πληρωμής τους αλλά μεταγενέστερα, είτε με την επαναπαρουσίαση τους στην τράπεζα είτε με μετρητά.
Το στοιχείο αυτό, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε να αποτρέψει τον εφεσείοντα από του να υπογράψει και να παραδώσει στην παραπονούμενη τις επίδικες επιταγές εφόσον ο κίνδυνος να μην τιμηθούν ήταν ορατός. Απέρριψε δε επί του προκειμένου την υπεράσπιση που πρόβαλε ο εφεσείοντας ότι μέχρι την έκρηξη στο Μαρί η Εταιρεία ήταν οικονομικώς εύρωστη και όταν εξέδιδε τις επίδικες επιταγές δεν πίστευε πως δεν θα πληρώνονταν.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα,
α) βασίστηκε σε μαρτυρία μη εμπειρογνώμονα (του τραπεζικού υπαλλήλου ΜΚ3) και περαιτέρω,
β) αποδεχόμενο την εν λόγω μαρτυρία κατέστησε τον εαυτό του μάρτυρα και θεώρησε ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών, η Εταιρεία δεν ήταν φερέγγυα και εσφαλμένα δεν θεώρησε ότι ο λόγος που κατέστη αφερέγγυα στη συνέχεια ήταν η έκρηξη στο Μαρί,
γ) εσφαλμένα ερμήνευσε το Άρθρο 305Α του Π.Κ.,
δ) εσφαλμένα αποδέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΚ1 και 2, δηλαδή του διευθυντή της παραπονούμενης Κ. Κυριακού (ΜΚ1) και του υπαλλήλου της Α. Κυριακού (ΜΚ2).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία των ΜΚ1 και 2 ουσιαστικά εξαντλήθηκε στα αντικειμενικά δεδομένα της υπόθεσης που αφορούσαν την έκδοση και μη πληρωμή των επίδικων επιταγών - κάτι που δεν αμφισβητήθηκε - και δεν ευσταθούσε το σχετικό παράπονο του εφεσείοντα, τη στιγμή μάλιστα που το ουσιώδες στοιχείο της μαρτυρίας του ΜΚ2 που αφορούσε στο χρόνο έκδοσης των επιταγών - ότι δηλαδή οι επιταγές εκδόθηκαν και του παραδόθηκαν τον Οκτώβριο του 2011 - δεν έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αντ' αυτού έγινε δεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα ότι εκδόθηκαν πριν από την έκρηξη στο Μαρί. Έπετο, ότι ο υπό αναφορά λόγος στερείτο παντελώς ουσίας και ήταν απορριπτέος.
2. Έκδηλα αβάσιμοι ήταν και οι λόγοι έφεσης αναφορικά με τον ΜΚ3 εφόσον αυτός δεν παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας. Κατά την κυρίως εξέταση του ο εν λόγω μάρτυρας περιορίστηκε να καταθέσει ότι οι επίδικες επιταγές δεν πληρώθηκαν διότι ο λογαριασμός της Εταιρείας είχε παγοποιηθεί και το όνομα της είχε καταχωρηθεί στο ΚΑΠ και τίποτα περισσότερο.
3. Τόσο ο ΜΚ3 όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέκυψαν στο ζήτημα της φερεγγυότητας της Εταιρείας, αλλά περιορίστηκαν απλώς στο να επισημάνουν το αυτονόητο. Ότι δηλαδή η μη πληρωμή δεκάδων επιταγών που εξέδιδε η Εταιρεία κατά το χρόνο πληρωμής τους, αποκάλυπτε ότι αυτή αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας και ως εκ τούτου ο κίνδυνος μη πληρωμής και των επίδικων επιταγών ήταν ορατός.
4. Αναφορικά με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η εταιρεία ήταν αφερέγγυα, ο εφεσείων προέβαλε ότι αντιστρατευόταν την κοινή λογική και επί του προκειμένου θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα ότι η Εταιρεία κατέστη αφερέγγυα λόγω της έκρηξης στο Μαρί.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η Εταιρεία, πριν την έκρηξη στο Μαρί, ήταν αφερέγγυα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, στη βάση των τεκμηρίων 6-10 και στη σχετική επί του θέματος μαρτυρία του εφεσείοντα, ήταν ότι η Εταιρεία αντιμετώπιζε πρόβλημα πληρωμής των επιταγών που εξέδιδε λόγω του ότι δεκάδες επιταγές που είχε εκδώσει και πριν από την έκρηξη στο Μαρί δεν πληρώνονταν κατά το χρόνο πληρωμής τους λόγω έλλειψης ρευστότητας, στοιχείο που καθιστούσε ορατό τον κίνδυνο μη πληρωμής και των επίδικων. Κατά συνέπεια οι υπό αναφορά λόγοι έφεσης στερούνταν ερείσματος.
6. Έκδηλα αβάσιμος ήταν και ο λόγος έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το Άρθρο 305Α(1) του Π.Κ.
7. Επρόκειτο για λόγο που προωθήθηκε με αναφορά όχι στις επίδικες επιταγές, οι οποίες ποτέ δεν πληρώθηκαν, αλλά για τις δεκάδες άλλες επιταγές που είχε εκδώσει η Εταιρεία πριν από την έκρηξη στο Μαρί και οι οποίες δεν πληρώθηκαν όταν παρουσιάστηκαν στην τράπεζα αλλά μεταγενέστερα.
8. Με αυτό ως δεδομένο, ο εφεσείων καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τις πρόνοιες του υπό αναφορά άρθρου του Νόμου καθότι οι άλλες επιταγές εν τέλει πληρώθηκαν μέσα στην προθεσμία των 15 ημερών.
9. Ό,τι όμως ενδιέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο για στοιχειοθέτηση των αδικημάτων που καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα ήταν η μη πληρωμή των επίδικων επιταγών και όχι των άλλων, η σημασία των οποίων για το πρωτόδικο Δικαστήριο εξαντλήθηκε στο γεγονός ότι αποκάλυπταν ορατό κίνδυνο ότι και οι επίδικες δεν θα πληρώνονταν.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.
Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπόττα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 43288/2011), ημερομηνίας 10/5/2016 και 7/6/2016.
Αντ. Κωνσταντίνου, για Εφεσείοντα.
Ρ. Ιάσωνος (κα), για Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Mετά από ακροαματική διαδικασία στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 43288/2011, η οποία καταχωρήθηκε από την εταιρεία Success Advertising Co Ltd (στο εξής η παραπονούμενη), το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε ένοχους την εταιρεία C.B. Country Bakers Ltd (στο εξής η Εταιρεία) και το διευθυντή της Μιχάλη Κάνιο (εφεσείοντα) σε τρεις κατηγορίες έκδοσης ακάλυπτων επιταγών (Άρθρα 20, 26, 29 και 305Α του Π.Κ.) και στη μεν Εταιρεία επέβαλε πρόστιμο €2.000 σε εκάστη των κατηγοριών στο δε εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 3 μηνών.
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την καταδίκη του για επτά (7) λόγους - άλλοι δύο λόγοι, οι υπ' αρ. 7 και 8 αποσύρθηκαν - τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα σκιαγραφήσουμε τα αντικειμενικά δεδομένα της υπόθεσης και αναφερθούμε στην υπεράσπιση που προώθησε πρωτοδίκως ο εφεσείων, σημειώνοντας ότι κατηγορούμενος στην υπόθεση ήταν και ο δεύτερος διευθυντής της Εταιρείας A. Xατζηθεοδώρου, η υπόθεση εναντίον του οποίου δεν προχώρησε καθότι δεν έγινε κατορθωτό να του επιδοθεί το κατηγορητήριο.
Η Εταιρεία δραστηριοποιείτο στον τομέα της αρτοποιίας και πριν την έκρηξη στο Μαρί - στις 11.7.2011 - λειτουργούσε τέσσερα καταστήματα, τα λογότυπα και ταμπέλες των οποίων έγιναν από την παραπονούμενη η οποία με το πέρας των εργασιών της εξέδωσε, το Μάιο του 2011, δύο τιμολόγια για το συνολικό ποσό των €9.397,50.
Προς εξόφληση των εκδοθέντων τιμολογίων η Εταιρεία εξέδωσε επ' ονόματι της παραπονούμενης τρεις επιταγές της Τράπεζας Κύπρου - τις υπ' αρ. 97328738, 37328739 και 37328740 - για το ποσό των €3.500, €1.200 και €3.500 και με ημερομηνία πληρωμής 31.10.2011, 30.11.2011 και 31.12.2011 (αντιστοίχως), οι οποίες όταν παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα για πληρωμή επιστράφηκαν ατίμητες με την ένδειξη σε κάθε επιταγή «Να παρουσιαστεί ξανά, μη επαρκή υπόλοιπα - please represent insufficient funds και ο λογαριασμός παγοποιήθηκε ΚΑΠ - account frozen CIR» εφόσον από το Σεπτέμβρη του 2011 η Εταιρεία έπαυσε να ασκεί εργασίες και στις 27.10.2011 το όνομά της καταχωρήθηκε στο Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών (ΚΑΠ) λόγω επιστροφής επιταγών που είχε εκδώσει.
Για το χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών διατυπώθηκαν πρωτοδίκως εκατέρωθεν διιστάμενες θέσεις, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι και οι τρεις επιταγές εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες πριν από την έκρηξη στο Μαρί γεγονός που αποτέλεσε και τη βάση της υπεράσπισης που προώθησε προς αντίκρουση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε. Ισχυρίστηκε συναφώς ότι μέχρι την έκρηξη στο Μαρί η Εταιρεία ήταν οικονομικώς εύρωστη και ούτε μία επιταγή της δεν είχε παραμείνει απλήρωτη για περίοδο πέραν των 15 ημερών. Λόγω όμως της έκρηξης στο Μαρί και των παρατεταμένων διακοπών του ηλεκτρικού ρεύματος που επακολούθησαν, καταστράφηκαν εμπορεύματα αξίας γύρω στις €130.000 που ήταν στα ψυγεία της Εταιρείας, τα οποία και πετάχτηκαν στη χωματερή του Κοτσιάτη με αποτέλεσμα η Εταιρεία να υποστεί καίριο πλήγμα στην επιχειρηματική της δραστηριότητα. Παρολ' αυτά, ισχυρίστηκε, πίστευε ότι η Εταιρεία θα μπορούσε να ορθοποδήσει και για κάλυψη των επιταγών που είχε εκδώσει, κατάθεσαν στον τραπεζικό της λογαριασμό €40.000 μεταξύ 14.7-14.9.2011. Ωστόσο αυτό τελικά δεν επετεύχθη και μέσα στο Σεπτέμβριο αναγκάστηκαν να «κλείσουν» την Εταιρεία και όταν οι διευθυντές της παραπονούμενης επικοινώνησαν μαζί του και τον ρώτησαν τι θα γίνει με τις επίδικες επιταγές, τους ανέφερε ότι θα προσπαθούσε να τις αποπληρώσει με δόσεις αλλά αυτοί αρνήθηκαν την πρότασή του.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, με τη μαρτυρία του ο εφεσείοντας στόχευε να εκθεμελιώσει το στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης (mens rea) των αδικημάτων που του καταλογίστηκαν εφόσον, καταληκτικά, προέβαλε ότι όταν υπόγραφε τις επίδικες επιταγές δεν φανταζόταν πως αυτές δεν θα πληρώνονταν όταν θα παρουσιάζονταν στην τράπεζα. Ανεπιτυχώς όμως καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας τη μαρτυρία του, καθώς επίσης και τις καταστάσεις λογαριασμού της Εταιρείας για τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2011 (τεκμ. 6, 7, 8, 9 και 10 αντιστοίχως) - οι οποίες κατατέθηκαν από τον τραπεζικό υπάλληλο Κ. Κωνσταντίνου (ΜΚ3) κατά το στάδιο της αντεξέτασης κατόπιν πρωτοβουλίας της Υπεράσπισης - κατέληξε ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επιδίκων επιταγών ο εφεσείων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η Εταιρεία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με την πληρωμή των επιταγών που εξέδιδε εφόσον δεκάδες επιταγές της δεν πληρώνονταν κατά το χρόνο πληρωμής τους αλλά μεταγενέστερα, είτε με την επαναπαρουσίαση τους στην τράπεζα είτε με μετρητά. Το στοιχείο αυτό, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε να αποτρέψει τον εφεσείοντα από του να υπογράψει και να παραδώσει στην παραπονούμενη τις επίδικες επιταγές εφόσον ο κίνδυνος να μην τιμηθούν ήταν ορατός. Απορρίπτοντας δε επί του προκειμένου την υπεράσπιση που πρόβαλε ο εφεσείοντας ότι μέχρι την έκρηξη στο Μαρί η Εταιρεία ήταν οικονομικώς εύρωστη και όταν εξέδιδε τις επίδικες επιταγές δεν πίστευε πως δεν θα πληρώνονταν, παρατήρησε τα ακόλουθα:
«Η έκρηξη στο Μαρί, που προβλήθηκε ως υπεράσπιση για την οικονομική κατάσταση της κατηγορούμενης 1 μετά τις 11/07/2011, υπό τις περιστάσεις δεν είναι αποδεκτή και εν πάση περιπτώσει είναι κατά την κρίση μου, με όλα τα δεδομένα που αναφέρονται ανωτέρω, άνευ σημασίας. Το ίδιο και οι μετέπειτα ενέργειες του κατηγορουμένου 3 που στόχο είχαν την οικονομική στήριξη της κατηγορουμένης 1 και την πληρωμή των επιταγών της. Η γνώση του κατηγορουμένου 3 για όλα τα ανωτέρω έπρεπε να αποτρέψει αυτόν από του να υπογράψει και παραδώσει στην παραπονούμενη τις επίδικες επιταγές «κλείνοντας τα μάτια» του στον ορατό κίνδυνο να μην τιμηθούν. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι και η εθελοτυφλία καταδεικνύει γνώση και είναι ποινικά κολάσιμη. Στην υπόθεση Hudfield ν. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414 στη σελίδα 428 γίνεται παραπομπή στο απόσπασμα από το Criminal Law Review, 1989, σελίδα 212, το οποίο αναφέρει, υπό μορφή σχολίου, τι αποτελεί εθελοτυφλία η οποία συνιστά γνώση:
"A requirement of knowledge is sometimes held to be satisfied by proof of a "willful blindness" as where "the defendant had deliberately shut his eyes to the obvious or refrained from inquiring because he suspected the truth but did not want to have his suspicion confirmed". Westminster City Council v. Croyalgranqe [1986] 2 All E.R. 353 at p.359 (H.L.)"»
Το συμπέρασμα ενοχής στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο σ' ό,τι τον αφορά, διατείνεται ο εφεσείων, είναι εσφαλμένο καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα (α) βασίστηκε σε μαρτυρία μη εμπειρογνώμονα (του τραπεζικού υπαλλήλου ΜΚ3) και περαιτέρω, αποδεχόμενο την εν λόγω μαρτυρία κατέστησε τον εαυτό του μάρτυρα (Λόγοι έφεσης 1 και 2), (β) θεώρησε ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών η Εταιρεία δεν ήταν φερέγγυα και εσφαλμένα δεν θεώρησε ότι ο λόγος που κατέστη αφερέγγυα στη συνέχεια ήταν η έκρηξη στο Μαρί (Λόγοι έφεσης 3, 4 και 5), (γ) ερμήνευσε το Άρθρο 305Α του Π.Κ. (Λόγος έφεσης 6) και (δ) εσφαλμένα αποδέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των ΜΚ1 και 2, (Λόγος έφεσης 9) δηλαδή του διευθυντή της παραπονούμενης Κ. Κυριακού (ΜΚ1) και του υπαλλήλου της Α. Κυριακού (ΜΚ2).
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα με διάγραμμα αγόρευσης ως και διά ζώσης κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, ενώ η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης περιορίστηκε απλώς να δηλώσει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των παραπόνων του εφεσείοντα και αρχίζοντας από τον τελευταίο λόγο έφεσης (τον υπ' αρ. 9) παρατηρούμε ότι αυτός είναι έκδηλα αβάσιμος. Η μαρτυρία των ΜΚ1 και 2 ουσιαστικά εξαντλήθηκε στα αντικειμενικά δεδομένα της υπόθεσης που αφορούσαν την έκδοση και μη πληρωμή των επίδικων επιταγών - κάτι που δεν αμφισβητήθηκε - και αδυνατούμε να αντιληφθούμε το σχετικό παράπονο του εφεσείοντα, τη στιγμή μάλιστα που το ουσιώδες στοιχείο της μαρτυρίας του ΜΚ2 που αφορούσε το χρόνο έκδοσης των επιταγών - ότι δηλαδή οι επιταγές εκδόθηκαν και του παραδόθηκαν τον Οκτώβριο του 2011 - δεν έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αντ' αυτού έγινε δεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα ότι εκδόθηκαν πριν από την έκρηξη στο Μαρί. Έπεται ότι ο υπό αναφορά λόγος στερείται παντελώς ουσίας και απορρίπτεται.
Έκδηλα αβάσιμοι κρίνονται και οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης (οι υπ' αρ. 1 και 2) εφόσον ο ΜΚ3 δεν παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας. Κατά την κυρίως εξέταση του ο εν λόγω μάρτυρας περιορίστηκε να καταθέσει ότι οι επίδικες επιταγές δεν πληρώθηκαν διότι ο λογαριασμός της Εταιρείας είχε παγοποιηθεί και το όνομα της είχε καταχωρηθεί στο ΚΑΠ και τίποτα περισσότερο. Τα υπό κρίση παράπονα του εφεσείοντα βασίζονται στην απάντηση που έδωσε ο εν λόγω μάρτυρας σε ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση για την εικόνα που παρουσίαζαν οι καταστάσεις λογαριασμού της Εταιρείας (τεκμ. 6-10) - οι οποίες κατατέθηκαν στο πρωτόδικό Δικαστήριο με πρωτοβουλία της Υπεράσπισης - «Ότι υπάρχουν προβλήματα ρευστότητας. Για να επιστρέφονται πίσω επιταγές σημαίνει ότι υπάρχουν προβλήματα ρευστότητας» (σελ. 67 πρακτικών). Απάντηση που σύμφωνα με τον εφεσείοντα συνιστούσε γνώμη εμπειρογνώμονα πως η Εταιρεία ήταν αφερέγγυα, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να υιοθετήσει. Και αυτό καθότι ο ΜΚ3 ήταν ένας απλός τραπεζικός υπάλληλος και όχι εμπειρογνώμονας και ως εκ τούτου εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία επί του σημείου αυτού και μετέτρεψε τον εαυτό του σε μάρτυρα. Μάλιστα προς τεκμηρίωση της θέσης αυτής ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέστηκε άρθρα των Christopher I. Haynes υπό τον τίτλο "The Solvency Test: Α New Era in Directorial Responsibility" και Richard Houlihan και Andrew Smith υπό τον τίτλο «Solvency Opinions: Goal and Best Practices" τα οποία αναπτύσσουν τις παραμέτρους του όρου «αφερεγγυότητα», παραγνωρίζοντας ότι τόσο ο ΜΚ3 όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέσκηψαν στο ζήτημα της φερεγγυότητας της Εταιρείας, αλλά περιορίστηκαν απλώς στο να επισημάνουν το αυτονόητο. Ότι δηλαδή η μη πληρωμή δεκάδων επιταγών που εξέδιδε η Εταιρεία κατά το χρόνο πληρωμής τους, αποκάλυπτε ότι αυτή αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας και ως εκ τούτου ο κίνδυνος μη πληρωμής και των επίδικων επιταγών ήταν ορατός.
Συναφείς με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης είναι και οι επόμενοι τρεις λόγοι (οι υπ' αρ. 3, 4 και 5) οι οποίοι έχουν στο επίκεντρο τους το κατ' ισχυρισμό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εταιρεία ήταν αφερέγγυα. Το εν λόγω συμπέρασμα, διατείνεται ο εφεσείων, αντιστρατεύεται την κοινή λογική και επί του προκειμένου θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα ότι η Εταιρεία κατέστη αφερέγγυα λόγω της έκρηξης στο Μαρί πλην όμως «. το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε χωρίς να δώσει κανένα καλό λόγο γιατί απέτρεψε το βλέμμα του από αυτή ενώ παράλληλα βασίστηκε σε ανύπαρκτη μαρτυρία και μαρτυρία την οποία δεν έπρεπε να λάβει υπόψη με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε επικίνδυνες ατραπούς. Σχετική με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω είναι η Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506».
Ούτε και αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.
Όπως ήδη επισημάνθηκε κατά την εξέταση των προηγούμενων λόγων έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η Εταιρεία, πριν την έκρηξη στο Μαρί, ήταν αφερέγγυα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, στη βάση των τεκμηρίων 6-10 και στη σχετική επί του θέματος μαρτυρία του εφεσείοντα, ήταν ότι η Εταιρεία αντιμετώπιζε πρόβλημα πληρωμής των επιταγών που εξέδιδε λόγω του ότι δεκάδες επιταγές που είχε εκδώσει και πριν από την έκρηξη στο Μαρί δεν πληρώνονταν κατά το χρόνο πληρωμής τους λόγω έλλειψης ρευστότητας, στοιχείο που καθιστούσε ορατό τον κίνδυνο μη πληρωμής και των επίδικων. Κατά συνέπεια οι υπό αναφορά λόγοι έφεσης στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται.
Έκδηλα αβάσιμος κρίνεται και ο λόγος έφεσης υπ' αρ. 6, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το Άρθρο 305Α(1)* του Π.Κ. Πρόκειται για λόγο που προωθήθηκε με αναφορά όχι στις επίδικες επιταγές, οι οποίες ποτέ δεν πληρώθηκαν, αλλά για τις δεκάδες άλλες επιταγές που είχε εκδώσει η Εταιρεία πριν από την έκρηξη στο Μαρί και οι οποίες δεν πληρώθηκαν όταν παρουσιάστηκαν στην τράπεζα αλλά μεταγενέστερα. Με αυτό ως δεδομένο, ο εφεσείων καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τις πρόνοιες του υπό αναφορά άρθρου του Νόμου καθότι οι άλλες επιταγές εν τέλει πληρώθηκαν μέσα στην προθεσμία των 15 ημερών. Ό,τι όμως ενδιέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο για στοιχειοθέτηση των αδικημάτων που καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα ήταν η μη πληρωμή των επίδικων επιταγών και όχι των άλλων, η σημασία των οποίων για το πρωτόδικο Δικαστήριο εξαντλήθηκε στο γεγονός ότι αποκάλυπταν ορατό κίνδυνο ότι και οι επίδικες δεν θα πληρώνονταν.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω η έφεση κρίνεται ότι στερείται ερείσματος και απορρίπτεται η δε πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €500 συν ΦΠΑ έξοδα εναντίον του εφεσείοντα. Και αυτό λόγω του ότι η εφεσίβλητη απλώς περιορίστηκε να δηλώσει μέσω της συνηγόρου της ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.