ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
"IOANNIS SOCRATIS ALIAS ""KOKKALOS""" ν. THE POLICE (1967) 2 CLR 26
MICHAEL AND OTHERS ν. POLICE (1987) 2 CLR 78
Αριστοδήμου Μάριος ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2007) 2 ΑΑΔ 193
Τσαγκάρης Λουκής ν. Θέμιδας Ντατίδου (2012) 2 ΑΑΔ 183
Λουκαΐδης Γεώργιος ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 884, ECLI:CY:AD:2014:B944
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
UNIFRAME LTD v. ΦΥΛΑΚΤΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2021, 23/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:B135
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΖΟΛΩΤΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 144/2019, 11/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:B526
ΔΟΞΑΚΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 68/2021, 13/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:B566
UNIFRAME LTD v. ΦΥΛΑΚΤΟΥ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 80/2021, 23/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:B128
SUREFOOD LTD ν. ΜΙΧΑΗΛ, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2015, 7/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B480
Βγενόπουλος Ανδρέας και Άλλος (2016) 1 ΑΑΔ 2691, ECLI:CY:AD:2016:D532
ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2016, 31/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A203
ECLI:CY:AD:2016:D448
(2016) 2 ΑΑΔ 816
27 Σεπτεμβρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ,
Εφεσιβλήτου.
(Πoινική Έφεση Αρ. 100/2014)
Ποινική Δικονομία ― Απόδειξη υπόθεσης στην απουσία κατηγορουμένου ― Άρθρα 89(1), 63,112 Κεφ.154 ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης για εκδίκαση υπόθεσης στην απουσία κατηγορουμένου ― Απόφανση Εφετείου ότι η πρωτόδικη προσέγγιση λειτούργησε ως διασφάλιση του κύρους της διαδικασίας, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα ― Η κρατούσα τάση είναι η εκδίκαση να λαμβάνει χώρα στην παρουσία του κατηγορουμένου ― Εξίσου όμως δυναμικά προκύπτει η ανάγκη διασφάλισης του κύρους της διαδικασίας.
Ποινική Δικονομία ― Απόδειξη υπόθεσης στην απουσία κατηγορουμένου ― Άρθρα 89(1), 63, 112, Κεφ.154 ― Και σε σοβαρές υποθέσεις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση, απουσία του κατηγορουμένου, αν η απουσία του είναι αποτέλεσμα οικειοθελούς πράξης με σκοπό την παρεμπόδιση της πορείας της δικαιοσύνης ― Παρόλο ότι, ως γενικός κανόνας ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να είναι παρών στη δίκη του.
Ο εφεσείων - κατηγορούμενος αντιμετώπιζε πρωτοδίκως διάφορες κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα ως προς την άσκηση επαγγέλματος κτηματομεσίτη χωρίς τη σχετική άδεια κατά παράβαση διαφόρων διατάξεων του περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10 και άλλα συναφή.
Η υπόθεση κατεχωρήθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 13.12.2012 και ο εφεσείων με απάντηση μη παραδοχής, εμφανίστηκε σε διάφορες δικασίμους της υπόθεσης. Μάλιστα, προσωρινό διάταγμα που εξεδόθη εναντίον του εκ συμφώνου κατέστη απόλυτο. Στη συνέχεια όμως κατά τη δικάσιμο της 31.10.2013, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο δικηγόρος του δήλωσε ότι είχαν γίνει προσπάθειες να επικοινωνήσουν με αυτόν πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και κατασχέθηκε ποσό της εγγύησης του.
Στις 5.12.2013 ημερομηνία που ορίστηκε για έλεγχο του εντάλματος σύλληψης δεν εμφανίστηκε ο εφεσείων αλλά ούτε και ο δικηγόρος του το έπραξε. Η υπόθεση παρέμεινε για περαιτέρω έλεγχο στις 3.2.2014, κατά την οποία δικάσιμο η δικηγόρος που εμφανίστηκε γι' αυτόν δεν ανέφερε οτιδήποτε για την απουσία του. Στις 19.3.2014 ο δικηγόρος που εμφανίστηκε και ενώπιον του Εφετείου για τον εφεσείοντα, ανέφερε ότι ο πελάτης του απουσιάζει μόνιμα στο εξωτερικό και δεν έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του με αποτέλεσμα να αιτηθεί αδείας για απόσυρση από δικηγόρος του. Το αίτημα εγκρίθηκε και το Δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση στις 16.4.2014 και πάλι για έλεγχο του εντάλματος. Την ως άνω ημερομηνία αφού επιβεβαιώθηκε από την Αστυνομία η απουσία του εφεσείοντα στο εξωτερικό η κατηγορούσα αρχή ανέφερε ότι ο εφεσείων ήταν παρών σε αρκετές δικασίμους και στη συνέχεια επέλεξε να μην εμφανίζεται πλέον.
Ως εκ τούτου αιτήθηκε από το Δικαστήριο να ενεργοποιήσει την εξουσία του και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη σχετική διακριτική του εξουσία εγκρίνοντας το αίτημα και ορίζοντας την υπόθεση για απόδειξη, ακυρώνοντας το σχετικό ένταλμα σύλληψης.
Στις 28.4.2014 το Δικαστήριο προχώρησε με απόδειξη της υπόθεσης και ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και του επέβαλε χρηματική ποινή στις 5 κατηγορίες που αντιμετώπιζε συνολικού ποσού €2.100. Προσθέτως εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στον εφεσείοντα να ασκεί καθ' οιονδήποτε τρόπο οιανδήποτε ενέργεια σχετική με την κτηματομεσιτεία χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο σχετικό μητρώο και χωρίς να έχει εν ισχύ την απαιτούμενη άδεια.
Η πιο πάνω κρίση εφεσιβλήθηκε από τον εφεσείοντα αμφισβητούμενη επί τω ότι, εκδόθηκε in absentia.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδικάζει ποινικές υποθέσεις στην απουσία κατηγορουμένου καθορίζεται από το Άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.154. Σχετικά επίσης είναι τα Άρθρα 63 και 112 της Ποινικής Δικονομίας.
2. Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία, αλλά και το κείμενο του πιο πάνω άρθρου, το θέμα ανάγεται σαν θέμα που αφορά άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ως του μόνου κριτή εξισορρόπησης της διφυούς φύσεως της παρουσίας του κατηγορούμενου, ανάλογα ως δικαιώματος και ως υποχρεώσεως.
3. Η συμπεριφορά του ίδιου του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με τη φύση της υπόθεσης και την ποινή που δύναται να επιβληθεί είναι δύο βασικοί παράμετροι που το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ασκώντας τη σχετική διακριτική του εξουσία.
4. Ωστόσο και σε σοβαρές υποθέσεις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση στην απουσία του κατηγορουμένου, αν η απουσία του είναι αποτέλεσμα οικειοθελούς πράξης με σκοπό την παρεμπόδιση της πορείας της δικαιοσύνης.
5. Με βάση τη νομολογία, παρόλο ότι ως γενικός κανόνας ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να είναι παρών στη δίκη του, εάν οικειοθελώς απεκδύεται του δικαιώματος του, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να συνεχίσει την διαδικασία στην απουσία του.
6. Προκύπτει από τη νομολογία πως η κρατούσα τάση είναι, όπως η εκδίκαση να λαμβάνει χώρα στην παρουσία του κατηγορουμένου. Εξίσου όμως δυναμικά προκύπτει η ανάγκη διασφάλισης του κύρους της διαδικασίας ως μέρος της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να πράττει διαφορετικά αν το θεωρεί ότι η πορεία αυτή προστατεύει και διαφυλάσσει το κύρος της διαδικασίας.
7. Στην κρινόμενη περίπτωση τα ακόλουθα είναι σχετικά:
(α) Ο εφεσείων για αρκετό χρονικό διάστημα γνώριζε τις επίδικες ημερομηνίες και ήταν παρών σε αυτές. Μάλιστα, όπως μας έχει λεχθεί, συγκατατέθηκε στην έκδοση συντηρητικού διατάγματος εναντίον του, εκκρεμούσης της δίκης.
(β) Ο εφεσείων διά δικής του επιλογής προτίμησε να μην εμφανιστεί περαιτέρω στην εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης που τον αφορούσε και που γνώριζε ότι υπήρχε. Μάλιστα διά των λεγομένων των δικηγόρων του στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν τους πληροφόρησε δεόντως για την απουσία του στο εξωτερικό ούτε και τους έδωσε σχετικές οδηγίες. Προφανώς γι' αυτό το λόγο ζήτησαν άδεια να αποσυρθούν από το Δικαστήριο.
(γ) Είχαν τεθεί κατά πάντα χρόνο όλα τα αναγκαία προαπαιτούμενα για να είναι ο εφεσείων παρών στη δίκη του.
(δ) Η φύση της υπόθεσης ως εκ των εκτεθέντων στο κατηγορητήριο αδικημάτων δεν ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογείτο επιβολή ποινής φυλάκισης.
(ε) Το περιεχόμενο του διατάγματος εναντίον του εφεσείοντα δεν ήταν τέτοιας υφής και εμβέλειας ώστε να καταστρατηγείτο θεμελιώδες δικαίωμα του, αφού στην πραγματικότητα εκ του ιδίου του νόμου δεν εδικαιούτο να ασκεί επάγγελμα κτηματομεσίτη χωρίς άδεια. Το εν λόγω διάταγμα στην ουσία του επαναλαμβάνει την εκ του νόμου προνοούμενη διάταξη.
8. Ως εκ των πιο πάνω, ήταν φανερό ότι είναι ο ίδιος ο εφεσείων ο οποίος απεκδύθηκε του δικαιώματος του να είναι παρών στη δίκη του, δείχνοντας αδιαφορία για την εξέλιξη και το αποτέλεσμα της.
9. Παρόμοια ήσαν τα περιστατικά στην υπόθεση R. v. Jones (κατωτέρω). Το είδος της ποινής και του εκδοθέντος διατάγματος διαφοροποιούν την υπόθεση αυτή από την Αριστοδήμου ν. ΚΟΤ (κατωτέρω).
10. Όχι μόνο δεν υπήρχε ο,τιδήποτε μεμπτό στην πρωτόδικη διαδικασία αλλά θα έπρεπε να λεχθεί ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα ενείχε το στοιχείο περιφρόνησης προς τη δικαστική διαδικασία, αφού ενώ πρώτα επέλεξε να μη παρουσιαστεί σ' αυτή, στη συνέχεια παρουσιάστηκε ως παραπονούμενος για την εξέλιξη αυτή.
11. Συνεπώς η πρωτόδικη προσέγγιση λειτούργησε ως διασφάλιση του κύρους της διαδικασίας, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kapodistrias v. Petrakis 22 C.L.R. 181,
Niazi v. The Police 19 C.L.R. 127,
Socratis v. The Police (1967) 2 C.L.R. 26,
The Republic v. Demetriades a.o. (1973) 11 J.S.C. 1458,
Μichael ν. The Police (1987) 2 C.L.R. 78,
R. v. Jones (RE W)(Nο 2) [1972] 2 All E.R. 731,
Αριστοδήμου ν. ΚΟΤ (2007) 2 Α.Α.Δ. 193,
Τσαγκάρη ν. Ντατίδου (2012) 2 Α.Α.Δ. 183,
Ποταμός ν. Alpha Bank Cyprus (Ltd) (2012) 2 A.A.Δ. 167,
Λουκαΐδης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 884, ECLI:CY:AD:2014:B944,
R (Drinkwater) v. Solibull Magistrates' Court [2012] 176 JP 401,
R (Killick) ν. West London Magistrates' Court [2012] EWHC 3864 (Admin) at (17),
Hayward & Οrs, R v [2001] ΕWCA Crim 168 (31st January, 2001),
Regina v. Jones [2002] UKHL 5 (20th February 2002.
Έφεση κατά Απόφασης.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 22633/2012), ημερομηνίας 28/4/2014.
Φ. Φανής, για τον Eφεσείοντα.
Χρ. Μούσκος, για το Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων - κατηγορούμενος αντιμετώπιζε πρωτοδίκως διάφορες κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα ως προς την άσκηση επαγγέλματος κτηματομεσίτη χωρίς τη σχετική άδεια κατά παράβαση διαφόρων διατάξεων του περί Κτηματομεσιτών Νόμου 71(Ι)/10 και άλλα συναφή.
Η υπόθεση κατεχωρήθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 13.12.2012 και ο εφεσείων με απάντηση μη παραδοχής, εμφανίστηκε σε διάφορες δικασίμους της υπόθεσης. Μάλιστα, όπως μας ετέθη ως κοινό έδαφος, προσωρινό διάταγμα που εξεδόθη εναντίον του εκ συμφώνου κατέστη απόλυτο. Στη συνέχεια όμως κατά τη δικάσιμο της 31.10.2013, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο δικηγόρος του δήλωσε ότι είχαν γίνει προσπάθειες να επικοινωνήσουν με αυτόν πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και κατασχέθηκε ποσό της εγγύησης του. Στις 5.12.2013 ημερομηνία που ορίστηκε για έλεγχο του εντάλματος σύλληψης όχι μόνο δεν εμφανίστηκε ο εφεσείων αλλά ούτε και ο δικηγόρος του το έπραξε. Η υπόθεση παρέμεινε για περαιτέρω έλεγχο στις 3.2.2014, κατά την οποία δικάσιμο η δικηγόρος που εμφανίστηκε γι' αυτόν δεν ανέφερε οτιδήποτε για την απουσία του. Στις 19.3.2014 ο κ. Φανή, ο δικηγόρος που εμφανίστηκε και ενώπιον μας για τον εφεσείοντα, ανέφερε ότι ο πελάτης του απουσιάζει μόνιμα στο εξωτερικό και δεν έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του με αποτέλεσμα να αιτηθεί αδείας για απόσυρση από δικηγόρος του. Το αίτημα εγκρίθηκε και το Δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση στις 16.4.2014 και πάλι για έλεγχο του εντάλματος. Την ως άνω ημερομηνία αφού επιβεβαιώθηκε από την Αστυνομία η απουσία του εφεσείοντα στο εξωτερικό η κατηγορούσα αρχή ανέφερε ότι ο εφεσείων ήταν παρών σε αρκετές δικασίμους και στη συνέχεια επέλεξε να μην εμφανίζεται πλέον. Ως εκ τούτου αιτήθηκε από το Δικαστήριο να ενεργοποιήσει την εξουσία του και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο αποφάσισε ως εξής: «Ασκώντας τη διακριτική εξουσία που μου παρέχει η συνδυασμένη ερμηνεία των Άρθρων 63, 89 και 113 του Κεφ.155 και λαμβάνοντας καθοδήγηση από το Σύγγραμμα Blackstone, Criminal Practice, 2002, σελ.1399 το αίτημα εγκρίνεται. Η υπόθεση ορίζεται για απόδειξη στις 28.04.2014 στις 09.00. Το ένταλμα σύλληψης του κατηγορουμένου ακυρώνεται.»
Στις 28.4.2014 όντως το Δικαστήριο προχώρησε με απόδειξη της υπόθεσης και ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και του επέβαλε χρηματική ποινή στις 5 κατηγορίες που αντιμετώπιζε συνολικού ποσού €2.100. Προσθέτως εξέδωσε διάταγμα με το οποίο «απαγορεύετο στον εφεσείοντα να ασκεί καθ' οιονδήποτε τρόπο «οιανδήποτε ενέργεια σχετική με την κτηματομεσιτεία χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο σχετικό μητρώο και χωρίς να έχει εν ισχύ την απαιτούμενη άδεια».
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση έχοντας στην ουσία ένα παράπονο, ότι δηλαδή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το ένταλμα σύλληψης και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και στην καταδίκη του εφεσείοντα in absentia. Παρά το ότι οι λόγοι έφεσης είναι αριθμητικά τρεις όλοι ανάγονται στον πιο πάνω πυρήνα της εσφαλμένης, κατά την κρίση του εφεσείοντα, ενέργειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του κατηγορουμένου. Όλη η επιχειρηματολογία και των δύο ευπαιδεύτων συνηγόρων περιστράφηκε σ' αυτό το σημείο. Ομοίως και εμείς θα ασχοληθούμε επί του θέματος που εκ των πραγμάτων καθορίζει και την όλη εξέλιξη της διαδικασίας.
Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδικάζει ποινικές υποθέσεις στην απουσία κατηγορουμένου καθορίζεται από το Άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 το οποίο έχει ως εξής:
Άρθρο 89(1):
«Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του Άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπιν απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.
............................».
(Σχετικά επίσης είναι τα Άρθρα 63 και 112 της Ποινικής Δικονομίας).
Είναι γεγονός ότι η παρουσία ενός κατηγορουμένου σε μια δίκη μπορεί ταυτόχρονα να νοηθεί και σαν δικαίωμα και σαν υποχρέωση. Η διφυής αυτή φύση διέπεται από τις αρχές που αφορούν την προστασία της έννομης τάξης η οποία καθορίζεται από την ανάγκη σεβασμού της δικαστικής διαδικασίας ως προαπαιτούμενο για την ύπαρξη της. Επίσης διέπεται από τις αρχές προστασίας του ατομικού δικαιώματος της παρουσίας ενός ατόμου σε διαδικασία που τον αφορά, ποινικής υφής, με τις συνέπειες που μπορεί αυτή να έχει.
Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία, αλλά και το κείμενο του πιο πάνω άρθρου, το θέμα ανάγεται - και σωστά - σαν θέμα που αφορά άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ως του μόνου κριτή εξισορρόπησης της διφυούς φύσεως της παρουσίας του κατηγορούμενου, ανάλογα ως δικαιώματος και ως υποχρεώσεως.
Η συμπεριφορά του ίδιου του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με τη φύση της υπόθεσης και την ποινή που δύναται να επιβληθεί είναι δύο βασικοί παράμετροι που το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ασκώντας τη σχετική διακριτική του εξουσία. Ωστόσο και σε σοβαρές υποθέσεις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση στην απουσία του κατηγορουμένου, αν η απουσία του είναι αποτέλεσμα οικειοθελούς πράξης με σκοπό την παρεμπόδιση της πορείας της δικαιοσύνης.
Στο Σύγγραμμα των κ.κ. Λοΐζου και Πική Criminal Procedure in Cyprus, αναφέρονται και τα εξής (στη σελίδα 79):
«The accused has a right to be present at his trial, a right safeguarded by the provisions of Articles 12 and 30 of the Constitution and those of Article 6 of the European Convention on Human Rights, ratified by Law 118 of 1968. Further he has a duty to be present at his trial unless his appearance has been dispensed with under Cap.155 and in particular sections 45(1) and 63(3). In the case of The Republic v. Demetriades a.ο., the Supreme Court held (Hadjianasstassiou, J., dissenting) that the obligation cast on the accused to be present at his trial is not inconsistent and does not frustrate his right to attend. Reasonable force may be exercised to bring the accused before the Court. Exceptionally, the Court may decide, in the exercise of its discretion, to proceed with the hearing of a serious criminal case in the absence of the accused; reasons relating to the proper administration of justice may dictate such course, especially where the absence of the accused is the product of a deliberate act, intended to frustrate the course of justice..)»
(ο τονισμός είναι δικός μας)
Από παλαιά η νομολογία ασχολήθηκε με το θέμα. Σχετικές είναι οι ακόλουθες αποφάσεις: Kapodistrias v. Petrakis 22 C.L.R. 181, Niazi v. The Police 19 C.L.R. 127, Socratis v. The Police (1967) 2 C.L.R. 26, The Republic v. Demetriades a.o. (1973) 11 J.S.C. 1458, Μichael ν. the Police (1987) 2 C.L.R. 78.
Στην υπόθεση R. v. Jones (RE W)(No 2) [1972] 2 All E.R. σελ. 731 τονίστηκε πως παρόλο ότι ως γενικός κανόνας ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να είναι παρών στη δίκη του, εάν οικειοθελώς απεκδύεται του δικαιώματος του, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να συνεχίσει την διαδικασία στην απουσία του. Το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την διακριτική του εξουσία να συνεχίσει στην απουσία του κατηγορούμενου αφού ενώ γνώριζε την ημέρα συνέχισης της δίκης, παρέλειψε να εμφανισθεί.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι μας παρέπεμψαν και σε πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την Αριστοδήμου ν. ΚΟΤ (2007) 2 Α.Α.Δ. 193, Τσαγκάρη ν. Ντατίδου (2012) 2 Α.Α.Δ. 183 και Ποταμός ν. Alpha Bank Cyprus (Ltd) (2012) 2 A.A.Δ. 167. Στην τελευταία αυτή απόφαση αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 172:
«Είναι καλά νομολογημένη αρχή ότι κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση έχει δικαίωμα να είναι παρών κατά τη δίκη του και να ακούεται, γι' αυτό, άλλωστε, κλητεύεται. Σε περιπτώσεις συνοπτικής δίκης, το ζήτημα της παρουσίας ή μη κατηγορουμένου διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 89(1) του Νόμου. Κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο θα προχωρήσει στην απουσία κατηγορουμένου να ακούσει την υπόθεση και να επιβάλει ποινή ή να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι αυτός παρών, επαφίεται στη διακριτική του εξουσία, η οποία ασκείται δικαστικά. Κατά την άσκησή της, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως η φύση και η σοβαρότητα των κατηγοριών, κατά πόσο αυτές ενέχουν το στίγμα της ανεντιμότητας, το είδος και το ύψος της ποινής που επιβάλλεται για τέτοιου είδους κατηγορίες, εάν ο κατηγορούμενος βαρύνεται ή όχι με προηγούμενες καταδίκες - (βλ. Niazi v. Police 19 C.L.R. 127· Michael a.o. v. Police (1987) 2 C.L.R. 78 και Αριστοδήμου v. Κ.Ο.Τ. (2007) 2 Α.Α.Δ. 193) - κατά πόσο αυτός έχει παραιτηθεί οικειοθελώς του δικαιώματος να είναι παρών, ή, καίτοι απών, εκπροσωπείται από συνήγορο και δηλώνει ότι επιθυμεί να είναι παρών.»
Στην υπόθεση Λουκαΐδης ν. Αστυνομίας (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B944A.A.Δ. 884 επαναλήφθηκε η προηγούμενη νομολογία και η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε σχέση με το Άρθρο 89(1) ανωτέρω. Επικυρώθηκε δε η πρωτόδικη προσέγγιση να προχωρήσει το Δικαστήριο στην επιβολή ποινής στην απουσία του εφεσείοντα.
Στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016 σελ.1923 υπό τον τίτλο Failure of an accused to appear τονίζεται η σημασία του οικειοθελούς της παραίτησης εκ του δικαιώματος παρουσίας, αλλά και ταυτόχρονα επιδοκιμάζεται η ανάγκη εξέτασης του θέματος υπό το πρίσμα πάντοτε των συμφερόντων της δικαιοσύνης "With due regard for the interest of justice". {Βλ. επίσης: R (Drinkwater) v. Solibull Magistrates' Court [2012] 176 JP 401 και R (Killick) ν. West London Magistrates' Court [2012] EWHC 3864 (Admin) at (17)}.
Στη Hayward & Οrs, R v [2001] ΕWCA Crim 168 (31st January, 2001) αφού έγινε ευρεία ανασκόπηση της ευρωπαϊκής και αγγλικής νομολογίας, το Δικαστήριο προχώρησε στη διατύπωση 5 βασικών αρχών* για καθοδήγηση ως προς την εκδίκαση υποθέσεων στην απουσία κατηγορουμένου. Επίσης χρήσιμη είναι και η υπόθεση Regina v. Jones [2002] UKHL 5 (20th February 2002) στην οποία αναφέρεται ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στη νομολογία του ΕΔΑΔ που να εισηγείται καν ότι εκδίκαση ποινικής υπόθεσης ενός κατηγορουμένου στην απουσία του είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Παρατηρούμε ότι προκύπτει από τη νομολογία πως η κρατούσα τάση είναι η εκδίκαση να λαμβάνει χώρα στην παρουσία του κατηγορουμένου. Εξίσου όμως δυναμικά προκύπτει η ανάγκη διασφάλισης του κύρους της διαδικασίας ως μέρος της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να πράττει διαφορετικά αν το θεωρεί ότι η πορεία αυτή προστατεύει και διαφυλάσσει το κύρος της διαδικασίας.
Στην κρινόμενη περίπτωση τα ακόλουθα είναι σχετικά:
(α) Ο εφεσείων για αρκετό χρονικό διάστημα γνώριζε τις επίδικες ημερομηνίες και ήταν παρών σε αυτές. Μάλιστα, όπως μας έχει λεχθεί, συγκατατέθηκε στην έκδοση συντηρητικού διατάγματος εναντίον του, εκκρεμούσης της δίκης.
(β) Ο εφεσείων διά δικής του επιλογής προτίμησε να μην εμφανιστεί περαιτέρω στην εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης που τον αφορούσε και που γνώριζε ότι υπήρχε. Μάλιστα διά των λεγομένων των δικηγόρων του στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν τους πληροφόρησε δεόντως για την απουσία του στο εξωτερικό ούτε και τους έδωσε σχετικές οδηγίες. Προφανώς γι' αυτό το λόγο ζήτησαν άδεια να αποσυρθούν από το Δικαστήριο.
(γ) Είχαν τεθεί κατά πάντα χρόνο όλα τα αναγκαία προαπαιτούμενα για να είναι ο εφεσείων παρών στη δίκη του.
(δ) Η φύση της υπόθεσης ως εκ των εκτεθέντων στο κατηγορητήριο αδικημάτων δεν ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογείτο επιβολή ποινής φυλάκισης.
(ε) Το περιεχόμενο του διατάγματος εναντίον του εφεσείοντα δεν ήταν τέτοιας υφής και εμβέλειας ώστε να καταστρατηγείτο θεμελιώδες δικαίωμα του, αφού στην πραγματικότητα εκ του ιδίου του νόμου δεν εδικαιούτο να ασκεί επάγγελμα κτηματομεσίτη χωρίς άδεια. Το εν λόγω διάταγμα στην ουσία του επαναλαμβάνει την εκ του νόμου προνοούμενη διάταξη.
Ως εκ των πιο πάνω είναι φανερό ότι είναι ο ίδιος ο εφεσείων ο οποίος απεκδύθηκε του δικαιώματος του να είναι παρών στη δίκη του, δείχνοντας αδιαφορία για την εξέλιξη και το αποτέλεσμα της. Παρόμοια ήσαν τα περιστατικά στην υπόθεση R. v. Jones (ανωτέρω). Το είδος της ποινής και του εκδοθέντος διατάγματος διαφοροποιούν την υπόθεση αυτή από την Αριστοδήμου ν. ΚΟΤ (ανωτέρω).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επέμενε ιδιαίτερα στο ότι ήταν λάθος η ενέργεια του Δικαστηρίου ενώ είχε αποφασίσει προηγουμένως ότι το ενδεδειγμένο μέτρο ήταν η έκδοση εντάλματος σύλληψης, «να αναιρέσει την απόφαση του αυτή» με το να ακυρώσει το ένταλμα και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης. Ουσιαστικά ο κ. Φανή είχε την πεποίθηση ότι το Δικαστήριο μόνο μία φορά ασκεί τη σχετική διακριτική του εξουσία και αφ' ης στιγμής την ασκήσει δεν δικαιούται να τη διαφοροποιήσει.
Διαφωνούμε πλήρως με αυτή την προσέγγιση η οποία όχι μόνο αντίκειται στον ίδιο το Νόμο αλλά και πλήττει την εγγενή εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγχει και να διασφαλίζει τη διαδικασία και να επεμβαίνει με το δέοντα τρόπο αναλόγως με τις δικονομικές εξελίξεις και τα αιτήματα που του υποβάλλονται. Η κατηγορούσα αρχή εν προκειμένω στο στάδιο που ερεύνησε πλέον τα πράγματα ως προς την απουσία του εφεσείοντα, θεώρησε ορθό ενεργοποιώντας τη σχετική δυνατότητα της Ποινικής Δικονομίας να αιτηθεί ακύρωση του εντάλματος και εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση του, το επέτρεψε. Όχι μόνο δεν βρίσκουμε ο,τιδήποτε μεμπτό στην πρωτόδικη διαδικασία αλλά θα πρέπει να πούμε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα ενέχει το στοιχείο περιφρόνησης προς τη δικαστική διαδικασία, αφού πρώτα επέλεξε να μη παρουσιαστεί σ' αυτή, τώρα να παρουσιάζεται ως παραπονούμενος για την εξέλιξη αυτή. Συνεπώς η πρωτόδικη προσέγγιση λειτούργησε ως διασφάλιση του κύρους της διαδικασίας, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1.500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.